Η Ουάσινγκτον πρέπει να κάνει το Πεκίνο να κατανοήσει το κόστος μιας σύγκρουσης για την Ταϊβάν
Τον Ιανουάριο του 1996, εν μέσω μιας κρίσης η οποία προκλήθηκε από μια σειρά κινεζικών πυραυλικών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στα ύδατα της Ταϊβάν, ένας Κινέζος στρατηγός υπαινίχθηκε με βλοσυρό τρόπο μια πιθανή πυρηνική απάντηση σε οποιαδήποτε αμερικανική παρέμβαση για την υπεράσπιση του νησιού. «Ο αμερικανικός λαός», προειδοποίησε έναν Αμερικανό αξιωματούχο, «νοιάζεται περισσότερο για το Λος Άντζελες παρά για την Ταϊπέι». Τέτοιοι διαξιφισμοί, ωστόσο, συγκαλύπτουν το γεγονός ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας (People’s Liberation Army -PLA) γνώριζε ότι δεν είχε την στρατιωτική δύναμη να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να επέμβουν σε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν. Εκείνη την εποχή, το κόστος και οι κίνδυνοι οποιουδήποτε είδους πολέμου με τη μοναδική υπερδύναμη του κόσμου απέτρεπαν την Κίνα από το να σκεφτεί σοβαρά να προκαλέσει έναν τέτοιο πόλεμο.
Αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, η Κίνα εργάστηκε για να καταστήσει μια αμερικανική επέμβαση λιγότερο πιθανή μέσω μιας προσέγγισης που αποκαλεί «στρατηγική αποτροπή», η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην χρήση πυρηνικών σημάτων για να αποτρέψει έναν πιθανό αντίπαλο από το να εισέλθει στη μάχη. Οι αποτρεπτικές προσπάθειες της Κίνας εντείνονται ακόμη και καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προχωρά με τα δικά της σχέδια για την «ολοκληρωμένη αποτροπή» της κινεζικής επιθετικότητας, η οποία περιλαμβάνει την απειλή στρατιωτικών και οικονομικών κυρώσεων σε συνεργασία με έναν συνασπισμό συμμάχων για να πείσει την Κίνα για το τεράστιο κόστος του πολέμου. Αυτά τα δύο ανταγωνιστικά μοντέλα αποτροπής έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους με τρόπους που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το Στενό της Ταϊβάν και την περιοχή γενικότερα. Η Κίνα, ωθούμενη από την αντίληψή της για την παρακμή των ΗΠΑ, ενθαρρυμένη από το ταχέως αναπτυσσόμενο πυρηνικό οπλοστάσιό της, και εμπνευσμένη από την προφανή επιτυχία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να χρησιμοποιήσει πυρηνικές απειλές για να περιορίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία, θα μπορούσε να αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση και να πυροδοτήσει μια σύγκρουση πιστεύοντας ότι η Ουάσινγκτον δεν θα εμπλακεί.
Η Ουάσινγκτον πρέπει να αποφύγει αυτό το είδος κλιμακούμενου φαύλου κύκλου υπονομεύοντας την κινεζική αισιοδοξία για τις δικές της ικανότητες˙ με άλλα λόγια, αποτρέποντας την Κίνα. Αυτό απαιτεί να δοθεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο Πεκίνο ότι οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων δυνάμεων θα μπορούσε γρήγορα να γίνει ολέθρια, αντισταθμίζοντας κατά πολύ τα πιθανά οφέλη μιας ένοπλης επανένωσης με την Ταϊβάν. Αν η αποτροπή αποτύχει -αν η Κίνα γίνει πιο πεπεισμένη για την στρατιωτική της υπεροχή και υποτιμήσει την δέσμευση των ΗΠΑ στο νησί- αμφότερες οι χώρες θα μπορούσαν να καταλήξουν να εμπλακούν σε έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων οπλισμένων με πυρηνικά όπλα.
ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ
Μέχρι πρόσφατα, ο PLA θεωρούσε ότι δεν θα μπορούσε να αποκρούσει την επέμβαση των ΗΠΑ σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Οι συχνές επιδείξεις αμερικανικής ισχύος, όπως η απόφαση του Αμερικανού προέδρου, Μπιλ Κλίντον, να αναπτύξει δύο αεροπλανοφόρα στα ύδατα της Ανατολικής Ασίας κατά την διάρκεια της κρίσης στο Στενό της Ταϊβάν το 1996 ή ο τυχαίος αμερικανικός βομβαρδισμός της πρεσβείας της Κίνας στο Βελιγράδι κατά την διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο το 1999 -που θεωρήθηκε στο Πεκίνο ως μια θρασύτατη πρόκληση- ήταν σημάδια ότι η Ουάσιγκτον ήταν ακατάλυτη. Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε από τον συνδυασμό της απαράμιλλης στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, που αποδείχθηκε με ζήλο στον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91 (και από την γρήγορη εξουδετέρωση του Ιρακινού δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν, το 2003, αν και τα επακόλουθα αυτού του πολέμου αποδείχθηκαν πολύ πιο δύσκολα για τον αμερικανικό στρατό) και την πυρηνική κατωτερότητα της Κίνας. Μέχρι το 2020, η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η Κίνα διέθετε μόνο περίπου 100 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (intercontinental Ballistic Missiles -ICBM), χωρίς να διαθέτει λειτουργική αποτρεπτική δύναμη στην θάλασσα ή στον αέρα, όπως βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς που φέρουν πυρηνικά φορτία ή υποβρύχια με πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους σε επιχειρησιακή περιπολία. Το σχετικά μέτριο μέγεθος αυτής της πυρηνικής δύναμης μείωνε την πιθανότητα κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης πέρα από το συμβατικό επίπεδο, αλλά δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να κάνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να αποκλείσουν την επέμβαση σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.
Έκτοτε η Κίνα εργάζεται για να αυξήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, δημιουργώντας το οπλοστάσιο που είναι απαραίτητο για να κερδίσει ενδεχομένως μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Για να αγοράσει αρκετό χρόνο ώστε τα κινεζικά στρατεύματα να αποβιβαστούν στο νησί, ο PLA [People Liberation Army, Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός]έχει αναπτύξει όπλα γνωστά ως «ρόπαλα του δολοφόνου» (Assassin’s Maces), συμπεριλαμβανομένων βαλλιστικών πυραύλων κατά πλοίων σχεδιασμένων να επιτίθενται σε αμερικανικά αεροπλανοφόρα, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που στοχεύουν αμερικανικές βάσεις στον δυτικό Ειρηνικό, και βομβαρδιστικά ικανά να πλήξουν τις αμερικανικές δυνάμεις σε όλη την περιοχή. Η χρήση αυτών των όπλων θα μπορούσε πιθανώς να κερδίσει αρκετό χρόνο για τις δυνάμεις του PLA ώστε να αποβιβαστούν στην Ταϊβάν και να καταλάβουν το νησί πριν φτάσει ο αμερικανικός στρατός. Οι ιλιγγιώδεις προσπάθειες στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Κίνας, αν δεν έχουν καλύψει το στρατιωτικό χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την έχουν καταστήσει μια τρομερή δύναμη στην περιοχή.
Ένας συμβατικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, παραμένει μια επικίνδυνη προοπτική για την Κίνα. Καθεμία από τις στρατιωτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ έχει προσαρμοστεί στις πιθανές κινεζικές απειλές με τρόπους που θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν να διεξάγουν καταστροφικά πλήγματα εναντίον μιας υποτιθέμενης δύναμης εισβολής του PLA. Η πολεμική αεροπορία διαθέτει πλέον πιο προηγμένα και ισχυρά βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς˙ το ναυτικό διαθέτει τρομακτικά πυρηνοκίνητα επιθετικά υποβρύχια˙ το Σώμα Πεζοναυτών έχει εξασκηθεί σε επιχειρήσεις από τοποθεσίες κοντά στην Κίνα˙ και ο στρατός έχει αρχίσει να αναπτύσσει ευκίνητες πολυτομεακές ομάδες κρούσης – εξαιρετικά ευκίνητες μονάδες με υβριδικές ικανότητες, όπως τα πυραυλικά συστήματα, ο ηλεκτρονικός πόλεμος και κυβερνοπόλεμος, και η συλλογή πληροφοριών- που θα μπορούσαν να επέμβουν γρήγορα για την διεξαγωγή αεροπορικών και πυραυλικών επιχειρήσεων σε περίπτωση που ξεσπάσει σύγκρουση. Ακόμη και αν ο PLA κατάφερνε με κάποιο τρόπο να καταλάβει την Ταϊβάν με Αμερικανούς στρατιώτες στο έδαφος, και μόνο το στρατιωτικό κόστος ενός συμβατικού πολέμου εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών θα ήταν συγκλονιστικό, γεγονός που ενδεχομένως θα έφερνε την ανάπτυξη της Κίνας δεκαετίες πίσω.
ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Αλλά η Κίνα έχει τώρα λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να αποτρέψει την αμερικανική παρέμβαση. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται πολιτικά, οικονομικά, και κοινωνικά πιο ευάλωτες από όσο στο απόγειο της μονοπολικής, μεταψυχροπολεμικής ισχύος τους, όταν η Κίνα άρχιζε να διαμορφώνει την στρατηγική αποτροπής της. Ήδη από το 2008, μετά τις αδύναμες επιδόσεις των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια της παγκόσμιας ύφεσης, η εξωτερική πολιτική του Πεκίνου άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητική, παρακινούμενη από την αίσθηση ότι η Κίνα παρέμενε ισχυρή ακόμη και όταν οι άλλοι παραπαίουν. Η επίθεση της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ και η εσπευσμένη απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν το καλοκαίρι του 2021 φάνηκε να ενισχύουν τις κινεζικές θεωρίες περί αμερικανικής παρακμής.
Δεύτερον, η Κίνα επεκτείνει το στρατηγικό της οπλοστάσιο και πείθεται όλο και περισσότερο για την στρατιωτική της ισχύ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εκτιμά ότι οι εκτοξευτές ICBM της Κίνας αυξήθηκαν από 100 το 2020 σε περισσότερους από 450 το 2022, γεγονός που τοποθετεί τον PLA μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το απόθεμα πυρηνικών κεφαλών της Κίνας αναμένεται να αυξηθεί από 400 σήμερα σε 1.500 το 2035. Ορισμένα κινεζικά υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων μεταφέρουν νέους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που θα μπορούσαν να φθάσουν στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Τα εν λόγω υποβρύχια έχουν επίσης αρχίσει να πραγματοποιούν επιχειρησιακές περιπολίες στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Πολεμική Αεροπορία του PLA έχει θέσει σε υπηρεσία ένα βομβαρδιστικό διπλής ικανότητας -ένα αεροσκάφος που μπορεί να απειλήσει τα αμερικανικά εδάφη στον Ειρηνικό και τους συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία- με ένα μεγαλύτερου βεληνεκούς να αναμένεται να πάρει την θέση του αυτήν την δεκαετία. Τον Ιούλιο του 2021, ο PLA δοκίμασε ένα υπερηχητικό πυρηνικό πυραυλικό σύστημα που θα μπορούσε να μεταφέρει πυρηνικά ή μη πυρηνικά φορτία στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες, αποφεύγοντας δυνητικά τις πυραυλικές άμυνες. Η απλή ύπαρξη τέτοιων όπλων θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους Κινέζους ηγέτες να πιστεύουν ότι μπορούν να εκφοβίσουν τους Αμερικανούς ομολόγους τους.
Τρίτον, ο αντίκτυπος των πυρηνικών απειλών του Πούτιν καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία ήταν διδακτικός για τους Κινέζους ηγέτες. Παρόλο που ο PLA πιθανώς εξεπλάγη από την αποτυχία της Ρωσίας να επιτύχει τους αρχικούς της στόχους -να υπερκεράσει τις ουκρανικές δυνάμεις και να εγκαταστήσει μια κυβέρνηση μαριονέτα στο Κίεβο- το Πεκίνο παρατήρησε με ενδιαφέρον το πώς ο Πούτιν απέτρεψε την αμερικανική και ευρωπαϊκή επέμβαση μέσω της πυρηνικής σηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της προκλητικής ρητορικής, των ασκήσεων, και της αύξησης του επιπέδου συναγερμού των πυρηνικών του δυνάμεων (εμβληματικό ενός δόγματος που οι Ρώσοι, όχι τυχαία, αποκαλούν επίσης «στρατηγική αποτροπή»). Ο Dai Xunxun, μελετητής στην Ακαδημία Στρατιωτικών Επιστημών του PLA, υποστήριξε στις αρχές του 2023 ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας και τα μεγάλα συμβατικά συστήματα, όπως οι υπερηχητικοί πύραυλοι, χρησιμεύουν ως «αποτελεσματική στρατηγική αποτροπή» έναντι της άμεσης επέμβασης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Η επιτυχία της αποτροπής του Πούτιν θα μπορούσε να βοηθήσει να πείσει τους Κινέζους σχεδιαστές ότι το πυρηνικό τους οπλοστάσιο θα μπορούσε να αποτρέψει ομοίως τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μαζί, μια