Η Κίνα, η Ρωσία, και τα όρια της αλληλεξάρτησης
Το περασμένο διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάστηκαν να σκεφτούν μια πιθανότητα που πολλοί θεωρούσαν σχεδόν αδιανόητη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: μια μείζονα στρατιωτική σύγκρουση με μια άλλη μεγάλη δύναμη. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η Μόσχα κραδαίνει τους πυραύλους της για να προειδοποιήσει την Ουάσιγκτον για την υποστήριξή της στην Ουκρανία. Και στις αρχές Αυγούστου, μετά την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, το Πεκίνο κλιμάκωσε δραματικά την απειλή του για στρατιωτική δράση στο νησί.
Σχεδόν τόσο εντυπωσιακό όσο και οι ίδιες οι απειλές είναι αυτό που φαίνεται να προτείνουν σχετικά με τα όρια της οικονομικής αλληλεξάρτησης ως μιας δύναμης για την ειρήνη. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία βασίζονται σε εξαιρετικό βαθμό στο εμπόριο για την οικονομική ανάπτυξή τους και για να εξασφαλίσουν την θέση τους στην παγκόσμια σκηνή. Η Κίνα κατάφερε να πενταπλασιάσει το ΑΕΠ της τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε μεγάλο βαθμό μέσω της εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων˙ περισσότερο από το 50% των κρατικών εσόδων της Ρωσίας προέρχεται από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με έναν σημαντικό κλάδο της σκέψης στην θεωρία των διεθνών σχέσεων, αυτοί οι κρίσιμοι οικονομικοί δεσμοί θα έπρεπε να έχουν πολύ υψηλότερη αξία στην στρατιωτική σύγκρουση και για τις δύο χώρες. Ωστόσο, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, καμία από τις δύο δυνάμεις δεν φαίνεται να [αυτο]περιορίζεται από την πιθανή απώλεια αυτού του εμπορίου.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Πρώτον, υπό ορισμένες συνθήκες, οι εμπορικές σχέσεις μπορεί να χρησιμεύσουν ως κίνητρο και όχι ως αποτροπή για τον πόλεμο. Επιπλέον, η διεκδίκηση της στρατιωτικής ισχύος ή ακόμη και η απειλή αντιπαράθεσης δεν συσχετίζεται πάντα με ρήξη στις οικονομικές σχέσεις. Όπως απέδειξαν οι εντόνως διαφορετικές περιπτώσεις Κίνας και Ρωσίας τον περασμένο χρόνο, οι οικονομικοί δεσμοί εξελίσσονται συχνά με τρόπους που αψηφούν τις προσδοκίες. Για όσους υποθέτουν ότι το εμπόριο μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή των συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων, είναι κρίσιμο να εξετάσουν τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους οι οικονομικές δυνάμεις έχουν διαμορφώσει πραγματικά την στρατηγική σκέψη στο Πεκίνο και τη Μόσχα.
ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Για να κατανοήσουμε το πώς το εμπόριο μπορεί να αυξήσει, όχι να μειώσει, την πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης, είναι απαραίτητο να βασιστούμε στις γνώσεις της θεωρίας του ρεαλισμού. Γενικά, ο ρεαλισμός επικεντρώνεται στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για σχετική στρατιωτική ισχύ και θέση σε έναν κόσμο που δεν διαθέτει κεντρική εξουσία για την προστασία τους. Αλλά οι ρεαλιστές κατανοούν ότι η οικονομική ισχύς είναι το θεμέλιο για τη μακροπρόθεσμη στρατιωτική ισχύ και ότι το διεθνές εμπόριο είναι ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση μιας οικονομικής βάσης ισχύος. Για τους ρεαλιστές, το εμπόριο μπορεί να έχει δύο σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτον, παρέχοντας πρόσβαση τόσο σε φθηνές πρώτες ύλες όσο και σε κερδοφόρες αγορές, το εμπόριο μπορεί να ενισχύσει την συνολική οικονομική απόδοση και την τεχνολογική πολυπλοκότητα ενός κράτους, ενισχύοντας έτσι την ικανότητά του να υποστηρίζει μακροπρόθεσμη στρατιωτική ισχύ. Αυτό είναι το θετικό στοιχείο μιας σχετικά ανοιχτής εμπορικής πολιτικής, και εξηγεί γιατί η Ιαπωνία μετά την Μεταρρύθμιση του [αυτοκράτορα] Meiji (Meiji Restoration) και η Κίνα μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ άφησαν πίσω τις αποτυχημένες αυταρχικές πολιτικές του παρελθόντος και προσπάθησαν να ενταχθούν στην παγκόσμια οικονομία.
