Η χώρα θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει τα εγκλήματά της στην Ουκρανία
Ο πόλεμος του Βλαντιμίρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας έχει γίνει το καθοριστικό γεγονός των ετών της εξουσίας του. Ακόμη και αν κυβερνήσει για ακόμα 25 χρόνια, ο πρόεδρος της Ρωσίας θα θεωρείται για πάντα εγκληματίας πολέμου. Αλλά οι συνέπειες του πολέμου είναι ακόμη πιο εκτεταμένες: υπόσχεται να αφήσει ένα στίγμα στην ρωσική κοινωνία και πολιτική που θα παραμείνει ακόμη και μετά την αποχώρηση του Πούτιν.
Οι αλλαγές που επέφερε ο Πούτιν κατά την διάρκεια των δεκαετιών που βρίσκεται στην εξουσία έχουν εξασφαλίσει ότι η Ρωσία δεν θα βγει ξαφνικά από την ηγεμονία του ως μια αλλαγμένη χώρα. Συνεργάστηκε με την ελίτ της χώρας, ακόμη και με την υποτιθέμενη φιλελεύθερη πτέρυγά της, εμπλέκοντάς την στα εγκλήματα της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έχει κερδίσει την υποστήριξη του κοινού για τον πόλεμο, εκμεταλλευόμενος τόσο την αδιαφορία της κοινωνίας όσο και τη νοσταλγία της για την αυτοκρατορική ιστορία της Ρωσίας. Και έχει δηλητηριάσει την σχέση της Ρωσίας με την Δύση με τρόπο που οποιοσδήποτε διάδοχός του θα δυσκολευτεί να αντιστρέψει.
Κάνοντας την ρωσική κοινωνία συνυπεύθυνη για τον πόλεμο, ο Πούτιν έχει προλάβει την πιθανότητα μιας δραματικής ρήξης με την κυριαρχία του -ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την πολιτική σκηνή. Και δημιούργησε ένα ενοχλητικό πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, το οποίο δεν είναι λιγότερο δύσκολο από το ζήτημα της αντιμετώπισης της Κίνας.
Η ΕΛΙΤ
Όταν σκεφτόμαστε την Ρωσία, είναι δύσκολο να κοιτάξει κάποιος πέρα από τον Πούτιν. Η ευθύνη βαραίνει άμεσα τους ώμους του τόσο για τον κτηνώδη πόλεμο κατά της Ουκρανίας όσο και για την τρομοκρατία στο εσωτερικό της χώρας, που η Ρωσία έχει να δει από την εποχή του Ιωσήφ Στάλιν. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, όταν αναφώνησε «Για όνομα του Θεού, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», κατά την διάρκεια επίσκεψης στην Πολωνία λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας;
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Πούτιν. Η διακυβέρνησή του έχει διαμορφώσει την ελίτ της χώρας και το κοινό της με τρόπους που είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν την πορεία της Ρωσίας ακόμη και μετά το τέλος της διακυβέρνησής του.
Πολλοί από την ελίτ που περιβάλλουν και υποστηρίζουν τον Πούτιν ανήκουν στην ομάδα των λεγόμενων syslibs, όπως είναι γνωστοί στην Ρωσία, που σημαίνει «φιλελεύθεροι του συστήματος» [στμ: σύντμηση του system liberals]. Πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν να εργάζονται για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά την διάρκεια της φιλελεύθερης φάσης της χώρας την δεκαετία του 1990. Πρόκειται για ικανά στελέχη που έχουν επιλεγεί από το Κρεμλίνο˙ κατανοούν την φύση του συστήματος του Πούτιν αλλά δεν το αμφισβητούν. Αντιθέτως, εφαρμόζουν τις εντυπωσιακές επαγγελματικές τους ικανότητες για να καθοδηγήσουν την ρωσική οικονομία, καθιστώντας δυνατή την επιβίωση του καθεστώτος και την συνέχιση της καταστρεπτικής του πορείας.
