Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει [φέρει] τον κόσμο στα άκρα. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει αναπτύξει περισσότερους από 100.000 στρατιώτες στα σύνορα της Ουκρανίας και απείλησε με «στρατιωτικά και τεχνικά» μέτρα εάν το ΝΑΤΟ συνεχίσει να συνεργάζεται με το Κίεβο. Συνέταξε μονομερώς, τον Δεκέμβριο, δύο εξαιρετικά επιθετικές Συνθήκες, σχεδιασμένες να περιορίσουν τον Οργανισμό και τα μέλη του. [Οι Συνθήκες] περιλαμβάνουν απαιτήσεις που είναι τόσο ανέφικτες -με κεντρικότερες το κλείσιμο της ανοιχτής πόρτας του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και την απαγόρευση των οργανωτικών δυνάμεων και των όπλων σε έθνη που εντάχθηκαν μετά τον Μάιο του 1997- που διαβάζονται περισσότερο ως δηλωτικές πολέμου παρά ως ειλικρινείς προσεγγίσεις για διαπραγματεύσεις.
Ωστόσο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και το ΝΑΤΟ παρείχαν λεπτομερείς γραπτές απαντήσεις τον Ιανουάριο, επιχειρώντας να ξεκινήσουν διάλογο με τον Ρώσο ηγέτη. Εάν ο Πούτιν απορρίψει αυτές τις προσφορές, ο πόλεμος είναι πιθανός. Όμως η Μόσχα δεν έχει ακόμη απορρίψει πλήρως τις διαπραγματεύσεις. Η κατάκτηση της Ουκρανίας δεν θα ήταν περίπατος, και ο Πούτιν αντιλαμβάνεται ότι το να σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους από ένα έθνος, το οποίο περιγράφει ως «μέρος της Ρωσίας», θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί στους πολίτες του, ιδίως αν ο ρωσικός στρατός έχει επίσης μεγάλες απώλειες. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, έχει πει ότι η απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην αρχική πρόταση περιείχε «ψήγματα λογικής», και ο Πούτιν ακόμη μιλά και συναντά Δυτικούς ηγέτες, όπως ο Μπάιντεν, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, και οι Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
Εάν ο Πούτιν συμφωνήσει να διαπραγματευτεί, τότε ο Μπάιντεν και η ομάδα του δεν πρέπει απλώς να προσφέρουν με αμυντικό τρόπο ελάχιστες παραχωρήσεις για να παγώσουν την κρίση. Αντίθετα, σε συντονισμό με τους συμμάχους και τους εταίρους, ο Μπάιντεν πρέπει να αδράξει την διπλωματική επίθεση και να ανταπαντήσει με μια συνολική, μεγάλη συμφωνία για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ονομάστε την «Ελσίνκι 2.0». Αυτή η συμφωνία θα μπορούσε να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις Συμφωνίες του Ελσίνκι, που υπογράφηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι οποίες σταθεροποίησαν την ήπειρο ακόμη και όταν ο αμερικανοσοβιετικός ανταγωνισμός μεγάλωνε σε άλλα μέρη του κόσμου. Θα μπορούσε να αναζωογονήσει και να τροποποιήσει τις ξεπερασμένες συμφωνίες ελέγχου των όπλων και να παράσχει ένα μεγαλύτερο πλαίσιο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, και στην πορεία να βοηθήσει στην επίλυση των ζητημάτων που αφορούν την Ουκρανία.
Η σύγκληση μιας μεγάλης συνόδου κορυφής για την επαναδιαπραγμάτευση της ευρωπαϊκής ασφάλειας θα δώσει στην Ρωσία μια διεθνή πλατφόρμα που δεν αξίζει στον Πούτιν. Αλλά αυτός ο συμβολισμός δεν πρέπει να σταματήσει τον Μπάιντεν, τους ηγέτες του ΝΑΤΟ, και τις άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Οι Συμφωνίες του Ελσίνκι αναγνώρισαν την Σοβιετική Ένωση ως υπερδύναμη και αυτή η επιβεβαίωση βοήθησε να πειστεί ο [τότε] Σοβιετικός ηγέτης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, να κάνει παραχωρήσεις. Ο Πούτιν αρέσκεται επίσης στην προσοχή, και η Δύση πρέπει να είναι έτοιμη να προσφέρει φθηνό εντυπωσιασμό, όχι μόνο για να αποτρέψει μια νέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά και για να επιδιορθώσει την χαλασμένη αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να έχουν το θάρρος να προχωρήσουν πέρα από τα αμυντικά μπαλώματα και να στραφούν, αντί γι’ αυτά, σε τολμηρές, επιθετικές πρωτοβουλίες για να κάνουν την ήπειρο ασφαλέστερη.
