Η νίκη σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο απαιτεί κινητοποίηση στρατευμάτων και εφοδίων που μπορούν να διαρκέσουν περισσότερο από όσο της άλλης πλευράς. Οι θετικοί σκοποί και οι σαφώς καθορισμένοι στόχοι είναι ο δρόμος προς τη νίκη. Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, μπόρεσε να κινητοποιήσει την αμερικανική κοινωνία γύρω από την επιταγή της άνευ όρων παράδοσης της Ιαπωνίας. Μετά από μια συγκλονιστική επίθεση στο έδαφος των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί συσπειρώθηκαν γύρω από τους στόχους να νικήσουν την Ιαπωνία, να εκδικηθούν την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, και να εξαλείψουν την απειλή που θέτει η αυτοκρατορική Ιαπωνία. Αυτοί οι στόχοι θα ήταν επαρκείς για να στηρίξουν την πολεμική προσπάθεια των ΗΠΑ, αλλά οι Αμερικανοί είχαν έναν επιπλέον στόχο: να καταφέρουν ένα χτύπημα εκ μέρους της δημοκρατίας. Νικώντας την Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ενθάρρυναν τον εκδημοκρατισμό (και κατ’ επέκταση την Αμερικανοποίηση) της Ασίας.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν ακολούθησε αυτήν την κλασική φόρμουλα. Στην πραγματικότητα, την ανέτρεψε, επιτιθέμενος πρώτα στην Ουκρανία και μόνο μετά επιχειρώντας να κινητοποιήσει την ρωσική κοινωνία. Περιέγραψε αυτό που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία όχι ως πόλεμο αλλά ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Ποτέ δεν έχει διατυπώσει ένα σύνολο πειστικών στόχων˙ οι δηλωμένοι στόχοι του έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε σε διάφορα σημεία στόχο να σταματήσει μια επινοημένη γενοκτονία, να «απο-ναζιστικοποιήσει» μια χώρα που δεν ήταν φασιστική, να απελευθερώσει την δήθεν ρωσική φύση της Ουκρανίας, και να αποστρατικοποιήσει την χώρα -παρόλο που δεν αποτελούσε πραγματική απειλή για την Ρωσία. Σύμφωνα με το VTsIOM, ένα κρατικό ίδρυμα δημοσκοπήσεων, η πλειοψηφία των Ρώσων θεωρούσε την Ουκρανία φιλική χώρα πριν από τον πόλεμο. Μόνο το 11% των Ρώσων έβλεπαν την Ουκρανία ως εχθρό.
Είναι δελεαστικό να δούμε τον πόλεμο του Πούτιν ως ολοκληρωτική αποτυχία. Από το Κίεβο μέχρι την Χερσώνα, η Ρωσία έχει υποστεί σημαντικές απώλειες στο πεδίο της μάχης. Έχει εδραιώσει την Δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία σε μια κλίμακα αδιανόητη πριν από τον πόλεμο και έχει προκαλέσει μια τρομερή απάντηση από το Κίεβο. Καθώς ο στρατός της Ουκρανίας βελτιώνεται, οι προοπτικές της Ρωσίας να τερματίσει τον πόλεμο με τους δικούς της όρους εξασθενούν -όχι ότι αυτοί οι όροι ήταν ποτέ σαφείς. Η Ρωσία αντιμετωπίζει επίσης κυρώσεις που επιβλήθηκαν από πολλές από τις πλουσιότερες και πιο προηγμένες τεχνολογικά χώρες του κόσμου. Με τόσες πολλές δυνάμεις που έχουν συσταθεί εναντίον του Πούτιν, ορισμένοι ειδικοί έχουν κάνει εικασίες για πιθανή διάλυση του καθεστώτος του.
Αλλά το καθεστώς στο Κρεμλίνο δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τον πόλεμο για να καταστείλει την ρωσική κοινωνία, να τραβήξει τις ελίτ ακόμα πιο κοντά του, και να ενισχύσει την θέση του στο εσωτερικό της χώρας. Μη όντας πλέον σε θέση να στηρίξει στην φήμη του ως ιδιοφυΐα της εξωτερικής πολιτικής -ικανός να αποσπάσει την Κριμαία από την Ουκρανία (όπως έκανε το 2014) ή να καταστήσει την Ρωσία σοβαρό παίκτη στη Μέση Ανατολή (όπως έκανε το 2015)- ο Ρώσος πρόεδρος έχει αντ’ αυτού επικεντρωθεί στην στρατιωτικοποίηση του κράτους και της δημόσιας σφαίρας, στην εξάλειψη όσων διαφωνούν ανοιχτά με την θέση της κυβέρνησης για τον πόλεμο, και στην υποκίνηση του μαχητικού αντιδυτικισμού μεταξύ των μεγάλων τμημάτων του κοινού που είναι, αν όχι υπέρ του πολέμου, τουλάχιστον γνήσια αντι-αντιπολεμικά.
