Με την Ρωσία να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορά της με την Ουκρανία και προφανώς να προετοιμάζεται για εισβολή, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει αντιμετωπίσει επίμονα ερωτήματα σχετικά με τις κόκκινες γραμμές της σε αυτή την σύγκρουση. Ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν αποφύγει να διευκρινίσουν πόση ακριβώς ρωσική επιθετικότητα είναι υπέρμετρη, αλλά έχουν δηλώσει σαφώς ότι μια στρατιωτική εισβολή θα πυροδοτούσε «τεράστιες» οικονομικές συνέπειες για τη Μόσχα.
Η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ομοίως δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τις κόκκινες γραμμές της έναντι άλλων ανερχόμενων ή ρεβιζιονιστικών δυνάμεων. Καθώς η στρατιωτική ισορροπία ισχύος μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν μετατοπίζεται προς όφελος της Κίνας, ορισμένοι έχουν καλέσει την κυβέρνηση Μπάιντεν να τερματίσει τη μακροχρόνια πολιτική στρατηγικής ασάφειας των ΗΠΑ και να δεσμευθεί σαφώς στο να υπερασπιστεί την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής. Και στη Μέση Ανατολή, το Ιράν πλησιάζει αθόρυβα στο να είναι ικανό να κατασκευάσει ένα πυρηνικό όπλο καθώς οι ελπίδες για μια νέα συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες κρέμονται από μια κλωστή, εγείροντας το ερώτημα εάν η Ουάσιγκτον πρέπει να χαράξει μια νέα κόκκινη γραμμή για τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Σε έκαστη των περιπτώσεων, είναι σαφές ένα πιθανό μειονέκτημα της επικοινωνίας καλώς καθορισμένων ορίων σε έναν αντίπαλο των ΗΠΑ: ο αντίπαλος μπορεί απλώς να τα αγνοήσει, υποχρεώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να φέρουν εις πέρας τις απειλές τους ή αλλιώς να φανούν αδύναμες και αναξιόπιστες. Οι επικριτές των κόκκινων γραμμών αναφέρουν συχνά την αποτυχία του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να επιβάλει την κόκκινη γραμμή του ενάντια στην χρήση χημικών όπλων στην Συρία από τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ως παράδειγμα του γιατί η τακτική αυτή αποτελεί κακή πολιτική. Το επεισόδιο έπληξε την αξιοπιστία της κυβέρνησης Ομπάμα, υποστηρίζουν ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να επιχειρηματολογήσουν ότι ενθάρρυνε την Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία το 2014. Ο απόστρατος στρατηγός Jim Jones, ο οποίος υπηρέτησε ως ο πρώτος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ομπάμα, χαρακτήρισε αργότερα την κόκκινη γραμμή στην Συρία ως ένα «κολοσσιαίο λάθος».
Αλλά η πιθανή αμηχανία δεν είναι το μόνο –ούτε καν το πιο σημαντικό- πρόβλημα. Οι κόκκινες γραμμές είναι συχνά αυτοκαταστροφικές για στρατηγικούς και ψυχολογικούς λόγους: οι δημόσιες απειλές μπορούν να προκαλέσουν τους στόχους να αντισταθούν ή να ανταποδώσουν αντί να υποχωρήσουν. Επιπλέον, οι υπερβολικά επιθετικές απειλές για την υπεράσπιση των κόκκινων γραμμών μπορούν να μειώσουν το κίνητρο των αντιπάλων των ΗΠΑ να συμμορφωθούν˙ οι στόχοι των κόκκινων γραμμών πρέπει να πιστεύουν ότι το να παραδοθούν θα έχει καλύτερα αποτελέσματα από το να αντισταθούν. Η Ουάσιγκτον πολύ συχνά υπονομεύει τις διαβεβαιώσεις αυτού του τύπου, υπερπουλώντας τις απειλές της, πείθοντας τους αντιπάλους ότι δεν θα καρπωθούν καμία ανταμοιβή εάν υπακούσουν στις κόκκινες γραμμές της.
