Όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και εισέβαλε στην ανατολική Ουκρανία το 2014, το Κίεβο είχε πολλούς υποστηρικτές. Η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωξαν την αποκατάσταση της ουκρανικής κυριαρχίας μέσω κυρώσεων κατά της Ρωσίας και μέσω της διπλωματίας, αλλά αρνήθηκαν την άμεση στρατιωτική εμπλοκή. Μόνο με καθυστέρηση παρείχαν θανατηφόρα στρατιωτική βοήθεια -όχι πριν από το 2019, στην περίπτωση της Ουάσινγκτον.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, ωστόσο, καθώς η Ρωσία συγκέντρωσε τις δυνάμεις της στα ουκρανικά σύνορα, αυτή η απροθυμία είχε ως επί το πλείστον εκλείψει. Η βίαιη εισβολή που ακολούθησε και η χαρισματική ηγεσία του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκάλεσαν έναν πρώτο γύρο Δυτικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας. Οι εντυπωσιακές επιτυχίες της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2022 άνοιξαν την πόρτα για ακόμη πιο φιλόδοξη υποστήριξη.
Ο συνασπισμός των πλουσιότερων και τεχνολογικά πιο προηγμένων χωρών του κόσμου δίνει στην Ουκρανία ένα σημαντικό διαρθρωτικό πλεονέκτημα. Η Ρωσία, αντίθετα, έχει μόνο δύο χώρες -το Ιράν και την Βόρεια Κορέα- που την βοηθούν ανοιχτά στον πόλεμό της, αν και η Κίνα υπήρξε τόσο σημαντικό οικονομικό στήριγμα στην πολεμική προσπάθεια του Κρεμλίνου όσο και πάροχος μη θανατηφόρας στρατιωτικής βοήθειας. Ωστόσο, η Δυτική στρατιωτική υποστήριξη συνοδεύεται από τους δικούς της κινδύνους και προκλήσεις. Η μια είναι η ακραία εξάρτηση της Ουκρανίας από την Δυτική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο στρατός της Ουκρανίας έχει απομακρυνθεί από την γηρασμένη υποδομή και τα απαρχαιωμένα δόγματα που τον καθόριζαν κατά την διάρκεια της μετασοβιετικής εποχής, εξαρτώμενος σε μεγάλο βαθμό από τον εξοπλισμό και τον στρατηγικό σχεδιασμό της Δύσης. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία διεξάγει πόλεμο στην οικονομία της Ουκρανίας, η οποία θα δυσκολευόταν να λειτουργήσει χωρίς διεθνή βοήθεια.
Η συνέχιση της δέσμευσης της Δύσης στην Ουκρανία δεν μπορεί να διασφαλιστεί. Πολιτικές ομάδες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αμφισβητούν την μακροπρόθεσμη υποστήριξη προς την Ουκρανία. Μέχρι στιγμής, οι φωνές αυτές παραμένουν μειοψηφικές, αλλά πολλαπλασιάζονται και γίνονται όλο και πιο δυνατές. Η προώθηση ανοιχτά φιλορωσικών και αντι-ουκρανικών απόψεων παραμένει μια πολιτική σπανιότητα. Αντιθέτως, ο σκεπτικισμός τείνει να αναδύεται από μακροχρόνιες εσωτερικές πολιτικές συζητήσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γίνει το τελευταίο σημείο ανάφλεξης στη μάχη για το πόσο οι Αμερικανοί πρέπει να ενδιαφέρονται (και να ξοδεύουν) για την υποστήριξη υπερπόντιων εταίρων και συμμάχων. Στην Ευρώπη, η πανδημία COVID-19 και ο υψηλός πληθωρισμός στον απόηχο του πολέμου έχουν ασκήσει οικονομική πίεση. Η αισιοδοξία για την επιτυχία της Ουκρανίας έχει αρχίσει να κλονίζεται, οδηγώντας σε ανησυχία για έναν μεγάλο, ανοιχτό πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Εν τω μεταξύ, οι εξελίξεις στο μέτωπο -ιδιαίτερα ο σχετικά αργός ρυθμός και τα μέτρια κέρδη της αντεπίθεσης που ξεκίνησε η Ουκρανία νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι- έχουν ενθαρρύνει τους σκεπτικιστές της Δυτικής υποστήριξης προς το Κίεβο. Ακόμα και αν η αντεπίθεση επιταχυνθεί, δεν θα τερματίσει τον πόλεμο σύντομα. Οι υποστηρικτές της Ουκρανίας δεν έχουν μια σαφή, συμφωνημένη θεωρία νίκης, γεγονός που αποτελεί πολιτικό μειονέκτημα. Έξω από την Ουκρανία, άλλες ιστορίες εκτός από τον πόλεμο κυριαρχούν τώρα στις ειδήσεις. Όσο περισσότερο διαρκεί η σύγκρουση, τόσο περισσότερο ο αγώνας του Δαβίδ και του Γολιάθ των πρώτων ημερών της θα ξεθωριάζει στο παρασκήνιο, τροφοδοτώντας την αντίληψη της ματαιότητας και ενισχύοντας τις εκκλήσεις για την εξεύρεση τουλάχιστον μιας διακοσμητικής λύσης.
