Μια σημαντική συνάντηση των ηγετών Ελλάδας και Κύπρου
Οι εκτεταμένες πυρκαγιές και οι απώλειες πυροσβεστών και πυροσβεστικών μέσων αναγκάζουν σε αλλαγή ημερομηνίας της πολυδιάστατης και πολυσήμαντης επίσημης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Κυριάκος Μητσοτάκης, και ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, με ενισχυμένη εντολή των εκλογέων τους επιλέγουν την στιγμή που αποκορυφώνονται οι διεθνείς προκλήσεις να ασχοληθούν με τα θέματα που απασχολούν την διεθνή κοινότητα, άλλα και τα εθνικά ενδιαφέροντα των δύο χωρών.
Οι εξελίξεις με την Τουρκία αφορούν το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, αλλά και τις χώρες της ευρύτερης γειτονιάς μας, ειδικότερα το μέλλον της Μέσης Ανατολής, το Παλαιστινιακό, τις εξελίξεις στην Συρία, στο Ιράκ, στον Λίβανο. Επίσης, οι παρεμβάσεις του Ιράν στην περιοχή προσομοιάζουν με την πολιτική που επιδιώκει η Τουρκία. Η ευρύτατη ημερήσια διάταξη της επίσημης συνάντησης εμπλουτίζεται από την πολιτική σημασία, που αποδίδεται από τους συμμετέχοντες, αλλά και από τον διεθνή παράγοντα, στις τριμερείς συνεργασίες, στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και, βεβαίως, στην ανάπτυξη της Ευρωατλαντικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Οτιδήποτε συμβαίνει στην περιοχή ΜΕΝΑ σχετίζεται με μεγάλους ενεργειακούς προβληματισμούς και στρατηγικές των τριών υπερδυνάμεων όχι μόνο στην περιοχή μας, αλλά και παγκοσμίως, με αποκορύφωση των ενδιαφερόντων να επικεντρώνεται στον πόλεμο, στις εξελίξεις στην Ουκρανία και περί αυτήν, δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης.
Η πολύπλοκη πολιτική και γεωστρατηγική συζήτηση των δύο ανδρών σηματοδοτεί, κατά την επερχόμενη συνάντησή τους, την αποφασιστικότητα τους να κινηθούν στους κοινούς, διαχρονικούς άξονες πολιτικής, που ακολουθούν με συνέπεια και πνεύμα συνεργασίας οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, ιδιαίτερα μετά το 2004 που η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ. Προφανώς θα αποτελέσει αντικείμενο των υψηλών συζητήσεων η πεντηκονταετής ολιγωρία της ΕΕ στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στο σύνολο της κυπριακής επικράτειας, ιδιαίτερα μετά την ασυνέπεια της Τουρκίας έναντι των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει προκειμένου να εκκινήσει η ευρωπαϊκή ενταξιακή της διαδικασία και την προκλητική αδιαφορία της Άγκυρας έναντι ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ. Η συνεχιζόμενη παράνομη στρατιωτική κατοχή εδάφους κράτους-μέλους της ΕΕ από μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφιου εταίρου στην ΕΕ, επιβάλλει την προβολή σαφέστατων, ισχυρών πολιτικών μηνυμάτων, στην βάση των πολιτικών επιλογών της ΕΕ και της συμμαχίας. Η απαίτηση προφανώς και θα καλυφθεί δια των δημοσίων δηλώσεων, που θα πραγματοποιηθούν μετά το πέρας των εργασιών των δύο πολιτικών ηγετών, Κύπρου και Ελλάδος.
Παραδοσιακά ο εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποιεί ουσιαστικό επίσημο ταξίδι στην Κύπρο μετά την εκλογή του. Η σημασία, όμως, της επικείμενης συνάντησης των κ.κ. Μητσοτάκη και Χριστοδουλίδη χαρακτηρίζεται από πολύ ιδιαίτερα και σημαντικά γεγονότα της διεθνούς πολιτικής, κυρίως μετά την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους.