Αλλά το αυξανόμενο εμπόριο έχει επίσης ένα δεύτερο αποτέλεσμα. Αυξάνει την ευπάθεια μιας μεγάλης δύναμης σε εμπορικές κυρώσεις και εμπάργκο αφού έχει εξαρτηθεί από την εισαγωγή πόρων και την εξαγωγή αγαθών προς πώληση στο εξωτερικό. Αυτή η ευπάθεια μπορεί να οδηγήσει τους ηγέτες στην δημιουργία ναυτικού για την προστασία των εμπορικών οδών και ακόμη και στον πόλεμο για να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε ζωτικά αγαθά και αγορές.
Όσο οι ηγέτες των κρατών αναμένουν ότι οι εμπορικές τους σχέσεις θα παραμείνουν ισχυρές στο μέλλον, είναι πιθανό να επιτρέψουν στο κράτος να εξαρτάται περισσότερο από ξένους για τους πόρους και τις αγορές που οδηγούν την κρατική ανάπτυξη. Αυτή ήταν η κατάσταση της Ιαπωνίας από το 1880 έως το 1930 και της Κίνας από το 1980 μέχρι σήμερα. Οι ηγέτες και στις δύο πολιτείες γνώριζαν ότι χωρίς σημαντικούς εμπορικούς δεσμούς με άλλες μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, καμία δεν θα μπορούσε να γίνει σημαντικό μέλος της λέσχης των μεγάλων δυνάμεων.
Ωστόσο, εάν οι προσδοκίες για το μελλοντικό εμπόριο γίνουν απαισιόδοξες και οι ηγέτες πιστέψουν ότι οι εμπορικοί περιορισμοί άλλων κρατών θα αρχίσουν να μειώνουν την πρόσβασή τους σε βασικούς πόρους και αγορές, τότε θα αναμένουν μια μείωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ισχύος και συνεπώς της στρατιωτικής ισχύος. Μπορεί να πιστέψουν ότι απαιτούνται πιο δυναμικές και επιθετικές πολιτικές για την προστασία των εμπορικών οδών και την διασφάλιση της προμήθειας πρώτων υλών και της πρόσβασης στις αγορές. Αυτή ήταν η δύσκολη θέση της Ιαπωνίας στην δεκαετία του 1930, καθώς είδε την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρούν σε όλο και πιο κλειστές και μεροληπτικές οικονομικές σφαίρες. Ως αποτέλεσμα, οι Ιάπωνες ηγέτες βρέθηκαν υποχρεωμένοι να επεκτείνουν τον έλεγχο της Ιαπωνίας στους εμπορικούς δεσμούς της με τους γείτονές της. Ωστόσο, κατάλαβαν επίσης ότι τέτοιες κινήσεις τούς έκαναν απλώς να φαίνονται πιο επιθετικοί, δίνοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες νέους λόγους για τον περιορισμό των ιαπωνικών εισαγωγών πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου.
Σήμερα, οι ηγέτες της Κίνας κατανοούν ότι αντιμετωπίζουν ένα παρόμοιο δίλημμα -όπως και οι ηγέτες σχεδόν κάθε ανερχόμενου κράτους στην σύγχρονη ιστορία. Γνωρίζουν ότι η εξωτερική τους πολιτική πρέπει να είναι αρκετά μετριοπαθής για να διατηρήσει την βασική εμπιστοσύνη που επιτρέπει την συνέχιση των εμπορικών δεσμών. Αλλά πρέπει επίσης να προβάλλουν αρκετή στρατιωτική ισχύ για να αποτρέψουν άλλους από το να διακόψουν αυτούς τους δεσμούς. Η ρεαλιστική άποψη για το πώς το εμπόριο επηρεάζει την εξωτερική πολιτική εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι Κινέζοι ηγέτες ήταν τόσο εχθρικοί τον περασμένο χρόνο σε ορισμένες εξελίξεις στην Ανατολική Ασία —ιδιαίτερα όσον αφορά την Ταϊβάν. Με πιο περιορισμένο τρόπο, αυτή η άποψη μπορεί επίσης να εξηγήσει την εμμονή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, με την Ουκρανία.
Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ
Σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία οδηγήθηκε από τους φόβους του για την ρωσική ασφάλεια -μια ανησυχία ότι η Ουκρανία ήταν πιθανό να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον- και την επιθυμία του να μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που βοήθησε στην ανοικοδόμηση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αλλά η απόφαση για την έναρξη της εισβολής πιθανότατα ενισχύθηκε με δύο σημαντικούς τρόπους από κάτι άλλο: τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας στην Ευρώπη.
Πρώτον, ο Πούτιν σίγουρα κατάλαβε ότι η Ευρώπη ήταν πολύ πιο εξαρτημένη από την Ρωσία παρά η Ρωσία από την Ευρώπη. Πριν από τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασιζόταν στη Μόσχα για περίπου το 40% του φυσικού αερίου που χρειαζόταν για τις βιομηχανίες της και για την θέρμανση των σπιτιών της. Η ρωσική οικονομία, φυσικά, εξαρτιόταν από την πώληση αυτού του φυσικού αερίου. Ωστόσο, δεδομένης της φύσης του εμπορεύματος, ο Πούτιν θα μπορούσε να αναμένει ότι οποιαδήποτε σημαντική μείωση της ροής φυσικού αερίου θα προκαλούσε αύξηση της τιμής του, βλάπτοντας την ΕΕ με δύο τρόπους —μέσω της μειωμένης προσφοράς και του υψηλότερου κόστους— ενώ θα επηρεάσει μόνο οριακά τα συνολικά έσοδα της Ρωσίας που θα λάμβανε από τις εξαγωγές φυσικού αερίου της. Όπως επεσήμανε ο οικονομολόγος Albert Hirschman το 1945, αναφερόμενος στην αμφίδρομη σχέση της Γερμανίας με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, σε μια κατάσταση ασύμμετρης αλληλεξάρτησης το λιγότερο εξαρτημένο κράτος πιθανότατα θα αισθάνεται σίγουρο ότι μπορεί να εκφοβίσει τους πιο εξαρτώμενους ομολόγους του για να αποδεχτούν τις σκληροπυρηνικές πολιτικές του απλώς και μόνο επειδή χρειάζονται το εμπόριο και είναι πολύ αδύναμοι για να αντισταθούν.
Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι συνέχισαν να αγοράζουν ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε υψηλά επίπεδα [τιμών] μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 υποδήλωσε εντόνως στον Πούτιν ότι δεν θα έκαναν φασαρία εάν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022. Υποτίμησε σαφώς την αγριότητα της ευρωπαϊκής απάντησης. Αλλά η επίγνωση του Πούτιν σχετικά με την οικονομική εξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία, σε συνδυασμό με την κοινή πεποίθηση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να νικήσει την Ουκρανία σε λίγες εβδομάδες, βοήθησε να του δώσει την σιγουριά ότι η τολμηρή επίθεσή του θα πετύχαινε.
Δεύτερον, ο Πούτιν είχε λόγους να φοβάται ότι η οικονομική μόχλευση της Ρωσίας επί της Ουκρανίας και της Ευρώπης θα μειωνόταν στο μέλλον. Το 2010, τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν νότια της ανατολικής ουκρανικής πόλης Χάρκοβο και απλώνονταν στις επαρχίες Ντόνετσκ και Λουχάνσκ. Το κοίτασμα υπολογίστηκε ότι περιέχει περίπου δύο τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ποσότητα που ισοδυναμεί με την συνολική κατανάλωση των 27 χωρών της ΕΕ για πέντε χρόνια με τους τρέχοντες ρυθμούς χρήσης. Η ουκρανική κυβέρνηση άλλαξε γρήγορα τους κρατικούς κανονισμούς για να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις και το 2013 υπέγραψε συμφωνία με την Shell Oil για την ανάπτυξη του κοιτάσματος, με την ExxonMobil και την Shell να συμφωνούν να συνεργαστούν για την εξόρυξη φυσικού αερίου στα βαθέα ύδατα στα ανοιχτά της νοτιοανατολικής ακτής.
