Πώς ένας αδιανόητος πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να επιφέρει τη μόνη δυνατή ειρήνη
Του Martin Indyk
Για χρόνια, το όραμα ενός ισραηλινού και ενός παλαιστινιακού κράτους που θα υπάρχουν δίπλα-δίπλα σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας αντιμετωπίζεται με μια δόση ειρωνείας ως απελπιστικά αφελές -ή ακόμα χειρότερα, ως μια επικίνδυνη αυταπάτη. Αφού δεκαετίες διπλωματίας υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών απέτυχαν να επιτύχουν αυτό το αποτέλεσμα, πολλοί παρατηρητές θεώρησαν ότι το όνειρο είχε πεθάνει και το μόνο που απέμενε ήταν να το θάψουν. Αλλά αποδεικνύεται ότι οι αναφορές για το θάνατο της λύσης των δύο κρατών ήταν υπερβολικές.
Στον απόηχο της τερατώδους επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου που εξαπέλυσε η Χαμάς στο Ισραήλ και του οδυνηρού πολέμου που διεξάγει έκτοτε το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, η δήθεν νεκρή λύση των δύο κρατών αναβίωσε. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι εθνικής ασφαλείας του, έχουν επανειλημμένα και δημοσίως επαναβεβαιώσει την πεποίθησή τους ότι αποτελεί το μόνο τρόπο για τη δημιουργία διαρκούς ειρήνης μεταξύ των Ισραηλινών, των Παλαιστινίων και των αραβικών χωρών της Μέσης Ανατολής. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μόνες: η προτροπή για επιστροφή στο παράδειγμα των δύο κρατών έχει επαναληφθεί από ηγέτες σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεσαίες δυνάμεις όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, ακόμη και από τον κύριο αντίπαλο της Ουάσινγκτον, την Κίνα.
Ο λόγος αυτής της αναβίωσης δεν είναι περίπλοκος. Υπάρχουν, άλλωστε, μόνο λίγες πιθανές εναλλακτικές επιλογές στη λύση των δύο κρατών. Υπάρχει η λύση της Χαμάς, που είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Υπάρχει η λύση της ισραηλινής ακροδεξιάς, η οποία είναι η προσάρτηση της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ, η διάλυση της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) και η απέλαση των Παλαιστινίων σε άλλες χώρες. Υπάρχει η προσέγγιση της “διαχείρισης της σύγκρουσης” που ακολουθείται την τελευταία περίπου δεκαετία από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, η οποία στοχεύει στην επ’ αόριστον διατήρηση του status quo. Ο κόσμος είδε πώς απέδωσε αυτό. Και υπάρχει η ιδέα ενός κράτους διζωνικού, στο οποίο οι Εβραίοι θα γίνονταν μειονότητα, τερματίζοντας έτσι το καθεστώς του Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος. Καμία από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις δεν θα έλυνε τη σύγκρουση – τουλάχιστον όχι χωρίς να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές. Και έτσι, αν η σύγκρουση πρόκειται να επιλυθεί ειρηνικά, η λύση των δύο κρατών είναι η μόνη ιδέα που έχει απομείνει όρθια.
Όλα αυτά ίσχυαν πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023. Αλλά η έλλειψη ηγεσίας, εμπιστοσύνης και ενδιαφέροντος και από τις δύο πλευρές -και η επανειλημμένη αποτυχία των αμερικανικών προσπαθειών να αλλάξουν αυτές τις πραγματικότητες- κατέστησαν αδύνατο να υπάρξει μια αξιόπιστη πορεία προς μια λύση δύο κρατών. Και τώρα αυτό έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο. Οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι είναι πιο θυμωμένοι και πιο φοβισμένοι από κάθε άλλη φορά μετά το ξέσπασμα της δεύτερης ιντιφάντα τον Οκτώβριο του 2000. Οι δύο πλευρές φαίνεται λιγότερο πιθανό από ποτέ να επιτύχουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη που θα απαιτούσε η λύση των δύοmesanatolik;o, l;ysh d;yo krat;vnμεσα κρατών. Εν τω μεταξύ, σε μια εποχή ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στο εξωτερικό και πολιτικής πόλωσης στο εσωτερικό, και μετά από δεκαετίες αποτυχημένων διπλωματικών και στρατιωτικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, η Ουάσιγκτον απολαμβάνει πολύ λιγότερη επιρροή και αξιοπιστία στην περιοχή από ό,τι στη δεκαετία του 1990, όταν, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών εκδίωξη του στρατού του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν από το Κουβέιτ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν το έναυσμα για τη διαδικασία που τελικά οδήγησε στις συμφωνίες του Όσλο. Και όμως, ως αποτέλεσμα του πολέμου στη Γάζα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώνουν ότι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για μια αξιόπιστη διαδικασία που μπορεί τελικά να οδηγήσει σε συμφωνία, αλλά και ισχυρότερη επιρροή για να μετατρέψουν την αναβίωση της λύσης των δύο κρατών από σημείο συζήτησης σε πραγματικότητα. Για να γίνει αυτό, ωστόσο, θα χρειαστεί σημαντική δέσμευση χρόνου και πολιτικού κεφαλαίου. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων ενός απρόθυμου Ισραηλινού συμμάχου, ενός αναποτελεσματικού Παλαιστινιακού εταίρου και μιας ανυπόμονης διεθνούς κοινότητας. Και επειδή αυτό που θα προωθήσει είναι μια σταδιακή προσέγγιση η οποία θα επιτύχει την ειρήνη μόνο σε μια μακρά περίοδο, η λύση των δύο κρατών πρέπει να κατοχυρωθεί τώρα ως απώτερος στόχος σε ένα -με αμερικανική υποστήριξη-ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ένας μακρύς και δαιδαλώδης δρόμος
Η λύση των δύο κρατών χρονολογείται τουλάχιστον από το 1937, όταν μια βρετανική επιτροπή πρότεινε το διαμελισμό της υπό βρετανική διοίκηση επικράτειας που ήταν τότε γνωστή ως Παλαιστίνη σε δύο κράτη. Δέκα χρόνια αργότερα, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε το ψήφισμα 181, το οποίο πρότεινε δύο κράτη για δύο λαούς: ένα αραβικό και ένα εβραϊκό. Παρόλο που ο προτεινόμενος από το ψήφισμα εδαφικός διαχωρισμός δεν άφησε καμία πλευρά ικανοποιημένη, οι Εβραίοι τον αποδέχθηκαν -αλλά οι Παλαιστίνιοι, ενθαρρυμένοι από τους Αραβες υποστηρικτές τους, τον απέρριψαν. Ο πόλεμος που ακολούθησε οδήγησε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, εν τω μεταξύ, έγιναν πρόσφυγες και οι εθνικές τους φιλοδοξίες μαράζωσαν.
Η ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους παρέμεινε ως επί το πλείστον σε αδράνεια για δεκαετίες, καθώς το Ισραήλ και οι Άραβες γείτονές του απασχολήθηκαν με τις δικές τους συγκρούσεις, ένα αποτέλεσμα των οποίων ήταν η ισραηλινή κατοχή και ο εποικισμός της Γάζας και της Δυτικής Όχθης μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967, που έθεσε εκατομμύρια Παλαιστίνιους υπό τον άμεσο ισραηλινό έλεγχο, αλλά χωρίς τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους Ισραηλινούς πολίτες. Τελικά, όμως, οι τρομοκρατικές επιθέσεις που εξαπέλυσε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και η εξέγερση του Παλαιστινιακού λαού κατά της ισραηλινής κατοχής τη δεκαετία του 1980 ανάγκασαν το Ισραήλ να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη. Το 1993, το Ισραήλ και η ΟΑΠ υπέγραψαν τις συμφωνίες του Όσλο, κατόπιν αμερικανικής μεσολάβησης, αναγνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και θέτοντας τις βάσεις για μια διαδικασία σταδιακής και προοδευτικής εξέλιξης, η οποία θα οδηγούσε τελικά στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Η στιγμή της λύσης των δύο κρατών φαινόταν να έχει φτάσει.
Μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Κλίντον, η διαδικασία του Όσλο είχε δημιουργήσει ένα λεπτομερές περίγραμμα του πώς θα έμοιαζε η λύση των δύο κρατών: ένα παλαιστινιακό κράτος στο 97% της Δυτικής Όχθης και σε ολόκληρη τη Γάζα, με αμοιβαία συμφωνημένες ανταλλαγές εδαφών που θα αποζημίωναν το Παλαιστινιακό κράτος για το 3% της γης της Δυτικής Όχθης το οποίο θα προσαρτούσε το Ισραήλ, στο οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν περίπου το 80% του συνόλου των Εβραίων εποίκων στα παλαιστινιακά εδάφη. Οι Παλαιστίνιοι θα είχαν την πρωτεύουσά τους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου τα κυρίως αραβικά προάστια θα υπάγονταν στην παλαιστινιακή κυριαρχία και τα κυρίως εβραϊκά προάστια στην ισραηλινή κυριαρχία. Οι δύο χώρες θα μοιράζονταν τον έλεγχο της λεγόμενης Αγίας Λεκάνης της Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκονται τα σημαντικότερα ιερά των τριών αβρααμικών θρησκειών.
Αλλά τελική συμφωνία υπό αυτούς τους όρους δεν επετεύχθη ποτέ. Ως μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας της κυβέρνησης Κλίντον εκείνη την εποχή, διαπίστωσα ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμη να συμβιβαστεί στο άκρως συναισθηματικό ζήτημα του ποιος θα ελέγχει την Ιερουσαλήμ ή στο ζήτημα του “δικαιώματος επιστροφής” των Παλαιστινίων προσφύγων, το οποίο ήταν βαθιά απειλητικό για τους Ισραηλινούς. Στο τέλος, το οικοδόμημα της ειρήνης που τόσοι πολλοί είχαν εργαστεί τόσο σκληρά για να δημιουργήσουν καταναλώθηκε σ’ έναν παροξυσμό βίας, καθώς οι Παλαιστίνιοι εξαπέλυσαν μια άλλη, πιο έντονη εξέγερση και οι Ισραηλινοί επέκτειναν την κατοχή της Δυτικής Όχθης. Η σύγκρουση που ακολούθησε διήρκεσε πέντε χρόνια, στοιχίζοντας χιλιάδες ζωές και στις δύο πλευρές και καταστρέφοντας κάθε ελπίδα για συμφιλίωση.
Όλοι οι επόμενοι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών προσπάθησαν να αναβιώσουν τη λύση των δύο κρατών, αλλά καμία από τις πρωτοβουλίες τους δεν αποδείχθηκε ικανή να ξεπεράσει τη δυσπιστία που δημιούργησε η επιστροφή των Παλαιστινίων στη βία και η αποφασιστικότητα των Ισραηλινών εποίκων να προσαρτήσουν τη Δυτική Όχθη. Οι Ισραηλινοί απογοητεύτηκαν από την απροθυμία της παλαιστινιακής ηγεσίας να ανταποκριθεί σ’ αυτό που θεωρούσαν γενναιόδωρες προσφορές για την παλαιστινιακή κρατική υπόσταση, και οι Παλαιστίνιοι δεν πίστεψαν ποτέ ότι οι προσφορές ήταν γνήσιες ή ότι το Ισραήλ θα ανταποκρινόταν αν τολμούσαν να συμβιβαστούν στις διεκδικήσεις του. Οι ηγέτες και των δύο πλευρών προτίμησαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον παρά να βρουν έναν τρόπο να βγάλουν τους λαούς τους από το άθλιο τέλμα που είχε δημιουργήσει η αποτυχημένη ειρηνευτική διαδικασία.
Κατάσταση άρνησης
Την εποχή που ο Μπάιντεν έγινε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών το 2021, ο κόσμος είχε εγκαταλείψει τη λύση των δύο κρατών. Ο Νετανιάχου, ο οποίος κυριαρχούσε στην πολιτική της χώρας του τα προηγούμενα 15 χρόνια, είχε πείσει τους Ισραηλινούς ότι δεν είχαν Παλαιστίνιους εταίρους για την ειρήνη και επομένως δεν χρειαζόταν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του τι θα έκαναν με τα τρία εκατομμύρια Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη και τα δύο εκατομμύρια στη Γάζα, τους οποίους ουσιαστικά έλεγχαν. Ο Νετανιάχου προσπάθησε αντ’ αυτού να “διαχειριστεί” τη σύγκρουση γονατίζοντας την Παλαιστινιακή Αρχή (τον υποτιθέμενο εταίρο του Ισραήλ στην ειρηνευτική διαδικασία) και λαμβάνοντας μέτρα που θα διευκόλυναν τη Χαμάς, η οποία συμμεριζόταν την αντιπάθειά του για τη λύση των δύο κρατών, να εδραιώσει την κυριαρχία της ομάδας στη Γάζα. Ταυτόχρονα, άφησε ελεύθερο το κίνημα των εποίκων στη Δυτική Όχθη, ώστε να καταστήσει αδύνατο να προκύψει ποτέ εκεί ένα συνεκτικό τμήμα ενός παλαιστινιακού κράτους.
Οι Παλαιστίνιοι έχασαν επίσης την πίστη τους στη λύση των δύο κρατών. Ορισμένοι επέστρεψαν στον ένοπλο αγώνα, ενώ άλλοι άρχισαν να κλίνουν προς την ιδέα ενός διζωνικού κράτους στο οποίο οι Παλαιστίνιοι θα απολάμβαναν ίσα δικαιώματα με τους Εβραίους. Η εκδοχή της Χαμάς για μια “λύση ενός κράτους”, η οποία θα καταργούσε εντελώς το Ισραήλ, απέκτησε επίσης μεγαλύτερη απήχηση στη Δυτική Όχθη, όπου η δημοτικότητα της ομάδας άρχισε να επισκιάζει τη γηραιά και διεφθαρμένη ηγεσία του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς.
Για χρόνια, Αμερικανοί διπλωμάτες προειδοποιούσαν ότι αυτό το status quo δεν ήταν βιώσιμο και ότι σύντομα θα ξεσπούσε μια νέα παλαιστινιακή εξέγερση. Αποδείχθηκε όμως ότι οι Παλαιστίνιοι δεν είχαν το κουράγιο για άλλη μια ιντιφάντα και προτίμησαν να καθίσουν στη γη τους όσο καλύτερα μπορούσαν και να περιμένουν τους Ισραηλινούς. Αυτό βόλευε την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ήταν αποφασισμένη να αποπροσανατολίσει τη Μέση Ανατολή, καθώς αντιμετώπιζε πιο πιεστικές στρατηγικές προκλήσεις στην Ασία και την Ευρώπη. Αυτό που ήθελε στη Μέση Ανατολή ήταν ηρεμία. Έτσι, κάθε φορά που η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση απειλούσε να φουντώσει, ιδίως λόγω των προκλητικών δραστηριοτήτων των εποίκων, Αμερικανοί διπλωμάτες επενέβαιναν για να μειώσουν τις εντάσεις, με την υποστήριξη της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, οι οποίες είχαν κοινό συμφέρον να αποφύγουν μια έκρηξη.
Από την πλευρά του, ο Μπάιντεν μίλησε με θερμά λόγια για τη λύση των δύο κρατών, αλλά δεν φάνηκε να πιστεύει σ’ αυτήν. Διατήρησε σε ισχύ τις ευνοϊκές για τους εποίκους πολιτικές που είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, όπως η επισήμανση των προϊόντων από τους οικισμούς της Δυτικής Όχθης ως “κατασκευασμένα στο Ισραήλ”. Ο Μπάιντεν απέτυχε επίσης να υλοποιήσει την προεκλογική του υπόσχεση ν’ ανοίξει εκ νέου το αμερικανικό προξενείο για τους Παλαιστίνιους στην Ιερουσαλήμ. (Το προξενείο είχε απορροφηθεί από την αμερικανική πρεσβεία όταν ο Τραμπ τη μετέφερε στην Ιερουσαλήμ).
