Τα λάθη της Ουάσινγκτον άνοιξαν τον δρόμο για την συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν από το Πεκίνο
Ενώ η ομάδα του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, για τη Μέση Ανατολή επικεντρώθηκε στην εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ, η Κίνα πραγματοποίησε την πιο σημαντική περιφερειακή εξέλιξη μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ: μια συμφωνία για τον τερματισμό της επτάχρονης αποξένωσης Σαουδικής Αραβίας-Ιράν. Η συμφωνία εξομάλυνσης που υπεγράφη την περασμένη εβδομάδα από το Ριάντ και την Τεχεράνη είναι αξιοσημείωτη όχι μόνο λόγω των πιθανών θετικών επιπτώσεών της στην περιοχή -από τον Λίβανο και την Συρία έως το Ιράκ και την Υεμένη- αλλά και λόγω του ηγετικού ρόλου της Κίνας και της απουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών από την διπλωματία που οδήγησε σε αυτήν.
Η Ουάσινγκτον φοβάται εδώ και καιρό την αυξανόμενη κινεζική επιρροή στη Μέση Ανατολή, καθώς φαντάζεται ότι μια στρατιωτική απόσυρση των ΗΠΑ θα δημιουργούσε γεωπολιτικά κενά που θα κάλυπτε η Κίνα. Αλλά το σχετικό κενό δεν ήταν στρατιωτικό, που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων˙ ήταν το διπλωματικό κενό που άφησε μια εξωτερική πολιτική ηγείτο με τον στρατό και έκανε την διπλωματία πολύ συχνά μεταγενέστερη σκέψη.
Η συμφωνία αποτελεί νίκη για το Πεκίνο. Με την διαμεσολάβηση για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ δύο εχθρών και μεγάλων περιφερειακών παραγωγών πετρελαίου, βοήθησε τόσο στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού που χρειάζεται όσο και στην ενίσχυση των διαπιστευτηρίων του ως αξιόπιστου διαμεσολαβητή σε μια περιοχή που επιβαρύνεται από συγκρούσεις, κάτι που η Ουάσινγκτον δεν θα μπορούσε να κάνει. Η κινεζική επιτυχία κατέστη δυνατή σε μεγάλο βαθμό λόγω των στρατηγικών λαθών των ΗΠΑ: μια αυτοκαταστροφική πολιτική που συνδύαζε την πίεση στο Ιράν με τις ικεσίες προς την Σαουδική Αραβία βοήθησε την Κίνα να αναδειχθεί ως μια από τις λίγες μεγάλες δυνάμεις με επιρροή και εμπιστοσύνη και στα δύο αυτά κράτη.
Ωστόσο, η Ουάσινγκτον αξίζει κάποια εύσημα για την συμφωνία αν και όχι το είδος των ευσήμων που θα ήθελε να διεκδικήσει. Κατά τρόπο ακούσιο, η συγκρουσιακή προσέγγισή της στην περιοχή ώθησε την Σαουδική Αραβία να μετατοπιστεί από την σύγκρουση προς την διπλωματία με το Ιράν και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την κινεζική διαμεσολάβηση. Όσο οι εταίροι των ΗΠΑ, όπως η Σαουδική Αραβία, πίστευαν ότι είχαν λευκή επιταγή από την Ουάσινγκτον, είχαν μικρό ενδιαφέρον για την περιφερειακή διπλωματία. Μόλις το Ριάντ πίστεψε ότι η λευκή επιταγή είχε αποσυρθεί, η διπλωματία έγινε η καλύτερη επιλογή τους.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Μετά από τέσσερις ημέρες διαπραγματεύσεων στο Πεκίνο την περασμένη εβδομάδα, μια κοινή τριμερής δήλωση ανακοίνωσε μια συμφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν για την επαναλειτουργία των πρεσβειών και την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων εντός δύο μηνών. Οι δύο χώρες επιβεβαίωσαν τον σεβασμό της [εδαφικής] κυριαρχίας και την μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις η μια της άλλης και αναβίωσαν παλιές συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας και εμπορικές συμφωνίες. Η συμφωνία περιελάμβανε μια μελλοντική συνάντηση μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν για την εφαρμογή της συμφωνίας και την συζήτηση τρόπων ενίσχυσης των διμερών σχέσεων.
