Ο Πούτιν δημιούργησε μια ρήξη που θα είναι δύσκολο να αποκατασταθεί
Ο πόλεμος που μαίνεται σήμερα μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας ξεκίνησε το 2014. Άρχισε με μια σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας για τον προσανατολισμό της Ουκρανίας, που ήταν τόσο σημαντικός για τη Μόσχα ώστε διακινδύνευσε την συνεργασία της με την Δύση με την προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή στην ανατολική Ουκρανία -και που ήταν τόσο σημαντικός για την Δύση ώστε επέβαλε κυρώσεις στην Ρωσία και κατέβαλε προσπάθειες για την διπλωματική απομόνωσή της. Το 2022, η Ρωσία διεύρυνε τον πόλεμο. Η δόνηση της σύγκρουσης το 2014 μετατράπηκε σε σεισμό όσον αφορά την Ρωσία και την Δύση. Το Κρεμλίνο παρουσιάζεται τώρα ως σε πόλεμο με την «συλλογική Δύση» και για να υποστηρίξει την Ουκρανία, η Δύση είναι πρόθυμη να απομονώσει την Ρωσία όσο περισσότερο μπορεί.
Αν και δεν είναι ο μόνος παράγοντας της δραματικής αποκοπής της Ρωσίας από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πόλεμος επιδείνωσε ριζικά αυτήν την ρήξη. Ο εσωτερικός μετασχηματισμός της Ρωσίας υπό τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, προηγείται εδώ και καιρό της πλήρους κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι συνέπειές του θα γίνουν αισθητές πολύ καιρό μετά το τέλος του πολέμου. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι η απομάκρυνση της Ρωσίας από την Δύση -μια μετατόπιση ακόμη πιο περιεκτική από όσο ήταν η Μπολσεβίκικη Επανάσταση του 1917. Το ήμισυ αυτής της ιστορίας είναι ο διαχωρισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες και η απώλεια της επαφής της με τους ανθρώπους, τις κυβερνήσεις, τους θεσμούς, και τις εταιρείες στην Δύση. Το άλλο μισό είναι το νέο αντιδυτικό ύφος της ρωσικής ζωής, μια τάση που είναι τόσο αυθόρμητη όσο και κυβερνητικά επιβεβλημένη. Η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκαν αυτές οι αλλαγές είναι πρωτοφανής στην ρωσική ιστορία.
Σε μια δραματική εντατικοποίηση της προσπάθειάς της το 2014 να στιγματίσει και να απομονώσει την Ρωσία, η Δύση κατέστησε την αποκοπή της χώρας ρητό στόχο της πολιτικής της. Από το 2023, η Ρωσία διοικείται από έναν άνθρωπο που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει εγκληματία πολέμου. Η χώρα είναι μπλεγμένη σε έναν κλιμακούμενο πόλεμο που έχει τρομάξει και τρομοκρατήσει πολλούς ανθρώπους στην Δύση. Για όσο διάστημα αυτή η Ρωσία είναι εμφανής, οι Δυτικοί ηγέτες θα την απομακρύνουν από τις αγορές τους, θα της απαγορεύουν την πρόσβαση στην τεχνολογία τους, και θα διατηρούν την άρχουσα ελίτ της και μεγάλα τμήματα της οικονομίας της υπό κυρώσεις.
Το αυξανόμενο τείχος διαχωρισμού επεκτείνεται, κατά καιρούς, στους Ρώσους καθαυτούς. Τον Μάιο, η PEN America ακύρωσε ένα πάνελ συζήτησης με δύο Ρώσους συγγραφείς, αμφότερους σφοδρούς ενάντιους του πολέμου, στο ετήσιο Φεστιβάλ World Voices στη Νέα Υόρκη. Η οργάνωση είχε δεχθεί πιέσεις από Ουκρανούς που είχαν προσκληθεί σε ξεχωριστή εκδήλωση στο Φεστιβάλ και οι οποίοι είχαν απειλήσει να αποχωρήσουν αν συμμετείχαν και Ρώσοι, ανεξάρτητα από το αν ήταν υποστηρικτές του πολέμου του Πούτιν. Η απόφαση ήταν εντυπωσιακή, δεδομένης της αποστολής της PEN να προστατεύει την λογοτεχνική ελευθερία και του ισχυρισμού του καταστατικού της ότι «σε όλες τις περιστάσεις, και ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου, τα έργα τέχνης, η κληρονομιά της ανθρωπότητας στο σύνολό της, θα πρέπει να μένουν ανέγγιχτα από εθνικά ή πολιτικά πάθη». Όσο περισσότερα τέτοια επεισόδια υπάρχουν -απαγόρευση Ρώσων από δημόσιες εκδηλώσεις απλώς και μόνο λόγω της εθνικότητάς τους- τόσο περισσότερο το Κρεμλίνο μπορεί να καμαρώνει για την απόφασή του να διαχωριστεί από την Δύση. Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, δεν θα υπάρχει τρόπος να αναιρεθεί αυτός ο βαθύς χωρισμός των δρόμων [τους].