Αν και η εισβολή του Πούτιν στην Κριμαία και στη Ντονμπάς το 2014 πιθανώς υποκινήθηκε από άλλες ανησυχίες, ήταν σίγουρα σαφές στη Μόσχα εκείνη την εποχή ότι εάν τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Ουκρανία αναπτύσσονταν από Δυτικές εταιρείες, η Ουκρανία όχι μόνο θα τερμάτιζε την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά και θα άρχιζε να εξάγει το δικό της φυσικό αέριο στην ΕΕ, αυξάνοντας έτσι την διαπραγματευτική της μόχλευση στα συμβόλαιά της με τη Μόσχα για να επιτρέψει στο ρωσικό αέριο να περάσει μέσω της Ουκρανίας.
Από τα τρία σύνολα αγωγών που χρησιμοποιεί η Ρωσία για να μεταφέρει το αέριο της Σιβηρίας στην ΕΕ —συμπεριλαμβανομένου ενός μέσω της Λευκορωσίας και ενός άλλου μέσω της Βαλτικής Θάλασσας στην Γερμανία— το πιο σημαντικό ιστορικά ήταν εκείνο μέσω της Ουκρανίας, κυρίως επειδή οι ευρωπαϊκές χώρες που ήταν περίκλειστες, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, εξαρτώνται ιδιαίτερα από το ρωσικό αέριο. Εξάγοντας το δικό της φυσικό αέριο στην ΕΕ και απογαλακτιζόμενη από τις ρωσικές προμήθειες, η Ουκρανία θα ανέτρεπε την ασύμμετρη ενεργειακή της σχέση με τη Μόσχα. Και αν το Κίεβο ανέπτυσσε έστω και άτυπους δεσμούς με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, πόσω μάλλον αν εντασσόταν σε έναν ή και στους δύο οργανισμούς, η Ουκρανία θα γινόταν όχι μόνο πολιτική απειλή για τη Μόσχα, αλλά και οικονομική απειλή σε θέση να υπονομεύσει σημαντικά τη μακροπρόθεσμη οικονομική ισχύ της Ρωσίας.
Εν ολίγοις, αν και οι κινήσεις του Ουκρανού προέδρου, Volodymyr Zelensky, στα τέλη του 2021 για να αυξήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της χώρας του με την Δύση σίγουρα αναστάτωσαν την αίσθηση του Πούτιν για τη μοίρα της Ρωσίας και ίσως ενίσχυσαν τους φόβους του Πούτιν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να εξαπλωθεί στην Ρωσία, προμήνυαν επίσης σημαντική απώλεια στην ικανότητα της Ρωσίας να χρησιμοποιεί το ενεργειακό χαρτί της στο μέλλον. Οι προσδοκίες στη Μόσχα ότι η Ρωσία μπορεί να χάσει την οικονομική της μόχλευση επί της Ουκρανίας συνέβαλαν στην αίσθηση του Πούτιν ότι ήταν «ή τώρα ή ποτέ» για να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας ανατολικά του ποταμού Δνείπερου, μια περιοχή που κατέχει πάνω από το 90% των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ουκρανίας.
ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ ΤΣΙΠ, ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ
Αντίθετα, η οικονομική αλληλεξάρτηση της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο είναι πολύ πιο συμμετρική από εκείνη της Ρωσίας. Η οικονομία της Κίνας καθοδηγείται από τις εξαγωγές μεταποιημένων αγαθών και όπως η οικονομία της Ιαπωνίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Κίνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή πρώτων υλών για να διατηρήσει την οικονομία της -συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή και την Ρωσία. Η θέση της Κίνας ως το εργαστήριο του κόσμου, που προμηθεύει ένα σημαντικό ποσοστό των παγκόσμιων φορητών υπολογιστών, των smartphones, και των συστημάτων επικοινωνιών 5G, δίνει στην χώρα κάποια μόχλευση με τους εμπορικούς εταίρους της. Μπορεί να απειλήσει αυτούς τους εταίρους με επιλεκτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές και τις εισαγωγές όταν αντιπαθεί την εξωτερική τους πολιτική. Αλλά, επίσης, όπως η εξάρτηση της Ιαπωνίας από τις εισαγωγές κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η εξάρτηση της Κίνας τής προσδίδει βραχυπρόθεσμες ευαλωτότητες που είναι άγνωστες στην Ρωσία. Η Μόσχα μπορεί σίγουρα να πληγωθεί από τις οικονομικές κυρώσεις, αλλά η ικανότητά της να πουλά πετρέλαιο και φυσικό αέριο -σε υψηλές τιμές που δημιουργούνται από τις δικές της ενέργειες στην Ουκρανία- μετριάζει αρκετά το πλήγμα.