Οι αλλαγές στην προσέγγιση της Σαουδικής Αραβίας έναντι του Ιράν μπορούν να αποδοθούν σε δύο γεγονότα. Πρώτον, η Σαουδική Αραβία αντιμετώπισε μια στιγμή αποκάλυψης τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν μια επίθεση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους που πραγματοποίησαν οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν αντάρτες Χούτι στην Υεμένη προκάλεσε ζημιές στις σαουδαραβικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στο Abqaiq και στο Khurais. Η επίθεση ήταν μια προφανής προσπάθεια να επιφέρει κόστος στο Σαουδαραβικό βασίλειο για την υποστήριξη των κυρώσεων «μέγιστης πίεσης» της Ουάσινγκτον κατά του Ιράν. Οι Σαουδάραβες ανέμεναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χτυπούσαν το Ιράν σε αντίποινα, δεδομένης της μακροχρόνιας πολιτικής των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν στρατιωτική βία για την υπεράσπιση των πετρελαϊκών πόρων της Μέσης Ανατολής, που χρονολογείται από την προεδρία του Τζίμι Κάρτερ. Αλλά ο πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο για λογαριασμό της Σαουδικής Αραβίας. Το δόγμα Κάρτερ δεν υπήρχε πια: η προσέγγιση του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» σήμαινε ότι όλες οι προηγούμενες δεσμεύσεις και συνεννοήσεις των ΗΠΑ βρίσκονταν σε επισφαλή εδάφη.
Οι ιρανικές επιθέσεις σε κρίσιμες πετρελαϊκές υποδομές και η επακόλουθη αδράνεια των ΗΠΑ αποτέλεσαν μια στιγμή καμπής για τους Σαουδάραβες, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να εξαρτώνται από την Ουάσινγκτον, ακόμη και με μια φιλική προς την Σαουδική Αραβία και αντι-ιρανική κυβέρνηση στην εξουσία. Σύμφωνα με Σαουδάραβες πληροφοριοδότες, οι ηγέτες του βασιλείου αισθάνθηκαν προσωπικά «προδομένοι». Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, όταν οι Σαουδάραβες πίστευαν ότι είχαν τον Τραμπ και τις Ηνωμένες Πολιτείες εξ ολοκλήρου στην πλευρά τους, ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε δηλώσει στην εθνική τηλεόραση της Σαουδικής Αραβίας ότι ήταν «αδύνατο να μιλήσουμε» με το Ιράν και ότι ο ίδιος θα έφερνε τη μάχη εναντίον της Τεχεράνης «μέσα στο Ιράν, όχι στην Σαουδική Αραβία». Αλλά αφού συνειδητοποίησε ότι η Σαουδική Αραβία δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί πίσω από την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, η άμεση διπλωματία με το Ιράν έγινε ξαφνικά πολύ πιο ελκυστική, όπως αποδεικνύεται από την θετική υποδοχή από το Ριάντ των προσπαθειών της ιρακινής κυβέρνησης να μεσολαβήσει μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Οι προσπάθειες του Ιράκ για την εκτόνωση των εντάσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν ξεκίνησαν το 2020, μετά τις επιθέσεις στο Abqaiq. Στην αρχή, οι Ιρακινοί μετέφεραν μηνύματα μεταξύ των δύο πλευρών. Μέχρι τον Απρίλιο του 2021, η ιρακινή διευκόλυνση είχε μετατραπεί σε διαμεσολάβηση, αποδίδοντας τελικά έξι προσωπικές συναντήσεις στο Ιράκ και το Ομάν μεταξύ Ιρανών και Σαουδαράβων αξιωματούχων.
Η αμερικανική απόσυρση από το Αφγανιστάν ενίσχυσε το μήνυμα που έστειλε η αμερικανική αδράνεια το 2019, επιβεβαιώνοντας στους περισσότερους παράγοντες της Μέσης Ανατολής ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όντως αποχωρούν από την περιοχή. Ακόμη και αν διατηρούσαν στρατεύματα και διάσπαρτες βάσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χάσει την θέλησή τους να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή ή για τη Μέση Ανατολή. Όταν ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, περιόδευσε στην περιοχή μετά την απόσυρση από το Αφγανιστάν, οι ηγέτες εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την ασταθή πολιτική των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Mohammed Bin Zayed, αμφισβητώντας την δέσμευση της Ουάσινγκτον για την ασφάλεια των εταίρων της, ζήτησε ένα επίσημο σύμφωνο ασφαλείας εγκεκριμένο από το Κογκρέσο.