Ονομάστε το «Πουτινισμό εν καιρώ πολέμου». Πιο κατασταλτικός και λιγότερο ευέλικτος από τον προπολεμικό Πουτινισμό, έχει επιβάλει το πνεύμα του πολέμου στον ρωσικό πληθυσμό. Το τίμημα της μη νίκης σε έναν πόλεμο, ωστόσο, είναι μια πληθώρα αρνητικών στόχων: να μην χάσει, να μην παραιτηθεί, να μην παραδεχτεί την ήττα, να μην επιτρέψει σε τίποτα να απειλήσει την επιβίωση του καθεστώτος. Ένα θεμελιωδώς κενό έργο, ο Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου είναι ένα φαουστιανό παζάρι με το μέλλον της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο δεν επιτυγχάνει πλέον ένα ιστορικό επιτυχίας, αλλά επιβάλλει ένα αφήγημα επιτυχίας που έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα επί του πεδίου. Ο πόλεμος έχει δημιουργήσει μια εκδοχή του Πουτινισμού που προσφέρει φθίνουσες αποδόσεις.
ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Πούτιν ποτέ δεν υπήρξε ντροπαλός στο να διεξάγει πόλεμο. Η θητεία του ως πρόεδρος της Ρωσίας ξεκίνησε με μια κληρονομημένη σύγκρουση στην Τσετσενία και μια περιπλοκή στη Μολδαβία. Το 2008, όταν υπηρετούσε ως πρωθυπουργός, η Ρωσία εισέβαλε στην Γεωργία. Και δύο χρόνια αφότου έγινε ξανά πρόεδρος το 2012, ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία και διείσδυσε στην ανατολική Ουκρανία. Μέχρι το 2015, ο στρατός και οι υπηρεσίες πληροφοριών της Ρωσίας είχαν πάρει μια εκστρατευτική στροφή, επεμβαίνοντας στην Συρία, παρεμβαίνοντας σε ξένες εκλογές, και κάνοντας επίδειξη δύναμης στην Αφρική. Ο Πούτιν απολάμβανε εδώ και καιρό να κινηματογραφείται και να φωτογραφίζεται ως αρχιστράτηγος της Ρωσίας, και έχει μετατρέψει τον δημόσιο εορτασμό της νίκης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε θεμέλιο λίθο της μετασοβιετικής ρωσικής ταυτότητας.
Αυτή ήταν η πολιτική και πολιτιστική τροχιά που οδήγησε στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ωστόσο, αυτή η εισβολή ήταν ένα σημείο καμπής, ακόμη και ρήξης, καθιστώντας την κυβέρνηση του Πούτιν αχώριστη από τον πόλεμο. Οι επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι σε διαφορετική κλίμακα από εκείνες των προηγούμενων πολέμων του Πούτιν. Το διακύβευμα είναι υψηλότερο, όπως και το επίπεδο της πολιτικής καταστολής.
Ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο για να μειώσει τις πολιτικές ελευθερίες των Ρώσων στο μηδέν: κανένα δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, κανένα δικαίωμα στο συνέρχεσθαι, κανένα δικαίωμα στην οργάνωση της αντιπολίτευσης έναντι της κυβέρνησης. Η φυλάκιση του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι, που συνέβη πριν από τον πόλεμο, θα μπορούσε να ήταν πιο αισθητή χωρίς τον πόλεμο. Πράγματι, η διελκυστίνδα μεταξύ του Πούτιν και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης κλιμακώθηκε το 2012, όταν ο Πούτιν επέστρεψε στο Κρεμλίνο για την τρίτη του προεδρική θητεία, και το 2018, στο αποκορύφωμα των προσπαθειών του Ναβάλνι να σφυρηλατήσει μια εναλλακτική στον Πουτινισμό. Αυτή η διελκυστίνδα έχει εξαφανιστεί.