Ωστόσο, η πλήρης εγκατάλειψη των κόκκινων γραμμών δεν είναι η απάντηση. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί απλώς να χαλαρώσει και να περιμένει τις εχθρικές χώρες να συμπεριφερθούν με τρόπους που βλάπτουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αντί γι’ αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να κατανοήσουν ότι οι διαβεβαιώσεις έχουν την ίδια σημασία με τις απειλές και ότι οι προσεκτικά βαθμονομημένες κόκκινες γραμμές είναι σχεδόν πάντα καλύτερες από τις αυστηρές, δογματικές, και ωμά διατυπωμένες [κόκκινες γραμμές].
ΡΙΣΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΗ;
Οι κόκκινες γραμμές –και γενικότερα οι απειλές- αποτυγχάνουν πιο συχνά από όσο επιτυγχάνουν. Οι οικονομικές κυρώσεις, οι πυρηνικές απειλές, οι εκστρατείες βομβαρδισμών και οι κυβερνοεπιθέσεις σπάνια πείθουν τις χώρες να συνθηκολογήσουν. Οι χώρες σχεδόν ποτέ δεν αποκτούν έδαφος μέσω των απειλών. Και ακόμη και τα ισχυρότερα κράτη δυσκολεύονται να εξαναγκάσουν ασθενέστερους αντιπάλους, ένα πρόβλημα που είναι πολύ οικείο στην Ουάσιγκτον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τις κόκκινες γραμμές, εν μέρει επειδή συχνά έχουν μικρότερο διακύβευμα από τους αντιπάλους τους. Η Μόσχα ενδιαφέρεται περισσότερο για την Ουκρανία από όσο [ενδιαφέρεται] η Ουάσιγκτον. Η Κίνα εκτιμά την Ταϊβάν περισσότερο από όσο θα την [εκτιμήσουν] ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ασυμμετρία στα συμφέροντα εξηγεί εν μέρει γιατί οι ηγέτες συχνά δυσκολεύονται να κάνουν αξιόπιστες τις κόκκινες γραμμές τους.
Για να ξεπεράσουν αυτό το μειονέκτημα, οι ηγέτες επιδιώκουν ορισμένες φορές την αξιοπιστία διατυπώνοντας απειλές με ξεκάθαρη γλώσσα ή ανακοινώνοντάς τις σε περιβάλλοντα υψηλού κύρους. Αλλά αυτό βάζει τους ηγέτες σε δύσκολη θέση. Εάν η κόκκινη γραμμή αποτύχει, πρέπει να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών αποτελεσμάτων: να υποχωρήσουν δημοσίως ή να διακινδυνεύσουν να παρασυρθούν σε έναν κύκλο κλιμάκωσης —ίσως ακόμη και σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο.
Αυτός είναι ο λόγος που οι επικριτές των κόκκινων γραμμών υποστηρίζουν συχνότατα ότι ρισκάρουν να βλάψουν την παγκόσμια υπόληψη μιας χώρας. Γενικά, ωστόσο, οι ανησυχίες σχετικά με το εκτεταμένο κόστος για την υπόληψη [μιας χώρας] λόγω της υποχώρησης είναι υπερβολικές. Όπως έχει υποστηρίξει ο πολιτικός επιστήμονας Daryl Press, οι ηγέτες αξιολογούν την αξιοπιστία των αντιπάλων τους όχι από τις προηγούμενες ενέργειές τους αλλά από τα σημερινά τους συμφέροντα σε μια δεδομένη κρίση. Για τον λόγο αυτόν, οι περισσότεροι ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ αντιλαμβάνονται την απειλή της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία ως αξιόπιστη, παρόλο που η Ρωσία έχει κινητοποιήσει στρατεύματα κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων στο παρελθόν, χωρίς να εισβάλει. Ομοίως, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν σοβαρά υπόψη τους το τελεσίγραφο του Σοβιετικού ηγέτη, Νικίτα Χρουστσόφ, το 1961, σχετικά με το καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου, παρόλο που είχε υποχωρήσει από ένα παρόμοιο τελεσίγραφο το 1958. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κάποιος μια χώρα που υποχώρησε από μια κόκκινη γραμμή και ήταν, ως εκ τούτου, ανήμπορη να διατυπώσει αξιόπιστες απειλές.