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ
Ενώ η απομάκρυνση του Τραμπ από τη Μέση Ανατολή ώθησε την Σαουδική Αραβία προς την διπλωματία, η επακόλουθη προσέγγιση του Μπάιντεν «επιστροφή στα βασικά» βοήθησε επίσης να ανοίξει ο δρόμος για την ανάδειξη της Κίνας ως νέου ειρηνοποιού. Ακόμα και όταν προσπάθησε να μετατοπίσει το επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε άλλες προκλήσεις και δεσμεύτηκε να καταστήσει την Σαουδική Αραβία «παρία» για την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επίσης ως στόχο να διαβεβαιώσει τους περιφερειακούς εταίρους ότι παρέμενε προσηλωμένη στην ασφάλεια της Μέσης Ανατολής. Ένα προηγούμενο σχέδιο του Μπάιντεν για σημαντική μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή αναβλήθηκε. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό είχε ως κίνητρο την παγκόσμια θεώρηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, η οποία ενίσχυσε την ανάγκη να στηριχθούν οι εταιρικές σχέσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κινεζική επιρροή. «Επιτρέψτε μου να πω ξεκάθαρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν ένας ενεργός, δεσμευμένος εταίρος στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο Μπάιντεν σε ομιλία του κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Σαουδική Αραβία πέρυσι, προσθέτοντας: «Δεν θα απομακρυνθούμε και δεν θα αφήσουμε ένα κενό που θα καλυφθεί από την Κίνα, την Ρωσία, ή το Ιράν». Όπως το έθεσε ο υφυπουργός Άμυνας, Colin Kahl, σε ομιλία του στο φόρουμ του Διαλόγου της Μανάμα στο Μπαχρέιν τον περασμένο Νοέμβριο, ο αγώνας ΗΠΑ-Κίνας «δεν είναι ένας ανταγωνισμός χωρών, είναι ένας ανταγωνισμός συμμαχιών».
Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτον πίστευε ότι έπρεπε να κρατήσει τους εταίρους της κοντά της, ώστε να μην «αποστατήσουν» στην Κίνα ή να συνταχθούν με την Ρωσία στην εισβολή της στην Ουκρανία. Με την Σαουδική Αραβία, ο Μπάιντεν πέρασε από την υπόσχεσή του για «παρία» και τις προσπάθειές του να τερματίσει αμέσως τον πόλεμο στην Υεμένη, στην επίσκεψη στο βασίλειο και την πίεση να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου. Αλλά στον απόηχο των άκυρων δεσμεύσεων του Τραμπ για την ασφάλεια και των εγκαταλειφθεισών υποσχέσεων του Μπάιντεν για λογοδοσία, η Σαουδική Αραβία και άλλοι Αμερικανοί εταίροι δεν συμμορφώθηκαν πλήρως. Η Σαουδική Αραβία τάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας στον πόλεμό της στην Ουκρανία, όταν ηγήθηκε της μείωσης της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια, αρνήθηκε να συμμετάσχει στις Δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, και καλωσόρισε τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, για μια ιστορική Κινεζο-Αραβική Σύνοδο Κορυφής στο Ριάντ. Το να δοθούν στον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο περισσότερα και να επιβραβευθεί η κακή του συμπεριφορά δεν τον έκανε πιο διαλλακτικό˙ γύρισε σαν μπούμερανγκ. (Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί εντελώς έκπληξη: έρευνα των πολιτικών επιστημόνων Patricia Sullivan, Brock Tessman, και Xiaojun Li δείχνει ότι «τα αυξανόμενα επίπεδα στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ μειώνουν σημαντικά την συνεργατική συμπεριφορά στην εξωτερική πολιτική με τις Ηνωμένες Πολιτείες»). Η Ουάσινγκτον έμεινε σε χειρότερη θέση και από τις δυο πλευρές, χωρίς να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ίδιοι οι εταίροι της, αλλά πολύ κοντά σε αυτούς για να διατηρήσει οποιοδήποτε πρόσχημα αμεροληψίας, αφήνοντας ένα κενό που η Κίνα έχει αρχίσει τώρα να γεμίζει.