Η διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα, για παράδειγμα, διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην καθοδήγηση της Ρωσίας μέσω της οικονομικής αναταραχής του 2014. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε, η Δύση επέβαλε κυρώσεις στην Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας [1], και το ρούβλι έχασε περισσότερο από το ήμισυ της αξίας του έναντι του δολαρίου. Το 2018, προσκλήθηκε στην Ουάσινγκτον για να δώσει μια σημαντική ομιλία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπου την παρουσίασε η τότε γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, και μοιράστηκε απόψεις σχετικά με την τιθάσευση του πληθωρισμού. Τώρα, επιτρέπει τον πόλεμο του Πούτιν με το να προσπαθεί να απομονώσει την Ρωσία από τις επιπτώσεις των Δυτικών κυρώσεων. Στο μέλλον, πιθανότατα θα την παρομοιάσουν με τον Άλμπερτ Σπέερ, τον αγαπημένο αρχιτέκτονα του Χίτλερ, ο οποίος βοήθησε να συνεχίσει να δουλεύει η ναζιστική πολεμική μηχανή.
Μερικές από αυτές τις προσωπικότητες, όπως ο «τσάρος των ιδιωτικοποιήσεων» της δεκαετίας του 1990, Anatoly Chubais, κατάφεραν να φύγουν στο εξωτερικό. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία παραμένει στην θέση εργασίας της. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών και αναπληρωτής πρωθυπουργός, Alexei Kudrin, που τιμήθηκε από το περιοδικό Euromoney ως «υπουργός Οικονομικών της χρονιάς» στην σύνοδο ΔΝΤ-Παγκόσμιας Τράπεζας το 2010, παραιτήθηκε από υψηλόβαθμο κυβερνητικό πόστο μόλις στα τέλη του περασμένου έτους. Αλλά αυτή δεν ήταν παραίτηση διαμαρτυρίας: στην συνέχεια ο Kudrin ανέλαβε την αναδιάρθρωση του ρωσικού τεχνολογικού γίγαντα Yandex, με τις ευλογίες του Πούτιν, αφού επλήγη από τις Δυτικές κυρώσεις.
Άλλες προσωπικότητες ξεπέρασαν τα οικονομικά ζητήματα και έγιναν πρόθυμοι εκτελεστές του αυτοκρατορικού οράματος του Πούτιν. Η ιστορία του Sergey Kiriyenko, αναπληρωτή προσωπάρχη του Πούτιν, είναι ιδιαίτερα διδακτική: ο Kiriyenko υπηρέτησε για λίγο ως πρωθυπουργός της Ρωσίας το 1998 και ήταν κάποτε στενός συνεργάτης του ηγέτη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης, Boris Nemtsov, ο οποίος σκοτώθηκε σε απόσταση αναπνοής από το Κρεμλίνο το 2015. Αλλά από το 2000, συμμάχησε με τον Πούτιν και τώρα είναι ένας από τους αξιωματούχους με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Κρεμλίνο. Κατέχει ένα φαινομενικά διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης μεγάλου μέρους της προπαγάνδας και των μηνυμάτων του Κρεμλίνου, και συμβάλλει στην καθοδήγηση της μαζικής πλύσης εγκεφάλου του ρωσικού λαού ώστε να υποστηρίξει τον πόλεμο στην Ουκρανία, και την συνεχιζόμενη καταστολή του ελάχιστου που έχει απομείνει από την φιλελεύθερη κοινωνία των πολιτών. Ο επονομαζόμενος «αντιβασιλέας» των κατεχόμενων τμημάτων της Ουκρανίας, ταξιδεύει εκεί εκ μέρους του Πούτιν για να επιβλέπει την ενσωμάτωσή τους στην Ρωσία.
Ορισμένα μέλη της ελίτ του Πούτιν παραμένουν στις θέσεις τους επειδή φοβούνται ότι θα συλληφθούν και θα χαρακτηριστούν προδότες ή επειδή ισχυρίζονται ότι στέκονται εμπόδιο σε ακόμη πιο καταστρεπτικές πολιτικές. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν τους εαυτούς τους ως θύματα των Δυτικών κυρώσεων που τους στοχοποιούν άδικα. Ίσως ακόμη και να απεχθάνονται τον Πούτιν -αλλά όποια και αν είναι η προσωπική τους αιτιολόγηση, τον υπηρετούν.
Γιατί αυτή η ρωσική ελίτ προσκολλάται όλο και πιο σφιχτά στον Πούτιν, ακόμη και αν λίγοι πιστεύουν στον σκοπό του; Αυτοί οι πολυταξιδεμένοι, υψηλά μορφωμένοι επαγγελματίες πιθανότατα συνειδητοποιούν ότι έχουν προσδέσει την τύχη τους σε ένα πλοίο που βυθίζεται, αλλά δεν μπορούν να πηδήξουν. Η κλίμακα των εγκλημάτων του Πούτιν έχει ξεπεράσει οτιδήποτε θα μπορούσαν να φανταστούν. Πρέπει να γνωρίζουν ότι, στα μάτια του κόσμου, ο Πούτιν δεν είναι ο μοναδικός δράστης αυτών των εγκλημάτων. Είναι άμεσα εμπλεκόμενοι και οι ίδιοι σε αυτά.