Ο ζήλος του Πούτιν για την αποδέσμευση της Ρωσίας από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ως επί το πλείστον πέραν του ελέγχου της Δύσης. Η ρήξη με την Δύση έχει γίνει συνώνυμο του καθεστώτος του, μέρος της πολιτικής και ιδεολογικής του ουσίας. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε διάδοχο του Πούτιν να αντιστρέψει τις δυνάμεις που οδηγούν σε αυτήν την ρήξη, αν υποθέσουμε ότι ένας ηγέτης που δεν είναι ρητά αντιδυτικός μπορεί ακόμα να έρθει στην εξουσία στην Ρωσία. Για δεκαετίες, η σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης μπορεί να είναι μια παγιωμένη πτυχή της διεθνούς τάξης.
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Σε αντίθεση με την παρούσα στιγμή, η σύγχρονη Ρωσία οικοδομήθηκε [βασισμένη] σε διάλογο και επαφή με την Ευρώπη. Ξεκινώντας τον 17ο αιώνα υπό τον Πέτρο τον Μέγα και συνεχίζοντας υπό την Αικατερίνη τη Μεγάλη τον 18ο αιώνα, η Ρωσία προσπάθησε να γίνει όλο και πιο ευρωπαϊκή. Χάρη στις προσπάθειές τους, η Ρωσία εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα. Το 1812, η Ρωσία νίκησε τον Ναπολέοντα και στην συνέχεια συμπαρατάχθηκε με την Πρωσία και την Αυστρία για να εγγυηθεί την σταθερότητα της ηπείρου. Τον 19ο αιώνα, η Ρωσία έγινε ένα από τα αναντικατάστατα έθνη της Ευρώπης, σημαντικό συστατικό της ισορροπίας δυνάμεων μετά το Συνέδριο της Βιέννης και οργανικό μέρος της ευρωπαϊκής διπλωματίας πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τον 19ο αιώνα, η Ρωσία συνεισέφερε σημαντικά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ιδίως με την λογοτεχνία, τη μουσική, και το μπαλέτο της. Τέτοια ήταν τα επιτεύγματα του Άντον Τσέχωφ, του Λέοντα Τολστόι, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του Ιβάν Τουργκένιεφ, του Πιοτρ Τσαϊκόφσκι, και πολλών άλλων. Αυτή η άνθηση του ρωσικού πολιτισμού υποκινήθηκε από την επαφή με τις ευρωπαϊκές ιδέες και τα ευρωπαϊκά έργα τέχνης. Και ο κυβερνών οίκος της Ρωσίας συνδέθηκε δια δυναστειών με αρκετούς από τους Δυτικοευρωπαίους ομολόγους του. Ο Νικόλαος Β΄, τσάρος της Ρωσίας κατά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν πρώτος εξάδελφος του Κάιζερ Γουλιέλμου της Γερμανίας και του βασιλιά Γεωργίου Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Η αριστοκρατική, ολοκληρωμένη, ανοιχτή Ευρώπη που μοιράζονταν αυτοί οι ηγέτες θα ανατρεπόταν πλήρως από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις αναταραχές που τον ακολούθησαν.