Ο κύριος κίνδυνος για την Ουκρανία δεν είναι τόσο μια απότομη πολιτική αλλαγή στην Δύση, όσο η αργή διάλυση ενός προσεκτικά υφασμένου ιστού εξωτερικής βοήθειας. Αν συμβεί μια απότομη μετατόπιση, ωστόσο, θα ξεκινήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η βασική κατεύθυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θα τεθεί στην κάλπη τον Νοέμβριο του 2024. Δεδομένου του κινδύνου που θα εγκυμονούσε ακόμη και μια σταδιακή απώλεια της υποστήριξης, για να μην αναφέρουμε μια ξαφνική διακοπή, η ουκρανική κυβέρνηση θα πρέπει να διαφοροποιήσει την προσέγγισή της σε όλο το πολιτικό φάσμα, προσαρμόζοντας τις εκκλήσεις της για βοήθεια στην προοπτική ενός παρατεταμένου πολέμου. Εν τω μεταξύ, οι πολιτικοί ηγέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη θα πρέπει να κάνουν όσα μπορούν για να κατοχυρώσουν την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία σε μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς κύκλους, καθιστώντας πιο δύσκολο για τους μελλοντικούς αξιωματούχους να μειώσουν την βοήθεια.
ΦΙΛΟΙ ΣΤΑ ΕΥΚΟΛΑ;
Στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν πηγή ανησυχίας, τον πιθανό αδύναμο κρίκο της διατλαντικής αλυσίδας. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι ευρωπαϊκές χώρες καλλιεργούν την ίδια ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Η αμείωτη αφοσίωση στην Ουκρανία χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις της Φινλανδίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των κρατών της Βαλτικής. Οι φόβοι ότι μια ακροδεξιά κυβέρνηση θα αντιστρέψει την πορεία της Ιταλίας στην Ουκρανία αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Αντιθέτως, η πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, επιβεβαίωσε την πορεία της Δύσης. Δεδομένου του πόσο αντιδημοφιλής είναι ο πόλεμος του Πούτιν στην Γαλλία, ακόμη και το κύριο στέλεχος της γαλλικής αντιπολίτευσης, η ακροδεξιά λαϊκίστρια Μαρίν Λεπέν -η οποία ιστορικά έχει υποστηρίξει τον Πούτιν και ενέκρινε ακόμη και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014- επέμεινε στην προηγούμενη καταδίκη της για την εισβολή πλήρους κλίμακας. Αντιτίθεται, ωστόσο, στις κυρώσεις και στις παραδόσεις βαρέων όπλων στην Ουκρανία. Η Ουγγαρία παραμένει μια εξαίρεση, ένα μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που είναι σαφώς μη ενθουσιώδες για την υπόθεση της Ουκρανίας. Σε αντάλλαγμα για την μη παραβίαση της συναίνεσης των Βρυξελλών που ευνοεί την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, η Ουγγαρία έχει αποσπάσει πολλές παραχωρήσεις από την ΕΕ. Μέχρι στιγμής, αυτό ήταν αρκετό για να κρατήσει τον πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, εντός της ΕΕ.