ΤΟ KOINO
Το ρωσικό κοινό έχει επίσης συναινέσει στον πόλεμο του Πούτιν. Σύμφωνα με το Κέντρο Levada, την μόνη επιζήσασα ανεξάρτητη ρωσική εταιρεία δημοσκοπήσεων, το 43% των ερωτηθέντων [2] τον Μάιο «υποστήριζε σίγουρα» και το 33% «μάλλον υποστήριζε» τις ενέργειες του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. Επιπλέον, το 48% τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του πολέμου, ενώ ελαφρώς λιγότεροι -45%- ήταν υπέρ των διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία. Το ποσοστό αποδοχής του Πούτιν ήταν 82%.
Αν και υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων στην Ρωσία του Πούτιν, τα στοιχεία αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό σταθερά κατά την διάρκεια του πολέμου. Οι περισσότεροι Ρώσοι δεν έχουν βιώσει δραστικές οικονομικές αναποδιές εξαιτίας της σύγκρουσης, και ακόμη και η μερική κινητοποίηση που ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022 είχε μικρή επίδραση στην στάση της κοινής γνώμης.
Ενώ είναι αλήθεια ότι όλες οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις καταπνίγονται γρήγορα και βίαια, υπήρξαν ελάχιστες προσπάθειες να οργανωθούν διαδηλώσεις στην Ρωσία από την έναρξη του πολέμου. Ορισμένες από τις διαμαρτυρίες που έγιναν δεν είχαν ως κίνητρο την οργή για την ίδια την εισβολή, αλλά την απογοήτευση για την ανεπαρκή εκπαίδευση, την έλλειψη εξοπλισμού, και την κακή μεταχείριση των στρατεύσιμων.
Η αντίδραση αυτή αποτελεί μια ζωντανή υπενθύμιση ότι η αυτοκρατορική κληρονομιά ζει στην ρωσική κοινωνία. Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε το 1991, οι Ρώσοι ηγέτες δεν προέβαλαν ποτέ ηθικά επιχειρήματα για την εγκατάλειψη της αυτοκρατορίας της χώρας. Αντ’ αυτού, εκμεταλλεύτηκαν την έννοια της Ρωσίας ως θύματος των αυτοκρατορικών της κατακτήσεων για τους δικούς τους πολιτικούς στόχους. Αυτό το τέχνασμα ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος προς την εξουσία για τον Μπόρις Γέλτσιν, τον ηγέτη της Ρωσίας, στην αναμέτρησή του με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Αλλά αφού οι υποστηρικτές του Γέλτσιν κέρδισαν αυτόν τον διαγωνισμό, αγκάλιασαν και πάλι την ιδέα της αυτοκρατορίας. Οι ίδιοι πολιτικοί υιοθέτησαν νεοϊμπεριαλιστικά συνθήματα και διεκδίκησαν ειδικά δικαιώματα για την Ρωσία στην πρώην Σοβιετική Ένωση, ιδίως όσον αφορά την Κριμαία. Ο Γιούρι Λουζκόφ, ο δήμαρχος της Μόσχας, ο οποίος για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1990 θεωρείτο πιθανός διάδοχος του Γέλτσιν, ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της επιστροφής της Κριμαίας στην Ρωσία˙ τα εμπρηστικά σχόλιά του για το θέμα προκάλεσαν επανειλημμένα κρίσεις στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις. Ο Λουζκόφ, μαζί με άλλους Ρώσους πολιτικούς, απευθύνθηκε στον μεγάλο ρωσόφωνο πληθυσμό της χερσονήσου και εκμεταλλεύτηκε την κληρονομιά της ως τόπος μερικών από τις πιο αιματηρές μάχες του Κριμαϊκού Πολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτοί οι φαντασματικοί πόνοι της παλιάς αυτοκρατορίας βοηθούν να εξηγηθεί ο ενθουσιασμός των Ρώσων για την «επιστροφή» της Κριμαίας το 2014, η συνεχιζόμενη υποστήριξή τους στον Πούτιν, και η συναίνεσή τους στον πόλεμό του. Η αποτυχία του Γέλτσιν να καταγγείλει μια για πάντα την αυτοκρατορική κληρονομιά της Ρωσίας άφησε την ιδέα της αυτοκρατορικής αποκατάστασης να πλανάται στην χαοτική δεκαετία του 1990. Και όταν η Ρωσία ανέκτησε μέρος της δύναμής της επί Πούτιν, το νεοϊμπεριαλιστικό σχέδιο απέκτησε νέα δυναμική. Το κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας, όπως και ο Πούτιν, προέρχεται από τις τάξεις του παλιού σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας και δυσανασχετούσε με αυτό που θεωρούσε ως επέμβαση της Δύσης στην «προνομιακή» σφαίρα επιρροής της στην παλιά αυτοκρατορία.
