Οι Αμερικανοί πρέπει να γνωριστούν ξανά μεταξύ τους
Αυτό το φθινόπωρο, οι Αμερικανοί επέλεξαν τον Τζο Μπάιντεν ως νέο πρόεδρό τους και πολλοί άνθρωποι ανέπνευσαν με ανακούφιση. Αλλά αυτό μπορεί να είναι πρόωρο.
Οι Αμερικανοί έχουν έναν νέο πρόεδρο αλλά όχι μια νέα χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν έντονα διχασμένες: περισσότερα από 74 εκατομμύρια άνθρωποι -47% του εκλογικού σώματος [1]- ψήφισαν υπέρ της επανεκλογής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ο Τραμπ δεν είχε παραδεχθεί [την ήττα του], ισχυριζόμενος ότι οι εκλογές ήταν νοθευμένες ή δόλιες. Παρόλο που τα δικαστήρια έχουν διαπιστώσει ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι άνευ αξίας, περισσότερο από το ένα τρίτο όλων των ψηφοφόρων και το 70% έως 80% εκείνων που ψήφισαν τον Τραμπ συμφωνούν με το αφήγημα του προέδρου. Η άρνησή του να αποδεχθεί τη νομιμότητα των εκλογών θα υπονομεύσει τον Μπάιντεν καθώς επιδιώκει να εδραιώσει την υποστήριξη που απαιτείται για να κυβερνήσει με επιτυχία.
Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο διχασμένες; Έως ότου οι Αμερικανοί και οι ηγέτες τους απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, η φιλελεύθερη δημοκρατία θα παραμείνει υπό απειλή και η χώρα θα δει την ήπια ισχύ της να μειώνεται -ακόμη και καθώς αυξάνονται οι διεθνείς απειλές και οι αυταρχικές ή λαϊκιστικές κυβερνήσεις αλλού.
Η αποτυχία της βάσης του Τραμπ να αποδεχθεί την ήττα του είναι η τελευταία εκδήλωση μιας νέας ταυτοτικής πολιτικής που καθοδηγείται τόσο από την κουλτούρα όσο και από τα οικονομικά. Τα δύο πολιτικά κόμματα των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίζονται σε διακριτές ομάδες ανάλογα με το ποιοι είναι και όχι με βάση τις πολιτικές προτιμήσεις τους. Οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν να είναι θρησκευόμενοι, αγρότες, ιθαγενείς, ηλικιωμένοι, άνδρες, και λιγότερο μορφωμένοι. Είναι συντριπτικά λευκοί και ανήκουν στην εργατική τάξη. Οι Δημοκρατικοί είναι ακριβώς το αντίθετο. Η βάση των Ρεπουμπλικανών μπορεί να συρρικνώνεται καθώς ο πληθυσμός γερνά και οι έγχρωμοι άνθρωποι σταδιακά γίνονται η πλειοψηφία, αλλά οι πολιτικοί θεσμοί των ΗΠΑ, από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων έως την Γερουσία, ευνοούν την αγροτική και μικρών πολιτειών βάση των Ρεπουμπλικανών.
Επειδή ο κομματικός καταμερισμός δεν αφορά πλέον κυρίως τις πολιτικές απόψεις, αλλά τις βαθύτερες αξίες ή την ταυτότητα κάποιου, το «άλλο κόμμα» δεν είναι πλέον μόνο η αντιπολίτευση αλλά ο εχθρός˙ και η πολιτική δεν αφορά πλέον την εξεύρεση συμβιβασμών που μπορούν να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα αλλά τη νίκη ενός πολέμου για την πλευρά του καθενός.
ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Πολλοί Αμερικανοί ψηφοφόροι σήμερα κινητοποιούνται λιγότερο από τα οικονομικά συμφέροντα και τις πολιτικές προτιμήσεις παρά από πολιτιστικές αξίες [2] που εκφράζουν τον χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία θέλουν να ζήσουν και των ανθρώπων που πιστεύουν [οι ίδιοι] ότι είναι. Ζητήματα όπως ο ρατσισμός, η άμβλωση, το έγκλημα, και ο χειρισμός της πανδημίας COVID-19 ήταν ιδιαίτερα εξέχοντα κατά την διάρκεια αυτών των εκλογών, σύμφωνα με τις αρχικές δημοσκοπήσεις, και τα ρήγματα των ψήφων [ανάλογα] με το εισόδημα ήταν μικρότερα από εκείνα των πολιτιστικών ζητημάτων. Επιπλέον, η πολιτική είναι τώρα κοντά σε μια θρησκεία -ή είναι συνυφασμένη με την θρησκεία. Περίπου οι μισοί Ρεπουμπλικάνοι [3] πιστεύουν ότι ο Θεός επέλεξε τον Τραμπ για να σώσει την χώρα από τον φιλελευθερισμό. Αυτή η νέα μορφή φυλετισμού είναι συχνά παράλογη και καθοδηγείται από το συναίσθημα. Όπως το θέτει ο δημοσιογράφος Ezra Klein στο βιβλίο του, Why We’re Polarized [4], «Μια ταυτότητα, μόλις υιοθετηθεί, είναι πιο δύσκολο να αλλάξει από όσο μια γνώμη. Μια ταυτότητα που σε ενώνει με μια κοινότητα που σε ενδιαφέρει είναι δαπανηρό και επώδυνο να εγκαταλειφθεί, και το μυαλό θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγει την εγκατάλειψή της».
Πώς λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες χωρίστηκαν σε κοινότητες που αισθάνονται ότι είναι τόσο διακριτές και αμοιβαία εχθρικές; Η ιστορία δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς αναφορά στην απώλεια εμπιστοσύνης της χώρας στα βασικά μέσα ενημέρωσης και στον βασισμένο στα γεγονότα διάλογο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) και η καλωδιακή τηλεόραση έχουν δημιουργήσει έναν χείμαρρο παραπληροφόρησης και θεωριών συνωμοσίας που επιτρέπουν στους ανθρώπους να φτιάχνουν το δικό τους μίγμα πληροφοριών για να επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες απόψεις τους.
Φυσικά οι Ρεπουμπλικάνοι κλίνουν στο να παρακολουθούν το Fox News. Αλλά μήπως το Fox News προκαλεί περισσότερους ανθρώπους να ψηφίσουν Ρεπουμπλικάνους; Η απάντηση είναι ναι. Μια εντυπωσιακή μελέτη [5] από αρκετούς μελετητές διαπίστωσε ότι ακόμα και μετά την προσαρμογή για την αυτο-επιλογή του κοινού του Fox News, η «επίδραση Fox News» είναι εύκολα αρκετά μεγάλη για να βαρύνει τις εκλογές. Εάν το μαύρο χρήμα ή η αυξανόμενη συγκέντρωση στον προγραμματισμό καλωδιακών ειδήσεων ενισχύουν περαιτέρω αυτήν την επίδραση, ο έλεγχος επί των μέσων ενημέρωσης θα μπορούσε να φθάσει να καθορίζει τις εκλογές. Ήδη τα στοιχεία δείχνουν ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την αυξανόμενη πόλωση του κοινού.
Οι πολιτικές και πολιτιστικές διαιρέσεις που ταυτοχρόνως εκμεταλλεύονται και δημιουργούν τα μέσα ενημέρωσης δεν ξεκίνησαν με τον Trump, ούτε καν με το Fox News. Αντίθετα, προέκυψαν εν μέρει από τις βαθιά συνυφασμένες φυλετικές, ταξικές και μεταναστευτικές πολιτικές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τραμπ επωφελήθηκε και αργότερα επιδείνωσε τις φυλετικές δυσαρέσκειες των λευκών, εργατικών τάξεων που υπέφεραν από σοβαρή απώλεια θέσεων εργασίας και τις κακοφορμίζουσες κοινωνικές ασθένειες. Πολύ πριν από τις εκλογές του 2016, η κοινωνιολόγος Arlie Hochschild διαπίστωσε [6] ότι οι ερωτηθέντες λευκοί της εργατικής τάξης στην Λουιζιάνα μισούσαν τους μετανάστες και τις μειονότητες, για τους οποίους θεωρούσαν ότι «προσπερνούν την ουρά» για θέσεις εργασίας ή άλλα προνόμια. Το 2016, οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι (συντριπτικά λευκοί) συμφώνησαν [7] με την ακόλουθη δήλωση: «Οι άνθρωποι σαν εμένα καλούνται να κάνουν πάρα πολλές θυσίες που ωφελούν τους ανθρώπους μιας άλλης φυλής».