Εν τω μεταξύ, τα αραβικά κράτη είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν σχεδόν ολοκληρωτικά την παλαιστινιακή υπόθεση. Είχαν καταλήξει να βλέπουν το Ισραήλ ως φυσικό σύμμαχο για την αντιμετώπιση του υπό ιρανική ηγεσία “άξονα αντίστασης” που είχε ριζώσει σ’ ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Αυτός ο νέος στρατηγικός υπολογισμός βρήκε έκφραση στις Συμφωνίες του Αβραάμ, που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση Τραμπ, με τις οποίες το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) εξομάλυναν πλήρως τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, χωρίς να επιμένουν ότι το Ισραήλ έπρεπε να κάνει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να κάνει πιο πιθανή την ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους.
Ο Μπάιντεν προσπάθησε να διευρύνει αυτή τη συμφωνία Ισραήλ-Σουνιτών Αράβων επιδιώκοντας την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου στον κόσμο και θεματοφύλακα των ιερότερων τόπων του Ισλάμ. Από αμερικανικής πλευράς, υπήρχε μια επιτακτική στρατηγική λογική στην εξομάλυνση: Το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως άγκυρες για έναν αμερικανικό ρόλο “υπεράκτιας εξισορρόπησης” που θα σταθεροποιούσε την περιοχή, ενώ θα απελευθέρωνε την αμερικανική προσοχή και τους πόρους για την αντιμετώπιση μιας διεκδικητικής Κίνας και μιας επιθετικής Ρωσίας.
Ο Μπάιντεν βρήκε έναν πρόθυμο εταίρο στο πρόσωπο του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ευρέως γνωστού ως MBS, ο οποίος είχε ξεκινήσει μια φιλόδοξη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας του και διαφοροποίησης της οικονομίας της. Φοβούμενος ότι δεν θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τους καρπούς αυτής της επένδυσης με τις περιορισμένες στρατιωτικές δυνατότητες της Σαουδικής Αραβίας, επιδίωξε μια επίσημη αμυντική συνθήκη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και το δικαίωμα να διατηρήσει έναν ανεξάρτητο κύκλο πυρηνικών καυσίμων και να αγοράζει προηγμένα αμερικανικά όπλα, χρησιμοποιώντας την προοπτική εξομάλυνσης με το Ισραήλ για να κάνει μια τέτοια συμφωνία εύπεπτη στην έντονα φιλοϊσραηλινή αμερικανική Γερουσία. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν νοιαζόταν ελάχιστα για τους Παλαιστίνιους και δεν ήταν πρόθυμος να εξαρτήσει τη συμφωνία του, από την πρόοδο προς την κατεύθυνση μιας λύσης δύο κρατών.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ωστόσο, φοβόταν ότι η πλήρης παράκαμψη των Παλαιστινίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε παλαιστινιακή εξέγερση, ιδίως επειδή, το 2022, ο Νετανιάχου είχε σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με υπερεθνικιστικά και υπερθρησκευτικά κόμματα που ήταν αποφασισμένα να προσαρτήσουν τη Δυτική Όχθη και να ανατρέψουν την Παλαιστινιακή Αρχή. Η κυβέρνηση εκτίμησε επίσης ότι δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ψήφους των Δημοκρατικών στη Γερουσία για μια αμυντική συνθήκη με τους αντιδημοφιλείς Σαουδάραβες χωρίς ένα σημαντικό παλαιστινιακό στοιχείο στο πακέτο. Δεδομένου ότι οι Σαουδάραβες χρειάζονταν κάποια πολιτική κάλυψη για τη συμφωνία τους με το Ισραήλ, ήταν δεκτικοί στην πρόταση του Μπάιντεν για σημαντικούς περιορισμούς στη δραστηριότητα των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, τη μεταφορά πρόσθετων εδαφών της Δυτικής Όχθης υπό παλαιστινιακό έλεγχο και την επανάληψη της σαουδαραβικής βοήθειας προς την Παλαιστινιακή Αρχή.
Στις αρχές Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν στα πρόθυρα μιας περιφερειακής αναδιάταξης. Ο Νετανιάχου δεν είχε ακόμη αποδεχτεί το παλαιστινιακό στοιχείο της συμφωνίας και η αντίθεση του συνασπισμού του σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στον εποικισμό καθιστούσε ασαφές το πόσο μεγάλο μέρος της προτεινόμενης συμφωνίας θα επιβίωνε – όπως και η γενική δυσπιστία του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Παρόλα αυτά, αν είχε επιτευχθεί μια σημαντική εξέλιξη, οι Παλαιστίνιοι πιθανότατα θα είχαν παραγκωνιστεί για άλλη μια φορά και η ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου θα είχε αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επιδίωξη της στρατηγικής προσάρτησης. Αλλά τότε όλα κατέρρευσαν.
Το τελευταίο σχέδιο που παραμένει όρθιο
Με μια πρώτη ματιά, μπορεί να είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό που συνέβη στη συνέχεια θα βοηθούσε στην αναβίωση της λύσης των δύο κρατών. Είναι δύσκολο να εκφράσει κανείς με λόγια το τραύμα που υπέστησαν όλοι οι Ισραηλινοί στις 7 Οκτωβρίου: την πλήρη αποτυχία των περιβόητων στρατιωτικών και πληροφοριακών δυνατοτήτων των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) να προστατεύσουν τους Ισραηλινούς πολίτες, Τις φρικαλεότητες που διέπραξαν μαχητές της Χαμάς, οι οποίες άφησαν περίπου 1.200 Ισραηλινούς νεκρούς και σχεδόν 250 αιχμαλώτους στη Γάζα. Το συνεχιζόμενο έπος των ομήρων που διαποτίζει κάθε ισραηλινό σπίτι με θλίψη και ανησυχία, τον εκτοπισμό των συνοριακών κοινοτήτων στο νότιο και βόρειο Ισραήλ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί όλων των αποχρώσεων δεν ενδιαφέρονται να εξετάσουν το ενδεχόμενο συμφιλίωσης με τους Παλαιστίνιους γείτονές τους.
Πριν από την 7η Οκτωβρίου, οι περισσότεροι Ισραηλινοί ήταν ήδη πεπεισμένοι ότι δεν είχαν Παλαιστίνιους εταίρους για ειρήνη. Σήμερα, έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι είχαν δίκιο. Και ο τρόπος με τον οποίο αυξήθηκε η δημοτικότητα της Χαμάς στη Δυτική Όχθη από την έναρξη του πολέμου ενίσχυσε αυτή την εκτίμηση. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο από τον Παλαιστίνιο ερευνητή Khalil Shikaki, το 75% των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης υποστηρίζει τη συνέχιση της διακυβέρνησης της Χαμάς στη Γάζα, σε σύγκριση με το 38% των κατοίκων της Γάζας. Οι Ισραηλινοί επισημαίνουν την άρνηση των Παλαιστινίων -συμπεριλαμβανομένου και του Αμπάς- να καταδικάσουν τις φρικαλεότητες της Χαμάς, την απόλυτη άρνηση εκ μέρους πολλών Αράβων ότι κάτι τέτοιο έλαβε χώρα, καθώς και τη νέα αντισημιτική διάσταση της διεθνούς υποστήριξης της παλαιστινιακής υπόθεσης και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι Παλαιστίνιοι θέλουν να τους σκοτώσουν, όχι να κάνουν ειρήνη μαζί τους.
Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι έχουν ευλόγως καταλήξει σ’ ένα παρόμοιο συμπέρασμα όσον αφορά τους Ισραηλινούς. Η επίθεση στη Γάζα έχει σκοτώσει περισσότερους από 25.000 Παλαιστίνιους (συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 5.000 παιδιών), έχει καταστρέψει πάνω από το 60% των σπιτιών στην περιοχή και έχει εκτοπίσει σχεδόν το σύνολο των 2,2 εκατομμυρίων κατοίκων της. Στη Δυτική Όχθη, η οργή για τον πόλεμο επιδεινώνεται από τη συστηματική βία των Ισραηλινών εποίκων, οι οποίοι έχουν επιτεθεί σε Παλαιστίνιους, έχουν εκδιώξει ορισμένους από τα σπίτια τους και έχουν εμποδίσει άλλους να μαζέψουν τις ελιές τους και να βόσκουν τα πρόβατά τους. Τουλάχιστον ορισμένοι Παλαιστίνιοι, ενδεχομένως η πλειοψηφία, δεν απορρίπτουν την ιδέα ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους ως μια ενδεχόμενη λύση που θα μπορούσε να τερματίσει την ισραηλινή κατοχή και να τους επιτρέψει να ζήσουν μια ζωή με αξιοπρέπεια και ελευθερία. (Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή παραμένει η επίσημη θέση της Παλαιστινιακής Αρχής, ενώ η επίσημη θέση της κυβέρνησης Νετανιάχου είναι η σθεναρή αντίσταση στην ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους). Αλλά λίγοι Παλαιστίνιοι πιστεύουν ότι οι Ισραηλινοί θα τους επιτρέψουν να οικοδομήσουν ένα βιώσιμο κράτος χωρίς στρατιωτική κατοχή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, υπάρχει πλήρης αποσύνδεση μεταξύ των ανανεωμένων διεθνών εκκλήσεων για λύση δύο κρατών και των φόβων και των επιθυμιών που διαμορφώνουν σήμερα την ισραηλινή και παλαιστινιακή κοινωνία. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό αυτές τις συνθήκες είναι να προσπαθήσουν να τερματίσουν τις μάχες το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να επικεντρωθούν στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ζωών των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, αφήνοντας το ζήτημα της τελικής επίλυσης της σύγκρουσης στην άκρη, προς το παρόν, μέχρι να ηρεμήσουν τα πάθη, να αναδυθεί νέα ηγεσία και οι συνθήκες να γίνουν πιο ευνοϊκές για τη μελέτη αυτών που τώρα φαίνονται τραβηγμένες ιδέες ειρήνης και συμφιλίωσης.
Ωστόσο, η υιοθέτηση μιας βραχυπρόθεσμης, ρεαλιστικής προσέγγισης έχει τους δικούς της κινδύνους. Αυτό, άλλωστε, έκανε η Ουάσινγκτον μετά τους τέσσερις γύρους μαχών μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ που ξέσπασαν μεταξύ 2008 και 2021 και το αποτέλεσμα είναι ορατό. Μετά από αυτόν τον γύρο, εξάλλου, το Ισραήλ δεν θα αποσυρθεί απλώς και θα αφήσει τη Χαμάς να έχει τον έλεγχο, όπως έκανε στο παρελθόν. Ο Νετανιάχου μιλάει ήδη για μια μακροπρόθεσμη ισραηλινή παρουσία ασφαλείας στη Γάζα. Αυτό είναι μια συνταγή για καταστροφή. Αν το Ισραήλ παραμείνει κολλημένο στη Γάζα, θα πρέπει να πολεμάει μια εξέγερση υπό την ηγεσία της Χαμάς – όπως ακριβώς πολεμούσε μια εξέγερση υπό την ηγεσία της Χεζμπολάχ και άλλων ομάδων για 18 χρόνια, όταν είχε κολλήσει στο Νότιο Λίβανο μετά την εισβολή του το 1982.
Δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να τερματιστεί ο πόλεμος στη Γάζα χωρίς να επιδιωχθεί η διαμόρφωση μιας νέας, πιο σταθερής τάξης εκεί. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να δημιουργηθεί επίσης μια αξιόπιστη πορεία προς μια λύση δύο κρατών. Τα σουνιτικά αραβικά κράτη, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, επιμένουν σε αυτό ως προϋπόθεση για την υποστήριξή τους στην αναζωογόνηση της Παλαιστινιακής Αρχής και την ανοικοδόμηση της Γάζας, όπως και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα. Η Παλαιστινιακή Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επισημάνει αυτόν το στόχο προκειμένου να νομιμοποιήσει τον όποιο ρόλο της στον έλεγχο της Γάζας. Και η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να είναι σε θέση να συμπεριλάβει το στόχο των δύο κρατών ως μέρος της συμφωνίας Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας που εξακολουθεί να επιθυμεί να μεσολαβήσει.
Το πρώτο βήμα θα ήταν οι Παλαιστίνιοι να δημιουργήσουν μια αξιόπιστη κυβερνητική αρχή στη Γάζα για να καλύψουν το κενό που άφησε η εξάλειψη της κυριαρχίας της Χαμάς. Αυτή είναι η ευκαιρία για την Παλαιστινιακή Αρχή να επεκτείνει τις αρμοδιότητές της και να ενώσει τη διαιρεμένη παλαιστινιακή πολιτεία. Αλλά με την αξιοπιστία της να βρίσκεται ήδη σε χαμηλό σημείο, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει την πολυτέλεια να θεωρείται ως υπεργολάβος του Ισραήλ, που διατηρεί την τάξη για χάρη των συμφερόντων ασφαλείας του Ισραήλ. Ευτυχώς, η αντίθεση του Νετανιάχου στην ανάληψη του ελέγχου της Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή φαίνεται να έχει αποτύχει, χρησιμεύοντας μόνο για να νομιμοποιήσει την ιδέα στο μυαλό πολλών Παλαιστινίων.
Αλλά στην παρούσα κατάστασή της, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη για τη διακυβέρνηση και την αστυνόμευση της Γάζας. Όπως το έθεσε ο Μπάιντεν, η Παλαιστινιακή Αρχή πρέπει να “αναζωογονηθεί”. Χρειάζεται έναν νέο πρωθυπουργό, ένα νέο σύνολο ικανών τεχνοκρατών που δεν είναι διεφθαρμένοι, μια εκπαιδευμένη δύναμη ασφαλείας για τη Γάζα και μεταρρυθμισμένους θεσμούς που δεν υποκινούν πλέον κατά του Ισραήλ ή επιβραβεύουν κρατούμενους και “μάρτυρες” για τρομοκρατικές πράξεις κατά των Ισραηλινών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα σουνιτικά αραβικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έχουν ήδη εμπλακεί σε λεπτομερείς συζητήσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή για όλα αυτά τα βήματα και φαίνονται ικανοποιημένοι που η Παλαιστινιακή Αρχή είναι πρόθυμη να τα αναλάβει. Θα απαιτηθεί όμως η ενεργός συνεργασία και υποστήριξη της κυβέρνησης Νετανιάχου, η οποία αντιτίθεται σθεναρά σε έναν ρόλο της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα και μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί να λάβει αποφάσεις για την “επόμενη μέρα” εκεί.
Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η διαδικασία της “αναζωογόνησης”, πιθανότατα θα χρειαστεί περίπου ένας χρόνος για να εκπαιδευτούν και να αναπτυχθούν στελέχη ασφαλείας και πολιτικά στελέχη της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Ισραήλ πιθανότατα θα αναλάμβανε κάποια στρατιωτική δραστηριότητα κατά των δυνάμεων της Χαμάς που έχουν εναπομείνει. Εν τω μεταξύ, ένα προσωρινό διοικητικό όργανο θα έπρεπε να διοικήσει την περιοχή. Ο φορέας αυτός θα πρέπει να νομιμοποιηθεί με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και θα επιβλέπει τη σταδιακή ανάληψη της ευθύνης από την Παλαιστιναική Αρχή. Θα έλεγχε μια ειρηνευτική δύναμη που θα είχε ως αποστολή τη διατήρηση της τάξης. Για να αποφευχθούν προστριβές με τις IDF, η δύναμη θα πρέπει να διοικείται από Αμερικανό στρατηγό.