Εν τω μεταξύ, ο Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου είχε μια εκπληκτικά περιορισμένη επίδραση στην ρωσική οικονομία. Οι ίδιοι τεχνοκράτες που προειδοποίησαν τον Πούτιν για τις δυνητικά καταστροφικές συνέπειες του πολέμου περίπου ένα μήνα πριν από την έναρξή του, έχουν εργαστεί σκληρά για να διατηρήσουν την ρωσική οικονομία σε λειτουργία από τον Φεβρουάριο του 2022. Οι κυρώσεις στερούν τις επιλογές για τον ρωσικό στρατό και για ορισμένες ρωσικές επιχειρήσεις (για παράδειγμα, εκείνες που ασχολούνται με τη μεταλλουργία, τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων, τα μηχανήματα, και τον εξοπλισμό), ενώ άλλες ρωσικές επιχειρήσεις (εκείνες που ασχολούνται με τρόφιμα ή αλουμίνιο, για παράδειγμα) έχουν κρατήσει τις δικές τους. Οι κυρώσεις μπορεί να αποδειχθούν πιο σημαντικές με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο δεν έχουν κάνει τόσα πολλά για να αλλάξουν την ζωή των απλών Ρώσων. Όσοι έχουν τα μέσα μπορούν ακόμα να ζήσουν άνετες ζωές. Αυτοί που δεν έχουν τα μέσα δεν είχαν πολλά να χάσουν, ούτως ή άλλως. Η κυβέρνηση ξοδεύει αφειδώς χρήματα για τους συνταξιούχους, τους φτωχότερους Ρώσους, και όσους συνδέονται με την πολεμική προσπάθεια˙ η ανεργία είναι χαμηλή. Αν οι Ρώσοι της μεσαίας τάξης και οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων έχουν πληγεί από τον πόλεμο, προσαρμόζονται. Τουλάχιστον προς το παρόν, η Ρωσία δείχνει όλα τα σημάδια ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά.
Και προς το παρόν, ο Πούτιν μπορεί να βασιστεί στην συναίνεση του ρωσικού πληθυσμού. Σε ποιο βαθμό ο Πούτιν θεωρείται αποτελεσματικός ηγέτης εν καιρώ πολέμου είναι δύσκολο να ειπωθεί. Αλλά πολύ λίγοι Ρώσοι, ακόμη και εκείνοι που δεν θα είχαν επιλέξει τον πόλεμο τον Φεβρουάριο του 2022, θέλουν η χώρα τους να χάσει στην Ουκρανία. Η ήττα μπορεί να φοβίζει ακόμη και σε έναν καταστροφικό πόλεμο, και ο Πούτιν είναι πολιτικά θωρακισμένος από αυτόν τον φόβο. Ακόμα κι αν η νίκη είναι εκτός των δυνατοτήτων του σε αυτό το σημείο, πολλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι τον χρειάζονται ως ηγέτη τους για να αποτρέψει την ήττα.
Ωστόσο, υπάρχουν σχετικά λίγοι αληθινοί πιστοί στον πόλεμο του Πούτιν στην Ρωσία. Τείνουν να είναι μεγαλύτερης ηλικίας, πολιτικά περιθωριοποιημένοι, και να ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Αυτοί είναι οι άνθρωποι στους οποίους τα επιχειρήματα του Πούτιν για την Δυτική κακοήθεια έχουν πιο έντονη απήχηση. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Levada τον Νοέμβριο του 2022, το 81% των Ρώσων άνω των 55 ετών έχουν αρνητικά συναισθήματα για την Δύση. Για αυτούς τους Ρώσους, η Ουκρανία ταλαντεύεται μεταξύ του να είναι εχθρός ευθυγραμμισμένος με την Δύση και μέρος της Ρωσίας, η οποία ζει από το 2014 υπό μια παράνομη κυβέρνηση και υποφέρει από την τεχνητή ουκρανική ταυτότητα που της επιβάλλεται από εθνικιστές φανατικούς στην Ουκρανία και από εκείνους στην Δύση που χρηματοδοτούν και ενθαρρύνουν αυτούς τους φανατικούς.