Αφότου δημοσίευσα ένα βιβλίο για αυτήν την ομάδα το 2018, πραγματοποίησα μια σειρά συζητήσεων [8] με την εργατική τάξη που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ελκυστικότητα του Τραμπ προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να περιφρονήσει τις ελίτ. Παρ’ όλο τον πλούτο του, ο Τραμπ δεν ήταν ποτέ εκλεπτυσμένος, και σίγουρα δεν ήταν πολιτικά ορθός. Πολλοί που τον ψήφισαν ήταν ρατσιστές και μισογύνηδες, αλλά ίσως λιγότερο λόγω της αντιπάθειάς τους για συγκεκριμένους μαύρους ή γυναίκες παρά επειδή πίστευαν ότι αυτές οι ομάδες και οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές τους ζητούσαν ειδικά προνόμια που δεν ήταν διαθέσιμα σε αυτούς. Οι κάτοικοι των οικονομικά παρακμαζουσών περιοχών ήθελαν θέσεις εργασίας, όχι ελεημοσύνες. Νόμιζαν ότι η κυβέρνηση ήταν διεφθαρμένη ή γελοία. Ακόμη και οι γυναίκες ευνόησαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και θρήνησαν για την απώλεια εκείνων των θέσεων εργασίας που παρείχαν στους άνδρες αξιοπρέπεια και επαρκές εισόδημα για την στήριξη μιας οικογένειας.
Κάθε επεισόδιο εχθρότητας, είτε στην κουλτούρα της δεξιάς είτε στης αριστεράς, δημιουργεί μια αντίδραση από την άλλη πλευρά. Και έτσι ο Τραμπ και οι όμοιοί του έγιναν καταλύτες μιας αντίδραση στα αριστερά -μια αντίδραση που αύξησε απότομα το ποσοστό των Αμερικανών που πιστεύουν ότι η διάκριση λόγω φυλής ή φύλου είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Τα κινήματα Black Lives Matter και #MeToo είναι μόνο δύο εκδηλώσεις αυτής της αντίδρασης. Η μεταβολή είναι δύσκολο να εξηγηθεί με βάση μια αλλαγή στις αντικειμενικές συνθήκες των ανθρώπων: πρώην περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι μαύροι, οι γυναίκες και η κοινότητα LGBTQ, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Ο εθνικός διάλογος, ωστόσο, έχει γίνει πιο θυμωμένος και πιο δυσανεκτικός. Αυτή η δυναμική της κλιμάκωσης και ανακλιμάκωσης μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η κλίση προς τον εθνικισμό και τον τοπικισμό -όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συμβαίνει, αλλά και σε άλλες προηγμένες χώρες- είναι ριζωμένη γεωγραφικά στις μικρές πόλεις και στις αγροτικές περιοχές που πλήττονται περισσότερο από την αποβιομηχάνιση. Η απώλεια θέσεων εργασίας, οι στάσιμοι μισθοί, και οι επακόλουθες παρενέργειες στον κοινωνικό ιστό διαδραμάτισαν σαφώς έναν ρόλο. Τούτου λεχθέντος, οι καθαρά οικονομικές αναλύσεις αποτυγχάνουν να καταγράψουν ολόκληρη την ιστορία. Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει με καθαρά οικονομικούς όρους την πολιτικοποίηση της χρήσης μάσκας, την αυξανόμενη ανησυχία ότι ένα παιδί μπορεί να παντρευτεί κάποιον από το αντίπαλο κόμμα, χαίνοντα κομματικά κενά στις στάσεις σχετικά με την φυλή, ή την ισχυρή υποστήριξη του Τραμπ από την ευαγγελική κοινότητα. Όπως το έθεσαν οι πολιτικοί επιστήμονες John Sides, Michael Tesler και Lynn Vavreck [9], «Αυτοί οι αυξανόμενοι διαχωρισμοί μεταξύ του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος απειλούν να κάνουν την πολιτική σύγκρουση λιγότερο για το τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση και περισσότερο για το τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός … Αυτή είναι η αμερικανική κρίση ταυτότητας, και χειροτερεύει ».
