Μια συμφωνία δεν χρειάζεται να είναι υποχρεωτικά μια θανατική καταδίκη
Στην ομιλία του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ζήτησε διευρυμένη υποστήριξη από τις ΗΠΑ, όπως πρόσθετα όπλα και την επιβολή από το ΝΑΤΟ μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, καθώς η χώρα του συνεχίζει τον αγώνα της εναντίον των Ρώσων εισβολέων. Αλλά ακόμη και καθώς μάχονται, οι Ουκρανοί εξερευνούν επίσης διεξόδους για να τερματίσουν την σύγκρουση —συμπεριλαμβανομένου πιθανώς του να αποδεχτούν την ιδέα της ουδετερότητας. Η ουδετερότητα είναι ένα καθεστώς στο διεθνές δίκαιο υπό το οποίο μια χώρα δεσμεύεται να μην εισέλθει σε διεθνείς συμμαχίες ασφάλειας˙ για την Ουκρανία, θα σήμαινε πιθανώς το να αποκηρύξει ένα μέλλον στο ΝΑΤΟ και να μην επιτρέψει ξένες στρατιωτικές βάσεις στο ουκρανικό έδαφος.
Ενώ η ουδετερότητα θα εγκυμονούσε κινδύνους, δεν χρειάζεται να γίνει θανατική καταδίκη για την Ουκρανία. Ίσως, στην πραγματικότητα, να είναι το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δεδομένου του πού βρίσκονται τα πράγματα μετά από περισσότερες από τρεις εβδομάδες πολέμου. Το κλειδί για να λειτουργήσει η ουδετερότητα για την Ουκρανία είναι να διαμορφωθεί με τρόπο που θα διασφαλίζει ότι η παραίτηση από την ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν θα γίνει εις βάρος της αυτοάμυνας της χώρας ή των προοπτικών της για ένα οικονομικό και πολιτικό μέλλον στην Δύση. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι δυνατό χάρη στη μόχλευση που θα δώσει στον Ζελένσκι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η θαρραλέα στρατιωτική απόδοση της Ουκρανίας˙ μπορεί να γίνει όλο και πιο αποδεκτό από τη Μόσχα εάν ο ρωσικός στρατός συνεχίσει να αποδεικνύεται ανίκανος να διασφαλίσει τους στόχους του στο πεδίο της μάχης.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ
Η έννοια της ουδετερότητας αναδύθηκε ως ένας τρόπος ειρήνευσης σε καταστάσεις που διακινδυνεύουν να πυροδοτήσουν σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, σχεδόν όπως αυτή στην Ουκρανία σήμερα. Άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν χρησιμοποιήσει την ουδετερότητα για να αποφύγουν την απορρόφηση από έναν μεγαλύτερο γείτονα και έχουν γίνει ακμάζοντα μέλη της ευρωπαϊκής κοινότητας. Στην Ελβετία και στο Βέλγιο δόθηκε ουδετερότητα μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους για να αποτραπεί μια ανανεωμένη γαλλική στρατιωτική επέκταση. Η Αυστρία και η Φινλανδία, φοβούμενες την απορρόφηση ή την διχοτόμηση από την Σοβιετική Ένωση, αποδέχθηκαν παρόμοιο καθεστώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι τέσσερις μοιράζονται το χαρακτηριστικό του να βρίσκονται σε στρατηγικά ζωτικής σημασίας εδάφη που είναι υπερβολικά πολύτιμα για να τα εκχωρήσει μια δύναμη σε άλλες, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τα κρατήσει κάποιος για πολύ καιρό.
Οι περιπτώσεις της Φινλανδίας και της Ελβετίας είναι ίσως οι πιο σχετικές με την Ουκρανία, επειδή αμφότερες οι χώρες έχουν επιδιώξει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «ενισχυμένη ουδετερότητα» (fortified neutrality) (που δεν πρέπει να συγχέεται με την ένοπλη ουδετερότητα, η οποία αναφέρεται σε ένα κράτος που απέχει από μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντιμαχόμενων μερών, αλλά είναι πρόθυμο να αμυνθεί εναντίον αμφοτέρων). Ένας ενισχυμένος ουδέτερος είναι ένα κράτος που διατηρεί μια ασφαλιστική πολιτική με τη μορφή ενός ισχυρού στρατού σε διαρκή κατάσταση υψηλής ετοιμότητας και μια φήμη, βάσει εδάφους ή εθνικού ζήλου, ότι προκαλεί οδυνηρές ήττες σε έναν επιτιθέμενο.