Απαιτείται η πολιτική ωριμότητα και η ψυχραιμία που έχουν επιδείξει οι δύο πολιτικοί ηγέτες προκειμένου η διεθνής κοινότητα, ειδικότερα όμως οι εταίροι στην ΕΕ και οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, να αντιληφθούν την σπουδαιότητα ενός πολιτικού γεγονότος όπως οι επικείμενη επίσημη συνάντηση, που μόνο από αδυναμία ανάλυσης των παγκοσμίων προκλήσεων θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως συνηθισμένη διαδικασία έστω και εμπλουτισμένης εθιμοτυπικής πρακτικής.
Το πλαίσιο της επίσημης συνάντησης των κ.κ. Μητσοτάκη και Χριστοδουλίδη ορίζεται από την ουσία της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις Ευρωατλαντικές γεωστρατηγικές και ενεργειακές προσδοκίες και βεβαίως από το πεδίο διεκδικήσεων και ανταγωνισμού των τριών υπερδυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η διάσταση αυτή της Ημερήσιας Διάταξης των συνομιλιών συγκρατεί το διεθνές ενδιαφέρον χάριν της σημασίας της για τις διεθνείς κινήσεις που θα εξελιχθούν, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Βίλνιους. Η προτεραιότητα που προσδιορίζεται από τα διεθνή συμφέροντα δεν μειώνει στο ελάχιστο τις εθνικές επιδιώξεις των δύο χωρών μας. Όμως η πολιτική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται εξ αιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, των περιφερειακών κρίσεων στη Μέση Ανατολή, στην Υεμένη, στην Λιβύη, θέτει πολύ ψηλά τις προσδοκίες όλων για τον ρόλο που θα αποφασίσουν να διαδραματίσουν Κύπρος και Ελλάδα, αλλά και για την στάση που θα τηρήσουν έναντι της Τουρκίας.
Σύμμαχοι και εταίροι εκτιμούν ότι παρά τις πρόσφατες πολιτικές παράφωνες κορώνες του προέδρου Ερντογάν, η μετεκλογική Τουρκία αναζητά διεξόδους άμεσου, αλλά αξιοπρεπούς προσανατολισμού προς την Δυτική κοιτίδα. Η επί μακρόν επιλογή της Άγκυρας να αναζητήσει νέες συμμαχίες, θεωρώντας ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να επανέλθει στα μεγάλα τραπέζια των διεθνών συνομιλιών, όπως συνέβαινε πριν το 1920, αποδείχθηκε έωλη και πολιτικά ατελέσφορη. Η διαπίστωση γίνεται με σκληρό πολιτικό τρόπο. Κυρίως οι ΗΠΑ, με συνεχείς πολιτικές κινήσεις αποφασιστικότητας, χωρίς να απομειώνουν πολιτικά και στρατηγικά την Τουρκία, ηγούνται στις συνομιλίες ώστε η Άγκυρα να επανακάμψει στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό της Δύσης.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ευνοούνται από τις εξελίξεις, επειδή η γεωστρατηγική τους σημασία αναδεικνύεται όχι σε ανταγωνισμό με την Τουρκία, αλλά από την θετική αξιολόγηση των διεθνών πραγματικοτήτων.
Η πολιτική διμερής, ευρωπαϊκή και ευρύτερη συνεργασία Αθηνών και Λευκωσίας, δημιούργησε προϋποθέσεις σταθερότητας στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Στην διαμόρφωση των όρων συνεργασιών και συνεργειών που ενδιαφέρουν άμεσα την διεθνή κοινότητα, συνέβαλαν οι διμερείς σχέσεις που ανέπτυξαν οι δύο κυβερνήσεις με συνομιλητές στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα μετά το 1990. Σταδιακά αναπτύχθηκαν οι τριμερείς συνεργασίες, και ορισμένες διευρύνθηκαν με διεθνείς δρώντες εκτός περιοχής, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία.
Μια ακόμη ουσιαστική παράμετρος της δημιουργικής πολιτικής, που διαμόρφωσαν οι συνεργασίες των χωρών της περιοχής, προβάλλεται με την λειτουργία Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (East Med Gas Forum), μια ανοιχτή πλατφόρμα συνεργασίας όλων των κρατών της περιοχής που αγωνιούν για την ενεργειακή ασφάλεια του κόσμου και ταυτοχρόνως παράγουν ενέργεια η οποία θα μπορεί να μεταφερθεί με αγωγούς ή ειδικά πλοία στις αγορές της Ευρώπης οι οποίες αναζητούν συνεχώς και μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων.