Η ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Όταν ο Πούτιν εγκαταλείψει την εξουσία, είναι απίθανο οι ελίτ της Ρωσίας και το ευρύ κοινό να ξυπνήσουν και να αντιμετωπίσουν την κληρονομιά της διακυβέρνησής του. Υπάρχουν δύο προηγούμενα του εικοστού αιώνα στην ρωσική ιστορία για μια εκστρατεία απο-Πουτινισμού, και κανένα από τα δύο δεν είναι ενθαρρυντικό. Πρώτον, η Σοβιετική Ένωση επιχείρησε μια διαδικασία αποσταλινοποίησης μετά τον θάνατο του δικτάτορα, το 1953. Ο σοβιετικός ηγέτης, Νικήτα Χρουστσόφ, απομυθοποίησε την «λατρεία της προσωπικότητας» του Στάλιν σε μια ομιλία του 1956 προς την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και απελευθέρωσε εκατομμύρια ανθρώπους που ήταν τυχεροί που επέζησαν από τα στρατόπεδα εργασίας του Στάλιν. Αλλά η φήμη του Στάλιν αποκαταστάθηκε εν μέρει ήδη από την δεκαετία του 1960 στην επίσημη σοβιετική προπαγάνδα, η οποία τον εξύμνησε ως τον μεγάλο ηγέτη που οδήγησε την Σοβιετική Ένωση στη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεύτερον, καθώς η Σοβιετική Ένωση πλησίαζε στην κατάρρευσή της το 1991, ο Γέλτσιν απαγόρευσε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η εκστρατεία της γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ είχε ήδη αποκαλύψει την κληρονομιά της κακοδιοίκησης -συμπεριλαμβανομένης της βίαιης κολεκτιβοποίησης της ρωσικής αγροτιάς, των εκατομμυρίων που πέθαναν από την πείνα στην Ουκρανία, της καταστολής των βασικών ελευθεριών- και φαινόταν ότι η φήμη του [ΚΚΣΕ] δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκατασταθεί. Ωστόσο, το κόμμα επέστρεψε σύντομα ως πολιτική δύναμη: ανασυγκροτήθηκε το 1993 ως Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας, σχημάτισε μια ισχυρή αντιπολιτευτική παράταξη στην Δούμα την δεκαετία του 1990, έβαλε υποψήφιο που κέρδισε πάνω από το 40% των ψήφων στις εκλογές του 1996 εναντίον του Γέλτσιν, και επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ο μακροχρόνιος ηγέτης του κόμματος, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, υποστήριξε τον πόλεμο του Πούτιν κατά της Ουκρανίας, ζητώντας την «αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση» της χώρας.
Ο πόλεμος του Πούτιν έχει γίνει ο πόλεμος όλων των Ρώσων. Η κληρονομιά του θα παραμείνει μέρος της κληρονομιάς τους, και θα συνεχίσει να βαραίνει σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές τους υποθέσεις και τις σχέσεις της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι κληρονόμοι του Πούτιν ίσως να τον κατηγορούν για την αποτυχία του, αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με την παραδοχή της ενοχής και την ανάληψη της ευθύνης που την συνοδεύει. Αν το παρελθόν αποτελεί ένδειξη, μάλλον θα ακολουθήσουν τα βήματά του. Στο μέλλον, ο Πούτιν μπορεί να παρομοιαστεί με τον τσάρο Νικόλαο Α΄ -έναν σκληρό απολυταρχικό ηγέτη που πέρασε 30 χρόνια στον θρόνο και πέθανε το 1855 κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, ο οποίος έληξε ένα χρόνο αργότερα με την Ρωσία να υφίσταται ταπεινωτική ήττα. Ο γιος του, Αλέξανδρος Β’, που πήρε το παρατσούκλι «Απελευθερωτής» επειδή κατάργησε την δουλοπαροικία, απελευθέρωσε τον Τύπο και ανασυγκρότησε τον στρατό. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, επέβαλε εκ νέου περιορισμούς στον Τύπο. Στην συνέχεια, το 1870, απαρνήθηκε τους όρους του διακανονισμού που είχε τερματίσει τον Κριμαϊκό Πόλεμο και το 1878, διεξήγαγε πόλεμο με την Τουρκία που εξασφάλισε την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, εγκαθιστώντας τον ανιψιό του ως βασιλιά της.