Η ενισχυμένη ουδετερότητα θα μπορούσε σήμερα να είναι ένα βιώσιμο και εφικτό τελικό κράτος για την Ουκρανία. Θα μπορούσε να υιοθετήσει ένα έγγραφο παρόμοιο με την Συνθήκη για το Αυστριακό Κράτος (Austrian State Treaty) του 1955, το οποίο θα ορίζει ότι [η Ουκρανία] θα παραιτηθεί από την ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς ασφαλείας, υπό την προϋπόθεση της αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Για καλό και για κακό, θα μπορούσε επίσης να αφήσει περιθώριο για την διεθνή εποπτεία των 15 πυρηνικών αντιδραστήρων της, δεδομένου του προφανούς κινδύνου που θέτουν στις γειτονικές χώρες, σε περίπτωση μιας ανανεωμένης σύγκρουσης. Ωστόσο, η χώρα θα μπορούσε ακόμη να διατηρήσει έναν μεγάλο στρατό, εφοδιασμένο με Δυτικά όπλα και ενισχυμένο με εκπαίδευση, και θα μπορούσε τελικά να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Για να λειτουργήσει η ενισχυμένη ουδετερότητα, η Ουκρανία θα χρειαζόταν τρία πράγματα. Το πρώτο είναι κάποια εγγύηση για την συνέχιση της ύπαρξής της μόλις αποδεχτεί την ουδετερότητα. Μια εγγύηση θα μπορούσε να λάβει τη μορφή μιας Συνθήκης-πλαισίου, στην οποία οι γείτονες της Ουκρανίας, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές δυνάμεις, θα δεσμευτούν να την υπερασπιστούν σε περίπτωση εισβολής. Αλλά μια ακόμη πιο σημαντική εγγύηση -δεδομένης της εμπειρίας της Ουκρανίας με το ανενεργό πλέον Μνημόνιο της Βουδαπέστης (Budapest Memorandum), το οποίο διασφάλιζε την κυριαρχία της Ουκρανίας με αντάλλαγμα την παραίτηση του Κιέβου από τα πυρηνικά όπλα μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης- θα ερχόταν με τη μορφή ενός μεγάλου στρατού, γεμάτου αμυντικά όπλα που θα παρέχονται από την Δύση. Η συνθήκη-πλαίσιο, συνεπώς, θα πρέπει να κατοχυρώσει όχι μόνο το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοάμυνα, αλλά και μια δέσμευση να υποστηριχθεί η στρατιωτική της ανάπτυξη με ξένη βοήθεια και προμήθεια όπλων.
Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι ο φυσικός χώρος. Οι πεδιάδες είναι για την Ουκρανία ό,τι τα βουνά για την Ελβετία και οι λίμνες για την Φινλανδία: το γεωγραφικό χαρακτηριστικό που της δίνει μια πιθανότητα να αμυνθεί ενάντια σε μεγαλύτερες δυνάμεις. Ελλείψει φυσικών εμποδίων, η έκταση της Ουκρανίας επιτρέπει στον στρατό της να διεξάγει μια άμυνα με βάθος και να ανταλλάσσει χώρο με χρόνο, ενάντια σε έναν ισχυρότερο Ρώσο επιτιθέμενο. Επιπλέον, η μεγάλη επιφάνεια εδάφους της Ουκρανίας τής επιτρέπει να διατηρεί την δημογραφική και οικονομική βάση για έναν μεγάλο μόνιμο στρατό. Ως εκ τούτου, θα ήταν επιτακτική ανάγκη το να διατηρήσει η Ουκρανία τον κύριο όγκο του εδάφους της σε μια κατόπιν διαπραγματεύσεων διευθέτηση. Αυτό θα σήμαινε ότι τα κέρδη της Ρωσίας θα πρέπει να περιοριστούν σε μεγάλο βαθμό σε εδάφη που έλεγχε πριν από τον πόλεμο -δηλαδή στην Κριμαία και στα αποσχισθέντα ανατολικά εδάφη της [περιοχής] Λουχάνσκ και της [περιοχής] Ντόνετσκ. Ο Ζελένσκι έχει υποδείξει ότι είναι ανοιχτός σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο πιθανώς θα συνεπάγετο να συμφωνήσει να αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσικό έδαφος και να παραχωρήσει καθεστώς αυτοδιακυβέρνησης στην Λουχάνσκ και στη Ντόνετσκ, εν αναμονή ενός διαχειριζόμενου από τον ΟΗΕ δημοψηφίσματος που θα διακρίβωνε τις επιθυμίες του τοπικού πληθυσμού και θα παρείχε προστασία στα δικαιώματα των Ουκρανών που ζουν σε αυτά τα εδάφη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ θα μπορούσαν να ενισχύσουν την διαπραγματευτική θέση του Ζελένσκι, εξαρτώντας την άρση των κυρώσεων από την απόσυρση της Ρωσίας από όλα τα εδάφη που κατέλαβε κατά την διάρκεια του πολέμου.