Η σταθερή ευρωπαϊκή υποστήριξη φαίνεται απίθανο να υποχωρήσει σύντομα. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του Ιουνίου, το 64% των κατοίκων της ΕΕ υποστηρίζει την χρηματοδότηση της αγοράς και της προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, με ποσοστό που κυμαίνεται από 30% στην Βουλγαρία έως 93% στην Σουηδία. Κανένα ευρωπαϊκό κόμμα που υποστηρίζει μια ανοιχτά φιλορωσική ατζέντα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν βιώσιμο εκλογικό συνασπισμό. Πράγματι, πολλά ευρωπαϊκά κοινά έχουν γίνει πιο υποστηρικτικά προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος.
Ωστόσο, ένα είδος κόπωσης έχει αρχίσει να επιβάλλει το τίμημά του στην Ευρώπη. Το καλύτερο παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην Γερμανία, η οποία επέζησε από την ενεργειακή συμφόρηση που προκάλεσε ο πόλεμος και δέχτηκε ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες, ενώ αύξησε σταδιακά την βοήθειά της προς την Ουκρανία. Όπως και με την πανδημία, είναι το μακρύ τόξο της κρίσης που γεννά απογοήτευση: οι υψηλές τιμές της ενέργειας, η ύφεση, οι ανησυχίες για την αποβιομηχάνιση, και ένας δυσλειτουργικός κυβερνητικός συνασπισμός έχουν επιφέρει μια κακουχία, η οποία έχει ωφελήσει το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (Alternative für Deutschland-AfD). Οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν τώρα το AfD ως το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της Γερμανίας. Θέλει να αποσύρει την Γερμανία από το ΝΑΤΟ και να σταματήσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία, αλλά η δημοτικότητα του κόμματος δεν πηγάζει από τις φιλορωσικές απόψεις του. Το AfD εκμεταλλεύεται την γενική δυσαρέσκεια για να κάνει την κριτική του στην ατλαντική εξωτερική πολιτική της Γερμανίας να φαίνεται ως πιο κοντά στην επικρατούσα τάση.
Για τους Ευρωπαίους, όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο μπορεί να φανεί δυσεπίλυτος και δαπανηρός, πιο πολύ ένα όχημα για την ισχύ των ΗΠΑ παρά ένα βασικό ευρωπαϊκό συμφέρον. Δεδομένου ότι η υποστήριξη για τον πόλεμο είναι η θέση του status quo στην Ευρώπη, οι επιχειρηματικοί πολιτικοί θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στο εσωτερικό μέτωπο και να κατηγορήσουν τις ελίτ στις πρωτεύουσες και τις Βρυξέλλες ότι νοιάζονται περισσότερο για την Ουκρανία παρά για τους δικούς τους πληθυσμούς. Για παράδειγμα, μια δημοφιλής αριστερή Γερμανίδα βουλευτής, η Sahra Wagenknecht, παρομοίασε πρόσφατα την υποστήριξη προς την Ουκρανία με ένα βαρέλι δίχως πάτο, ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός περικόπτεται σε όλους τους άλλους τομείς. Τέτοιες απόψεις θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν πιο συνηθισμένες στην Ευρώπη, και οι υποστηρικτές τους δεν θα χρειαζόταν να παράσχουν μια βιώσιμη εναλλακτική πολιτική˙ δεν έχουν ανάγκη καν να λένε την αλήθεια. Δεν θα χρειαζόταν ένας ιδιαίτερα επιδέξιος δημαγωγός για να πείσει τους Ευρωπαίους που υφίστανται οικονομικές πιέσεις ότι είναι διαθέσιμο ένα εύκολο τέλος του πολέμου και ότι ο τερματισμός του θα τους απελευθέρωνε από τα δεινά τους, όπως ο υψηλός πληθωρισμός.