Στον 20ο αιώνα, η Σοβιετική Ένωση ήταν παραδόξως ευρωπαϊκή. Αν και ήταν ανάθεμα για τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, η κυρίαρχη ιδεολογία των Σοβιετικών -ο κομμουνισμός- ήταν Δυτικό δημιούργημα. Εμπνευσμένοι από τον Καρλ Μαρξ, οι Μπολσεβίκοι ονειρεύονταν μια παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση και είχαν ιδιαίτερες προσδοκίες για την Γερμανία, την πατρίδα του Μαρξ, και για το προλεταριάτο της. Οι Σοβιετικοί ηγέτες μετρούσαν τον εκσυγχρονισμό της Σοβιετικής Ένωσης με Δυτικά κριτήρια. Οι αμερικανικές μέθοδοι μαζικής βιομηχανικής παραγωγής άφησαν το στίγμα τους στην σοβιετική φαντασία, και οι Μπολσεβίκοι είχαν μια τρομερή αφοσίωση στον υψηλόφρονα ευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιελάμβανε την αρχιτεκτονική του Μπάουχαους και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική, τον ευρωπαϊκό κανόνα της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, και στοιχεία του ευρωπαϊκού και αμερικανικού μοντερνισμού. Στην δεκαετία του 1920, η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στις εικαστικές τέχνες, τον κινηματογράφο, και το θέατρο.
Αφότου ο Ιωσήφ Στάλιν εδραίωσε την εξουσία [του] γύρω στο 1928, εγκατέλειψε απρόθυμα το όνειρο μιας παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, παραδίδοντας τον εαυτό του στον «σοσιαλισμό σε μια χώρα», αλλά συνέχισε να βασίζεται στους Δυτικούς μηχανικούς και την Δυτική τεχνολογία. Ο Στάλιν ήταν από την φύση του καχύποπτος απέναντι στην Ευρώπη και ίσως να προτιμούσε μια «Σοβιετική Ένωση-φρούριο». Ωστόσο, η γεωπολιτική -με τη μορφή των σχεδίων της ναζιστικής Γερμανίας για το σοβιετικό έδαφος- τον έδενε με την Ευρώπη. Μέχρι το 1945, η νικηφόρα Σοβιετική Ένωση είχε μεσολαβήσει για μια συμφωνία με τους Συμμάχους. Αυτή κράτησε τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης απομονωμένες από την υπόλοιπη ήπειρο, ενώ παράλληλα εδραίωσε την Σοβιετική Ένωση στην ευρωπαϊκή πολιτική. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ επέστρεψε στην ιδέα του σοβιετικού διεθνισμού, στοιχείο του οποίου ήταν το μερικό άνοιγμα της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη την δεκαετία του 1950. Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975 επιβεβαίωσε τα υφιστάμενα σύνορα της Ευρώπης, αφήνοντας αδιαμφισβήτητο τον σοβιετικό έλεγχο των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Με αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δυτική Ευρώπη αποδέχθηκαν και κωδικοποίησαν το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης ως ευρωπαϊκής δύναμης.
Μεταξύ των απροσδόκητων αποτελεσμάτων της σοβιετικής ζωής ήταν η εμφάνιση στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης μιας λαϊκής γοητείας για την Δύση. Μέχρι την δεκαετία του 1970, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής του, και η Σοβιετική Ένωση πάλευε όλο και περισσότερο για να ανταγωνιστεί την πολιτιστική και καταναλωτική ζωντάνια της Δύσης: τα τσιγάρα, τα blue jeans, και την δημοφιλή μουσική της. Ως ένα βαθμό, το καθεστώς προσπάθησε να καταστείλει αυτήν την δυτικοποίηση του σοβιετικού γούστου και της σοβιετικής συμπεριφοράς. Αν και απειλούσαν το μονοπώλιο του καθεστώτος στην ιδεολογία, οι Δυτικές επιρροές ήταν πολύ δύσκολο να περιοριστούν, και τα παιδιά των κομμουνιστικών ελίτ ήταν από τα πρώτα που τις αγκάλιασαν. Στην δεκαετία του 1980, η αγάπη για την Δύση ενίσχυσε τις μεταρρυθμίσεις του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ανοίγοντας τον δρόμο για την ειρηνική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Από το 1991 έως τουλάχιστον τις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Ρωσία δυτικοποιήθηκε ραγδαία. Στην