Τέλος, η ενισχυμένη ουδετερότητα για την Ουκρανία θα απαιτήσει διαρκή οικονομική βοήθεια από την Δύση. Ενώ οι ενέργειες του Πούτιν σίγουρα αρκούν [για να δοθούν] ρωσικές επανορθώσεις στην Ουκρανία (τις οποίες θα μπορούσαν να επιδιώξουν έμμεσα οι Ουκρανοί από ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που θα κατασχεθούν στην Δύση), οι επίσημες επανορθώσεις είναι απίθανες, αφού ακόμη και σε περίπτωση στρατιωτικής ήττας ο Πούτιν πιθανώς θα παραμείνει σταθερά εδραιωμένος στην εξουσία και, σε κάθε περίπτωση, θα προεδρεύει επί μιας κατεστραμμένης οικονομίας. Για να έχει οποιαδήποτε ελπίδα οικονομικής ανασυγκρότησης, η Ουκρανία θα χρειαστεί μακροπρόθεσμη βοήθεια για την ανοικοδόμηση [της] η οποία μπορεί, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει ότι η χώρα θα είναι αρκετά ισχυρή για να αμυνθεί έναντι μιας μελλοντικής ρωσικής ανάμειξης. Η ΕΕ πρέπει να παίξει τον ηγετικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, με την βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας˙ θα χρειαστεί επίσης να αναπτύξει μια βιώσιμη πορεία για την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ. Σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, η ΕΕ δεν είναι μια διεθνής συμμαχία ασφαλείας, γι’ αυτό η Συνθήκη-πλαίσιο πρέπει να αναγνωρίζει το δικαίωμα της Ουκρανίας να επιδιώκει την ένταξη σε πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς. Το να δοθεί στους Ουκρανούς η προοπτική ενός τέτοιου μέλλοντος, όσο μακρινό κι αν είναι, θα τους αποτρέψει από το να τα παρατήσουν και να συναινέσουν σε ένα μέλλον στην ρωσική σφαίρα, όπως η Λευκορωσία.
Στην περίπτωση και των τριών εγγυήσεων —της αυτοάμυνας, της διατήρησης του μεγαλύτερου μέρους του ουκρανικού εδάφους, και της οικονομικής ανασυγκρότησης— ο στόχος της Δυτικής πολιτικής θα πρέπει να είναι να διασφαλίσει όχι μόνο ότι μια κυρίαρχη Ουκρανία θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά και ότι θα έχει μια εύλογη προοπτική ανθεκτικότητας. Διαφορετικά, ακόμη και οι πιο εμπνευσμένες προσπάθειες δεν θα ισοδυναμούν με κάτι περισσότερο από αυτό που οι Γερμανοί του Μεσοπολέμου, περιγράφοντας τα μικρά κράτη που δημιουργήθηκαν στην Συνθήκη των Βερσαλλιών, ονόμασαν Saisonstaat (εποχικό κράτος) —ένα κατασκεύασμα για τα εύκολα, που είναι καταδικασμένο να πεθάνει όταν ο επιτιθέμενος ανακάμψει.
TO ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Το να φτάσουμε σε μια βιώσιμη συμφωνία για την ουκρανική ουδετερότητα δεν θα ήταν εύκολο, αλλά υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει εφικτό. Ήδη, οι ρωσικές αποτυχίες έχουν υποχρεώσει τον Πούτιν να περιορίσει τις απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένου του να εγκαταλείψει την επιμονή του για την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας και την απομάκρυνση του Ζελένσκι από την εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εξόπλιση της Ουκρανίας μέχρι τα δόντια και η επιβολή επώδυνων κυρώσεων στην Ρωσία παραμένει κρίσιμης σημασίας, ακόμη και όταν ο απώτερος στόχος είναι η ουδετερότητα. Αν δεν βελτιωθεί δραματικά η μέχρι τώρα κακή απόδοση του στρατού του, ο Πούτιν είναι πιθανό να γίνει όλο και πιο δεκτικός σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων.