Αντί να βλάπτουν την συνολική φήμη ενός κράτους, οι αποφάσεις για απομάκρυνση από τις κόκκινες γραμμές παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα συγκεκριμένα συμφέροντα του κράτους. Η απόσυρση του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν αποκάλυψε ότι ήταν απρόθυμος να παραμείνει επ’ αόριστον στην χώρα για να αποτρέψει μια κατάληψη από τους Ταλιμπάν, αλλά ελάχιστα είπε για το εάν ο ίδιος ή οι διάδοχοί του θα πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν εάν η Κίνα εισέβαλε στο νησί. Η απόφαση του Ομπάμα να μην επιτεθεί στο καθεστώς Άσαντ, αφότου παραβίασε την κόκκινη γραμμή του, το 2013, ομοίως αποκάλυψε κάτι για την προθυμία του να τιμωρήσει την χρήση χημικών όπλων, αλλά είναι παρατραβηγμένο να αποδώσει κάποιος [σε] αυτή την απόφαση την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014. Λίγες αεροπορικές επιδρομές στην Συρία δεν θα άλλαζαν τον υπολογισμό του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Όμως, παρόλο που οι κόκκινες γραμμές αποτελούν μικρότερο κίνδυνο για την φήμη [μιας χώρας] από όσο πιστεύεται ευρέως, αποτελούν περισσότερο ένα άλλο είδος κινδύνου. Οι κόκκινες γραμμές δεν απειλούν απλώς -προκαλούν.
Αντιμέτωποι με δημόσιες απειλές, οι ηγέτες αποκτούν αμέσως νέους λόγους για να κάνουν το αντίθετο από αυτό που απαιτούν οι αντίπαλοί τους. Δεν είναι μόνο εκείνοι που διατυπώνουν κόκκινες γραμμές, οι οποίοι διακινδυνεύουν μια αμηχανία αν δεν [τις] φέρουν εις πέρας. Οι στόχοι τέτοιων πολιτικών έχουν τουλάχιστον το ίδιο διακύβευμα και προτιμούν να μην φανούν αδύναμοι, με το να συνθηκολογήσουν. Πράγματι, οι στόχοι μερικές φορές ανταποδίδουν στις κόκκινες γραμμές, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού δικών τους κόκκινων γραμμών. Όταν ο Πούτιν απαίτησε να δεσμευθεί το ΝΑΤΟ στον αποκλεισμό της Ουκρανίας από την ένταξη στην συμμαχία, ο Μπάιντεν απάντησε απειλώντας τον Πούτιν με κυρώσεις «που δεν έχει ξαναδεί ποτέ». Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να εκπλήσσεται όταν οι κόκκινες γραμμές της προκαλούν παρόμοιες αντιδράσεις.
Οι κόκκινες γραμμές προκαλούν ψυχολογικές απαντήσεις από τους στόχους τους, που υπονομεύουν τις δικές τους πιθανότητες επιτυχίας. Οι ηγέτες, όπως κι οι άλλοι άνθρωποι, εκτιμούν την αυτονομία τους. Θυμώνουν με την χειραγώγηση και τον εξαναγκασμό. Ένας τρόπος για να διατηρήσουν μια αίσθηση αυτονομίας είναι να κάνουν ακριβώς αυτό που έχει απαγορευτεί. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι όταν οι ηγέτες στριμώχνονται στην γωνία από ξένες απαιτήσεις, συχνά αποτυγχάνουν να σταθμίσουν νηφάλια το κόστος και τα οφέλη της συμμόρφωσης. Ο θυμός και η αγανάκτηση είναι φυσιολογικές ανθρώπινες αντιδράσεις στον ανεπιθύμητο εξαναγκασμό.
Αναλογιστείτε τι συμβαίνει κάθε φορά που η Κίνα επαναβεβαιώνει τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας -κάτι που, εάν γινόταν αποδεκτό από την Ουάσιγκτον, θα απαγόρευε στα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ να επιχειρούν σε αυτά που οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο υπόλοιπος κόσμος θεωρούν διεθνή ύδατα. Αντί να συμμορφωθούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαντούν με νέες επιχειρήσεις ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον πρέπει να κατανοήσει ότι οι κόκκινες γραμμές της έχουν την ίδια επίδραση στο Πεκίνο. Κάθε φορά που θα στέλνει πολεμικά πλοία δια μέσου της Θάλασσας της Νότιας Κίνας ή θα πουλά όπλα στην Ταϊβάν, η Κίνα θα απαντά με τις δικές της επιδείξεις ισχύος και εξουσίας. Ακόμη και η επιθετική ρητορική των ΗΠΑ που έχει σκοπό να αποτρέψει τις κινεζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Ταϊβάν μπορεί στην πραγματικότητα να ενθαρρύνει [για] περισσότερες παραβιάσεις παρά λιγότερες. Για στρατηγικούς και ψυχολογικούς λόγους, οι κόκκινες γραμμές τείνουν να προκαλούν τις ίδιες τις ενέργειες που επιδιώκουν να αποτρέψουν.
ΑΞΙΟΠΙΣΤΕΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ
Αλλά ακόμη και οι κόκκινες γραμμές που είναι αξιόπιστες και δεν προκαλούν τους στόχους τους μερικές φορές αποτυγχάνουν να επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, ότι ο Πούτιν έπεισε τους ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ ότι είναι πρόθυμος και ικανός να εισβάλει στην Ουκρανία, αλλά παρόλα αυτά δεν έχει λάβει την δέσμευση που αναζητά από την συμμαχία, να σταματήσει την επέκτασή της προς ανατολάς. Το βασικό πρόβλημα της Ρωσίας δεν είναι η διατύπωση αξιόπιστων απειλών, αλλά η παροχή αξιόπιστων διαβεβαιώσεων. Εάν οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμφωνούσαν να αποσύρουν την ένταξη της Ουκρανίας από το τραπέζι, δεν θα μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι η Ρωσία δεν θα χρησιμοποιούσε παρόμοιες απειλές στο μέλλον για να θέσει νέες απαιτήσεις. Οι επιτυχημένες κόκκινες γραμμές πρέπει να συνοδεύονται από αξιόπιστες υποσχέσεις ότι η συμμόρφωση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή κόστους με κανένα τρόπο —ούτε μεγαλύτερες απαιτήσεις στο μέλλον.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα ήταν σοφό να το λάβουν υπόψη αυτό, καθώς χαράσσουν τις δικές τους κόκκινες γραμμές για να περιορίσουν την Ρωσία. Η επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα πριν επιτεθεί στην Ουκρανία θα ήταν λάθος. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δημιουργήσει το ισχυρότερο δυνατό κίνητρο για να αποχωρήσει ο Πούτιν, καθιστώντας σαφές ότι οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα μεγιστοποιηθούν εάν η Ρωσία εισβάλει και θα ελαχιστοποιηθούν εάν δεν το κάνει. Ο Μπάιντεν έχει σχεδόν αποκλείσει το ενδεχόμενο επέμβασης του στρατού των ΗΠΑ στην Ουκρανία, αλλά η απειλή κυρώσεων είναι μάταιη εάν το Κρεμλίνο τις περιμένει, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει.
Η έλλειψη αξιόπιστων διαβεβαιώσεων αποτελεί ένα ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο για την αποκατάσταση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 με το Ιράν ή για την επίτευξη μιας νέας. Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να αποσυρθεί από την συμφωνία του 2015 και να επιβάλει κυρώσεις στο Ιράν παρόλο που η Ισλαμική Δημοκρατία είχε συμμορφωθεί με τους όρους της συμφωνίας, έχει καταφανώς διαβρώσει την πίστη της Τεχεράνης στις αμερικανικές υποσχέσεις, ωθώντας την να διατυπώσει την ανέφικτη απαίτηση να δεσμεύσει ο Μπάιντεν τους διαδόχους του σε οποιαδήποτε νέα συμφωνία.
Αν η εμπειρία του Ιράν αφότου συμμορφώθηκε με τις αμερικανικές κόκκινες γραμμές ήταν κακή, άλλες χώρες που έχουν κάνει διαπραγματεύσεις για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων με την Ουάσιγκτον –φαινομενικά, οι ιστορίες επιτυχίας των κόκκινων γραμμών για τη μη διάδοση- τα πήγαν ακόμη χειρότερα. Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, ο Σαντάμ Χουσεΐν συμφώνησε να παραδώσει τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού του προγράμματος, με αντάλλαγμα την ειρήνη. Τήρησε το δικό του μέρος της συμφωνίας. Αλλά 12 χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ, με τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι ο Σαντάμ είχε ακόμα τέτοια όπλα. Το 2003, ο Λίβυος δικτάτορας, Μουαμάρ αλ Καντάφι, εγκατέλειψε το πυρηνικό πρόγραμμα της Λιβύης, με αντάλλαγμα υποσχέσεις για πρόοδο προς την εξομάλυνση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτός τήρησε την συμφωνία. Οκτώ χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν σε μια αποστολή του ΝΑΤΟ που ανέτρεψε τον Καντάφι και οδήγησε απευθείας στον βάναυσο θάνατό του. Το πιο αποκαλυπτικό από όλα [είναι ότι] η Ουκρανία επέστρεψε στην Ρωσία τα πυρηνικά όπλα που είχε κληρονομήσει όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, ως μέρος μιας συμφωνίας του 1994 που δέσμευε τη Μόσχα να «απέχει από την απειλή ή την χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας». Η Ρωσία δεν έχει τηρήσει αυτή την υπόσχεση.