Αλλά δεν θα υπήρχε ανάγκη για αμερικανικά στρατεύματα στο έδαφος: τα στρατεύματα θα μπορούσαν να προέρχονται από άλλες χώρες φιλικές προς το Ισραήλ που έχουν μεγάλη εμπειρία σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και θα ήταν αποδεκτές από τους Παλαιστίνιους, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Ινδία και η Νότια Κορέα. Τα σουνιτικά αραβικά κράτη θα πρέπει να προσκληθούν να συμμετάσχουν στη δύναμη, αν και είναι απίθανο να θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη για την αστυνόμευση των Παλαιστινίων. Ακόμη όμως και χωρίς να συνεισφέρουν στρατεύματα, τα σουνιτικά αραβικά κράτη θα έχουν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο. Η Αίγυπτος έχει ουσιαστικό συμφέρον να διασφαλίσει τη σταθερότητα που θα επέτρεπε σε εκατομμύρια κατοίκους της Γάζας να απομακρυνθούν από τα αιγυπτιακά σύνορα, όπου αποτελούν συνεχή απειλή να εισρεύσουν στην Αίγυπτο.
Οι αιγυπτιακές μυστικές υπηρεσίες γνωρίζουν καλά το έδαφος της Γάζας και ο αιγυπτιακός στρατός μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή της λαθραίας μεταφοράς όπλων στη Γάζα από τη χερσόνησο του Σινά – αν και απέτυχε να το κάνει πριν από τις 7 Οκτωβρίου. Η Ιορδανία έχει λιγότερη επιρροή στη Γάζα από ό,τι η Αίγυπτος, αλλά οι Ιορδανοί έχουν εκπαιδεύσει επιδέξια τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας στη Δυτική Όχθη και θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο για τις δυνάμεις της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα. Τα πλούσια σε πετρέλαιο αραβικά κράτη του Κόλπου διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για την ανοικοδόμηση της Γάζας και τη χρηματοδότηση της αναζωογόνησης της Παλαιστινιακής Αρχής. Αλλά κανένα από αυτά δεν θα πεισθεί να πληρώσει το λογαριασμό, εκτός αν μπορέσουν να πουν στον ίδιο τους το λαό ότι αυτό θα οδηγήσει στο τέλος της ισραηλινής κατοχής και στην ενδεχόμενη ανάδυση ενός Παλαιστινιακού κράτους – κάτι που θα αποτρέψει έναν νέο γύρο πολέμου.
Ένας φίλος σε ανάγκη
Υπάρχουν, βέβαια, δύο μεγάλα εμπόδια σ’ ένα τέτοιο σχέδιο και είναι οι κύριοι αντιμαχόμενοι στον πόλεμο. Αν και ο έλεγχός της στη βόρεια Γάζα είναι πλέον αμφίβολος, η Χαμάς διατηρεί ακόμη τα υπόγεια οχυρά της στις νότιες πόλεις Χαν Γιουνίς και Ράφα. Όσο περισσότερο παρατείνονται οι μάχες, τόσο θα αυξάνεται η εσωτερική πίεση στον Νετανιάχου να συμφωνήσει σε μια ημιμόνιμη κατάπαυση του πυρός με αντάλλαγμα τους υπόλοιπους ομήρους, αφήνοντας ενδεχομένως ένα μεγάλο μέρος της υποδομής και των μηχανισμών ελέγχου της Χαμάς στη θέση τους. Η Ουάσιγκτον μπορεί να προσπαθήσει να πείσει τις IDF να στραφούν σε μια πιο στοχευμένη προσέγγιση που θα έχει λιγότερες απώλειες. Αλλά για να διαμορφωθεί οποιαδήποτε μεταπολεμική τάξη, πρέπει να σπάσει το σύστημα διοίκησης και ελέγχου της Χαμάς -και αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου εγγυημένο.
Από την άλλη πλευρά, η επιβίωση του κυβερνητικού συνασπισμού του Νετανιάχου με τα ακροδεξιά και υπερθρησκευτικά κόμματα εξαρτάται από την απόρριψη της λύσης των δύο κρατών και από οποιαδήποτε επιστροφή της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα. Αν και στο Ισραήλ κυκλοφορούν διάφορες εκτιμήσεις ότι ο Νετανιάχου θα εκδιωχθεί σύντομα από το αξίωμά του και οι νέες εκλογές θα φέρουν στην εξουσία έναν μετριοπαθή, κεντρώο συνασπισμό, οι ικανότητές του στην επιβίωση είναι απαράμιλλες- δεν πρέπει ποτέ κανείς να τον υποτιμά.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπάιντεν διατηρεί σημαντική επιρροή στον Νετανιάχου. Οι IDF εξαρτώνται τώρα σε μεγάλο βαθμό από το στρατιωτικό ανεφοδιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς σκέφτονται ότι θα πρέπει να εμπλακούν σε έναν διμέτωπο πόλεμο εναντίον της Χαμάς στη Γάζα και της Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο. Το Ισραήλ έχει δαπανήσει τεράστιες ποσότητες υλικού στην εκστρατεία του στη Γάζα, απαιτώντας δύο επείγουσες προσπάθειες από την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιταχύνει τον ανεφοδιασμό παρακάμπτοντας την εποπτεία του Κογκρέσου, προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων Δημοκρατικών της Γερουσίας, τους οποίους ο Μπάιντεν θα χρειαστεί για να υποστηρίξει μια συμφωνία Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας. Ακόμα και αν το Ισραήλ επιλέξει μια πιο στοχευμένη εκστρατεία στη Γάζα, θα πρέπει να ανανεώσει το οπλοστάσιό του και να προετοιμαστεί για έναν πόλεμο με τη Χεζμπολάχ που θα απαιτήσει πολλούς πόρους.
Η αναστολή των ανεφοδιασμών είναι κάτι που ο Μπάιντεν διστάζει να κάνει επειδή δεν θέλει να φανεί ότι υπονομεύει την ασφάλεια του Ισραήλ. Αλλά σε μια αντιπαράθεση με τον Νετανιάχου, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να καθυστερήσει ορισμένες αποφάσεις, με γραφειοκρατικές διαδικασίες ή ζητώντας αναθεωρήσεις από το Κογκρέσο. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τις IDF να πιέσουν τον Νετανιάχου να υποχωρήσει. Πίεση μπορεί επίσης να ασκηθεί από τους παρασημοφορημένους στρατιωτικούς που υπηρετούν στο έκτακτο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο: τους στρατηγούς εν αποστρατεία Benny Gantz και Gadi Eisenkot, οι οποίοι ηγούνται του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και τον Yoav Gallant, τον υπουργό Άμυνας.
Αυτή η δυναμική έχει ήδη αρχίσει να εξελίσσεται. Παρόλο που χρειάστηκε μια ηράκλεια προσπάθεια, η κυβέρνηση Μπάιντεν κατάφερε να πείσει τις IDF να αναδιαμορφώσουν τη στρατηγική και την τακτική τους -περιορίζοντας το εύρος των επιχειρήσεών τους κατά της Χαμάς και συγκρατώντας την από το να αντιπαρατεθεί με τη Χεζμπολάχ- και την έπεισε να επιτρέψει αυξανόμενες ποσότητες ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, συμπεριλαμβανομένου του ανοίγματος του ισραηλινού λιμανιού του Ασντόντ για τις προμήθειες. Ο Gallant έχει μάλιστα δηλώσει δημοσίως ότι υποστηρίζει την ανάληψη ρόλου από την Παλαιστινιακή Αρχή στη Γάζα, ερχόμενος σε ευθεία αντίθεση με τον πρωθυπουργό.
Μακροπρόθεσμα, οι IDF θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανασυγκρότηση της αποτρεπτικής τους ισχύος, η οποία δέχθηκε πλήγμα στις 7 Οκτωβρίου. Αυτή η νέα εξάρτηση απεικονίζεται καλύτερα από την ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να αναπτύξουν δύο ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων στην Ανατολική Μεσόγειο και ένα πυρηνικό υποβρύχιο στην περιοχή για να αποτρέψουν το Ιράν και τη Χεζμπολάχ από το να συμμετάσχουν στη μάχη στην έναρξη ενός πολέμου. Πριν από τις 7 Οκτωβρίου, οι στρατιωτικές δυνατότητες του Ισραήλ και μόνο είχαν λειτουργήσει ως επαρκής αποτρεπτικός παράγοντας και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να αναπτύξουν τις μεγάλες δυνάμεις τους αλλού. Αλλά σύμφωνα με ρεπορτάζ του ισραηλινού καναλιού 12, τον Ιανουάριο, όταν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να αποσύρουν μία από τις ομάδες μάχης των αεροπλανοφόρων, οι IDF τους ζήτησαν να την κρατήσουν στη θέση της.