Το πλαίσιο της ΕΕ στο οποίο ανήκουν Ελλάδα και Κύπρος, διευκολύνει τις πολιτικές συζητήσεις όχι μόνο μεταξύ των εταίρων αλλά και με κάθε τρίτη χώρα που αποζητά τις συγκλίσεις. Μεταξύ αυτών, με πρωτοπορία που παρέχει η ενταξιακή διαδικασία, συγκαταλέγεται η Τουρκία. Χωρίς εκβιασμούς ή μειωτικούς πολιτικούς χαρακτηρισμούς, η Τουρκία αναπροσαρμόζοντας την στάση της έναντι των μελών της ΕΕ μπορεί να αξιοποιήσει την θέση της, όπως διαμορφώθηκε με την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών το 2005. Η Άγκυρα έχει την δυνατότητα, μετά τις διμερείς συνομιλίες που πέτυχε στο Βίλνιους, χωρίς να υποχρεώνεται σε δημόσιες δηλώσεις αναδόμησης της πολιτικής της, να προχωρήσει στην εφαρμογή των πρωτοκόλλων που συνήψε με την ΕΕ, μόλις αποφασίστηκε η έναρξη της ενταξιακής της πορείας.
Η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης που αποζητά με δηλώσεις του ο πρόεδρος Ερντογάν και η προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας εμπεριέχουν αυτονόητες υποχρεώσεις για την Τουρκία. Στην ΕΕ οι ανειλημμένες υποχρεώσεις τόσο για τα κράτη-μέλη όσο και για τρίτες χώρες δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά και νομικές. Η αυτονόητη αποδοχή και ο σεβασμός της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, και εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών-μελών δεν απαιτεί δημόσιες δηλώσεις, αλλά επιβεβαιωτικές πολιτικές κινήσεις προσαρμοσμένες στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ
Η αναμφισβήτητη ευρωπαϊκή απαίτηση εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου σε όλη την κυπριακή επικράτεια δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας. Η απαρέγκλιτη υποχρέωση της κυβέρνησης του κράτους-μέλους να εφαρμόσει πιστά την ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλεται από τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, θεματοφύλακας των οποίων είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αναστολή επί πενήντα χρόνια της θεσμικής συμβατικής υποχρέωσης δημιουργεί σοβαρά προβλήματα λειτουργίας της ΕΕ και αποδυναμώνει την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του κράτους-μέλους στην καλή διακυβέρνηση της χώρας, με συνέπειες στην οικονομία και την ανάπτυξη του κράτους-μέλους, όπως τις βίωσε η Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς να ευθύνεται γι’ αυτό.
Η άμεση απόσυρση των 40.000 τουρκικών στρατευμάτων, που προσφάτως έθεσε ευθαρσώς ο αμερικανικός παράγων, η μορφή που θα επιλέξουν για το κράτος τους οι Κύπριοι πολίτες, και οι ρυθμίσεις των εκκρεμοτήτων που έχει δημιουργήσει η κατοχική παρανομία αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων που θα πραγματοποιηθούν μόνο όταν τα πρωτεύοντα θέματα έχουν δρομολογηθεί στην πραγματικότητα της ευρωπαϊκής συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας και των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τα οποία παραβιάζονται από την συνεχιζόμενη κατοχή και τις τουρκικές επιδιώξεις δημιουργίας δύο κρατών.