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΗ ΑΙΤΙΑ
Οι διαιρέσεις των ΗΠΑ θα είναι δύσκολο να διορθωθούν. Στο βιβλίο μου The Forgotten Americans [10], πρότεινα μια ολοκληρωμένη ατζέντα για την αντιμετώπιση του οικονομικού χάσματος. [Το βιβλίο] επικεντρώθηκε στην αξιοπρέπεια της εργασίας και ζήτησε μεγαλύτερες επενδύσεις στην οικοδόμηση δεξιοτήτων, στην δημιουργία θέσεων εργασίας, και στην αύξηση των μισθών και των παροχών. Πρότεινα να προσφερθούν στον ιδιωτικό τομέα φορολογικά κίνητρα για να εκπαιδεύσει και να μοιραστεί τα κέρδη του με τους εργαζομένους. Πιστεύω τώρα ότι, επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να χρειαστεί να υιοθετήσουν μια πιο ρητή βιομηχανική πολιτική παράλληλα με στρατηγικές που βασίζονται σε τοπικό επίπεδο για την αναζωογόνηση μικρών πόλεων και αγροτικών κοινοτήτων. Πιστεύω επίσης ότι τα πολιτιστικά θεμέλια των αμερικανικών διαιρέσεων είναι πιο σημαντικά από όσο καταλάβαινα νωρίτερα. Για να τα αντιμετωπίσει, η χώρα θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από μια οικονομική ατζέντα: θα χρειαστεί νέες προσπάθειες για να αποκαταστήσει τον σεβασμό των γεγονότων [στμ: facts] και να καλλιεργήσει την εκτίμηση του ενός με τον άλλον σε πολιτικές και κοινωνικές φυλές.
Η δημιουργία ισχυρότερου σεβασμού για τα γεγονότα θα απαιτήσει περισσότερη εκπαίδευση στον αλφαβητισμό των μέσων ενημέρωσης, ίσως ισχυρή χρηματοδότηση ενός δημόσιου συστήματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, και την ρύθμιση των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης ως μια κοινή ωφέλεια, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η πανδημία έδειξε ότι τα γεγονότα δεν θα κερδίσουν την αποδοχή εάν έρχονται σε σύγκρουση με πεποιθήσεις που ενισχύουν τους δεσμούς με πολύτιμες οικογένειες και φίλους. Μηνύματα σχετικά με την χρήση μάσκας από σεβαστές Αρχές έχουν διαχυθεί στα μέσα ενημέρωσης και πολλά άτομα εξακολουθούν να μην συμμορφώνονται. Ο εμβολιασμός κατά της ιλαράς, της γρίπης ή του νέου κορωνοϊού έχει αποδειχθεί ότι είναι τόσο ασφαλής όσο και πολύ αποτελεσματικός, αλλά μεγάλα και αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν. Η διόρθωση των θεωριών συνωμοσίας με γεγονότα συχνά οδηγεί τους οπαδούς να διπλασιάζουν [τις προσπάθειές τους]. Για αυτούς τους λόγους, η αντιμετώπιση των διχασμών στην αμερικανική κοινωνία θα απαιτήσει την βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ομάδων όσο θα απαιτήσει και το σωστό ξεκαθάρισμα των πραγμάτων. Με απλά λόγια, οι διαφορετικές ομάδες Αμερικανών πρέπει να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους.
Γιατί είναι τόσο σημαντική η επικοινωνία μεταξύ ομάδων; Σε ένα διάσημο πείραμα της δεκαετίας του 1950, ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι όταν ένα σύνολο αγοριών χωρίστηκε τυχαία σε δύο ομάδες και στην συνέχεια απομονώθηκε η μια ομάδα από την άλλη, η εχθρότητα μεταξύ των δύο ομάδων κλιμακώθηκε σε επικίνδυνο επίπεδο. Αντίθετα, όταν άτομα από μια ομάδα ξόδευαν χρόνο με εκείνους που ήταν εκτός της ομάδας, η αντιπάθεια ή η δυσπιστία μειώθηκε. Όπως διαπίστωσαν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Thomas F. Pettigrew και Linda R. Tropp σε μια έρευνα-ορόσημο [11] που βασίστηκε σε 515 εμπειρικές μελέτες, η προκατάληψη και η δυσπιστία μειώνονται σημαντικά όταν οι ομάδες γνωρίζονται μεταξύ τους. Η στρατιωτική θητεία είναι το κλασικό παράδειγμα: ακόμη και στρατιώτες με λίγα κοινά μεταξύ τους αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς πίστης και φιλίας ο ένας με τον άλλο αφότου πολεμήσουν μαζί στο πεδίο της μάχης. Ομοίως, οι κοινότητες με λίγους μετανάστες είναι οι πιο ευάλωτες σε αντι-μεταναστευτικές συμπεριφορές, όπως αυτές που έδωσαν ώθηση στον Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και τσο Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσο λιγότερο ξέρει ο ένας «τον άλλο», τόσο πιο πιθανό είναι κάποιος να υποκύψει στα στερεότυπα.