Αυτή η βαριά τακτική και στρατηγική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα νέο φαινόμενο. Η Ουάσινγκτον λειτουργεί εδώ και καιρό ως η δεύτερη γραμμή άμυνας του Ισραήλ. Αλλά η ανάπτυξη των αμερικανικών ομάδων μάχης αεροπλανοφόρων σηματοδότησε ότι κατά κάποιο τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει η πρώτη γραμμή άμυνας του Ισραήλ. Το Ισραήλ δεν είναι πλέον σε θέση να “υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνο του”, όπως ο Νετανιάχου συνήθιζε να καυχιέται πριν από την 7η Οκτωβρίου. Μπορεί να κάνει ό,τι μπορεί για να αγνοήσει αυτή τη νέα πραγματικότητα, αλλά οι IDF δεν έχουν την πολυτέλεια να το κάνουν.
Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ αντιμετωπίζει ένα τσουνάμι διεθνών επικρίσεων, καθώς η αδιάκριτη χρήση βίας στα πρώτα στάδια του πολέμου, όταν αντιδρούσε από οργή και όχι από υπολογισμό, προκάλεσε μαζικές απώλειες μεταξύ των αμάχων. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, προστατεύοντας επανειλημμένα το Ισραήλ από τη διεθνή κριτική και υπερασπιζόμενες το δικαίωμά του να συνεχίσει να διεξάγει τον πόλεμο κατά της Χαμάς παρά τις σχεδόν καθολικές απαιτήσεις για κατάπαυση του πυρός. Αυτό εξυπηρετεί και τα αμερικανικά συμφέροντα, αφού η καταστροφή της Χαμάς αποτελεί προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση μιας πιο ειρηνικής τάξης στη Γάζα. Αλλά το Ισραήλ απέχει μόλις μια αμερικανική αποχή από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που θα μπορούσαν να επικαλεστούν κυρώσεις. Όπως και η πρόσφατα οξυμένη στρατιωτική εξάρτησή του από την Ουάσιγκτον, αυτή η πολιτική απομόνωση καθιστά το Ισραήλ ευάλωτο στην αμερικανική επιρροή.
Μέχρι τώρα, ο Νετανιάχου φαινόταν αποφασισμένος να αντισταθεί στην επιρροή του μόνου πραγματικού φίλου του στη διεθνή κοινότητα, χρησιμοποιώντας την ξεκάθαρη δημόσια απόρριψη της λύσης των δύο κρατών για να ενισχύσει το συνασπισμό του και να κερδίσει τα εύσημα της βάσης του για το ότι αντιστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά ο Μπάιντεν έχει μια σειρά από άλλες πηγές επιρροής πέρα από την πιθανή κωλυσιεργία του για το στρατιωτικό ανεφοδιασμό ή το να αφήσει να γίνει γνωστό ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να απέχει από ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που επικρίνει το Ισραήλ. Ο Νετανιάχου εξαρτάται από τη διεθνή κοινότητα για τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης της Γάζας. Το Ισραήλ δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια που θα χρειαστούν για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η στρατιωτική του εκστρατεία. Και όμως, αν ο Νετανιάχου δεν καταλήξει σε συνεννόηση με τον Μπάιντεν για μια αξιόπιστη πορεία προς μια λύση δύο κρατών, το Ισραήλ θα βρεθεί αντιμέτωπο με νέα προβλήματα. Τα πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο αραβικά κράτη έχουν επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι δεν θα πληρώσουν για την ανοικοδόμηση της Γάζας χωρίς μια σταθερή δέσμευση για ένα Παλαιστινιακό κράτος. Και αφήνοντας τη Γάζα σε ερείπια θα διασφαλίσουν ότι η Χαμάς θα επιστρέψει στην εξουσία εκεί, επικεφαλής ενός κατά τα άλλα αποτυχημένου κράτους στα σύνορα του Ισραήλ. Μπορεί να μην το αναγνωρίζει ακόμη, αλλά ο Νετανιάχου δεν έχει άλλη επιλογή από το να βρει έναν τρόπο να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα.
Τέλος, ο Μπάιντεν μπορεί να επηρεάσει τη δημόσια συζήτηση στο Ισραήλ, πηγαίνοντας πάνω από το κεφάλι του Νετανιάχου για να απευθυνθεί στον Ισραηλινό λαό. Εκείνοι εκτιμούν βαθύτατα ότι ήταν εκεί για αυτούς στις πιο σκοτεινές στιγμές τους μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. Η επίσκεψή του στο Ισραήλ παρηγόρησε τη χώρα όταν ο Νετανιάχου δεν μπορούσε. Έκτοτε, οι Ισραηλινοί παρακολουθούν τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να τους υπερασπίζεται, να αγωνίζεται για την επιστροφή των Ισραηλινών ομήρων, να σπεύδει με στρατιωτικές προμήθειες στις IDF και να ασκεί βέτο στα επικριτικά για το Ισραήλ ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αντίθετα, η θέση του Νετανιάχου στην ισραηλινή κοινή γνώμη βρισκόταν ήδη σε ιστορικό χαμηλό πριν από τις 7 Οκτωβρίου, εξαιτίας της διχαστικότητας της ιδιοτελούς εκστρατείας που είχε ξεκινήσει για τη μείωση των εξουσιών του δικαστικού σώματος. Αν διεξάγονταν σήμερα εκλογές, θα είχε καταποντιστεί. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, πάνω από το 70% των Ισραηλινών επιθυμεί την παραίτησή του. Εν τω μεταξύ, πάνω από το 80% των Ισραηλινών εγκρίνει την αμερικανική ηγεσία μετά τον πόλεμο και προτιμά τον Μπάιντεν από τον Τραμπ κατά 14 μονάδες – η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες που οι Ισραηλινοί προτιμούν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Ρεπουμπλικανό.
Τι πρέπει να κάνει ο Μπάιντεν
Αν ο Μπάιντεν βρεθεί σε αναμέτρηση με τον Νετανιάχου, μια ομιλία προς τον Ισραηλινό λαό θα μπορούσε να δώσει στον Αμερικανό πρόεδρο το προβάδισμα. Η καλύτερη στιγμή για να την εκφωνήσει θα ήταν αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες βοηθήσουν στη διαμεσολάβηση για άλλη μια ανταλλαγή ομήρων με κρατούμενους, για την οποία το ισραηλινό κοινό θα ήταν βαθιά ευγνώμον. Το ζητούμενο δεν θα ήταν να πουλήσει τη λύση των δύο κρατών στους Ισραηλινούς, οι οποίοι δεν είναι ακόμη έτοιμοι να ακούσουν αυτό το μήνυμα. Αντίθετα, η ιδέα θα ήταν να δοθεί μια εξήγηση για το τι προσπαθούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να εξασφαλίσουν μια σταθερή “επόμενη μέρα” στη Γάζα, η οποία θα αποτρέψει την επανάληψη της 7ης Οκτωβρίου και θα παρέχει επίσης μια οδό, με την πάροδο του χρόνου, για τον τερματισμό της ευρύτερης σύγκρουσης. Ο Μπάιντεν θα εξηγούσε ότι δεν θέλει να δει το αγαπημένο του Ισραήλ να καταδικάζεται σε ατελείωτο πόλεμο, με κάθε γενιά να στέλνει τα παιδιά της να πολεμήσουν στους δρόμους της Γάζας και στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Δυτικής Όχθης. Θα προσέφερε μια εναλλακτική λύση που θα έδινε αντίθετα την ελπίδα μιας διαρκούς ειρήνης – εφόσον η κυβέρνηση του Ισραήλ ακολουθούσε το παράδειγμά του. Θα έπρεπε να αντικρούσει τον ισχυρισμό του Νετανιάχου ότι το Ισραήλ πρέπει να διατηρήσει το συνολικό έλεγχο της ασφάλειας στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, δίνοντας έμφαση σε εναλλακτικές ρυθμίσεις ασφαλείας υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης του Παλαιστινιακού κράτους, η οποία θα συμβίβαζε τις ισραηλινές ανάγκες ασφάλειας με την παλαιστινιακή κυριαρχία -και θα κρατούσε τους Ισραηλινούς πιο ασφαλείς από ό,τι θα ήταν μια μόνιμη στρατιωτική κατοχή.
