Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αποφύγει τον ιδεολογικό ανταγωνισμό με το Πεκίνο
Στην Ευρώπη αυτή την εβδομάδα, στο πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, χαρακτήρισε την τρέχουσα εποχή στην παγκόσμια πολιτική ως υπαρξιακή επιλογή μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού, μια θεμελιώδη απόφαση που, όπως το έθεσε σε μια ομιλία του στο Πίτσμπουργκ στις 31 Μαρτίου είναι «ό,τι έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό μεταξύ Αμερικής και Κίνας και του υπόλοιπου κόσμου». Η οικονομική επιτυχία της Κίνας και η πολιτική ανθεκτικότητά της απέδειξαν πράγματι ότι η ανάπτυξη δεν απαιτεί εκδημοκρατισμό. Και καθώς η Κίνα αποκτά όλο και μεγαλύτερη επιρροή, μπορεί τελικά «να παρουσιάσει μια ισχυρότερη ιδεολογική πρόκληση από όσο η Σοβιετική Ένωση», όπως σημείωσαν οι Kurt Campbell και Jake Sullivan σε αυτές τις σελίδες το 2019.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δίκιο να τονίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δημοκρατία σε όλο τον κόσμο, αλλά η πιο άμεση απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατίες βρίσκεται στο εσωτερικό, όχι στο εξωτερικό. Προς το παρόν, οι κίνδυνοι του να αντιληφθούμε τον αμερικανο-κινεζικό ανταγωνισμό ως παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων υπερτερούν των πλεονεκτημάτων. Εσωτερικά, η επίκληση του ανταγωνισμού με την Κίνα μπορεί να φαίνεται σαν ένας ελκυστικός τρόπος για να οικοδομηθεί δικομματική υποστήριξη για μακροχρόνιες εγχώριες επενδύσεις. Ωστόσο, τέτοιες επικλήσεις είναι απίθανο να επηρεάσουν τα Ρεπουμπλικανικά μέλη του Κογκρέσου και ενδέχεται να επικυρώσουν τις προσπάθειές τους να εμφανίσουν την Κίνα ως μεγαλύτερη απειλή για την δημοκρατία των ΗΠΑ από τις προσπάθειες των ίδιων των Ρεπουμπλικανών να ανατρέψουν τις εκλογές του 2020 και να περιορίσουν τις μελλοντικές εκλογές. Ανεξάρτητα από το πόσο προσεκτικά η κυβέρνηση κάνει διάκριση μεταξύ της κινεζικής κυβέρνησης και των ανθρώπων κινεζικής εθνικότητας, αυτή η ρητορική του «καλού εναντίον του κακού» δημιουργεί ένα ανεκτικό περιβάλλον για την ξενοφοβία, τον αντι-ασιατικό ρατσισμό, και την βία εναντίον όσων θεωρούνται ξένοι.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό να αντανακλά την ιδεολογική ανασφάλεια του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Η παρουσίαση του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ως ανταγωνισμού μεταξύ συστημάτων υπερεκτιμά την ιδεολογική ελκυστικότητα της Κίνας και υπονομεύει την ικανότητα της Ουάσινγκτον να συνεργάζεται παραγωγικά με ένα ευρύ φάσμα κυβερνήσεων στην Ασία και πέραν αυτής. Η ταυτόχρονη υπεράσπιση των αμερικανικών αξιών και η επίτευξη μιας ειρηνικής -αν και ανταγωνιστικής- συνύπαρξης με την Κίνα απαιτεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ
Κατά το παρελθόν έτος, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πληγεί από πολιτικές αναταραχές και ένα από τα χειρότερα ξεσπάσματα της COVID-19 στον κόσμο, οι ηγέτες της Κίνας είχαν διπλασιάσει τις προσπάθειές τους να προβάλουν ισχύ. Ωστόσο, κάτω από την κινεζική προπαγάνδα βρίσκεται η πολιτική ανασφάλεια και οι φόβοι της ιδεολογικής χρεοκοπίας. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, καθώς άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν, το ΚΚΚ αγκάλιασε τον καπιταλισμό και ανέχθηκε την αχαλίνωτη ανισότητα ως ένα τίμημα της ταχείας ανάπτυξης, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των ιδρυτικών ιδεών του και των τρεχουσών πρακτικών του που το έχουν εκθέσει σε κατηγορίες περί υποκρισίας. Το ΚΚΚ θεωρεί τον εαυτό του κλειδωμένο σε έναν ιδεολογικό αγώνα για να υπερασπιστεί την εγχώρια νομιμοποίησή του και να αποτρέψει την απειλή του εκδημοκρατισμού. Μέχρι τώρα τουλάχιστον, οι ιδεολογικές του φιλοδοξίες ήταν πιο εθνικιστικές παρά διεθνιστικές, ακόμη και όταν οι προσπάθειές του να καταστείλει την [εναντίον του] κριτική έχουν γίνει παγκόσμιες. Αυτές οι προσπάθειες είχαν διαβρωτική επίδραση στην ελευθερία του λόγου, αλλά δεν αποτελούν υπαρξιακή απειλή για την φιλελεύθερη δημοκρατία.
Οι πραγματικές πηγές της επιρροής της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας είναι συναλλακτικές και καταναγκαστικές, όχι ιδεολογικές. Στη Νοτιοανατολική Ασία, για παράδειγμα, η συμπεριφορά του Πεκίνου δεν αποκαλύπτει καμία ευνοιοκρατία έναντι καθεστώτων με παρόμοια ιδεολογικά θεμέλια. Όπως και η Κίνα, το Βιετνάμ κυβερνάται από ένα αυταρχικό μονοκομματικό καθεστώς, επισήμως κομμουνιστικό σε προσανατολισμό, αλλά έχοντας ανοίξει και αναλάβει μια σημαντική διαδικασία οικονομικής μεταρρύθμισης από την δεκαετία του 1980. Ωστόσο, το Βιετνάμ αντιτάχθηκε σταθερά στις κινεζικές δραστηριότητες στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, σφυρηλάτησε την δική του μεταρρυθμιστική πορεία υπό τη μονοκομματική διακυβέρνηση και δημιούργησε το δικό του δίκτυο 5G για να αποφύγει την συνεργασία με τον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα Huawei.
Η Κίνα βρήκε ευκολότερο να διαχειριστεί τις σχέσεις με τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες, δύο πολυκομματικά, μη κομμουνιστικά καθεστώτα. Η Μαλαισία είναι ένα υβριδικό καθεστώς του οποίου ο μαλαισιανής μουσουλμανικής πλειοψηφίας πληθυσμός αντιτίθεται έντονα στον κομμουνισμό. Ωστόσο, οι ισχυροί οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα έχουν αποθαρρύνει τη μαλαισιανή κυβέρνηση να κλιμακώσει τις περιοδικές αντιπαραθέσεις με κινεζικά πλοία σε αμφισβητούμενα ύδατα. Οι Φιλιππίνες είναι μια εκλογική δημοκρατία, αν και ελαττωματική. Ακόμα και μετά την επικράτηση των Φιλιππίνων σε μια υπόθεση που παραπέμφθηκε στην Χάγη σχετικά με κινεζικούς ισχυρισμούς στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, έχει αποφύγει να αντιμετωπίσει το Πεκίνο και εξέφρασε το ενδιαφέρον του να συνεργαστεί για την εξερεύνηση πετρελαίου.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, η «χωρίς όρους» βοήθεια του Πεκίνου έχει αποφύγει τις ιδεολογικές προϋποθέσεις, εκτός από τον σεβασμό σε θέματα που το ΚΚΚ θεωρεί αναπόσπαστα της πολιτικής επιβίωσης και της εδαφικής του κυριαρχίας. Όπως σημείωσε ο πολιτικός επιστήμονας Yeling Tan, οι κινεζικές οικονομικές προσπάθειες στο εξωτερικό είναι «κυρίως το προϊόν της μπερδεμένης εσωτερικής πολιτικής της χώρας και όχι το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου γενικού σχεδίου». Η πρωτοβουλία Belt and Road (BRI) έφερε κινεζικές επενδύσεις και ανάπτυξη υποδομών σε περισσότερες από εκατό χώρες, αλλά τοπικές πολιτικές και θεσμοί έχουν συχνά απορρίψει τις οδηγίες από το Πεκίνο. Για παράδειγμα, το τεράστιο έργο Melaka Gateway στη Μαλαισία τέθηκε σε αναστολή όταν ο μακροχρόνιος σκεπτικιστής για την Κίνα, Mahathir Mohamad, αντικατέστησε τον Najib Razak ως πρωθυπουργός το 2018.