KOMMATI – KOMMATI
Εκ πρώτης όψεως, η δεκαετία του 1970 δεν ήταν μια ευνοϊκή περίοδος για τον αμερικανοσοβιετικό συμβιβασμό. Πολλοί παρατηρητές πίστευαν ότι η ισχύς του Κρεμλίνου ανερχόταν και της Ουάσιγκτον έπεφτε. Οι κομμουνιστές έπαιρναν την εξουσία σε τμήματα της νοτιοανατολικής Ασίας και της νότιας Αφρικής. Η ένταση μεταξύ των κύριων μπλοκ του κόσμου αυξανόταν.
Αλλά στα μέσα της δεκαετίας, Καναδοί, Σοβιετικοί, Αμερικανοί, και Ευρωπαίοι διπλωμάτες άφησαν στην άκρη τις ευρείες και θεμελιώδεις διαφωνίες τους, για να συζητήσουν ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος: την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Μετά από αρκετά χρόνια διαπραγματεύσεων, συνέταξαν και υπέγραψαν την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (Helsinki Final Act), το 1975, η οποία κωδικοποίησε διφορούμενα ζητήματα που ήταν κατάλοιπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο επίκεντρο των συμφωνιών ήταν ένας κεντρικός συμβιβασμός: τα Δυτικά κράτη αναγνώρισαν de facto τα σύνορα που προέκυψαν από τις σοβιετικές κατακτήσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, σε αντάλλαγμα, η Σοβιετική Ένωση συμφώνησε να «σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης, της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, για όλους χωρίς διάκριση ως προς την φυλή, το φύλο, την γλώσσα, ή την θρησκεία» και ενετάχθη στην Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Conference on Security and Cooperation in Europe, CSCE) [η οποία ήταν] επιφορτισμένη με την εφαρμογή αυτών των υποχρεώσεων. Η Σοβιετική Ένωση και η Δύση συμφώνησαν, επίσης, σιωπηρά ότι διαφωνούν για τους ακριβείς ορισμούς της κυβερνητικής λογοδοσίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οικονομικών δικαιωμάτων, και της μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις. Η ασάφεια, έδειξαν, είναι μερικές φορές απαραίτητη για την αποτελεσματική διπλωματία.
Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την υπογραφή των συμφωνιών, η Ευρώπη είδε μια έκρηξη νέων Συμφωνιών ασφάλειας και Συνθηκών, ιδιαίτερα αφότου ο Σοβιετικός μεταρρυθμιστής Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανήλθε στην εξουσία. Το 1987, συνέπραξε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, για να υπογράψει την Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty INF), εξαλείφοντας μια ολόκληρη τάξη πολύ αποσταθεροποιητικών όπλων. Το 1990 τέθηκε σε εφαρμογή η Συνθήκη για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Conventional Armed Forces In Europe Treaty, CFE), μειώνοντας σημαντικά το μέγεθος των συμβατικών δυνάμεων που αναπτύσσονται στην ήπειρο. Το Έγγραφο της Βιέννης, του 1990, που υπεγράφη από τον Καναδά, την Σοβιετική Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τις περισσότερες [χώρες] της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας, διεύρυνε την διαφάνεια σχετικά με τα όπλα και τις στρατιωτικές ασκήσεις.
Αφότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, η Ρωσία και η Δύση συνέχισαν να κάνουν συμφωνίες που βοήθησαν να διατηρηθεί η Ευρώπη ασφαλής. Η Συνθήκη Ανοιχτοί Ουρανοί (Open Skies Treaty) του 1992, η οποία ακολούθησε το Έγγραφο της Βιέννης, επέτρεψε στους υπογράφοντες να πραγματοποιούν αποστολές αναγνώρισης ο ένας στα εδάφη του άλλου για την συλλογή πληροφοριών για στρατιωτικές δραστηριότητες. Η φιλόδοξη Χάρτα του Παρισιού (Charter Of Paris) του 1990 διατυμπάνισε ότι όλοι οι Ευρωπαίοι υπογράφοντες θα «οικοδομήσουν, θα εδραιώσουν και θα ενδυναμώσουν την δημοκρατία ως το μόνο σύστημα διακυβέρνησης των εθνών μας». [Η Χάρτα] δήλωσε πρόωρα ότι «η εποχή της αντιπαράθεσης και της διαίρεσης της Ευρώπης έχει τελειώσει». Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης για τις Εγγυήσεις Ασφάλειας για την Ουκρανία (Budapest Memorandum on Security Assurances for Ukraine), του 1994, έστειλε τα πυρηνικά όπλα του Κιέβου στην Ρωσία με αντάλλαγμα τις υποσχέσεις ότι η Μόσχα, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σέβονταν την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO – Russia Founding Act) του 1997 καθιέρωσε μηχανισμούς για συνέργειες των δύο μερών, σηματοδοτώντας ένα υψηλό επίπεδο συνεργασίας.