Το πρόβλημα με τους αληθινούς πιστούς είναι ότι οι πεποιθήσεις τους μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο. Μια ad hoc συνέλευση μπλόγκερ και σχολιαστών στην υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων Telegram, έχει δημιουργήσει το είδος της υποστήριξης για τον πόλεμο που τα κρατικά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν να εμπνεύσουν -κάτι πιο αυθόρμητο και ειλικρινές, με όλη την συναισθηματική δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά είναι από αυτές τις ίδιες γωνιές του οικοσυστήματος των ρωσικών media που έχουν προκύψει έντονοι επικριτές των στρατιωτικών τακτικών της Ρωσίας. Πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται αρκετά επιθετικά. Τους τελευταίους μήνες, το Κρεμλίνο ανέχτηκε αυτές τις φωνές, αλλά τις έχει επίσης χαλιναγωγήσει. Εξάλλου, αυτά τα πρόσωπα είναι υπέρ του πολέμου και του καθεστώτος. Κάθε τόσο, πρέπει να τους υπενθυμίζεται ότι πρέπει να παραμένουν εντός των ορίων τους.
Μεταξύ της πολιτικής ελίτ, η κατηγορηματική κριτική για τον πόλεμο είναι αδιανόητη. Η ρωσική κυβέρνηση εξαναγκάζει τους επικριτές να εγκαταλείψουν την χώρα, εκφοβίζει όσους μένουν, και διώκει αυτούς που δεν εκφοβίζονται. Όσοι εξακολουθούν να βρίσκονται στην Ρωσία αντιμετωπίζουν επαγγελματικά αντίποινα, δημόσιο στιγματισμό, και συλλήψεις επειδή αντιτίθενται στον πόλεμο. Ο Ilya Yashin, κορυφαίος πολιτικός της αντιπολίτευσης, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε οκτώμισι χρόνια φυλάκιση επειδή συζήτησε την σφαγή που διέπραξαν οι ρωσικές δυνάμεις στην ουκρανική πόλη Bucha. Σχεδόν σε άλλους 400 έχουν ασκηθεί ποινικές υποθέσεις ως αποτέλεσμα του αντιπολεμικού ακτιβισμού τους, και σε περισσότερους από 5.500 έχουν επιβληθεί πρόστιμα, έχουν τεθεί υπό κράτηση, ή τους έχουν απαγορευτεί ορισμένες δραστηριότητες. Ελλείψει ενός αποτελεσματικού κόμματος ή κινήματος της αντιπολίτευσης, οι απροκάλυπτα αντιπολεμικές δηλώσεις καταγράφονται ως μεμονωμένες κινήσεις, υπογραμμίζοντας την φαινομενικά ακλόνητη κυριαρχία του Κρεμλίνου στην πολιτική σφαίρα της Ρωσίας και στην ρωσική κοινή γνώμη.
Παρά το γεγονός ότι ελέγχει τόσο εμφανώς την πολιτική σκηνή, το Κρεμλίνο δεν ρισκάρει. Τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επικεντρωθεί στην στρατιωτική κινητοποίηση που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο. Τουλάχιστον εξίσου σημαντική ήταν η στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας. Μόνο μια μειοψηφία Ρώσων συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο, αλλά όλοι πρέπει να επιδείξουν την συγκατάθεσή τους στον πόλεμο, μια συναίνεση που δεν συνεπάγεται παθιασμένη υποστήριξη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο πολιτιστικός κόσμος, και ο εκπαιδευτικός τομέας έπαιξαν ρόλο είτε στην δικαιολόγηση του πολέμου είτε στην δημιουργία των θεμελίων για έναν πόλεμο που θα διαρκέσει όσο ο Πούτιν πιστεύει ότι πρέπει. Μερικές φορές ο στόχος είναι να πυροδοτήσει τα συναισθήματα του πολέμου. Ένας πιο διακριτικός στόχος είναι να κάνει τον πόλεμο να φαίνεται ρουτίνα, ένα οργανικό και αναπόφευκτο μέρος της ρωσικής ζωής.