Εάν η Κίνα αντιμετώπιζε οτιδήποτε κοντά στις σαρωτικές κυρώσεις που επιβάλλονται τώρα στην Ρωσία, η οικονομία της θα καταστρεφόταν εντελώς. Στην πραγματικότητα, η επίγνωση του Πεκίνου για αυτήν την ευπάθεια λειτουργεί ήδη ως σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για τις επεκτατικές του επιθυμίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων του για εισβολή στην Ταϊβάν. Εξετάστε τις πραγματικές λεπτομέρειες της αντίδρασης της Κίνας στην επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, παρά τις απειλές που εκτόξευε εκ των προτέρων. Αν και το Πεκίνο επέδειξε την οργή του με ισχυρές στρατιωτικές ασκήσεις και εκτοξεύσεις πυραύλων που πέρασαν στον εναέριο χώρο της Ταϊβάν, περιόρισε την οικονομική του απόκριση κυρίως στις κυρώσεις στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της Ταϊβάν. Συγκεκριμένα, οι Κινέζοι αξιωματούχοι απέφυγαν προσεκτικά να βάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών της Ταϊβάν, καθώς η Κίνα εξαρτάται από την Ταϊβάν για περισσότερο από το 90% των τσιπ υψηλής τεχνολογίας της και για ένα μεγάλο μέρος των χαμηλού επιπέδου τσιπ της. Και, φυσικά, η Κίνα φρόντισε να μην επιβάλει απευθείας κυρώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες από φόβο μήπως προκαλέσει έναν νέο εμπορικό πόλεμο που θα επιδείνωνε μια ήδη επιβραδυνόμενη κινεζική οικονομία.
Ωστόσο, η οικονομική εξάρτηση της Κίνας θα μπορούσε να την οδηγήσει σε επιθετική δράση εάν οι κινεζικές προσδοκίες για το μελλοντικό εμπόριο βουλιάξουν. Δείτε την περίπτωση των ημιαγωγών υψηλής τεχνολογίας της Ταϊβάν. Η Κίνα έχει τώρα κάποια ικανότητα να παράγει τσιπ με τρανζίστορ μεγέθους κάτω των 15 ή ακόμη και κάτω των δέκα νανόμετρων. Αλλά για να παραμείνει στην αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη, τα αυτόνομα οχήματα, και την παραγωγή smartphone, χρειάζεται τσιπ μεγέθους κάτω των επτά ή κάτω των πέντε νανόμετρων, τα οποία μόνο η Ταϊβάν μπορεί να παράγει μαζικά σε υψηλό επίπεδο ποιότητας. Το πιο πρόσφατο iPhone της Apple, για παράδειγμα, αν και συναρμολογείται στην Κίνα, χρησιμοποιεί ένα τσιπ πέντε νανόμετρων σχεδιασμένο από την Apple που κατασκευάζεται από την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company στην Hsinchu της Ταϊβάν.
Δεν είναι υπερβολικό το να πούμε ότι ολόκληρο το μέλλον της ικανότητας της Κίνας να καλύψει την διαφορά με τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτάται από την συνεχή πρόσβαση στα τσιπ της Ταϊβάν, όπως η θέση της Ιαπωνίας στην δεκαετία του 1930 εξαρτιόταν από την πρόσβαση σε πετρέλαιο που ελεγχόταν από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς. Και όπως το 1941 με το αμερικανικό εμπάργκο πετρελαίου, αν οι Κινέζοι αξιωματούχοι υποψιάζονταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να λάβουν μέτρα για να διακόψουν την πρόσβαση των Κινέζων στα τσιπ της Ταϊβάν, θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι είναι απαραίτητο να πάρουν το νησί τώρα για να αποφευχθεί η μακροπρόθεσμη οικονομική παρακμή [της Κίνας]. Αυτό δεν είναι κάποιο τραβηγμένο σενάριο. Τον Ιούνιο του 2022, ένας εξέχων Κινέζος οικονομολόγος δήλωσε ότι εάν η Ουάσιγκτον επιβάλει κυρώσεις στην Κίνα παρόμοιες με εκείνες που επιβλήθηκαν φέτος στην Ρωσία, η Κίνα θα έπρεπε να εισβάλει στην Ταϊβάν για να εξασφαλίσει την κατοχή των εγκαταστάσεων παραγωγής τσιπ.