Αλλά κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, οι δεσμοί μεταξύ των δύο πλευρών επιδεινώθηκαν. Ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία το 2000, και σταδιακά απογοητεύτηκε περισσότερο από την Δύση, καθώς το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε περαιτέρω το 2004˙ καθώς η Ουάσιγκτον ξεκίνησε πόλεμο στο Ιράκ˙ και μετά τις αποκαλούμενες έγχρωμες επαναστάσεις στην Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004. Η Δύση, εν τω μεταξύ, απογοητεύτηκε από τη Μόσχα, αφότου η Ρωσία εξαπέλυσε τον δεύτερο τσετσενικό πόλεμο˙ [αφότου] έγινε πιο αυταρχική˙ [αφότου] εισέβαλε στην Γεωργία και αναγνώρισε την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία ως ανεξάρτητες χώρες, το 2008˙ αφότου προσάρτησε την Κριμαία το 2014˙ και στην συνέχεια υποστήριξε αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία, οδηγώντας σε συνεχιζόμενο πόλεμο και χιλιάδες θανάτους.
Οι ευρωπαϊκές συμφωνίες ασφάλειας των δύο προηγούμενων δεκαετιών άρχισαν να καταρρέουν. Η Ρωσία σταμάτησε να εφαρμόζει την Συνθήκη CFE το 2007. Στην συνέχεια, ο Πούτιν παραβίασε πρακτικά κάθε ευρωπαϊκή και διεθνή συμφωνία ασφάλειας που υπέγραψαν οι προκάτοχοί του στο Κρεμλίνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σταμάτησαν να τηρούν τις υποχρεώσεις τους στην CFE το 2011 και, υπό τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αποχώρησαν επίσης από τις Συνθήκες INF και Ανοιχτοί Ουρανοί. Τα έγγραφα της Βιέννης σήμερα δεν ενισχύουν την διαφάνεια και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Organization for Security and Cooperation in Europe, ΟΑΣΕ) -ο διάδοχος της CSCE- έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό ανήμπορος, επειδή η Μόσχα αντιτίθεται στις προσπάθειές του να παρακολουθεί τις εκλογές και να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΑΙ
Μετά από δεκαετίες διαίρεσης, θα είναι δύσκολο -και ίσως αδύνατο- για την Ρωσία και την Δύση να συνάψουν οποιεσδήποτε συμφωνίες ασφάλειας στην Ευρώπη. Δεν έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους και [έχουν] πολλούς λόγους καχυποψίας. Αλλά δεδομένου του διακυβεύματος, ο κόσμος πρέπει να προσπαθήσει. Εάν ο Πούτιν σηματοδοτήσει μια δέσμευση για να διαπραγματευτεί, ο Μπάιντεν και οι Ευρωπαίοι εταίροι του θα πρέπει να είναι πολύ φιλόδοξοι. Εξάλλου, η αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης χρειάζεται πραγματική επισκευή και δημιουργική ανανέωση.