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ
Ο Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου είναι ένα πείραμα αναβολής προβλημάτων. Περαιτέρω πρόοδος της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης ή ακόμα και το στρατιωτικό status quo μπορεί να αναγκάσουν τον Πούτιν να ξεκινήσει μια δεύτερη επιστράτευση επί της επιστράτευσης των εφέδρων που κήρυξε [1] τον Σεπτέμβριο του 2022, κάτι που θα αποφύγει για όσο μπορεί. Μια δεύτερη επιστράτευση θα δοκίμαζε την καλή πίστη του Πουτινισμού εν καιρώ πολέμου. Η επιστράτευση είναι από μόνη της τραυματική, και η επιστράτευση χωρίς στρατιωτική πρόοδο είναι κάτι παραπάνω από τραυματική. Είναι μια μομφή για όσους βρίσκονται σε θέσεις στρατιωτικής και πολιτικής ευθύνης. Αλλά ο πρώτος γύρος επιστράτευση της Ρωσίας έλαβε χώρα εν μέσω αποτυχιών στο πεδίο της μάχης και το Κρεμλίνο επέζησε άθικτο. Μια εκδοχή αυτού του κύκλου μπορεί απλώς να επαναληφθεί. Ή η κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει να επεκτείνει την στρατολόγηση νέων ανδρών.
Ο Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου θα μπορούσε επίσης να υπονομευθεί μέσω της στασιμότητας. Η Ρωσία μπορεί να ενωθεί γύρω από την ζοφερή αποστολή της να μην χάσει έναν πόλεμο μόνο για ένα χρονικό διάστημα. Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, ο Ρώσος πρόεδρος, Μπόρις Γέλτσιν, υποσχέθηκε ευημερία, πολιτική ελευθερία, και ενσωμάτωση της Ρωσίας στην Ευρώπη. Απέτυχε στην εκτέλεση, αλλά στα πρώτα στάδια της διακυβέρνησής του αυτοί οι στόχοι αντιπροσώπευαν μια χαλυβδωτική αποστολή για την μετασοβιετική Ρωσία, και, μεταξύ 1991 και 2000, ο Γέλτσιν έφερε την Ρωσία πιο κοντά στην ελεύθερη αγορά και στην Ευρώπη. Κατά την διάρκεια της θητείας του, η αποστολή του Πούτιν ήταν πιο νεφελώδης: σταθερότητα και ευημερία στο εσωτερικό μετά τις οικονομικές αναταραχές της δεκαετίας του 1990˙ ρωσική στρατιωτική κραταιότης στο εξωτερικό˙ και μια θέση στο τραπέζι της διεθνούς πολιτικής. Ο πόλεμος του Πούτιν το 2022 έχει βλάψει την διεθνή φήμη της Ρωσίας και έχει πλήξει την αντίληψη της ρωσικής στρατιωτικής κραταιότητας. Αυτό που απομένει είναι η ώθηση για σταθερότητα μέσω της στρατιωτικοποίησης, μια παράδοξη πολιτική φιλοδοξία.
Ο Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου είναι ένας περικεκομμένος Πουτινισμός και θα ήταν αδύνατο να περιγραφεί η σημερινή Ρωσία (στους Ρώσους) ως ανερχόμενη δύναμη. Είναι, μάλλον, μια μαχόμενη δύναμη. Αυτό εξηγεί την φρενήρη εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης για την συγκέντρωση υποστήριξης στον πόλεμο, η οποία συγκαλύπτει το γεγονός ότι ο Πούτιν έχει δεσμεύσει την Ρωσία σε έναν μακρύ κύκλο στασιμότητας. Η απομόνωση και οι κυρώσεις μαζί θα συμβάλουν στην οικονομική και τεχνολογική παρακμή της Ρωσίας. Κανείς δεν μπορεί να πει για πόσο καιρό μπορεί να περπατήσει ο Πούτιν σε αυτό το αποθαρρυντικό τεντωμένο σχοινί. Η πολεμική πορεία του Πούτιν δεν οδηγεί από το σημείο Α στο σημείο Β, αλλά είναι μια κυκλική διαδρομή που οδηγεί από το σημείο Α πίσω στο σημείο Α. Μια καλά συντονισμένη μέθοδος για την αποφυγή της αποτυχίας, ο «Πουτινισμός εν καιρώ πολέμου» έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αδιεξόδου.
Ο MICHAEL KIMMAGE είναι καθηγητής Ιστορίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής και επισκέπτης συνεργάτης στο German Marshall Fund. Από το 2014 έως το 2016, υπηρέτησε στο Επιτελείο Σχεδιασμού Πολιτικής στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, όπου κατείχε το χαρτοφυλάκιο Ρωσίας/Ουκρανίας.
Η MARIA LIPMAN είναι ανώτερη επισκέπτρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών, Ρωσικών, και Ευρασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου George Washington και συν-εκδότρια της νεοσύστατης ιστοσελίδας του Ινστιτούτου Russia.Post.