Πώς μπορούμε να φτάσουμε από εδώ σε μια τέτοια διευθέτηση; Εάν οι άμεσες προσπάθειες Ρωσίας-Ουκρανίας χρονοτριβήσουν, τότε η πιο πιθανή οδός θα ήταν μέσω ενός μεσολαβητή που εμπιστεύονται αμφότερες οι πλευρές -όπως ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ, ο οποίος διατηρεί στενή σχέση τόσο με τον Πούτιν όσο και, παρά τις πρόσφατες εντάσεις, με τον Ζελένσκι. Ένα πιθανό άνοιγμα θα μπορούσε να δοθεί από την ανάγκη για συζητήσεις σχετικά με την προστασία των πυρηνικών αντιδραστήρων της Ουκρανίας, [όπου] μια πυρηνική τήξη σε οποιονδήποτε από αυτούς θα μπορούσε να αποτελέσει μια καταστροφή διεθνών διαστάσεων, και να ξεκινήσει με μια κατάπαυση του πυρός που θα επιτρέψει στις διεθνείς ομάδες να λάβουν θέσεις στους αντιδραστήρες, ενώ οι άμαχοι θα εκκενώνονται από τις πόλεις της Ουκρανίας. Αμφότερα τα μέτρα θα παράσχουν ευκαιρίες για την αξιολόγηση της καλής πίστης της Ρωσίας˙ εάν τηρήσει την κατάπαυση του πυρός, οι συνομιλίες θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μια σταθερά διευρυνόμενη πολιτική ατζέντα, ξεκινώντας με τους τομείς [όπου υπάρχει] συμφωνία, οι οποίοι τώρα φαίνεται να περιλαμβάνουν δυνητικά το καθεστώς της ουδετερότητας και το μέλλον των ανατολικών εδαφών.
Φυσικά, είναι πιθανό ότι ο Πούτιν θα παραβίαζε αυτήν την κατάπαυση του πυρός, όπως έχει κάνει με τις προηγούμενες. Όμως, οι συνεχιζόμενες συνέπειες του πολέμου και οι κίνδυνοι της κλιμάκωσης δίνουν πολλούς λόγους για να γίνει προσπάθεια. Ακόμα κι αν ο Πούτιν παραβιάσει την προσπάθεια για μια τέτοια κατάπαυση του πυρός, είναι πιθανό ότι τελικά δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να μετακινηθεί προς την αποδοχή της ενισχυμένης ουδετερότητας της Ουκρανίας, για τον απλό λόγο ότι οι στρατιές του είναι ανήμπορες να υποτάξουν την χώρα με στρατιωτικά μέσα. Είναι επίσης πιθανό ότι ακόμη και αν συμβιβαστεί με αυτό το αποτέλεσμα, ο Πούτιν θα επιχειρήσει ξανά στο μέλλον να υποτάξει την Ουκρανία -η οποία είναι, εν τέλει, γεωγραφικά και ιστορικά πιο σημαντική για την Ρωσία από όσο ήταν η Φινλανδία και η Αυστρία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό είναι κρίσιμης σημασίας να μην αποδεχτούν οι Ουκρανοί, με την βοήθεια της Δύσης, καμία εκδοχή ουδετερότητας που αρνείται στην Ουκρανία το δικαίωμα που έχει κερδίσει, με μεγάλες θυσίες, να διατηρήσει έναν μεγάλο, προμηθευόμενο από την Δύση, στρατό.
Για τους Ουκρανούς, η ενισχυμένη ουδετερότητα είναι ένα καλύτερο αποτέλεσμα από την εναλλακτική της απορρόφησης σε μια νέα ρωσική αυτοκρατορία. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μόχλευε αποτελεσματικά τις αξιοσημείωτες στρατιωτικές επιδόσεις της Ουκρανίας τις τελευταίες τρεις εβδομάδες σε κάτι [που θα έχει] διαρκή αξία για τον λαό της. Με αντίτιμο τα ανατολικά εδάφη που ήταν ήδη ουσιαστικά ρωσικές σατραπείες και απαρνούμενη μια ένταξη στο ΝΑΤΟ, που το ίδιο το ΝΑΤΟ δεν ήταν διατεθειμένο να παραχωρήσει, η Ουκρανία θα κέρδιζε την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και την ικανότητα να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη οικονομία της. Μόνο η Ουκρανία μπορεί να επιλέξει αυτό το μέλλον -αλλά αν το κάνει, θα εναπόκειται στην Δύση να της δώσει τα όπλα, τα χρήματα, και την διπλωματική υποστήριξη που απαιτείται για να κάνει ένα τέτοιο μέλλον πραγματικά βιώσιμο.