πιο αμυδρή άποψη για την ισχύ των ΗΠΑ, ένα μεγαλύτερο στρατηγικό οπλοστάσιο, και το παράδειγμα της αποτροπής του Πούτιν μπορεί να ενθαρρύνουν τους Κινέζους ηγέτες να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Ταϊβάν χωρίς να προκαλέσουν σοβαρή απάντηση από τον αμερικανικό στρατό. Αυτό το αφήγημα, σίγουρα, ίσως να είναι αρκετά μακριά από την πραγματικότητα -η κινεζική επίθεση εναντίον της Ταϊβάν θα μπορούσε κάλλιστα να ωθήσει μια ταχεία επέμβαση των ΗΠΑ, μια πορεία που ο Μπάιντεν έχει υποστηρίξει αρκετές φορές. Ωστόσο, κατά την άποψη του Πεκίνου, οι δικές του μέθοδοι αποτροπής θα μπορούσαν να υποσχεθούν νίκη με χαμηλότερο κόστος. Σύμφωνα με μια σειρά πολεμικών παιγνίων που διεξήγαγε το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, η Ταϊπέι πιθανότατα θα συνθηκολογήσει μέσα σε λίγες εβδομάδες αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλακούν. Δελεασμένη από την προοπτική μιας σχετικά εύκολης νίκης, η Κίνα θα μπορούσε να παρασυρθεί σε έναν πολύ ευρύτερο πόλεμο, ο οποίος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πυρηνικό.
ΑΠΟΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΕΚΙΝΟ
Ακριβώς όπως η Κίνα εστιάζει στην στρατηγική αποτροπή, η Ουάσινγκτον είναι επίσης απορροφημένη με την αποτροπή της Κίνας. Στην Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2022, το Υπουργείο Άμυνας ανέφερε την ανάγκη για ολοκληρωμένη αποτροπή -ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ταϊβάν. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η στρατηγική προσδιόρισε προτεραιότητες όπως πιο ανθεκτικά συστήματα μάχης, νέες έννοιες πολεμικής μάχης, και μεγαλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών. Η αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης των ΗΠΑ το 2022 σημείωσε ότι πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την διατήρηση της αξιοπιστίας της γερασμένης πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ μέσω της κατασκευής νέων ICBM, του σχεδιασμού ενός νέου υποβρυχίου βαλλιστικών πυραύλων, και του εκσυγχρονισμού του στόλου των βομβαρδιστικών B-52.
Η αμερικανική προσέγγιση της αποτροπής διαφέρει από την αντίστοιχη κινεζική με τρόπους που προσδίδουν στην Ουάσινγκτον αρκετά πλεονεκτήματα. Πρώτον, η αμερικανική αποτρεπτική στρατηγική δίνει έμφαση στον συντονισμό με τους συμμάχους. Ενώ η Κίνα δεν έχει συμμάχους, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονται στενά με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, και άλλους στον Ινδο-Ειρηνικό σε μια σειρά θεμάτων ασφαλείας. Ορισμένες από αυτές τις χώρες θα μπορούσαν ακόμη και να εμπλακούν άμεσα σε μια σύγκρουση στην Ταϊβάν, δημιουργώντας πρόσθετους στρατιωτικούς κινδύνους για το Πεκίνο. Και με τις πυρηνικές αναβαθμίσεις της Κίνας να ρίχνουν ένα πέπλο πάνω από την περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως να εντείνουν την εκτεταμένη αποτροπή -την ιδέα ότι οποιοδήποτε πυρηνικό χτύπημα σε έναν σύμμαχο θα αντιμετωπιστεί το ίδιο με ένα χτύπημα στην επικράτεια των ΗΠΑ.
Δεύτερον, η αμερικανική αποτρεπτική στρατηγική στοχεύει να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία της εθνικής ισχύος με συντονισμένο τρόπο. Η πολιτική στρατηγικής αποτροπής της Κίνας περιστρέφεται γύρω από τον στρατό, αλλά η αμερικανική προσέγγιση περιλαμβάνει την συμμετοχή υπηρεσιών όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν υποδείξει στο Πεκίνο ότι η επιθετικότητα κατά της Ταϊβάν θα προκαλούσε όχι μόνο στρατιωτικό κίνδυνο αλλά και κυρώσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, που υποστηρίζονται από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές βιομηχανικές δημοκρατίες. Η Κίνα θα μπορούσε να δυσκολευτεί να προστατευθεί από τέτοιες πιέσεις λόγω της ενσωμάτωσής της στα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά και εμπορικά συστήματα.