Η διαρκής παράνομη μεθόδευση της Άγκυρας αποτελεί απειλή για κάθε κράτος πέραν όλων των άλλων, επειδή υποθάλπει διαχωριστικές, αποσχιστικές πρακτικές για τις οποίες πρώτη θα πρέπει να ανησυχεί η Τουρκία, στην επικράτεια της οποίας μεγάλοι πληθυσμοί διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου, απαιτούν δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, διαθέτοντας και όλα τα στοιχεία που απαιτεί το διεθνές δίκαιο (έδαφος, λαό, άσκηση εξουσίας) για την αναγνώριση κρατικής οντότητας. Αυτό, βέβαια, που θα πρέπει να ανησυχεί την Άγκυρα δεν συμβαίνει στην Κύπρο, ο λαός της οποίας παρά την κατοχή στη μεγάλη πλειοψηφία του επιδοκιμάζει την ευρωπαϊκή επιλογή όλων των κυβερνήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Την συνάντηση των δύο πολιτικών ανδρών, που κυβερνούν με ενισχυμένη πλειοψηφία στην Ελλάδα και στην Κύπρο, προφανώς και θα απασχολήσει η αξιοποίηση της θετικής πολιτικής που βοηθά την Τουρκία να αποφασίσει τις επόμενες πολιτικές της κινήσεις. Η επανεκλογή του Ερντογάν στο ανώτατο αξίωμα της χώρας του παρέχει στον Τούρκο πολιτικό ηγέτη την ίδια πολιτικά ενισχυμένη εντολή, όπως αυτή που λαμβάνουν οι συνομιλητές του στην Αθήνα και στην Λευκωσία. Η βεβαρημένη πραγματικότητα των σχέσεων των τριών χωρών μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της ΕΕ, κάτι που διανοίγει δυνατότητες ρεαλιστικών συνομιλιών ακριβώς επειδή η ΕΕ δημιουργήθηκε και λειτουργεί βασισμένη σε σειρά πολιτικών και νόμων (το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο). Κάθε τρίτη χώρα και κυρίως χώρες που έχουν επιτύχει έναρξη της ενταξιακής τους διαδικασίας μειώνουν την απόστασή τους από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη από την στιγμή που αποδέχονται, σέβονται, και αυτοβούλως εφαρμόζουν τις δεσμεύσεις τους έναντι της ΕΕ. Το αναμφισβήτητο γεγονός του πλεονεκτήματος που προκύπτει για κάθε κράτος-μέλος από το συνολικό οικοδόμημα της ΕΕ επιτρέπει ευκολότερα την προώθηση ήπιων πολιτικών, όπως αποδείχθηκε και από την εμπειρία των τριμερών συνεργασιών. Αρκεί να συγκρατηθεί και να μη παραβλέπεται ότι οι τριμερείς συνεργασίες εκκίνησαν αναζητώντας οικονομικές, πολιτιστικές, και αναπτυξιακές δυνατότητες για τα συνεργαζόμενα μέρη και ωρίμασαν προς την πολιτική και στρατηγική τους διάσταση με την πάροδο του χρόνου και την δημιουργική εξέλιξη των ήπιων πολιτικών.
Αποκορύφωση της δημιουργικής θετικής ατζέντας αναδεικνύεται το Φόρουμ Φυσικού Αερίου για την Ανατολική Μεσόγειο (EastMed Gas Forum, έδρα στο Κάϊρο, έτος δημιουργίας 22 Σεπτεμβρίου 2022) στο οποίο συνεργάζονται τα συμμετέχοντα κράτη προκειμένου να προωθηθούν τα κοινά ενεργειακά συμφέροντα παραγωγών, καταναλωτών, και προμηθευτών. Το ισχυρό πολιτικό μήνυμα που προκύπτει από την σύσταση του Φόρουμ είναι πολυδιάστατο για τους λαούς της περιοχής, για τις αναπτυξιακές δυνατότητες, και για τις επιτυγχανόμενες συνεργασίες, επειδή ο συστατικός οργανισμός λειτουργίας του Φόρουμ προβλέπει μια ανοιχτή πλατφόρμα για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο που αποδέχεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Η Κύπρος και η Ελλάδα συμμετέχουν στο Φόρουμ και δραστηριοποιούνται ως βασικοί διαμορφωτές των εξελίξεων στην περιοχή, επιβεβαιώνοντας την απόφασή τους να ασχοληθούν με τις δημιουργικές πολιτικές που αφορούν στην καλή γειτονία, στην ανάπτυξη, και στις διεθνείς συνεργασίες. Καμία από τις πολιτικές αποφάσεις δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση κυριαρχικά δικαιώματα της Λευκωσίας και των Αθηνών, αντιθέτως προωθούν πολιτικές αμοιβαίων κερδών (win-win), που γίνονται αντιληπτές και από δρώντες οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με την πρωτοπόρο διαδικασία των διεθνών διαπραγματεύσεων. Όμως, για όλους τους συμμετέχοντες είναι σημαντικό να γνωρίζουν ότι κάθε τρόπος διαπραγμάτευσης διαμορφώνεται από την συμπεριφορά των μερών και ότι ούτε η διαπραγμάτευση θέσεων (παραδοσιακός τρόπος αντιπαράθεσης επιχειρημάτων με νικητές και ηττημένος) ούτε η διαδικασία συνομιλιών για την προώθηση συμφερόντων (win-win, Fisher and Urey: Getting to Yes) αποτελούν πανάκεια των διαπραγματεύσεων ειδικά στον 21ο αιώνα.