Η υπηρεσία στο κράτος προσφέρει έναν πολλά υποσχόμενο τρόπο για την ενίσχυση της επαφής μεταξύ ομάδων και την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Αμερικανών. Η κοινή εργασία για κοινούς στόχους μπορεί να βοηθήσει τους Αμερικανούς να χτίσουν γέφυρες αντί για τείχη [12], περιορίζοντας έτσι τον φυλετισμό και την κοινωνική διαίρεση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει από όλους τους νέους Αμερικανούς να δώσουν ένα έτος υπηρεσίας, είτε στρατιωτικής είτε πολιτικής, στην χώρα τους. Σε αντάλλαγμα, θα πάρουν ένα μέτριο εισόδημα και δύο χρόνια δωρεάν κολέγιο ή μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Richard Reeves και εγώ αποκαλούμε αυτήν την πρόταση «υποτροφίες λόγω υπηρεσίας» [13]. Όσοι υπηρέτησαν θα θυμούνται ότι το να είσαι Αμερικανός συνεπάγεται τόσο δικαιώματα όσο και ευθύνες. Πρότεινα επίσης ένα αμερικανικό πρόγραμμα ανταλλαγών που θα ενθάρρυνε τις οικογένειες να φιλοξενήσουν ένα νεαρό άτομο από άλλη κοινότητα κατά την διάρκεια του έτους υπηρεσίας τους.
Αν και οι Αμερικανοί πρέπει να γνωρίσουν τους συμπατριώτες τους των οποίων οι πολιτικές προτιμήσεις, η φυλή, το φύλο ή άλλα χαρακτηριστικά είναι διαφορετικά από τα δικά τους, χρειάζεται επίσης ρεαλισμός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μεγάλες και ποικίλες και φυσικά οι άνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για αυτούς από τις δικές τους ομάδες ή κοινότητες. Ωστόσο, η περισσότερη παραγωγή πολιτικής συμβαίνει στην απομακρυσμένη Ουάσιγκτον, σε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει μεγάλη δυσπιστία. Το ποσοστό των ενηλίκων που λένε ότι εμπιστεύονται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει ό, τι είναι σωστό, είναι τώρα περίπου στο 17% [14]. Η εμπιστοσύνη για πάρα πολλά θεσμικά όργανα έχει εξασθενίσει -αλλά σε κανένα τόσο όσο για το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Αυτή η δυσπιστία δεν προκαλεί έκπληξη. Τα πολιτικά αδιέξοδα παρεμπόδισαν το νομοθετικό σώμα, αφήνοντας αμέτρητα προβλήματα χωρίς αντιμετώπιση -ιδιαίτερα τις ανάγκες εκείνων που ζουν στην ενδοχώρα και οι οποίοι έχουν χάσει τις δουλειές τους και το αίσθημα αξιοπρέπειας.
Ακόμη και καθώς οι Αμερικανοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνησή τους, έχουν αποξενωθεί περισσότερο από τις άμεσες κοινότητές τους [15]. Συμμετέχουν λιγότερο συχνά από ό, τι στο παρελθόν σε κοινοτικές και θρησκευτικές οργανώσεις. Οι οικογένειές τους είναι πιο αδύναμες, και δεν εμπιστεύονται άλλους ανθρώπους. Αυτές οι τάσεις, με την σειρά τους, συνδέονται με την υποστήριξη του λαϊκισμού: από τις δέκα κομητείες που η Κοινή Οικονομική Επιτροπή [16] κατέταξε ως χαμηλότερες ως προς το κοινωνικό κεφάλαιο, ή τα δίκτυα των σχέσεων που υποστηρίζουν την κοινότητα, ο Τραμπ κέρδισε τις οκτώ [17]. Όταν οι στενοί δεσμοί των ανθρώπων εξασθενίζουν και οι οικονομικές προοπτικές τους φθίνουν, αναζητούν κάτι για να καλύψουν το κενό. Όπως γράφει ο γερουσιαστής Ben Sasse, Ρεπουμπλικανός από τη Νεμπράσκα [18], «Εν τη ελλείψει ουσιαστικών δεσμών, οι άνθρωποι βρίσκουν έναν διεστραμμένο δεσμό τουλάχιστον στο να μοιράζονται έναν κοινό εχθρό».