Το Πεκίνο έχει εργαστεί για την ενίσχυση των σχέσεών του με όλες τις περιφερειακές δυνάμεις χωρίς να παίρνει θέση ή να εμπλέκεται στις συγκρούσεις τους. Έχει καταφέρει να διατηρήσει καλές σχέσεις με το Ιράν, το Ισραήλ, και την Σαουδική Αραβία, παραμένοντας παράλληλα πλήρως ουδέτερο στις μεταξύ τους διαμάχες. Η Κίνα δεν έχει αμυντικά σύμφωνα με καμία δύναμη της Μέσης Ανατολής και δεν διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στην περιοχή, βασιζόμενη στην οικονομική παρά στην στρατιωτική επιρροή. Αυτή η προσέγγιση της επέτρεψε να αναδειχθεί ως παίκτης που μπορεί να επιλύσει τις διαφορές.
ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΗΣ ΦΙΛΟΝΙΚΙΑΣ
Η αντίδραση της Ουάσινγκτον στην συμφωνία ήταν, αφενός, να χαιρετίσει την προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν (επαινώντας «κάθε προσπάθεια που θα βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη και στην αποκλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής») και, αφετέρου, να υποβαθμίσει την σημασία της κινεζικής διαμεσολάβησης. «Αυτό που βοήθησε να έρθει το Ιράν στο τραπέζι ήταν η πίεση που δέχεται, εσωτερικά και εξωτερικά -όχι απλώς μια πρόσκληση από τους Κινέζους να μιλήσουν», τόνισε ο Τζον Κίρμπι, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας [των ΗΠΑ]. Ωστόσο, οι συνομιλίες μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν για την εξομάλυνση της κατάστασης συνεχίζονται εδώ και αρκετά χρόνια, πολύ πριν ξεσπάσουν οι διαδηλώσεις στο Ιράν πέρυσι ή οι πρόσθετες κυρώσεις που επέβαλε ο Μπάιντεν στο Ιράν από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Στο τέλος της ημέρας, μια πιο σταθερή Μέση Ανατολή, όπου οι Ιρανοί και οι Σαουδάραβες δεν τσακώνονται μεταξύ τους, ωφελεί και τις Ηνωμένες Πολιτείες: αν μη τι άλλο, η αστάθεια θέτει σε κίνδυνο την ροή του πετρελαίου από την περιοχή και προσθέτει ένα μεγάλο ασφάλιστρο κινδύνου στις τιμές του φυσικού αερίου. Αλλά ενώ δεν ανησυχεί ακριβώς για τον ρόλο της Κίνας, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να τον εκλάβει ως προειδοποίηση -και ως μάθημα. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να εμπλέκονται στις συγκρούσεις των περιφερειακών εταίρων τους, καθιστώντας τον εαυτό τους μέρος του προβλήματος παρά της λύσης, τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών τους θα περιορίζονται όλο και περισσότερο, παραχωρώντας τον ρόλο του ειρηνοποιού στην Κίνα. Αντιθέτως, τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αν η Ουάσινγκτον σταματούσε να παίρνει θέση σε περιφερειακές διαμάχες, επανερχόταν σε συζητήσεις με όλους τους βασικούς περιφερειακούς παράγοντες, και βοηθούσε στην ανάπτυξη μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, στην οποία μια μειωμένη αμερικανική στρατιωτική παρουσία θα ενθάρρυνε τις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής να μοιραστούν την ευθύνη της δικής τους ασφάλειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να αφήσουν τα κράτη της Μέσης Ανατολής με την αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας παγιωμένος πολεμοχαρής, ενώ η Κίνα είναι ένας ευέλικτος ειρηνοποιός. Ευτυχώς, είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια της Ουάσινγκτον να αποτρέψει ένα τέτοιο σενάριο.