δεκαετία του 1990, για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι Δυτικές πολιτικές δομές έγιναν το γενικό μοντέλο για τους ηγέτες της Ρωσίας -ανταγωνιστικές εκλογές, πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο- παρόλο που το Κρεμλίνο έκανε στην συνέχεια πολλά για να διαχειριστεί καθεμία από αυτές τις πολιτικές δομές. Η οικονομία της Ρωσίας συνδέθηκε βαθιά με τις ευρωπαϊκές αγορές και η λαϊκή της κουλτούρα άνοιξε την Δυτική επιρροή, από την κουζίνα, τη μόδα, μέχρι την διασκέδαση. Το Διαδίκτυο έκανε την Δύση εύκολα προσβάσιμη στους Ρώσους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είχαν τα μέσα να ταξιδέψουν στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δυτικοποίηση της Ρωσίας δεν ήταν πουθενά πιο έντονη από όσο στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη -η οποία είχε μετονομαστεί σε Λένινγκραντ το 1924, αλλά το προηγούμενο, ευρωπαϊκό της όνομα αποκαταστάθηκε το 1991. Στη μετασοβιετική περίοδο, αμφότερες οι πόλεις είχαν εξελιχθεί σε ευρωπαϊκές μεγαλούπολεις.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟYΤΙΝ
Ο Πούτιν, γόνος της Αγίας Πετρούπολης, του περίφημου «παραθύρου στην Ευρώπη» του Μεγάλου Πέτρου, είχε υποστηρίξει το 2000 ότι δεν μπορούσε να φανταστεί την χώρα του «απομονωμένη από την Ευρώπη». Αν και η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας έγινε πιο επιθετική προς την Δύση μετά το 2014, η μετάβαση αυτή είχε περιορισμένη επίδραση στην ρωσική κοινωνία, η οποία παρέμεινε γενικά ανοιχτή προς την Δύση. Ακόμη και μέχρι το 2021, διατηρήθηκαν αμέτρητοι ακαδημαϊκοί και επιχειρηματικοί δεσμοί. Οι τουρίστες πήγαιναν από την Ευρώπη στην Ρωσία και από την Ρωσία στην Ευρώπη. Εμπορεύματα και ιδέες συνέχισαν να ανταλλάσσονται.
Ο Πούτιν ίσως να μην επεδίωξε μια απότομη ρήξη με την Δύση στην αρχή της εισβολής του στην Ουκρανία. Μάλλον, ο στρατηγικός του σκοπός ήταν να επιτύχει μεγαλύτερη ανεξαρτησία για την Ρωσία ή, όπως θα μπορούσε να το θέσει, μεγαλύτερη « εδαφική κυριαρχία» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Προφανώς πεπεισμένος ότι η εκστρατεία θα ήταν σύντομη και επιτυχής, ίσως να οραματίστηκε μια σχέση με την Δύση που θα είχε πληγεί από τον πόλεμο, αλλά όχι ανεπανόρθωτα. Η Δύση δεν είχε ποτέ διακόψει ριζικά τους δεσμούς της με την Ρωσία -ούτε μετά τον πόλεμο του Πούτιν κατά της Γεωργίας το 2008, ούτε καν μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, την εισβολή της στη Ντονμπάς το 2014, ή την ανάμιξή της στις αμερικανικές εκλογές το 2016. Αλλά τα ρίσκα που έπαιρνε ο Πούτιν το 2022 ήταν πολύ μεγαλύτερα. Ακόμη και ένας γρήγορος θρίαμβος στην Ουκρανία θα είχε πολύ πιο σοβαρές επιπτώσεις με την Δύση από οτιδήποτε είχε κάνει προηγουμένως.
Μέχρι την στιγμή της εισβολής, ωστόσο, ο Πούτιν επεδίωκε επίσης να οικοδομήσει μια Ρωσία που θα ήταν όλο και περισσότερο αντιδυτική στην πολιτική της μορφή και που θα μπορούσε να υπάρξει εκτός της Δύσης και σε σύγκρουση με την Δύση. Το σχέδιο αυτό χρονολογείται τουλάχιστον από τον χειμώνα του 2011-12, όταν ο Πούτιν ενορχήστρωνε την επιστροφή του στην προεδρία εν μέσω μεγάλων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Εκ νέου καταπολεμούμενος, ο Πούτιν ενίσχυσε την εξουσία του χαρακτηρίζοντας τους διαδηλωτές (οι περισσότεροι από αυτούς δυτικοποιημένοι αστοί) αντιπατριώτες, αυξάνοντας το επίπεδο της εγχώριας πολιτικής καταστολής, προωθώντας μεγαλύτερο πολιτισμικό συντηρητισμό, και ακολουθώντας μια ολοένα και πιο ακραία εξωτερική πολιτική. Η γνήσια ρωσική ευφορία για την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 εδραίωσε το όραμα του Πούτιν για την χώρα, αποξενώνοντας περαιτέρω τις φιλοδυτικές πνευματικές και πολιτικές φωνές.