Στο πλαίσιο της δικής της αποτρεπτικής στρατηγικής, η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να προσπαθήσει να αποτρέψει την Κίνα από το να πείσει τον εαυτό της ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν εύκολα να αποτραπούν στην αρχή μιας σύγκρουσης. Οι απειλές από την Ουάσινγκτον θα μπορούσαν να προκαλέσουν πόλεμο αντί να τον αποτρέψουν, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν ακόμη να δημιουργήσουν στρατηγικές επικοινωνίες για να αποδυναμώσουν την εμπιστοσύνη των ηγετών της Κίνας στην αποτελεσματικότητα του δικού τους αποτρεπτικού μέσου και να τονίσουν τους κινδύνους της πυρηνικής στάσης. Οι ηγέτες των ΗΠΑ θα πρέπει να επικοινωνήσουν, πρώτον, ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστοι παραλληλισμοί μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερα στην τελευταία περίπτωση -σύμφωνα με έναν υψηλόβαθμο Αμερικανό αξιωματούχο, η Ταϊβάν είναι ένας «κρίσιμος κόμβος» στην ασιατική αρχιτεκτονική ασφάλειας που η Ουάσινγκτον δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει. Οι επιλογές που έχει στην διάθεσή της η Ουάσινγκτον είναι επίσης διαφορετικές, και πιθανότατα πιο περιορισμένες. Ο ανεφοδιασμός της Ουκρανίας ήταν ένας τρόπος ώστε το ΝΑΤΟ να δείξει υποστήριξη χωρίς να βάλει στρατιώτες στο έδαφος ή να δημιουργήσει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, αλλά ένας αποκλεισμός της Ταϊβάν από τον PLA θα μπορούσε να καταστήσει τον ανεφοδιασμό μια μη βιώσιμη επιλογή, περιορίζοντας τις εναλλακτικές σε άμεση εμπλοκή ή συνθηκολόγηση. Το Πεκίνο θα πρέπει να κάνει το ριψοκίνδυνο στοίχημα ότι η Ουάσινγκτον θα επιλέξει την τελευταία πορεία δράσης.
Δεύτερον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικοινωνήσουν στο Πεκίνο ότι η πυρηνική σηματοδότηση ενέχει σοβαρούς κινδύνους κλιμάκωσης που θα μπορούσαν να αφήσουν την Κίνα σε χειρότερη θέση. Για παράδειγμα, τακτικές σηματοδότησης όπως η τοποθέτηση δυνάμεων σε κατάσταση «εκτόξευσης με προειδοποίηση», κατά την οποία η Κίνα θα μπορούσε να εκτοξεύσει πυραύλους με πυρηνικό εξοπλισμό υπό την εσφαλμένη υπόθεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγουν πυρηνικό πρώτο πλήγμα, θα αύξαναν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής ανταλλαγής που θα μπορούσε να αποφευχθεί στο ξεκίνημα μιας σύγκρουσης. Μη πυρηνικές επιθέσεις στην επικράτεια των ΗΠΑ, όπως κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κρίσιμων υποδομών, θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε μια σύγκρουση που θα ξέφευγε από τον έλεγχο. Στις συζητήσεις τους με τους Κινέζους συνομιλητές τους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι η χρήση τέτοιων εργαλείων όχι μόνο δεν θα αποτύγχανε να φοβίσει τους Αμερικανούς ιθύνοντες, αλλά θα οδηγούσε μόνο σε περαιτέρω κλιμάκωση -με δυνητικά ολέθρια αποτελέσματα. Φυσικά, η διαβεβαίωση πρέπει επίσης να αποτελεί μέρος της εξίσωσης: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα στοχεύσουν την κινεζική ενδοχώρα με παρόμοια όπλα, εάν το Πεκίνο απέχει από την χρήση τους εναντίον της αμερικανικής επικράτειας.
Με τον Κινέζο ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, να ξεκινάει μια τρίτη θητεία στην εξουσία, και με την Κίνα να γίνεται όλο και πιο επιθετική στις αλληλεπιδράσεις της με την Ταϊβάν, η Ουάσιγκτον πρέπει να δράσει για να διασφαλίσει ότι το Πεκίνο δεν θα αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση πιστεύοντας ότι μπορεί να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από μια εισβολή. Η Κίνα πρέπει να κατανοήσει τους πραγματικούς κινδύνους μιας σύγκρουσης για το νησί˙ αν απορρίψει αυτούς τους κινδύνους από υπεροψία, θα μπορούσε να προσκαλέσει την καταστροφή.