[Ο Μπάιντεν και οι εταίροι] πρέπει να ξεκινήσουν με βήματα προς την ανανέωση της διαφάνειας, η οποία θα επιτρέψει σε κάθε χώρα να παρακολουθεί τις δραστηριότητες της άλλης και να προβλέπει καλύτερα τις μεταξύ τους ενέργειες. Αυτή την στιγμή, η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η Ευρώπη έχουν λιγότερες πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη αντίπαλων στρατιωτών και όπλων από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά. Μια νέα μεγάλη συμφωνία για την ευρωπαϊκή ασφάλεια θα μπορούσε να δεσμεύσει όλους τους υπογράφοντες σε πιο συχνή παρακολούθηση των αναπτύξεων στρατευμάτων, των αναπτύξεων όπλων, και των στρατιωτικών ασκήσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία έχουν διδαχθεί πώς να εφαρμόζουν επιτυχώς ένα παρεμβατικό καθεστώς επιθεωρήσεων από την Συνθήκη Νέα START (New START Treaty), η οποία περιορίζει τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών και των οχημάτων παράδοσης που μπορεί να αναπτύξει κάθε χώρα. Η Νέα START είναι μια από τις λίγες αμερικανορωσικές συμφωνίες που λειτουργεί ακόμη, και μια ευρύτερη συμφωνία θα μπορούσε να μοιράσει τις υποχρεώσεις της Συνθήκης για επιθεωρήσεις σύντομης προειδοποίησης και στενή εξέταση των οπλικών συστημάτων. Το Ελσίνκι 2.0 θα μπορούσε να επιτρέψει σε Ρώσους επιθεωρητές να επισκεφθούν τις τοποθεσίες της αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ στην Πολωνία και στην Ρουμανία, και οι παρατηρητές του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να έχουν παρόμοια πρόσβαση στους ρωσικούς πυραύλους Iskander στο Καλίνινγκραντ.
Η Μόσχα και η Ουάσιγκτον θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω την διαφάνεια, επανεντασσόμενες, τροποποιώντας, και εκσυγχρονίζοντας τις κάποτε αποτελεσματικές συμφωνίες, όπως η Συνθήκη Ανοιχτοί Ουρανοί και η CFE. Για να αποφευχθούν επικίνδυνοι λανθασμένοι υπολογισμοί, αμφότερα τα κράτη πρέπει επίσης να εργαστούν για να αναβιώσουν τα Έγγραφα της Βιέννης. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία και κάθε χώρα του ΝΑΤΟ θα πρέπει να προσφέρουν συγκεκριμένες ειδοποιήσεις σχετικά με την εκπαίδευση [στρατιωτικών] και να επιβάλλουν νέα όρια στην κλίμακα και στις τοποθεσίες των ασκήσεων, ειδικά επειδή οι προετοιμασίες των ασκήσεων μπορεί να φανούν πολύ όμοιες με τον σχεδιασμό μιας πραγματικής επίθεσης.
Οι διπλωμάτες πρέπει επίσης να «ξεσκονίσουν», να εκσυγχρονίσουν, και να εφαρμόσουν παλιές ιδέες που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να εφαρμόσουν ένα μνημόνιο συμφωνίας, του 2000, για τον διαμοιρασμό δεδομένων σχετικά με τις εκτοξεύσεις πυραύλων, γνωστό ως Κοινό Κέντρο Ανταλλαγής Δεδομένων (Joint Data Exchange Center, JDEC), για διαδικαστικούς λόγους και [λόγω] της αυξανόμενης εχθρότητας στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Αλλά μια πρωτοβουλία τέτοιου είδους, μεταξύ της Μόσχας και του ΝΑΤΟ ή μεταξύ όλων των μελών του ΟΑΣΕ θα ενίσχυε την ασφάλεια όλης της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) και θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Η διαφάνεια, φυσικά, είναι μόνο μια πτυχή του ελέγχου των όπλων. Αφότου η Ρωσία και η Δύση συμφωνήσουν να ανοίξουν τα συστήματά τους για επιθεωρήσεις, οι διπλωμάτες πρέπει να στραφούν στο θέμα του ίδιου του ελέγχου. Πρέπει να ξεκινήσουν αντιμετωπίζοντας τις πιο αποσταθεροποιητικές δυνάμεις: τα στρατεύματα και τα όπλα που είναι σταθμευμένα στα ρωσικά σύνορα ή κοντά σε αυτά. Σε αμοιβαία και επαληθεύσιμη βάση, όλες οι πλευρές θα πρέπει να τα αποσύρουν, ξεκινώντας από τον τεράστιο ρωσικό στρατό που είναι σήμερα κινητοποιημένος γύρω από την Ουκρανία. Πρέπει επίσης να αποσύρουν τους πυραύλους τους. Αυτό μπορεί να φαίνεται δύσκολο ζητούμενο για τη Μόσχα, αλλά ο Πούτιν έχει ήδη προτείνει οι υπογράφοντες να μην αναπτύξουν επίγειους πυραύλους μέσου και μικρού βεληνεκούς σε περιοχές όπου μπορούν να φτάσουν σε άλλους υπογράφοντες [των σχετικών Συνθηκών]. Ο ρωσικός σχολιασμός έχει δώσει έμφαση στο να κρατηθούν όλα αυτά τα όπλα μακριά από την Ουκρανία. Η απαίτησή τους είναι λογική, εφόσον η Μόσχα εφαρμόσει παρόμοια μέτρα περιορισμού στους πυραύλους μικρού βεληνεκούς που μπορούν να πλήξουν το Κίεβο, την Ρίγα, το Ταλίν, το Βίλνιους, ή την Βαρσοβία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να προτείνει ορισμένα όρια για την αντιπυραυλική άμυνα στην Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να συμφωνήσει να απόσχει από την ανάπτυξη στην ήπειρο αμυντικών συστημάτων με ικανότητες έναντι των ρωσικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων, με αντάλλαγμα τα όρια στις ρωσικές πυραυλικές άμυνες στο ευρωπαϊκό θέατρο. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν μια μεγάλη παραχώρηση των ΗΠΑ, αλλά δεν είναι. Οι αναχαιτιστές (interceptors) των ΗΠΑ που έχουν αναπτυχθεί αυτή την στιγμή (SM3) δεν έχουν καμία ικανότητα έναντι των ρωσικών στρατηγικών όπλων. Ο πιο έξυπνος τόπος για αναχαιτιστές που μπορούν να υπερασπιστούν το έδαφος των ΗΠΑ έναντι των ρωσικών ή βορειοκορεατικών όπλων (ο Επίγειος Αναχαιτιστής, Ground-Based Interceptor, ή GBI) είναι η Αλάσκα, όπου κυρίως είναι ήδη τοποθετημένοι.
Για να περιφρουρήσουν καλύτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη από γρήγορες, καταστροφικές επιθέσεις, οι διαπραγματευτές πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να μειώσουν τον συνολικό αριθμό των πυραύλων —ιδίως των πυρηνικών πυραύλων. Ιδανικά, τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανεντάσσονταν και θα εφάρμοζαν αξιόπιστα την Συνθήκη INF. Για να το κάνουν αυτό, η Ρωσία θα ήταν υποχρεωμένη να συμφωνήσει να συμπεριλάβει τον πύραυλο 9M729 στην συμφωνία. Εάν αποδειχθεί αδύνατη η πλήρης απαγόρευση των επίγειων βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς και των πυραύλων κρουζ στην Ευρώπη, οι διαπραγματευτές θα μπορούσαν τουλάχιστον να απαγορεύσουν αυτού του είδους οι πύραυλοι να οπλίζονται με πυρηνικές κεφαλές. Μολονότι αυτό θα ήταν δύσκολο να επαληθευτεί, οι διαπραγματευτές πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν την ανάπτυξη τακτικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής επικράτειας δυτικά των Ουραλίων).
Οι διπλωμάτες πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να μειώσουν την ποσότητα των συμβατικών όπλων στην ήπειρο, υπερβαίνοντας είτε τις αρχικές είτε τις προσαρμοσμένες Συνθήκες CFE. Εάν τα νέα όρια στα συμβατικά όπλα αποδειχθούν αδύνατα, οι διαπραγματευτές θα μπορούσαν να εξετάσουν πιο περιορισμένα περιφερειακά όρια, όπως στις περιοχές της Βαλτικής ή της Μαύρης Θάλασσας. Θα πρέπει να προσπαθήσουν να θέσουν όρια για τις βόμβες διασποράς και τα κυβερνο-όπλα στην Ευρώπη, τα οποία μπορούν να στοχεύσουν αμάχους και κρίσιμες υποδομές.
Τέλος, οι Δυτικοί διπλωμάτες πρέπει να επιμείνουν ξανά ότι ο Πούτιν θα λάβει άδεια πριν τοποθετήσει στρατεύματα σε άλλες χώρες, κάτι που θα κρατούσε την Ρωσία ευθυγραμμισμένη με τις συμφωνίες που υπέγραψαν οι προηγούμενοι ηγέτες της. Ο Πούτιν θα αμφισβητήσει ποιο είναι το νόμιμο έθνος υποδοχής στην Κριμαία, στην Αμπχαζία, και στη Νότια Οσετία. Αλλά θα μπορούσε να πειστεί να παραιτηθεί από τις ρωσικές αξιώσεις συγκατάθεσης σε ορισμένες αποσχισθείσες περιοχές, όπως η Υπερδνειστερία στη Μολδαβία, και η Ντόνετσκ και η Λουχάνσκ στην Ουκρανία, εάν, σε αντάλλαγμα, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ μπορούσαν να αποσύρουν μια απαίτηση από την Συνθήκη CFE που θέτει περιορισμούς στις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων μεταξύ διαφορετικών περιοχών —ή «πτερύγων»—της Ρωσίας. (Φυσικά, αυτή η νέα διάταξη δεν θα σήμαινε [ότι το ΝΑΤΟ θα ανάψει] πράσινο φως για την συσσώρευση [στρατευμάτων] στα σύνορα άλλων χωρών). Μια τέτοια συμφωνία είναι απίθανη, αλλά οι Δυτικοί διπλωμάτες πρέπει να βεβαιώσουν την αρχή της συγκατάθεσης του κράτους υποδοχής.
ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΟΤΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ
Καθ’ όλη την διάρκεια της τρέχουσας κρίσης, η Μόσχα έχει υποστηρίξει ότι η ασφάλεια κάθε κράτους συνδέεται με την ασφάλεια των άλλων [κρατών]. Σε συνεντεύξεις και συναντήσεις με τους Δυτικούς ομολόγους του, ο Λαβρόφ έχει επανειλημμένα επικαλεστεί τις διακηρύξεις του ΟΑΣΕ στην Κωνσταντινούπολη και στην Αστάνα, οι οποίες δήλωσαν ότι «η ασφάλεια κάθε συμμετέχοντος κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή όλων των άλλων» και ότι «κάθε συμμετέχον κράτος έχει ίσο δικαίωμα στην ασφάλεια». Ως μέρος των προσχεδίων των Συνθηκών του, ο Πούτιν πρότεινε ότι κανένας υπογράφων δεν «θα ενδυναμώσει μεμονωμένα την ασφάλειά του, εντός διεθνών οργανισμών, στρατιωτικών συμμαχιών ή συνασπισμών σε βάρος της ασφάλειας άλλων Μερών».
Το Κρεμλίνο έχει δίκιο ότι κάθε κράτος έχει ίσο δικαίωμα στην ασφάλεια. Αλλά η συμπεριφορά της Ρωσίας δεν συμβαδίζει με την ρητορική του Λαβρόφ και του Πούτιν. Η Μόσχα έχει κάνει πολλές ενέργειες «σε βάρος της ασφάλειας άλλων Μερών», συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων κατά της Εσθονίας το 2007˙ των στρατιωτικών επεμβάσεων στην Γεωργία και στην Ουκρανία˙ της προσάρτησης της Κριμαίας˙ και της υποστήριξης ενός αυτονομιστικού πολέμου στην [περιοχή] Ντονμπάς. Ο Πούτιν αναφέρει τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια ως λόγο για να απαγορεύσει στην Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά στρατιώτες και στελέχη του ΝΑΤΟ δεν έχουν σκοτώσει ποτέ κανέναν στην Ρωσία. Αντίθετα, τα στρατεύματα και οι αξιωματικοί των υπηρεσιών πληροφοριών της Μόσχας έχουν πραγματοποιήσει δολοφονίες στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, και στο Σόλσμπερι. Επιχείρησαν επίσης να σκοτώσουν έναν από τους πιο διάσημους ηγέτες της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης, τον Ρώσο Αλεξέι Ναβάλνι, στην ρωσική πόλη Τομσκ.
Η εμμονή σε μη εφικτές [απαιτήσεις] —όπως οι απαιτήσεις του Πούτιν για μορατόριουμ στην επέκταση του ΝΑΤΟ ή η επιμονή της Δύσης να αποσυρθεί η Ρωσία από την Κριμαία— θα κάνει αδύνατη την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για την ασφάλεια. Αλλά οι διαπραγματευτές θα μπορούσαν να σημειώσουν πρόοδο εστιάζοντας σε άλλα ζητήματα και, στην συνέχεια, ενσωματώνοντας δυσεπίλυτα προβλήματα σε μια ευρύτερη συμφωνία. Η διεύρυνση του ανοίγματος των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει ευκαιρίες για συμφωνίες που επί του παρόντος δεν είναι διαθέσιμες. Για παράδειγμα, εάν η Ρωσία αποσύρει την υποστήριξη της στους αποκαλούμενους αυτονομιστές στη Ντονμπάς, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δεσμευτούν ότι δεν θα εγκαταστήσουν επιθετικούς πυραύλους στην Ουκρανία και δεν θα αναπτύξουν στην Ευρώπη πυραυλικές άμυνες που μπορούν να αναχαιτίσουν ρωσικά όπλα. Αυτό το είδος ανταλλαγής δεν είναι διαθέσιμο μέσω του Σχήματος της Νορμανδίας (Normandy Format) στο οποίο έχει ανατεθεί να διαπραγματευθεί μια ειρηνευτική διευθέτηση Μόσχας-Κίεβου, που περιορίζεται στην Γαλλία, στην Γερμανία, στην Ρωσία, στην Ουκρανία, και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Ελσίνκι 2.0 πρέπει επίσης να περιλαμβάνει νέες διατάξεις για την ατομική ασφάλεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη μη παρέμβαση. Προφανώς, οι υπογράφοντες πρέπει να δεσμευτούν ότι δεν θα δολοφονήσουν άλλους Ευρωπαίους πολίτες εντός ή εκτός των συνόρων τους. Η συμφωνία πρέπει επίσης να απαγορεύσει τις απαγωγές˙ η Λευκορωσία δεν μπορεί να προσγειώνει αεροσκάφη για να συλλαμβάνει προσωπικότητες της αντιπολίτευσης. Όλοι οι υπογράφοντες πρέπει να δεσμευτούν να βελτιώσουν τη μεταχείριση των προσφύγων. Μια νέα συμφωνία θα μπορούσε επίσης να απαγορεύει στα κράτη να αναμειγνύονται το ένα στις εκλογές του άλλου. Αυτό σημαίνει ότι η Μόσχα θα σταματήσει να χρηματοδοτεί ή εμμέσως να υποστηρίζει πολιτικά κόμματα και υποψηφίους σε άλλες χώρες. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να δεσμευτεί να κάνει το ίδιο, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το κάνουν τώρα.
Μεμονωμένες χώρες, ωστόσο, δεν θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να δηλώνουν μονομερώς ότι άλλες χώρες απειλούν την ασφάλειά τους ή αναμειγνύονται στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Η Ρωσία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση στην Ουκρανία είναι από μόνη της απειλή για τη Μόσχα ή ότι οι δηλώσεις των ΗΠΑ για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ρωσία αποτελούν τακτικές κατά του Κρεμλίνου για την αλλαγή καθεστώτος. Για να βάλουν σε τάξη την αξιοπιστία των καταγγελιών, οι αρχιτέκτονες του Ελσίνκι 2.0 πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο διαιτητικό δικαστήριο που θα μπορεί να εκδικάζει αξιώσεις ασφαλείας, παρόμοιο με τον μηχανισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τις εμπορικές διαφορές. Στο σημερινό πολωμένο περιβάλλον, ένα τέτοιο δικαστήριο δεν θα ήταν αποτελεσματικό. Αλλά θα δημιουργούσε έναν θεσμό που θα μπορούσε να καθιερώσει προηγούμενα, να οικοδομήσει δυναμική, και ίσως να βρει αξία στο μέλλον.
Οι διπλωμάτες δεν θα μπορέσουν με το Ελσίνκι 2.0 να λύσουν όλα τα ζητήματα που ταλαιπωρούν τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, όπως σκόπιμα δεν προσπάθησαν να επιλύσουν όλα τα αμερικανοσοβιετικά ή ευρωπαϊκά προβλήματα στις αρχικές Συμφωνίες του Ελσίνκι. Οι διαπραγματευτές πρέπει να είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν. Για να διασφαλιστεί ότι οι ανεπίλυτες διαφορές δεν θα εκτροχιάσουν την ευρύτερη συμφωνία, οι διπλωμάτες θα μπορούσαν να τις επισημάνουν σε μη δεσμευτικές, μονομερείς συνοδευτικές επιστολές. Η καταγραφή των διαφορών μπορεί να φαίνεται αντιφατική, αλλά αυτές οι επιστολές μπορούν να σηματοδοτήσουν τα μελλοντικά σχέδια ενός κράτους εάν αλλάξουν οι βασικοί όροι που περιγράφονται στην συμφωνία. Μπορούν επίσης να επικοινωνήσουν αρχές στα εγχώρια εκλογικά σώματα, τα οποία μπορεί να τα χρειαστούν οι διπλωμάτες για να κερδίσουν μια επικύρωση. Οι συνοδευτικές επιστολές, για παράδειγμα, βοήθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία να συμφωνήσουν στην Συνθήκη Νew START το 2010. Έδωσαν στην Ουάσιγκτον χώρο να περιγράψει τις αντιρρήσεις της για τους περιορισμούς της πυραυλικής άμυνας και παρείχαν έναν τρόπο στη Ρωσία να εξηγήσει τις απαντήσεις [της] στις επεκτάσεις της πυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ. Στο Ελσίνκι 2.0, το ΝΑΤΟ και οι άλλοι Ευρωπαίοι εταίροι θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές σε μια συνοδευτική επιστολή ότι αρνούνται να αναγνωρίσουν την προσάρτηση της Κριμαίας ή των γεωργιανών περιοχών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας ως ανεξάρτητα κράτη. Η Ρωσία θα μπορούσε να παραθέσει τις αντιρρήσεις της για την επέκταση του ΝΑΤΟ.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΧΡΟΝΟ
Για να ξεκινήσουν αυτές οι φιλόδοξες διαπραγματεύσεις, όλοι οι ηγέτες του ΟΑΣΕ —συμπεριλαμβανομένων των Μπάιντεν και Πούτιν— θα μπορούσαν να συναντηθούν φέτος στο Ελσίνκι. Στην συνέχεια, οι χώρες θα τοποθετήσουν εκεί ειδικούς απεσταλμένους αφοσιωμένους στην διευθέτηση μιας νέας συμφωνίας. Το έργο τους θα μπορούσε να συμπληρωθεί με διαπραγματεύσεις στα κεντρικά του ΟΑΣΕ στην Βιέννη, στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO–Russia Council) στις Βρυξέλλες και σε διμερείς αμερικανορωσικούς διαύλους. Οι διπλωμάτες θα μπορούσαν να επιδιώξουν να ολοκληρώσουν το τελικό τους προϊόν έως το 2025, την 50η επέτειο της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις θα προκαλέσουν επικρίσεις, επομένως οι συμμετέχουσες κυβερνήσεις πρέπει να είναι έτοιμες να εξηγήσουν γιατί αυτή η άσκηση είναι αξιόλογη. Για τον Μπάιντεν και ορισμένους Ευρωπαίους ηγέτες, δεν θα είναι εύκολο. Η έναρξη συνολικών συζητήσεων με την Ρωσία για την ευρωπαϊκή ασφάλεια επιβραβεύει την παράνομη, φιλοπόλεμη συμπεριφορά του Πούτιν. Αυτό είναι γεγονός. Ορισμένοι επικριτές θα απορρίψουν μια τέτοια πρωτοβουλία ως κατευνασμό. Θα θυμίζουν τους παρατηρητές από την δεκαετία του 1970 που κατηγόρησαν ότι η Δύση ξεχνούσε τις παράνομες στρατιωτικές επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αναγνωρίζοντας σιωπηρά τις προσαρτήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το Κρεμλίνο και παραμελώντας την ολοκληρωτική καταστολή του σοβιετικού μπλοκ. Αυτές οι διαμαρτυρίες ίσχυαν τότε, όπως και οι σημερινές ανησυχίες ισχύουν τώρα.
Αλλά, όπως πρέπει να εξηγήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, η εναλλακτική είναι χειρότερη. Ελλείψει μιας νέας συμφωνίας ασφάλειας, ο Πούτιν θα συνεχίσει να τροφοδοτεί διαιρέσεις, εντάσεις και συγκρούσεις τόσο μεταξύ όσο και εντός χωρών στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική —ακόμα κι αν δεν εξαπολύσει μια πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να συμβιβαστεί σε βασικές κανονιστικές [αρχές] και αρχές ασφάλειας ή να προσφέρει μονομερείς παραχωρήσεις. Στην πραγματικότητα, απολύτως δεν θα έπρεπε -κάθε παράγραφος της συμφωνίας πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαιότητα και στα αμοιβαία συμφέροντα. Και προσφερόμενος να διαπραγματευτεί μια νέα μεγάλη συμφωνία, ο Μπάιντεν θα κέρδιζε το ηθικό πλεονέκτημα και θα έκανε την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία να φαίνεται ακόμη πιο παράλογη και ανήθικη.
Οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτύχουν ακόμη και αν αποτύχουν να αποδώσουν μια μεγάλη συμφωνία. Ο Πούτιν μπορεί να αναστείλει την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ οι διπλωμάτες διαβουλεύονται, έστω και μόνο για να δει τι μπορεί να αποκομίσει από μια συμφωνία. Αυτή η καθυστέρηση μπορεί να μην επιλύσει πλήρως τα ζητήματα που αφορούν την Ουκρανία ή την Ευρώπη συνολικά, αλλά με χιλιάδες ζωές να διακυβεύονται, ακόμη και η κωλυσιεργία θα ήταν μια τεράστια υπηρεσία. Τρία χρόνια ειρήνης είναι, εν τέλει, πολύ καλύτερα από τρία χρόνια πολέμου.