Στη Μιανμάρ, η Κίνα ενήργησε ρεαλιστικά και όχι ιδεολογικά. Παρόλο που η πολιτική φιλελευθεροποίηση την δεκαετία του 2010 είχε οδηγήσει σε μεγαλύτερη δέσμευση μεταξύ της Μιανμάρ και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι πρωτοβουλίες της κινεζικής BRI στη Μιανμάρ παρέμειναν ενεργές και η Κίνα αποδείχθηκε χρήσιμος εταίρος για την Aung San Suu Kyi καθώς η κυβέρνησή της αντιμετώπισε διεθνή καταδίκη ως απάντηση στην γενοκτονία των Ροχίνγκια. Μετά το πραξικόπημα της Μιανμάρ το 2021, η Κίνα υιοθέτησε μια προσεκτική στάση, ευνοώντας την επιστροφή στην τάξη για να προστατεύσει τις επενδύσεις της. Στη Μιανμάρ όπως και αλλού, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Κίνας υπερκαλύπτουν τις τυχόν ιδεολογικές ομοιότητες που μπορεί να έχει το Πεκίνο με τους εταίρους και τους αντιπάλους του.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, το ΚΚΚ έχει δημιουργήσει επαφές με περισσότερα από 400 πολιτικά κόμματα σε περισσότερες από 160 χώρες. Αν και οι κινεζικές προσπάθειες να καλλιεργήσει μελλοντικούς ξένους ηγέτες έχουν σχεδιαστεί ονομαστικά για να βοηθήσουν τα κυβερνώντα κόμματα σε άλλες χώρες να βελτιώσουν τις στρατηγικές επιβίωσής τους, πολλές από αυτές τις συναλλαγές μοιάζουν περισσότερο με πληρωμένες από το κράτος εκδρομές παρά με σοβαρές ευκαιρίες μάθησης. Και ακόμη και όταν το ΚΚΚ χρησιμοποιεί εκπαιδευτικές συνεδρίες για να βελτιώσει την εικόνα του στο εξωτερικό, βασίζεται επίσης στο υλικό του Harvard Business School για να διδάξει διαχείριση και αξιολόγηση έργων.
Αυτές οι συναλλαγές μπορεί επίσης να αντικατοπτρίζουν παράγοντες ελκυστικότητας πιο πολύ από μια εξωτερική ώθηση από το Πεκίνο. Στη Μαλαισία, για παράδειγμα, μέλη του πρώην κυβερνώντος συνασπισμού Barisan Nasional έχουν ζητήσει συμβουλές από το ΚΚΚ για θέματα διακυβέρνησης. Παρά την αντίθεσή τους στην κομμουνιστική ιδεολογία, οι Μαλαισιανοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν στο ΚΚΚ μια κοινή δυσπιστία έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και ενδιαφέρον για τις «ασιατικές αξίες», καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν «πλέον μια κομμουνιστική απειλή για τη Μαλαισία».