Με τους Αμερικανούς σε απόλυτη ανάγκη για μια ισχυρότερη αίσθηση σύνδεσης και σκοπού, και με μια διχασμένη κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον για το ορατό μέλλον, ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε περισσότερη λήψη αποφάσεων στο τοπικό επίπεδο –ώστε οι Αμερικανοί να πάρουν τα πράγματα, σχεδόν κυριολεκτικά, στα χέρια τους. Ορισμένες πολιτικές, φυσικά, μπορούν να γίνουν μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο˙ η εθνική άμυνα και οι εξωτερικές υποθέσεις είναι τα κλασικά παραδείγματα, με ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να μην είναι πολύ πίσω. Αλλά πολλές άλλες κυβερνητικές ευθύνες -όπως η εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση, η στέγαση, οι μεταφορές και η ανάπτυξη της κοινότητας- μπορούν καλύτερα να αφεθούν στις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις και σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Η τοπική διακυβέρνηση θα βοηθούσε τις αμερικανικές κοινότητες να ξαναχτίσουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης που παρέχουν μια αίσθηση του ανήκειν και να ενισχύουν τα κοινωνικά πρότυπα, όπως να είναι ειλικρινείς, συνεργατικοί και σεβόμενοι στους άλλους.
Ήρθε η ώρα να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να εξαλειφθούν πολλά ομοσπονδιακά προγράμματα, ειδικά εκείνα που είναι μικρά και υπερβολικά επιτακτικά, και να τα αντικαταστήσουμε με μια σημαντική επένδυση στις ίδιες γενικές δραστηριότητες σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, προσαρμοσμένη στις τοπικές ανάγκες και προτιμήσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να τα πληρώσει μέσω του είδους της γενικής κατανομής εσόδων που υπήρχε μεταξύ του 1972 και του 1986 -ένα σύστημα που μείωσε επίσης τις τοπικά βασισμένες ανισότητες μεταφέροντας δολάρια σε φτωχότερες πολιτείες και κοινότητες. Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε ταυτόχρονα να ενισχύσει τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, με το να φιλελευθεροποιήσει την φορολογική μεταχείριση των φιλανθρωπικών παροχών.
Οι πόλεις και οι κωμοπόλεις που λειτουργούν καλύτερα, όπως βρήκαν οι συγγραφείς Deborah και James Fallows [19] όταν ταξίδεψαν στην χώρα από το 2012 έως το 2017, είναι εκείνες που φέρνουν τους ανθρώπους μαζί για να εργαστούν σε πρακτικά προβλήματα, απερίσπαστοι από την κομματική πολιτική. Αυτοί οι δήμοι έχουν ισχυρή τοπική ηγεσία και συχνά βασίζονται σε συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για να κάνουν πράγματα. Ο Alexis de Tocqueville επινόησε την φράση «συνήθειες της καρδιάς» (“habits of the heart”) [20] για να περιγράψει την συνεργασία που ανακάλυψε σε μικρές ομάδες για τις οποίες πίστευε ότι ήταν οι πηγές της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Τέτοιες συνήθειες απαιτούν από τους ανθρώπους να συνεργάζονται όπου μπορούν να βλέπουν και να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, πρόσωπο με πρόσωπο.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει ένα τεράστιο καθήκον μπροστά του, για να τηρήσει την υπόσχεσή του να είναι πρόεδρος όλων των Αμερικανών. Σοφά, ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει αποφύγει τις εκκλήσεις από την ακροαριστερά για να κλιμακώσει τον πολιτικό πόλεμο. Αντίθετα, μιλάει με συμπάθεια για τους εργάτες, τους ηλικιωμένους και πιο πολιτισμικά παραδοσιακούς ψηφοφόρους, και τις γυναίκες στα προάστια που φοβούνται την βία στους δρόμους και τις ριζικές αλλαγές. Έχει δηλώσει ότι δεν θα μειώσει την χρηματοδότηση στην αστυνομία, δεν θα εθνικοποιήσει την υγειονομική περίθαλψη ούτε θα αυξήσει τους φόρους στην μεσαία τάξη. Θέλει πολύ ξεκάθαρα να ενοποιήσει την χώρα. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι μια από τις πιο δύσκολες –και ουσιαστικές– δουλειές που ένας πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ποτέ να επιτύχει. Μπορεί να ξεκινήσει μιλώντας ειλικρινά, προσεγγίζοντας αυτούς που έχουν μείνει πίσω, ανεξάρτητα από τις πολιτικές προτιμήσεις τους, ανυψώνοντας τις τοπικές προσπάθειες και τους τοπικούς ηγέτες, και παρακινώντας όλους μας να σεβόμαστε περισσότερο εκείνους με τους οποίους διαφωνούμε. Η αποκατάσταση της ψυχής της Αμερικής δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο.
Πηγή: https://www.foreignaffairs.com/articles/how-biden-can-rebuild-divided-and-distrustful-nation