Όταν η Δύση επέπληξε την Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας και επέβαλε κυρώσεις στη Μόσχα, ο Πούτιν μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως προφητικό. Η θέση του ότι η Δύση ήθελε να αποδυναμώσει την Ρωσία, την οποία είχε διατυπώσει χρόνια νωρίτερα, αποκτούσε τώρα νέα αφηγηματική ενέργεια: οι Ρώσοι θα έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι σε μια Δύση που υποτίθεται ότι είχε σκοπό να κρατήσει την χώρα τους αδύναμη και υποταγμένη. Αν αυτή ήταν μια ρήξη με την Δύση, ωστόσο, ήταν μια σχετικά ήπια ρήξη. Μετά το 2015, οι σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση ομαλοποιήθηκαν ως επί το πλείστον, ιδίως μέσω των ενεργειακών δεσμών με την Ευρώπη. Μόλις ο πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία έμεινε στάσιμος, περαιτέρω κρίσεις δεν έμοιαζαν επικείμενες. Το σχήμα της Νορμανδίας -η διπλωματική ομάδα που αποτελείται από την Γαλλία, την Γερμανία, την Ρωσία, και την Ουκρανία και υποτίθεται ότι θα εργαζόταν προς την κατεύθυνση της διευθέτησης της σύγκρουσης στη Ντονμπάς- προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς. Ακόμη και ο έντονος ανταγωνισμός στην Συρία δεν περιέπλεξε σημαντικά τις σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση.
Κατά την διάρκεια της ανατρεπτικής διακυβέρνησης Τραμπ, πολλά άλλαζαν κάτω από την επιφάνεια. Η Ρωσία απέκτησε όλο και πιο σκοτεινή φήμη στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένας βαθμός αντιρωσικής υστερίας βρήκε έδαφος στην αμερικανική πολιτική. Ταυτόχρονα, η στρατιωτική σχέση μεταξύ της Ουκρανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών βάθαινε, και η συμμαχία του ΝΑΤΟ συνέχισε να επεκτείνεται υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζοντας πλήγματα για τον Πούτιν. Όλο αυτό το διάστημα, η Ρωσία γινόταν όλο και πιο αυταρχική. Εκ των υστέρων, είναι σαφές -ακόμη κι αν δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο εκείνη την στιγμή- ότι η υπομονή του Πούτιν με την Δύση είχε εξαντληθεί.
Όταν η εισβολή του 2022 στην Ουκρανία εξελίχθηκε σχεδόν αμέσως άσχημα για το Κρεμλίνο και οι Δυτικοί ηγέτες έσπευσαν να διακόψουν τους δεσμούς με την Ρωσία, ο Πούτιν δεν χρειάστηκε να αυτοσχεδιάσει στην εσωτερική του πολιτική. Στις εν καιρώ πολέμου ενέργειές του στο εσωτερικό, μπορούσε απλώς να συνθέσει και να εντείνει τις υπάρχουσες προσεγγίσεις. Ενίσχυσε την καταστολή σε σημείο που κατέστρεψε τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης -καθιστώντας οποιαδήποτε δημόσια κριτική στην κυβέρνηση να τιμωρείται με σύλληψη ή με την απειλή σύλληψης. Στρατιωτικοποίησε τον πολιτιστικό συντηρητισμό που καλλιεργούσε εδώ και καιρό. Και κατέστησε τον αντιδυτικισμό άξονα της εσωτερικής του πολιτικής, παρουσιάζοντας την Δύση ως επικίνδυνα παρακμιακή και τις Δυτικές κυβερνήσεις ως αδίστακτα επιθετικές στην θέλησή τους να αποδυναμώσουν την Ρωσία. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, η Δύση ήταν αποφασισμένη να καταστρέψει τον ρωσικό λαό μέσω ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων ή ακόμη και -όπως ισχυρίστηκε το Κρεμλίνο- αναπτύσσοντας βιολογικά όπλα για χρήση εναντίον της Ρωσίας.