Αλλά εδώ είναι τα καλά νέα. Οι κινεζικές προσδοκίες για το μελλοντικό εμπόριο, όπως ήταν οι ιαπωνικές προσδοκίες το 1941, είναι μια συνάρτηση των αμερικανικών πολιτικών αποφάσεων. Εάν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι κατανοήσουν ότι οι πολιτικές τους διαμορφώνουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο το Πεκίνο βλέπει το μελλοντικό εμπορικό περιβάλλον, όχι μόνο στο συνολικό εμπόριο αλλά στο εμπόριο υψηλής τεχνολογίας όπως σχετίζεται με την Ταϊβάν, μπορούν να αποφύγουν να κάνουν τους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος να αισθάνονται ότι η οικονομία τους θα καταρρεύσει εκτός και αν ενεργήσουν με βία. Οι φαύλοι κύκλοι της εχθρότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε πόλεμο πηγάζουν από επιλογές, όχι από δεδομένες πραγματικότητες. Καθησυχάζοντας το Πεκίνο ότι η Κίνα θα συνεχίσει να λαμβάνει ημιαγωγούς από την Ταϊβάν -αν και όχι τις εξελιγμένες μηχανές από την Ολλανδία που απαιτούνται για την κατασκευή τους- η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να μετριάσει τις ανησυχίες του Πεκίνου για το μελλοντικό εμπόριο και να μειώσει την πιθανότητα κρίσης και πολέμου.
Ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, και οι ομάδες [ακολούθων] του, φυσικά, θα αντιταχθούν ακόμη και σε αυτή την στάση των ΗΠΑ, καθώς αφήνει την Κίνα εξαρτημένη από ξένους για τα τσιπ που αποτελούν το θεμέλιο μιας σύγχρονης οικονομίας υψηλής τεχνολογίας και στρατιωτικής δύναμης. Ωστόσο, δεδομένου ότι μια επίθεση στην Ταϊβάν όχι μόνο θα προκαλούσε οικονομικές κυρώσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο τους εμπορικούς δεσμούς της Κίνας με τον Δυτικό κόσμο, αλλά θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν στην ακούσια καταστροφή των ίδιων των μονάδων παραγωγής τσιπ, η Κίνα έχει κάθε λόγο να κάνει την συμπεριφορά της πιο μετριοπαθή, αν όχι και την ρητορική του, όταν πρόκειται για την κατάσταση του νησιού.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ
Ο Πούτιν μπορεί να πίστευε ότι η Δύση θα στριμωχτεί στην Ουκρανία, δεδομένης της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αλλά οι Κινέζοι ηγέτες γνωρίζουν τώρα ότι οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι, και οι παγκόσμιοι εταίροι τους έχουν την αποφασιστικότητα να τιμωρήσουν τους εισβολείς και ότι επιτιθέμενοι στην Ταϊβάν μπορεί να καταστρέψουν όλα όσα πέτυχε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Η ιστορία δείχνει ότι οι εξαρτημένες μεγάλες δυνάμεις είναι προσεκτικές στις εξωτερικές πολιτικές τους όταν οι ηγέτες τους έχουν θετικές προσδοκίες για το μελλοντικό εμπόριο, αφού γνωρίζουν ότι το εμπόριο θα συμβάλει στην οικοδόμηση της μακροπρόθεσμης βάσης ισχύος του κράτους και θα αυξήσει τον πλούτο του μέσου πολίτη. Και ο Xi χρειάζεται να συμβούν και τα δύο εάν θέλει να διατηρήσει τη νομιμοποίηση της μονοκομματικής διακυβέρνησης στην Κίνα και την σταθερότητα του ίδιου του κράτους.