Η προσφορά αξιόπιστων διασφαλίσεων είναι αναπάντεχα δύσκολη. Κάτι τέτοιο συχνά απαιτεί χαλάρωση της πίεσης σε έναν άσπονδο αντίπαλο. Μια νέα συμφωνία με το Ιράν θα απαιτούσε μια αξιόπιστη υπόσχεση για ελάφρυνση των κυρώσεων, αλλά οι επικριτές αυτής της διπλωματικής προσέγγισης προτιμούν να χρησιμοποιήσουν τις κυρώσεις για να αποδυναμώσουν το ιρανικό καθεστώς, αντί ως μόχλευση για την πρόληψη της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Ένας λόγος που είναι δύσκολο να γίνουν αξιόπιστες οι διασφαλίσεις είναι ότι οι ίδιες πολιτικές που αυξάνουν την αξιοπιστία των απειλών συχνά υπονομεύουν την αξιοπιστία των διασφαλίσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επιδείξουν την ετοιμότητά τους να επιβάλουν μια κόκκινη γραμμή, πείθοντας την Τεχεράνη ότι είναι πρόθυμες να επιβάλλουν τις σκληρότερες δυνατές κυρώσεις ή επιβάλλοντας πρόσθετες κυρώσεις τώρα. Αλλά αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να κάνει δυσκολότερη την άρση των κυρώσεων αφότου έχει συναφθεί μια συμφωνία, αυξάνοντας τους φόβους της Τεχεράνης ότι θα αντιμετωπίσει κυρώσεις ό,τι κι αν κάνει. Με άλλα λόγια, η απειλή των ισχυρότερων πιθανών κυρώσεων εναντίον του Ιράν ίσως να ενδυναμώσει τις κόκκινες γραμμές των ΗΠΑ, αλλά ακόμη και οι πιο αξιόπιστες απειλές δεν θα έχουν σημασία εάν το Ιράν πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να επιβάλει (ή να διατηρήσει) κυρώσεις, ανεξάρτητα από τις παραχωρήσεις που θα κάνει η Τεχεράνη.
Τελικά, το να θέτει κάποιος κόκκινες γραμμές δεν είναι ούτε σοφία ούτε ανοησία. Δεδομένης της έλλειψης ελκυστικών εναλλακτικών, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί αναπόφευκτα να χρησιμοποιήσει αυτή την τακτική για να διαπραγματευτεί και να αποτρέψει τους αντιπάλους της. Αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό με λανθασμένες υποθέσεις. Ο κίνδυνος για την υπόληψη [μιας χώρας] από την απομάκρυνση από μια κόκκινη γραμμή δεν είναι τόσο μεγάλος όσο πολλοί φοβούνται. Ούτε οι πιο ισχυρές κόκκινες γραμμές —ή αυτές που διατυμπανίζονται με αναιδή γλώσσα και κομπασμό— είναι οι πιο αποτελεσματικές. Τέτοιες απειλές κινδυνεύουν περισσότερο να προκαλέσουν παρά να εξαναγκάσουν και να εδραιώσουν αξιοπιστία με τίμημα την διαβεβαίωση. Για να είναι αποτελεσματικές, οι κόκκινες γραμμές θα πρέπει να είναι προσεκτικά βαθμονομημένες για να μεταφέρουν τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, να παράσχουν τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις, και να αποφύγουν να προκαλέσουν τους στόχους τους. Ανεξαρτήτως από το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν να κάνουν με την Κίνα, το Ιράν, ή την Ρωσία, η επίτευξη της σωστής ισορροπίας θα είναι το κλειδί της επιτυχίας.