Ο μπαλαντέρ στον πόλεμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, βρίσκεται είτε πίσω από τον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, στο ίδιο [δημοσκοπικό] επίπεδο με αυτόν. Η επιστροφή του Τραμπ θα ήταν πιθανότατα μια καταστροφή για την Ουκρανία. Ως πρόεδρος, ο Τραμπ αντιμετώπισε την Ουκρανία ως παράρτημα της εκστρατείας επανεκλογής του και προσπάθησε να πιέσει τον Ζελένσκι να βλάψει την φήμη του Μπάιντεν, του κύριου αντιπάλου του Τραμπ εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τους New York Times, αρκετές φορές το 2018 ο Τραμπ πρότεινε ιδιωτικά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ παρουσία ανώτερων αξιωματούχων της κυβέρνησης. Ποτέ δεν ακολούθησε την ιδέα αυτή. Αλλά αν κρίνουμε από την ρητορική του στην προεκλογική εκστρατεία, φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στην παραβίαση των καθιερωμένων κανόνων και παραδόσεων αν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Και τους τελευταίους μήνες, ο Τραμπ πρότεινε ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες. Τέτοιου είδους προεκλογικοί αλαλαγμοί υποδηλώνουν ότι ο Τραμπ θα προτιμούσε μια διευθέτηση της σύγκρουσης με διαπραγματεύσεις (πιθανότατα με τους ρωσικούς όρους) από την σταθερή συνέχιση της βοήθειας και της συνδρομής προς την Ουκρανία.
Ο Τραμπ ίσως να μην είναι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών. Είναι εντυπωσιακό, ωστόσο, ότι μεταξύ των άλλων υποψηφίων, οι δύο με τα υψηλότερα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ron DeSantis, και ο επιχειρηματίας Vivek Ramaswamy, είναι οι πιο απορριπτικοί για την Ουκρανία. Η Ρεϊγκανική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος -η οποία υποστηρίζει μια ισχυρή άμυνα των συμμαχικών δημοκρατιών και περιλαμβάνει προσωπικότητες όπως ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, και ο γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ από το Κεντάκι- εξακολουθεί να εκπροσωπείται καλά στο Καπιτώλιο και στις δεξαμενές σκέψης της Ουάσινγκτον. Όμως, μεταξύ των Ρεπουμπλικανών εκλογέων, αυτό το όραμα δεν βρίσκει ανταπόκριση. Η βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος βλέπει την Κίνα ως πολύ μεγαλύτερη απειλή από την Ρωσία και πολλοί Ρεπουμπλικάνοι βλέπουν μια ανταλλαγή μεταξύ της υποστήριξης της Ουκρανίας και της αντιμετώπισης εγχώριων προβλημάτων. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε από την Gallup τον Ιούνιο, το 50% των Ρεπουμπλικάνων πιστεύει ότι η Ουάσινγκτον υπερβάλλει στην υποστήριξή της προς την Ουκρανία, από το 43% που ήταν στην αρχή του πολέμου. Το 49% των Ρεπουμπλικάνων προτιμά να τερματιστεί γρήγορα η σύγκρουση, ακόμη και αν αυτό θα επέτρεπε στην Ρωσία να κρατήσει τα εδάφη που κατέλαβε.
«Κάνουμε τα πάντα για να χρησιμοποιήσουμε τους στρατιωτικούς πόρους των ΗΠΑ για να υπερασπιστούμε μια εισβολή στα σύνορα κάποιου άλλου, όταν δεν κάνουμε απολύτως τίποτα για να σταματήσουμε την εισβολή των καρτέλ στα δικά μας νότια σύνορα, εδώ στο σπίτι μας», έγραψε ο Ramaswamy τον περασμένο μήνα, επαναλαμβάνοντας μια φράση που έχει γίνει κοινός τόπος στα συντηρητικά μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ. Αυτό το επιχείρημα, το οποίο μπορεί να είναι επιπόλαιο και ξενοφοβικό, έχει μια ισχυρή διαισθητική έλξη για πολλούς Ρεπουμπλικάνους και συντηρητικούς. Πιθανόν να έχει απήχηση σε πολλούς ανεξάρτητους, ακόμη και σε ορισμένους Δημοκρατικούς και προοδευτικούς.
ΘΕΜΑΤΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ
Ο περιορισμός της Δυτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία δεν θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Καμία Δυτική χώρα δεν πολεμά ενεργά στην Ουκρανία, και παρά τον καθοριστικό ρόλο των Δυτικών όπλων και χρημάτων, ο πόλεμος ήταν από την αρχή πόλεμος της Ουκρανίας. Οι Ουκρανοί είναι αυτοί που έχουν επιδείξει εξαιρετική ανδρεία και έχουν κάνει εξαιρετικές θυσίες. Με ή χωρίς την Δυτική συνεργασία, η Ουκρανία θα αντιμετώπιζε την ίδια δύσκολη κατάσταση: έναν αντίπαλο που δεν αποδέχεται την ύπαρξη του ουκρανικού έθνους ή τη νομιμότητα του ουκρανικού πολιτισμού ή της ουκρανικής γλώσσας και που έχει δώσει στον εαυτό του την άδεια να επιτίθεται σε αμάχους -με φρικτές συνέπειες. Η Ουκρανία πρέπει να αντιμετωπίσει αυτόν τον αντίπαλο με όποιον τρόπο μπορεί. Μέχρι να υπάρξουν νέοι ηγέτες στο Κρεμλίνο, η Ουκρανία δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντισταθεί στην Ρωσία με την βία.
Χωρίς την Δυτική υποστήριξη, η Ουκρανία θα αντιμετώπιζε δύο διλήμματα. Το ένα θα ήταν η πρόκληση της διεξαγωγής του πολέμου, αν τα Δυτικά υλικά γίνονταν είτε πιο ακριβά, είτε λιγότερο διαθέσιμα, είτε και τα δύο. Οι Ουκρανοί στρατιώτες έχουν αφιερώσει σημαντικό χρόνο στην εκπαίδευση με Δυτικό εξοπλισμό. Οι Ουκρανοί στρατηγοί έχουν επωφεληθεί πάρα πολύ από την βοήθεια στην στόχευση και την ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από άλλες χώρες. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο στο πεδίο της μάχης γίνεται συχνά μέσω του Starlink, μέσω τεχνολογίας που ο Αμερικανός επιχειρηματίας τεχνολογίας, Elon Musk, παρείχε δωρεάν για ένα διάστημα (προφανώς με περιορισμούς) και για την οποία, πιο πρόσφατα, το Πεντάγωνο αποφάσισε να πληρώσει. Αν η Ευρώπη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή και οι δύο) αποκόψουν την Ουκρανία, αυτό θα ισοδυναμούσε με ανυπολόγιστη απώλεια στρατιωτικής ικανότητας.
Το άλλο δίλημμα επεκτείνεται πέρα από την Ουκρανία. Η Δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία και η ρωσική αυτοαντίληψη είναι βαθιά συνυφασμένες. Η εισβολή του Πούτιν δεν ήταν απλώς ένα στοίχημα ότι η Ουκρανία θα έπεφτε και ότι η Ρωσία θα μπορούσε στην συνέχεια να ελέγξει ή να διαιρέσει την χώρα. Ήταν ένα στοίχημα για την Δύση και ειδικότερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες -οι οποίες, μήνες πριν από την εισβολή, είχαν επιτέλους μειώσει τις απώλειές τους στο Αφγανιστάν μετά από έναν μακρύ, δύσκολο πόλεμο. Ο Πούτιν στοιχημάτιζε εναντίον της στρατηγικής οξυδέρκειας και της υπομονής των Ηνωμένων Πολιτειών -και κατ’ επέκταση του ΝΑΤΟ. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ έχαναν την υπομονή τους στην Ουκρανία, το Κρεμλίνο θα μπορούσε κάλλιστα να ανακηρύξει τον πόλεμο στρατηγικό θρίαμβο, ακόμη και αν η Ρωσία παρέμενε βυθισμένη στις συγκρούσεις στην Ουκρανία, και θα μπορούσε να θεωρηθεί παγκοσμίως ως ένας θρίαμβος για τη Μόσχα.