Όταν οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την οικονομική αλληλεξάρτηση για να βοηθήσουν στην διατήρηση της ειρήνης, αντιμετωπίζουν μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης. Δεν αρκεί απλώς να έχουμε υψηλά επίπεδα εμπορίου, καθώς εξαρτημένα κράτη όπως η Ιαπωνία την δεκαετία του 1930 και η σημερινή Κίνα μπορούν να ωθηθούν σε πιο επιθετικές πολιτικές εάν κρίνουν ότι δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στις πρώτες ύλες και τις αγορές που χρειάζεται το κράτος για να διατηρήσει την θέση του ως μεγάλη δύναμη. Οι ηγέτες των λιγότερο εξαρτημένων κρατών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να προσέχουν να μην σηματοδοτούν ότι επιδιώκουν να κρατήσουν το εξαρτημένο κράτος κάτω -ή χειρότερα, να το ωθήσουν σε απόλυτη και σχετική παρακμή, όπως έκανε το εμπάργκο πετρελαίου του προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ στην Ιαπωνία το 1941. Ωστόσο, μια ανοιχτή εμπορική πολιτική μπορεί επίσης να αποτελέσει πρόβλημα, καθώς μπορεί να βοηθήσει το εξαρτημένο κράτος να φτάσει [τα πιο προηγμένα] στην σχετική ισχύ και να γίνει μια μακροπρόθεσμη απειλή, όπως έχουν καταλάβει οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ από τον Μπαράκ Ομπάμα έως τον Τζο Μπάιντεν σε σχέση με την Κίνα.
Μια καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να ωθηθούν οι ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα να εξισώσουν τους όρους ανταγωνισμού τερματίζοντας πρακτικές όπως η χειραγώγηση των νομισμάτων τους, οι επιδοτήσεις, και η παράνομη ιδιοποίηση ξένης τεχνολογίας, διαβεβαιώνοντας παράλληλα αυτά τα κράτη ότι εάν ενεργούν με μετριοπάθεια στην εξωτερική τους πολιτική , θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στους πόρους και τις αγορές που χρειάζονται για την οικονομική ανάπτυξη και την εγχώρια σταθερότητα. Οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν εμπορικές σχέσεις που θα επιτρέπουν στα κράτη να αναπτύσσονται σε απόλυτους όρους και ωστόσο να διασφαλίζουν ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα φοβάται μια σημαντική μελλοντική μείωση της σχετικής οικονομικής ισχύος της που θα την άφηνε ευάλωτη σε εξωτερικές απειλές ή εμφύλιες αναταραχές.
Με τις τρέχουσες εντάσεις σχετικά με την Ταϊβάν, που επιδεινώνονται από την συνεχιζόμενη ευθυγράμμιση του Xi με τον Πούτιν, αυτό μπορεί να είναι δύσκολο. Αλλά καθώς η διπλωματία των μεγάλων δυνάμεων επιστρέφει σε πιο σταθερή κατάσταση, η Ουάσιγκτον μπορεί να υπενθυμίσει στο Πεκίνο ότι χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Δυτικούς εταίρους για να επιτύχει τους δικούς του οικονομικούς στόχους –και ότι η Ουάσιγκτον δεν θα εκμεταλλευτεί την εξάρτηση της Κίνας για να υπονομεύσει αυτούς τους στόχους. Ο Μπάιντεν μπορεί να διαβεβαιώσει τον Σι ότι το μάθημα του 1941 -ότι η καταστροφή των προσδοκιών ενός κράτους για το μελλοντικό εμπόριο μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο- η αμερικανική πλευρά το έχει μάθει. Αλλά μπορεί επίσης να προτείνει στο Πεκίνο να μάθει από τα λάθη της Ιαπωνίας από την δεκαετία του 1930 και να αποφύγει τα είδη των επιθετικών πολιτικών που κατέστρεψαν την διεθνή εμπιστοσύνη η οποία απαιτείται για υγιείς εμπορικές σχέσεις. Εάν οι ηγέτες στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο μπορούν να βελτιώσουν ο ένας τις προσδοκίες του άλλου τόσο για το εμπόριο όσο και για τη μελλοντική συμπεριφορά τους, θα μπορέσουν να επιτύχουν πολλές ακόμη δεκαετίες ειρήνης στην Ανατολική Ασία.