Σχεδόν δεκαέξι μήνες μετά τον πόλεμο, οι απλοί Ρώσοι τρέφουν ουσιαστικό και πιθανότατα διαρκή θυμό και δυσαρέσκεια προς την Δύση. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης, η κυβέρνηση απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να πείσει τους Σοβιετικούς πολίτες για μια αδυσώπητα εχθρική Δύση και, στην δεκαετία του 1980, τα εμπόδια μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Δύσης αποδυναμώνονταν. Αλλά από τον Φεβρουάριο του 2022, τα ρωσικά ιδρύματα -επιστημονικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά, αθλητικά- έχουν χάσει την δυνατότητα της συνεργασίας με τους Δυτικούς ομολόγους τους. Η επαφή έχει διακοπεί και από τις δύο πλευρές. Το Κρεμλίνο θέλει να κρατήσει την Δύση μακριά, και η Δύση έχει στήσει ένα καθεστώς κυρώσεων που καθιστά αδύνατη την θεσμική συνεργασία με την Ρωσία του Πούτιν˙ ακόμη και Δυτικές επιχειρήσεις και ιδρύματα που δεν επηρεάζονται από τις κυρώσεις έχουν επιλέξει να μην διατηρήσουν παρουσία στην χώρα. Στην σημερινή Ρωσία, δεν υπάρχει πλέον καμία αντισταθμιστική δύναμη στην αντιδυτική εχθρότητα.
Η αποσύνδεση της Ρωσίας από την Δύση είναι κάτι περισσότερο από μια επιθετική απάντηση στις κυρώσεις. Και δεν είναι ακριβώς μια στροφή προς την αυτονομία. Από την έναρξη του πολέμου, η Μόσχα έχει αναπτύξει -και όχι μειώσει- τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο. Αν και δεν μπορεί πλέον να συναλλάσσεται με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να αξιοποιεί την Δυτική τεχνολογία για τον εκσυγχρονισμό της, υπάρχουν πολλά μέρη του κόσμου με τα οποία η Ρωσία μπορεί να αυξήσει τις εμπορικές συναλλαγές της, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, ακόμη και της Τουρκίας, μέλος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Υπάρχουν πολλά μη Δυτικά μονοπάτια διαθέσιμα στην Ρωσία για την συνέχιση του πολέμου και την συντήρηση της οικονομίας της. Ο Πούτιν φαίνεται να βλέπει αυτόν τον αναπροσανατολισμό ως το θεμέλιο για την μακροπρόθεσμη ισχύ και αυτονομία της Ρωσίας. Μόλις ολοκληρωθεί, η Ρωσία θα είναι μια «μοναδική χώρα-πολιτισμός … που εκτελεί μια ιστορικά μοναδική αποστολή με στόχο … την οικοδόμηση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος», κατά την γλώσσα της ρωσικής αντίληψης της εξωτερικής πολιτικής, την οποία το Κρεμλίνο υιοθέτησε το 2023. Μια μοναδική Ρωσία θα έχει απελευθερωθεί από μια Δύση που ο Πούτιν ίσως να πιστεύει ειλικρινά ότι βρίσκεται σε χρόνια παρακμή.
Ο αδύναμος κρίκος στο σχέδιο του Πούτιν για τον ξεριζωμό της Ρωσίας από την Δύση δεν είναι ούτε οικονομικός ούτε στρατιωτικός. Παρά το ισχύον καθεστώς κυρώσεων, το Κρεμλίνο θα βρει τρόπους να συνεχίσει τον πόλεμο. Όσο περισσότερο ενσωματώνεται η Ρωσία σε μη Δυτικές οικονομικές δομές, τόσο περισσότερο ο στρατός της θα είναι σε θέση να συνεχίσει. Ο αδύναμος κρίκος για τον Πούτιν είναι ο πολιτιστικός. Εδώ και 300 χρόνια, η άμιλλα με, και η εμβάπτιση της Ρωσίας εις, την Δυτική κουλτούρα ήταν αναπόσπαστο μέρος της δικής της εξέλιξης: η Κίνα και ο λεγόμενος παγκόσμιος Νότος δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την Ευρώπη ως πρότυπο για τον πολιτισμό της Ρωσίας. Μια σύγχρονη Ρωσία που έχει γυρίσει την πλάτη στην Δύση είναι μια Ρωσία που έχει γυρίσει την πλάτη στον εαυτό της. Παρά την αυτοεικόνα του Πούτιν ως σωτήρα της Ρωσίας, ως τον πολιτικό ηγέτη που μπορεί να κερδίσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «μάχη της χώρας του για αυτοδιάθεση και για το δικαίωμα να είναι ο εαυτός της», ο ριζοσπαστικός αντιδυτικισμός του στην πραγματικότητα δημιουργεί μια Ρωσία που δεν υπήρξε ποτέ.