Αν η υποστήριξη για την Ουκρανία μειωθεί στην Ευρώπη αλλά όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία θα ακολουθήσει μια προσέγγιση «διαίρει και βασίλευε». Θα μπορούσε να προτείνει μια ψεύτικη διευθέτηση με διαπραγματεύσεις, μια παύση των μαχών, ή μια δηλητηριώδη διπλωματία του είδους που η Ρωσία εφάρμοσε το 2014 και το 2015, όταν έδινε την εντύπωση ότι ήταν ανοιχτή σε συμβιβασμό, αλλά στην πραγματικότητα επεδίωκε να κυριαρχήσει στην Ουκρανία. Η ιδέα θα ήταν να μπει σφήνα μεταξύ ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της Ουάσινγκτον και μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ευρώπης. Μια Ευρώπη σε διάσταση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και μια Ευρώπη σε διάσταση με τον εαυτό της θα αποτελούσε ένα εξαιρετικό πεδίο παιχνιδιού για τις ρωσικές προσπάθειες (μέσω της χειραγώγησης και της κατασκοπείας) να ομαλοποιηθεί η απορρόφηση του ουκρανικού εδάφους από την Ρωσία. Ωστόσο, αν η υποστήριξη και η ηγεσία των ΗΠΑ διατηρηθεί, η Ουκρανία θα έχει ισχυρά θεμέλια. Θα ήταν αδύνατο για την Δυτική Ευρώπη να προσεγγίσει την Ρωσία ή να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με την Ρωσία πίσω από την πλάτη της Ουκρανίας, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούσαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Η απώλεια της υποστήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι από την Ευρώπη, θα είχε πιο δραματικές επιπτώσεις. Τα μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν πλέον δεσμευτεί να παράσχουν σχεδόν διπλάσια βοήθεια από την συνολική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία (οικονομική, στρατιωτική, και ανθρωπιστική), μέσω πολυετών πακέτων. Αλλά οι στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ αντιστοιχούν σε όλες τις συνδυασμένες στρατιωτικές δεσμεύσεις της ΕΕ για την Ουκρανία. Η Ευρώπη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ σε τόσο μεγάλη κλίμακα και θα δυσκολευτεί να καλύψει το κενό της ηγεσίας. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να επιβάλουν μια διευθέτηση με διαπραγματεύσεις στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι θα είχαν μικρή δυνατότητα να αντισταθούν. Μια μυωπική ή βιαστική διευθέτηση θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της Ουκρανίας και την ασφάλεια της Ευρώπης. Στα μάτια της Ρωσίας, ένας τέτοιος διακανονισμός θα μπορούσε να καταδείξει μια μειωμένη δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ευρώπης στο σύνολό της.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ
Η Ουκρανία έχει μικρή επιρροή στην εσωτερική πολιτική των εν καιρώ πολέμου εταίρων της. Αν και κανείς δεν θα μπορούσε να αποτελέσει καλύτερη περίπτωση για την Ουκρανία από όσο ο Ζελένσκι, η κοινή γνώμη και οι εκλογές στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ακολουθήσουν μια λογική που είναι εσωτερική στις χώρες αυτές. Η ουκρανική κυβέρνηση θα πρέπει να καλλιεργήσει σχέσεις με πολιτικές προσωπικότητες και κόμματα που δεν βρίσκονται έντονα στο στρατόπεδο της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς, όπως η ουκρανική κυβέρνηση ανέπτυξε δεσμούς με την Κίνα κατά την διάρκεια του πολέμου, παρά την εγγύτητα της Κίνας με την Ρωσία. Με αυτόν τον τρόπο, το Κίεβο μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στην πολιτική πόλωση που κινδυνεύει να διαβρώσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Όταν ο Ζελένσκι ήρθε στην εξουσία το 2019, βρέθηκε σχεδόν αμέσως μπλεγμένος σε πολιτικές μηχανορραφίες από την Ουάσινγκτον -αλλά επέζησε για να ηγηθεί της χώρας του όταν τον χρειαζόταν περισσότερο. Είναι ικανός στο να μην ευθυγραμμίζεται πολύ στενά με κάποιο πολιτικό κόμμα. Για τις πολιτικές ομάδες που δεν έχουν ακόμη πειστεί για την υποστήριξη του πολέμου, όπως τα αριστερά κόμματα στην Γερμανία, τα ακροδεξιά στην Γαλλία, και τα ανερχόμενα λαϊκιστικά κόμματα σε χώρες όπως η Σλοβακία, ο Ζελένσκι θα πρέπει να τονίσει το τεράστιο στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα επέφερε μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία στις επιμέρους χώρες της Δύσης, και όχι μόνο από το τεράστιο κύμα μεταναστών που θα προκαλούσε.
Στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η υποστήριξη προς την Ουκρανία δεν μπορεί να είναι δεδομένη. Όλες οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να δοκιμαστούν στις εκλογές, αλλά ορισμένες προτεραιότητες μπορούν να διασφαλιστούν. Η οικονομική στήριξη και οι εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία μπορούν να συμπεριληφθούν στη νομοθεσία και να ενσωματωθούν σε προϋπολογισμούς με διορατικότητα. Στην ΕΕ, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να διατεθούν περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάκαμψη, την ανοικοδόμηση, και τον εκσυγχρονισμό της Ουκρανίας για το 2024-27. Οι Βρυξέλλες και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να επεκτείνουν αυτές τις πολυετείς δεσμεύσεις και στο μέλλον.
Καμία εκλογική αναμέτρηση, ακόμη και οι προεδρικές εκλογές του 2024 στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αποτελεί δημοψήφισμα ζωής ή θανάτου για την Δυτική πολιτική: ο Τραμπ έκανε προεκλογική εκστρατεία το 2016 για προσέγγιση με την Ρωσία και κατέληξε να στείλει θανατηφόρα βοήθεια στην Ουκρανία. Ο διαχωρισμός των εξουσιών και η επανάληψη των εκλογών αποτελούν από μόνα τους δημοκρατική προστασία από τα χειρότερα σενάρια. Ανεξάρτητα από το αν θα ισχύσει το status quo στην Δύση, οι αξιωματούχοι πρέπει να προβάλλουν συνεχώς και με φαντασία την υπόθεση της βοήθειας προς την Ουκρανία.
Καθώς η σύγκρουση παρατείνεται, η Ουκρανία θα πρέπει να προσαρμόσει το αφήγημά της για τον πόλεμο στους Δυτικούς πληθυσμούς. Αντί για μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, όπως πολλοί ήλπιζαν όταν ξεκίνησε η αντεπίθεση το καλοκαίρι, το Κίεβο θα πρέπει να εξηγήσει το τελικό παιχνίδι ενός παρατεταμένου πολέμου, που παραμένει η επιβίωση της Ουκρανίας. Διαφορετικά, θα μπορούσε να επικρατήσει ένα αίσθημα αποστασιοποίησης, ειδικά αν ο πόλεμος μετατοπιστεί όλο και περισσότερο στο ρωσικό έδαφος μέσω επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη ή άλλου είδους επιθέσεις. Ακόμη και αν μπορεί να είναι απαραίτητες για την ουκρανική αυτοάμυνα και το ηθικό, τέτοιες επιθέσεις θα μπορούσαν να κοστίσουν πολιτικά, αν συμβάλουν στην «ισορροπιστική» αντιμετώπιση των Δυτικών συζητήσεων.
Το 2015, αφού οι χειρότερες μάχες στην ανατολική Ουκρανία έληξαν μετά από μια ελαττωματική συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, το βασικό λάθος της Δύσης ήταν να χάσει το ενδιαφέρον της. Με κάποιον τρόπο η κρίση υποτίθεται ότι θα τακτοποιείτο από μόνη της. Από αυτό, ο Πούτιν έμαθε εκείνο που θεώρησε ως μια ουσιαστική αλήθεια για την αστάθεια των Δυτικών ηγετών. Προχωρώντας προς τα εμπρός, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να αποδεικνύουν ότι ο Πούτιν έβγαλε το λάθος συμπέρασμα. Η ανάσχεση της Ρωσίας και η διατήρηση της ουκρανικής κυριαρχίας είναι πρώτης τάξεως συμφέροντα της Δύσης. Δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από τις εικόνες φρικτής βίας, από την συνεχή προσοχή των μέσων ενημέρωσης, ή από το χάρισμα οποιουδήποτε Ουκρανού πολιτικού. Η Δυτική αδιαφορία και ανυπομονησία είναι τα τελικά όπλα του Πούτιν σε αυτόν τον πόλεμο. Χωρίς αυτά, αντιμετωπίζει ένα στρατηγικό αδιέξοδο.