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ
Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ προσδιόρισε μια νέα ατζέντα για το Κυπριακό. Η ΕΕ με την απόφασή της να ολοκληρώσει την ένταξη της Κύπρου επιβεβαίωσε συμπληρωματικά προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι η ενιαία Κύπρος αποτελεί πραγματικότητα της διεθνούς κοινωνίας.
Η Κύπρος πληρούσε όλες τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις να καταστεί πλήρες μέλος της ΕΕ. Για την διευκόλυνση των εσωτερικών ρυθμίσεων στις Βρυξέλλες, παραμερίζοντας την αυστηρότητα των Ιδρυτικών Συνθηκών, έγινε αποδεκτή η αναστολή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στην κατεχόμενη περιοχή της Κυπριακής επικράτειας, επειδή η κατέχουσα δύναμη δεν διευκόλυνε την πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για το σύνολο του κυπριακού λαού, θέτοντας σε κατηγορία υπόδουλου, που δεν μπορούσε να απολαύσει τα πλεονεκτήματα της ένταξης, κάθε Κύπριο κάτοικο των κατεχομένων.
Πέρασαν 49 χρόνια και οι κ.κ. Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης αναγνωρίζουν την ανάγκη να αντιμετωπισθεί ένα ουσιαστικό πρόβλημα, που αφορά στην υπόσταση και την πολιτική παρουσία της ΕΕ στη Ανατολική Μεσόγειο. Η πολιτική διαπίστωση επιβεβαιώνεται από την συνεπή τοποθέτηση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την πρώτη στιγμή της εκλογής του. Η ξεκάθαρη πρόταξη της ευρωπαϊκής συμμετοχής της Κύπρου καθορίζει τον τρόπο και τα μέσα που παρέχονται από τη Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίλυση του Κυπριακού.
Η ελληνική προσπάθεια, που κατέληξε στην επιτυχή ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ενισχύει την βεβαιότητα ότι Αθήνα και Λευκωσία, από το 1984 που σχεδιάσθηκε, με διάφορες δυσκολίες, η κοινή δράση τους για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή οικογένεια ευθυγραμμίζονται στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων που εξασφαλίζει η ΕΕ.
Τηρώντας συνεπείς πολιτικές, βεβαιώνεται ότι η διατήρηση ασφάλειας στην περιοχή και οι συγκλίσεις αποτελούν προτεραιότητα των δύο κυβερνήσεων, ενώ ταυτοχρόνως προσεγγίζεται ενεργά η Τουρκία, με θετικές κινήσεις που εκκινούν από την ΕΕ και ενισχύονται από τα πολιτικά μηνύματα, τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από τις τρεις κυβερνήσεις, και τις ανάγκες που δημιούργησε ο καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή η ένταση του προκαλείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και η διαπίστωση της Άγκυρας ότι η στενή ταύτιση με τη Μόσχα δεν προσφέρει πλεονεκτήματα στην τουρκική πολιτική, δημιούργησαν τις πολιτικές προϋποθέσεις ορθολογικών διμερών συνομιλιών Ελλάδας-Τουρκίας στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Βίλνιους.
Από την πολιτική, που ακολουθούν Ελλάδα και Κύπρος, με δεδομένη την επικείμενη συνάντηση των κ.κ. Πρωθυπουργού της Ελλάδος και Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεραίνεται ότι κοινή Ευρωπαϊκή επιδίωξη, αλλά και εθνική προσδοκία παραμένει η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού πλεονεκτήματος που έχει δημιουργηθεί, προσφέροντας πολιτικές δυνατότητες και στην Τουρκία η οποία εκκίνησε το 2005 την ενταξιακή της πορεία. Κύπρος και Ελλάδα συμπεριφέρονται ως συνεπέστατα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζοντας ενθέρμως την περιφερειακή συνεργασία και την καλή γειτονία.