Η υποχώρηση στον Μπάιντεν θα ήταν αντίθετη με όλα τα πολιτικά ένστικτα του Νετανιάχου. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Νετανιάχου μπορεί να παραμείνει αξιόπιστα στην εξουσία τώρα είναι η διατήρηση του συνασπισμού του με τους υπερεθνικιστές, οι οποίοι αντιτίθενται σθεναρά στην “αναζωογόνηση” της Παλαιστινιακής Αρχής και στη λύση των δύο κρατών. Αν υποχωρούσε, θα διέτρεχε το σημαντικό κίνδυνο να χάσει την εξουσία. Συνήθως, όταν στριμώχνεται στη γωνία, ο Νετανιάχου υποχωρεί λίγο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ καθησυχάζει τους σκληροπυρηνικούς του ότι οι παραχωρήσεις του δεν είναι σοβαρές. Ειδικά στο θέμα των ισραηλινών εποικισμών, ξεφεύγει μ’ αυτόν τον ελιγμό εδώ και 15 χρόνια.
Αλλά το κόλπο έχει τελειώσει. Ο Νετανιάχου δεν μπορεί να ισχυριστεί αξιόπιστα ότι υποστηρίζει μια λύση δύο κρατών. Το έκανε και στο παρελθόν, το 2009, αλλά έκτοτε έχει γίνει προφανές ότι έλεγε ψέματα, καθώς τώρα καυχιέται ότι απέτρεψε την εμφάνιση ενός Παλαιστινιακού κράτους. Αλλά ακόμη και αν ο Νετανιάχου διατηρήσει την αντίθεσή του σ’ αυτό το αποτέλεσμα, η συνεργασία με ένα αμερικανικό μεταπολεμικό σχέδιο για τη Γάζα θα τον δέσμευε σε ενέργειες, όπως το να επιτρέψει στην Παλαιστινιακή Αρχή να λειτουργήσει στη Γάζα και να περιορίσει τη δραστηριότητα των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, που θα αποτελούσαν μια αξιόπιστη οδό προς μια λύση δύο κρατών – και έτσι θα καταδίκαζε τον εύθραυστο συνασπισμό του και πιθανότατα θα τερμάτιζε την καριέρα του.
Ο Μπάιντεν θα προτιμούσε σαφώς να αποφύγει την αντιπαράθεση με τον Νετανιάχου, αλλά φαίνεται αναπόφευκτη. Καθώς ο πρόεδρος σκέφτεται πώς να τραβήξει την προσοχή του Νετανιάχου, πρέπει να βρει έναν τρόπο να αλλάξει τον υπολογισμό του Νετανιάχου -ή, αν ο Νετανιάχου συνεχίσει να διστάζει, να βοηθήσει να κερδηθεί η υποστήριξη της ισραηλινής κοινής γνώμης για την προτιμώμενη από τον Μπάιντεν προσέγγιση της “ημέρας μετά”.
Η Σαουδική Αραβία μπορεί να προσφέρει σημαντικό έργο στην προσπάθεια αυτή. Πριν από τις 7 Οκτωβρίου, ο Μπάιντεν πίστευε ότι βρισκόταν στο κατώφλι μιας στρατηγικής τομής για την ισραηλινοσαουδαραβική ειρήνη. Αυτή η ευκαιρία εξακολουθεί να υπάρχει, παρά τον πόλεμο της Γάζας. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δεν πρόκειται να αφήσει το φιλόδοξο σχέδιό του, ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη της χώρας του, να θαφτεί από τη Χαμάς. Ούτε είναι ευχαριστημένος από την ώθηση που έδωσε ο πόλεμος στο Ιράν και τους εταίρους του στον “άξονα της αντίστασης”, ο οποίος απειλεί τη Σαουδική Αραβία όσο και το Ισραήλ. Επειδή η συμφωνία που είχε διαπραγματευτεί με τον Μπάιντεν εξυπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα του βασιλείου του, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται να προχωρήσει όταν ηρεμήσουν τα πράγματα. Αλλά η εξομάλυνση με το Ισραήλ είναι πλέον εξαιρετικά αντιδημοφιλής στη Σαουδική Αραβία, όπου η κοινή γνώμη, όπως και αλλού στον αραβικό κόσμο, έχει στραφεί ακόμη πιο έντονα εναντίον του Ισραήλ. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν μπορεί να τετραγωνίσει αυτόν τον κύκλο είναι να επιμείνει στο ίδιο πράγμα για το οποίο αδιαφορούσε πριν από τις 7 Οκτωβρίου: μια αξιόπιστη πορεία προς μια λύση δύο κρατών.
Ο Μπάιντεν θα πρέπει να αποσαφηνίζει την επιλογή που αντιμετωπίζουν οι Ισραηλινοί. Μπορούν να συνεχίσουν στο δρόμο για έναν αιώνιο πόλεμο με τους Παλαιστίνιους ή μπορούν να αγκαλιάσουν το σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών για την “επόμενη μέρα” – και να ανταμειφθούν με ειρήνη με τη Σαουδική Αραβία και καλύτερες σχέσεις με τον ευρύτερο αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Ο Νετανιάχου έχει ήδη απορρίψει δημοσίως αυτούς τους όρους. Αλλά το έκανε αφού η συμφωνία προσφέρθηκε κατ’ ιδίαν. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να προσπαθήσει ξανά -αλλά αυτή τη φορά, θα πρέπει να παρουσιάσει τη συμφωνία απευθείας στο ισραηλινό κοινό με τρόπο που θα μετατοπίσει την προσοχή του από το τραύμα της 7ης Οκτωβρίου.
Μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ κατέκτησε τη φαντασία των Ισραηλινών με μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είναι απίθανο να είναι το ίδιο τολμηρός, αλλά θα μπορούσε να πεισθεί να ακολουθήσει τον Μπάιντεν και να απευθυνθεί απευθείας στο ισραηλινό κοινό μέσω μιας συνέντευξης σε έναν σεβαστό ισραηλινό τηλεοπτικό δημοσιογράφο. Συνεργαζόμενοι, Μπάιντεν και Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη σαουδαραβική προσφορά ειρήνης για να ενισχύσουν ένα μήνυμα ελπίδας. Θα μπορούσαν να επισημάνουν τον ρόλο της Σαουδικής Αραβίας και των σουνιτών Αράβων στην προώθηση της διακυβέρνησης της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα και της λύσης των δύο κρατών ως τρόπους διασφάλισης ότι οι Παλαιστίνιοι θα κάνουν το καθήκον τους. Ο Μπάιντεν θα έπρεπε να προσθέσει, με μη απειλητικούς όρους, ότι μια τέτοια ανακάλυψη θα εξυπηρετούσε τα ζωτικά στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και ότι θα έφερνε ειρήνη με τη Σαουδική Αραβία στο Ισραήλ. Θα έπρεπε να μεταφέρει ότι θεωρεί επομένως λογικό να περιμένει από το Ισραήλ να συνεργαστεί -και ότι δεν θα καταλάβαινε αν η κυβέρνησή του αρνιόταν να το πράξει.
Ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει ένα λιγότερο οξύ αλλά παρόμοιο πρόβλημα όταν πρόκειται να πείσει τους Παλαιστίνιους και τους Άραβες ηγέτες, οι οποίοι έχουν ελάχιστους λόγους να εμπιστευτούν τη δέσμευσή του για ένα παλαιστινιακό κράτος -ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι υπάρχει πιθανότητα ο Μπάιντεν να μην βρίσκεται στο Λευκό Οίκο το 2025. Το να τους κερδίσει κανείς δεν θα είναι εύκολο. Ορισμένοι έχουν προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναγνωρίσουν το Παλαιστινιακό κράτος τώρα, ενώ τα σύνορά του θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αργότερα. Αλλά μια τέτοια μεγάλη χειρονομία θα έβαζε το κάρο μπροστά από το άλογο: η Παλαιστινιακή Αρχή πρέπει πρώτα να ξεκινήσει την οικοδόμηση αξιόπιστων, υπεύθυνων, διαφανών θεσμών, αποδεικνύοντας ότι είναι ένα αξιόπιστο “κράτος εν τη γενέσει του”, πριν ανταμειφθεί με αναγνώριση.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας άλλος τρόπος για να επιδειχθεί η αμερικανική και διεθνής δέσμευση στη λύση των δύο κρατών. Η βάση για κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ του Ισραήλ, των Αράβων γειτόνων του και των Παλαιστινίων είναι το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο ψηφίστηκε και έγινε αποδεκτό από το Ισραήλ και τα αραβικά κράτη μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. (Το 1998, η PLO την αποδέχθηκε επίσης ως βάση για τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμφωνίες του Όσλο). Το ψήφισμα 242 δεν αναφέρεται, ωστόσο, στο παλαιστινιακό ζήτημα, εκτός από μια σύντομη αναφορά στην ανάγκη δίκαιης διευθέτησης του προσφυγικού ζητήματος. Δεν κάνει καμία αναφορά σε κανένα από τα άλλα ζητήματα τελικού καθεστώτος, αν και κάνει ρητή αναφορά στο “απαράδεκτο της απόκτησης εδάφους με πόλεμο” και στην ανάγκη αποχώρησης του Ισραήλ από τα εδάφη (αν και όχι “τα εδάφη”) που κατέλαβε στον πόλεμο του 1967.
Ένα νέο ψήφισμα που θα επικαιροποιούσε το ψήφισμα 242 θα μπορούσε να κατοχυρώσει τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών και της διεθνούς κοινότητας για τη λύση των δύο κρατών στο Διεθνές Δίκαιο. Θα μπορούσε να επικαλεστεί το ψήφισμα 181 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ζητώντας δύο κράτη για δύο λαούς, με βάση την αμοιβαία αναγνώριση του εβραϊκού κράτους του Ισραήλ και του αραβικού κράτους της Παλαιστίνης. Θα μπορούσε επίσης να καλέσει και τις δύο πλευρές να αποφύγουν μονομερείς ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επίτευξη της λύσης των δύο κρατών, συμπεριλαμβανομένης της εποικιστικής δραστηριότητας, της υποκίνησης και της τρομοκρατίας. Και θα μπορούσε να καλέσει σε απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών “την κατάλληλη στιγμή” για την επίλυση όλων των θεμάτων τελικού καθεστώτος και τον τερματισμό της σύγκρουσης και όλων των διεκδικήσεων που απορρέουν από αυτήν. Εάν ένα τέτοιο ψήφισμα εισαχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηριχθεί από τη Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά κράτη και ψηφιστεί ομόφωνα, το Ισραήλ και η ΟΑΠ δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να το αποδεχτούν, όπως ακριβώς αποδέχτηκαν το ψήφισμα 242.
Ήρθε η ώρα
Οι πόλεμοι συχνά δεν τελειώνουν μέχρις ότου και οι δύο πλευρές εξαντληθούν και πειστούν ότι είναι καλύτερα να συνυπάρχουν με τους εχθρούς τους παρά να συνεχίζουν μια μάταιη προσπάθεια να τους καταστρέψουν. Οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι απέχουν πολύ από αυτό το σημείο. Αλλά ίσως, αφού τελειώσουν οι μάχες στη Γάζα και τα πάθη ηρεμήσουν, αρχίσουν να σκέφτονται ξανά πώς να φτάσουν εκεί. Υπάρχουν ήδη κάποιοι λόγοι για να ελπίζουν. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί το κάλεσμα της Χαμάς να ξεσηκωθούν. Από τις 7 Οκτωβρίου έχουν σημειωθεί σχετικά λίγα περιστατικά κοινοτικής βίας στις μικτές αραβοεβραϊκές πόλεις του Ισραήλ, και ένας από τους πιο εξέχοντες ηγέτες της αραβοϊσραηλινής κοινότητας, ο πολιτικός και μέλος της Κνεσέτ, Μανσούρ Αμπάς (καμία σχέση με τον Παλαιστίνιο πρωθυπουργό), έχει υποστηρίξει με θάρρος το στόχο της συνύπαρξης. “Όλοι μας, Άραβες και Εβραίοι πολίτες, πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθειες να συνεργαστούμε προκειμένου να διατηρήσουμε την ειρήνη και την ηρεμία”, έγραψε στους Times of Israel στα τέλη Οκτωβρίου. “Θα ενισχύσουμε τον ιστό των σχέσεων, αυξάνοντας την κατανόηση και την ανεκτικότητα, για να ξεπεράσουμε ειρηνικά αυτήν την κρίση”.
Ούτε οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ έχουν στραφεί στη λαϊκή βία (σε αντίθεση με μεμονωμένα τρομοκρατικά περιστατικά), παρά τις προκλήσεις και τα αρπακτικά των εξτρεμιστών εποίκων. Ο περίπου 150.000 Παλαιστίνιοι που ζουν στη Δυτική Όχθη αλλά εργάζονταν στο ίδιο το Ισραήλ πριν από τις 7 Οκτωβρίου μπορεί δικαιολογημένα να έχουν ένα αίσθημα ταπείνωσης, αλλά θα προτιμούσαν να επιστρέψουν στις δουλειές τους παρά να δουν τα παιδιά τους να πολεμούν με Ισραηλινούς στρατιώτες στα σημεία ελέγχου. Ούτε οι Ισραηλινοί, ούτε οι Παλαιστίνιοι είναι έτοιμοι να κάνουν τους βαθύτατους συμβιβασμούς που θα απαιτούσε η πραγματική συνύπαρξη- μάλιστα, είναι πολύ λιγότερο έτοιμοι από ό,τι ήταν στο τέλος της κυβέρνησης Κλίντον, όταν απέτυχαν να κλείσουν τη συμφωνία. Αλλά το τεράστιο κόστος της άρνησης συμβιβασμού έχει γίνει πολύ πιο σαφές τους τελευταίους μήνες, και θα γίνει ακόμη πιο σαφές τα επόμενα χρόνια.
Με την πάροδο του χρόνου, οι πλειοψηφίες και στις δύο κοινωνίες μπορεί να αναγνωρίσουν ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών τους είναι να διαχωριστούν από σεβασμό, αντί να εμπλακούν από μίσος. Αυτή η συνειδητοποίηση θα μπορούσε να επιταχυνθεί από μια υπεύθυνη, θαρραλέα ηγεσία και στις δύο πλευρές – αν ποτέ προκύψει. Εν τω μεταξύ, η διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει με μια διεθνή δέσμευση για ένα αραβικό κράτος της Παλαιστίνης που θα ζει μαζί με το εβραϊκό κράτος του Ισραήλ σε ειρήνη και ασφάλεια. Μια υπόσχεση που διατυπώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκρίθηκε από τα αραβικά κράτη και τη διεθνή κοινότητα και απέκτησε αξιοπιστία με μια συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας πιο σταθερής τάξης στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Στο τέλος, τα μέρη της σύγκρουσης και ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί έτσι να καταλάβουν ότι δεκαετίες καταστροφής, άρνησης και εξαπάτησης δεν σκότωσαν τη λύση των δύο κρατών, αλλά την έκαναν ισχυρότερη.
Πηγή : Foreign Affairs