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Υπό τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping, η Κίνα έχει γίνει πιο φιλόδοξη στις προσπάθειές της να κάνει την διεθνή τάξη πιο φιλόξενη προς τα συμφέροντά της. Αλλά ένας κόσμος ασφαλής για την απολυταρχία δεν αποκλείει έναν κόσμο ασφαλή για την δημοκρατία. Με τους ειδικούς των ΗΠΑ να προειδοποιούν ότι «ολόκληρη η δημοκρατία μας κινδυνεύει» από τους νέους εκλογικούς περιορισμούς και τους περίεργους ισχυρισμούς για εκλογική απάτη, η επιδιόρθωση της δημοκρατίας είναι το πρωταρχικό καθήκον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ενώ είναι σημαντικό να επιβεβαιωθούν οι φιλελεύθερες αξίες στο εξωτερικό, η οικοδόμηση μιας αμερικανικής υψηλής στρατηγικής (grand strategy) για την καταπολέμηση του αυταρχισμού θα μπορούσε να αποτύχει, προκαλώντας κινεζική κλιμάκωση στο ιδεολογικό μέτωπο -και ωθώντας άλλες χώρες πιο κοντά στην Κίνα.
Μέχρι στιγμής, το ΚΚΚ έχει διαλαλήσει την υπεροχή του συστήματός του και το έχει προσφέρει ως παράδειγμα από το οποίο μπορούν να μάθουν και άλλες χώρες. Αλλά όσο περισσότερο το Πεκίνο βλέπει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό να διεξάγεται πάνω σε ιδεολογικές γραμμές, τόσο πιθανότερο είναι να δώσει προτεραιότητα στην λήψη μέτρων για την αποδυνάμωση των δημοκρατιών. Τέτοιες προσπάθειες θα μπορούσαν να πάνε πέρα από τις τρέχουσες κινεζικές εξαγωγές τεχνολογίας παρακολουθήσεων και τις εκστρατείες παραπληροφόρησης που σχετίζονται με τον κορωνοϊό, ώστε να συμπεριλάβουν πιο συντονισμένες προσπάθειες να αναμορφωθούν άλλες χώρες κατ’ εικόνα της Κίνας. Η διπλωματία του «Wolf Warrior» (Πολεμιστή Λύκου) του Πεκίνου έχει αποδείξει την προθυμία της να ενισχύσει την εγχώρια κριτική εντός των δημοκρατιών. Ωστόσο, αξιωματούχοι των πληροφοριών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Κίνα μέχρι στιγμής απέφυγε τις ρωσικού τύπου προσπάθειες να παρέμβει στις εκλογές των ΗΠΑ. Το να τονιστεί η ανάγκη αντιμετώπισης του αυταρχισμού σε όλο τον κόσμο θα μπορούσε να αυξήσει τους κινεζικούς φόβους ότι η Ουάσινγκτον επιδιώκει αλλαγή καθεστώτος στο Πεκίνο και να προκαλέσει ακόμη πιο αποδιοργανωτικές κινήσεις στο εξωτερικό.
Το να καθοριστεί η στρατηγική των ΗΠΑ ως ένας ανταγωνισμός μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού είναι επίσης πιθανό να αποξενώσει χώρες που βλέπουν περιορισμένη ιδεολογική έλξη είτε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε προς την Κίνα (και, σε κάθε περίπτωση, καθοδηγούνται λιγότερο από την ιδεολογική συγγένεια παρά από εθνικά συμφέροντα). Και υπάρχει η σχετική πρόκληση για τον αυστηρό καθορισμό του [όρου] «δημοκρατικό». Από τη μια πλευρά, θα ήταν αντιπαραγωγικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να θέσουν υπερβολικά υψηλούς φραγμούς για την ένταξη στην δημοκρατική οικογένεια. Όμως η αντίθετη προσέγγιση -το να αποκαλείς εταίρους «δημοκρατικούς», ενώ παραβλέπεις τις εγχώριες καταχρήσεις τους- θα εξασθενίσει τον όρο, ανοίγοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κατηγορίες υποκρισίας και υπονομεύοντας την ηθική ηγεσία των ΗΠΑ.