Η αποφασισμένη πολιτική πορεία, που ορίζουν οι ηγεσίες των τριών χωρών γνωρίζει αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό των χωρών τους όσο και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Οι αντιδράσεις αναμένονται από τους τρεις πολιτικούς, όπως διαπιστώνεται από τις προσεκτικές τοποθετήσεις τους ακόμη και όταν διατυπώνονται διαφορετικές θέσεις από στενούς συνεργάτες τους, κομματικά στελέχη, σκληρής ιδεολογικής προέλευσης, ή ακόμη και από υπουργούς τους. Προφανώς, η διαδρομή των ευρωτουρκικών, αλλά και των διμερών συνομιλιών ξεκινά σε στενωπό την οποία μπορεί να διευρύνει μόνο η προτεραιοποίηση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας που μοιράζονται Κύπρος και Ελλάδα και στην οποία επιθυμεί να προσέλθει και η Τουρκία. Ακόμη ισχυρότεροι θα αναδειχθούν οι παράγοντες σύγκλισης όταν επιτευχθεί τουρκική προσαρμογή στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, που επί μακρόν ακυρώνουν κάθε πολιτική αποστασιοποίησης της Άγκυρας από τις αρχές του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου (ενδεικτικά αναφερόμαστε στην ομόθυμη απόρριψη της παράνομης τουρκικής πρότασης για δημιουργία δύο κρατών).
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Από το 1961 η Κυπριακή Δημοκρατία, ως ενιαίο κράτος, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Κοινότητας. Το 1974 η χούντα βίασε την εθνική ανεξαρτησία και την κυριαρχική πραγματικότητα της Κύπρου. Ακολούθησε η βίαιη παράνομη τουρκική στρατιωτική εισβολή και κατοχή, αντίθετη σε κάθε αρχή δικαίου και στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Το 2004 η Κύπρος, ως ενιαίο κράτος όπως προβλεπόταν από το σύνταγμα της, εντάχθηκε στην ΕΕ. Το σημαντικό αυτό πολιτικό γεγονός ενέταξε την Κύπρο στην σύγχρονη οργανωμένη πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, χωρίς βέβαια να ανατρέπει ή να διαγράφει το ιστορικό και πολιτικό παρελθόν της, αναβαθμίζοντας, όμως, όπως ορθά προβλέφθηκε, τις δυνατότητες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Το 2005 ο λαός της Κυπριακή Δημοκρατίας, στις ελεύθερες και κατεχόμενες περιοχές (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) σε ποσοστό που ξεπερνά το 73%, ψήφισε απόρριψη του σχεδίου Ανάν, ενδυναμώνοντας έτι περαιτέρω την ευρωπαϊκή επιλογή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ιστορική καταγραφή δεν ανατρέπεται, ενισχύει όμως τις πολιτικές επιλογές του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη και του πρωθυπουργού της Ελλάδος Κυριάκου Μητσοτάκη να υπογραμμίσουν διεθνώς, ότι η λύση του Κυπριακού απαντά σε επείγουσες διεθνείς προκλήσεις.
Η Ευρωπαϊκή διάσταση και το πλαίσιο που δημιουργούν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας εγγυόνται δυνατότητες επίλυσης του Κυπριακού παραμερίζοντας, με την εφαρμογή τους και κυρίως μέσω του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, στρατιωτικές εισβολές, επιτρέποντας ελευθερία εγκατάστασης, εργασίας, οικονομικής δραστηριότητας για όλους τους Κυπρίους, επιλογή της δημοκρατικής μορφής της Κύπρου (ενιαίο κράτος, ομοσπονδία, ή συνομοσπονδία) και αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών της πόρων προς όφελος όλων των Κυπρίων, χωρίς πολιτικές προσβολές, αποκλεισμούς, και στερεότυπα.
Το σύνταγμα της Κύπρου, η νομοθεσία, αλλά και το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο εξασφαλίζουν την ισονομία και ισοπολιτεία όλων των Κυπρίων, χωρίς την ανάγκη διεθνών εγγυήσεων, κυρίως με εντολοδόχους που απέτυχαν να τιμήσουν το ρόλο που τους ανέθεσε από το 1960 η διεθνής κοινότητα.