Οι διάδοχοι του Πούτιν ίσως να επιχειρήσουν μια νέα αποκλιμάκωση με την Δύση, αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα τα καταφέρουν χωρίς την εξομάλυνση των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων. Αυτό με την σειρά του θα πρέπει να συνεπάγεται αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, αποζημιώσεις και ουσιαστικά βήματα προς την συμφιλίωση, συμπεριλαμβανομένης της παραδοχής και της τιμωρίας για τα εγκλήματα πολέμου -μια πράγματι δύσκολη αποστολή.
Οι γενναίοι φιλελεύθεροι αντίπαλοι του Πούτιν είναι απίθανο να απαλλάξουν την Ρωσία από την σκοτεινή κληρονομιά του. Είναι λίγοι και ως επί το πλείστον εξόριστοι˙ ακόμη και αν έρθουν με κάποιον τρόπο στην εξουσία, θα πρέπει να αγωνιστούν ενάντια στην αδράνεια του κοινού και σε μια εδραιωμένη ελίτ που είναι συνένοχη στα εγκλήματα του Πούτιν. Ο μέσος Ρώσος είναι απίθανο να υποστηρίξει μια τέτοια επώδυνη αναμέτρηση: μέχρι να φύγει ο Πούτιν από την σκηνή, πολλοί Ρώσοι θα έχουν συμμετάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτόν τον πόλεμο. Στην καλύτερη περίπτωση, οι στρατιώτες που πολέμησαν εναντίον της Ουκρανίας θα ισχυριστούν πιθανότατα ότι απλώς ακολουθούσαν διαταγές. Επιπλέον, ένα εκπληκτικά μεγάλο κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας αποδέχεται την αιτιολόγηση του καθεστώτος ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος για να αποκρούσει την περικύκλωση από την Δύση.
Οι φήμες για την επικείμενη αποχώρηση του Πούτιν από την πολιτική σκηνή κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Όσοι στοιχημάτιζαν στην κακή υγεία του έχουν απογοητευτεί πολλές φορές. Με μια αιχμάλωτη -ή πιστή- ελίτ, ένα πειθήνιο κοινό, και μια ικανή οικονομική ομάδα που διαχειρίζεται τους τεράστιους πόρους της χώρας, ο ίδιος ίσως να παραμείνει στο τιμόνι για άλλα 10, 15, ή ακόμη και 20 χρόνια. Το ερώτημα είναι τότε πώς θα αντιμετωπιστεί η αδίστακτη Ρωσία του Πούτιν. Θα παραμείνει επικίνδυνη, διεξάγοντας πόλεμο κατά της Ουκρανίας, χρησιμοποιώντας νευροτοξικούς παράγοντες για να κυνηγήσει όσους το Κρεμλίνο θεωρεί αντιπάλους του, πουλώντας προηγμένες τεχνολογίες σε άλλα κακοποιά καθεστώτα, όπως αυτά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, και αναπτύσσοντας αδιακρίτως τα κυβερνο-όπλα της. Προστατευόμενη από την πυρηνική της ασπίδα και την έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι απρόσβλητη στην διεθνή καταδίκη ή τις κυρώσεις.
Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της Ρωσίας θα είναι ένας πονοκέφαλος για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους για τα επόμενα χρόνια, ενδεχομένως για δεκαετίες. Όσο για το αν οι κληρονόμοι του Πούτιν θα μπορέσουν ή θα θελήσουν να αλλάξουν ριζικά πορεία και να αρχίσουν να εξιλεώνονται για τα εγκλήματά του -είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένα ανοιχτό ερώτημα.