Η Ινδονησία προσφέρει ένα διδακτικό μάθημα. Είναι στρατηγικά σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, αλλά η δημοκρατία της βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση σήμερα: η διοίκηση του προέδρου Joko Widodo έχει χρησιμοποιήσει κατασταλτικές τακτικές για να καταπνίξει την κριτική και την κινητοποίηση της αντιπολίτευσης, και ο ινδονησιακός στρατός διαδραματίζει υπερβολικό ρόλο στην εθνική πολιτική. Ακόμη και αν αφήσουμε αυτά τα ζητήματα στην άκρη, για τους Ινδονήσιους, οι ισχυρισμοί για την κανονιστική ανωτερότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν θα υπερέβαιναν τα άμεσα οικονομικά οφέλη του εμπορίου με την Κίνα. Πολλοί Ινδονήσιοι είναι επιφυλακτικοί με αυτό που θεωρούν ως υπερβολές του αμερικανικού φιλελευθερισμού και κομματική έχθρα στην πολιτική των ΗΠΑ. Αν και έχουν λίγη όρεξη για κομμουνισμό, θαυμάζουν την οικονομική επιτυχία και την πολιτική σταθερότητα της Κίνας. Η προσέγγιση της Κίνας στην Ινδονησία επικεντρώνεται στην εμβάθυνση των εμπορικών σχέσεων, στην διασφάλιση της πρόσβασης σε φυσικούς πόρους και στην εκτροπή της κριτικής για τον εγκλεισμό έως και δύο εκατομμυρίων Ουιγούρων, με το να οργανώνει πληρωμένες εκδρομές για τις μουσουλμανικές ελίτ της Ινδονησίας. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν έχουν εξαγοράσει την εκτίμηση της Ινδονησίας στα κινεζικά συμφέροντα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ούτε εξασθένισαν την θεμελιώδη επιφυλακτικότητα της Ινδονησίας για την κινεζική επιρροή. Πράγματι, οι ισχυροί οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα σπάνια δημιουργούν κράτη-μαριονέτες: περιπτώσεις όπως η Καμπότζη, μια δικτατορία που αποδείχθηκε χρήσιμος εταίρος της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ασία, είναι σπάνιες και καθοδηγούνται από περιφερειακά πρότυπα συμμαχιών και από ιστορικούς δεσμούς.
Ο τελικός κίνδυνος είναι ότι η ανάδειξη της ιδεολογίας θα ωθήσει τις απολυταρχίες, κυρίως την Κίνα και την Ρωσία, να εμβαθύνουν την συνεργασία τους. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πιο επιτυχημένες όταν εκμεταλλεύθηκαν ρήγματα μεταξύ των δύο κομμουνιστικών αντιπάλων. Σήμερα, δεν υπάρχει αναπόφευκτη «συμμαχία των απολυταρχιών», αλλά το να ορίσουμε την διεθνή πολιτική ως ανταγωνισμό συστημάτων θα μπορούσε να έχει το αντιπαραγωγικό αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει όντως μια τέτοια [συμμαχία].
ΗΓΕΣΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
Αν και είναι δελεαστικό να δούμε την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας ως προάγγελο του αυξανόμενου αυταρχισμού παγκοσμίως, οι πιο κοντινές ρίζες της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης στις περισσότερες χώρες είναι εγχώριες: λαϊκή δυσαρέσκεια για την αντιληπτή απώλεια ισχύος και πόρων προς μετανάστες, μειονότητες, και ρομπότ˙ «εκτός εποχής» πολιτικές και πνευματικές ελίτ ˙ οικονομική εξάρθρωση που προκύπτει από την παγκοσμιοποίηση και την αποβιομηχάνιση˙ και πόλωση και παραπληροφόρηση που τροφοδοτούνται από μια χαλαρά ρυθμισμένη ψηφιακή σφαίρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υπερασπιστούν την δημοκρατία χωρίς να κάνουν την ιδεολογία το επίκεντρο της προσέγγισής τους ως προς την Κίνα. Σε διεθνές επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δεσμευτούν να ηγηθούν δια του παραδείγματος, βάζοντας τον δικό τους δημοκρατικό οίκο σε τάξη. Οι Αμερικανοί ηγέτες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το να τεθούν τα θεμέλια για παγιωμένη δημοκρατία απαιτεί κάτι περισσότερο από την απλή διεξαγωγή εκλογών και ότι οι μεταρρυθμίσεις στην διακυβέρνηση, ακόμη και σε εξαιρετικά ελαττωματικές δημοκρατίες, αποδίδουν αισθητά οφέλη. Πράγματι, ακόμη και αυταρχικές χώρες μπορεί να έχουν έντονο ενδιαφέρον για μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την απόδοση. Μια ρεαλιστική εστίαση στην διακυβέρνηση συναντά τις εταίρους τρίτες χώρες εκεί όπου βρίσκονται, όπως έχει αναγνωρίσει η Κίνα από καιρό.
Τελικά, η διοίκηση Μπάιντεν πρέπει να εργαστεί για να επανοραματιστεί μια ανοιχτή και βασιζόμενη σε κανόνες διεθνή τάξη που να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να φιλοξενήσει εξίσου αντιφιλελεύθερες και φιλελεύθερες χώρες. Η άνοδος της Κίνας δεν απαιτεί την γενική καταστροφή της υπάρχουσας διεθνούς τάξης, και η Κίνα όντως προτιμά μια πιο συντηρητική εκδοχή που δίνει έμφαση στους Βεστφαλιακούς κανόνες περί κυριαρχίας και μη παρέμβασης. Ωστόσο, η εξωεδαφική ρήτρα του Νόμου περί Εθνικής Ασφάλειας του Χονγκ Κονγκ και οι προσπάθειες εκφοβισμού και τιμωρίας της ελεύθερης έκφρασης στο εξωτερικό απειλούν την αρχή της μη παρέμβασης. Εάν η Κίνα θέλει να υπερασπιστεί την επιστροφή σε ένα περισσότερο Βεστφαλιανό σύστημα αμοιβαίας συνύπαρξης μεταξύ κυρίαρχων κρατών, θα πρέπει να περιορίσει αυτές τις παρεμβάσεις «οξείας ισχύος» σε άλλες κοινωνίες.
Σε διεθνές επίπεδο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να μετριάσει τη μονομερή άσκηση μυστικής, καταναγκαστικής, ή διεφθαρμένης εξουσίας, είτε μέσω στρατιωτικών, είτε οικονομικών, είτε ενημερωτικών μέσων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να εργαστούν για να συγκεντρώσουν την παγκόσμια προσοχή σε κοινά ζητήματα όπως το κλίμα και η υγεία, τα οποία θα έχουν βασικά οφέλη για την ανταγωνιστικότητα και την επιρροή των ΗΠΑ. Όπως έγραψε πρόσφατα στους Financial Times η Anne-Marie Slaughter, διευθύνουσα σύμβουλος του New America, «ένα ειδικό προεδρικό ταμείο για την καταπολέμηση της πανδημίας HIV-AIDS πέτυχε περισσότερα για την φήμη της Αμερικής στην Αφρική από όσο πολλές άμεσες προσπάθειες για την καταπολέμηση της κινεζικής επιρροής στην ήπειρο».
Ακόμη και ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν οικοδομεί έναν κοινό σκοπό με άλλες δημοκρατίες, θα πρέπει να επενδύει για να κρατήσει την Κίνα μέσα σε μια πιο ευέλικτη διεθνή τάξη. Εάν οι Κινέζοι ηγέτες καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η Ουάσιγκτον δεν θα επιτρέψει ποτέ στο Πεκίνο να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει ακριβώς στο είδος της ολομέτωπης αντιπαράθεσης που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσπαθήσουν να αποφύγουν καθώς αναλαμβάνουν ξανά την διεθνή ηγεσία.