Η ΔΥΣΗ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ
Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η φυγή της Ρωσίας από την Δύση δεν ήταν επιθυμητή πριν από το 2022. Η μεταφορά περί μιας οδού διαφυγής για τις εντάσεις με τη Μόσχα -που επικλήθηκε ευρέως το 2014, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι διαφωνίες για την Ουκρανία- υπονοούσε ότι υπήρχε κάποιος κοινός προορισμός για την Ρωσία και την Δύση. Η Ρωσία είχε στρίψει σε λάθος δρόμο και έπρεπε να την ανακατευθύνουν, ή έπρεπε να ανακατευθύνει η ίδια τον εαυτό της. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, πέρασε τους πρώτους μήνες της θητείας του προσπαθώντας να διορθώσει τις σχέσεις με την Ρωσία, δίνοντας το πράσινο φως στην Γερμανία για τον αγωγό Nord Stream 2, και συναντώντας τον Πούτιν στην Γενεύη τον Ιούνιο του 2021, μετά την οποία [συνάντηση] η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν ομάδες εργασίας για την στρατηγική σταθερότητα. Μια λειτουργική σχέση με τον Πούτιν φαινόταν εφικτή.
Μετά την έναρξη του πολέμου, ωστόσο, η στάση της Δύσης άλλαξε δραματικά. Εκτός από τον στόχο της «στρατηγικής ήττας» της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Δυτικοί ηγέτες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υιοθέτησαν τον ανομολόγητο τελικό στόχο είτε να εξαλείψουν την Ρωσία από την Ευρώπη είτε να καταστήσουν την ρωσική παρουσία στην Ευρώπη όσο το δυνατόν μικρότερη. Οι κυρώσεις και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί που επέβαλαν έχουν καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την δραστηριοποίηση των ρωσικών επιχειρήσεων στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι προσπάθειές τους να περιορίσουν την ρωσική επιρροή στη Μολδαβία και στα Βαλκάνια απέκτησαν νέα επείγουσα σημασία, και εκτός της Αυστρίας, η ιδέα ότι ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να είναι ουδέτερα δεν ήταν πλέον αποδεκτή. Η Ελβετία παρείχε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Η Φινλανδία και η Σουηδία, που ανησυχούσαν για την απερισκεψία του Πούτιν, υπέβαλαν αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, ενώ η ιδέα του ΝΑΤΟ ως ομπρέλα ασφαλείας για όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, κέρδισε έδαφος.
Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, απάντησε στην εισβολή του 2022 με μια έκκληση προς τους Ρώσους εκτός Κρεμλίνου. Έκτοτε έχει καταστήσει σαφές ότι η Ρωσία του Πούτιν πρέπει να κρατηθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Ευρώπη οικονομικά και πολιτιστικά: η είσοδος της Ουκρανίας στην Ευρώπη και η έξοδος της Ρωσίας από την Ευρώπη έχουν γίνει οι δύο όψεις του ίδιου γεωπολιτικού νομίσματος. Το στίγμα του πολέμου έχει επίσης αλλάξει την αξία της ρωσικής κουλτούρας στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες -για οποιονδήποτε λόγο, πολύ περισσότερο από όσο συνέβαινε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να στείλουν τους αθλητές τους στη Μόσχα το 1980 μετά την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, Ρώσοι συγγραφείς όπως ο Boris Pasternak και ο Aleksandr Solzhenitsyn συνέχισαν να εξυμνούνται ως φωνές συνείδησης. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς οποιονδήποτε σύγχρονο Ρώσο συγγραφέα ή ρωσική πολιτιστική προσωπικότητα να αντιμετωπίζεται με παρόμοιο τρόπο. Σε ορισμένους κύκλους, ένα σύννεφο καχυποψίας έχει σχηματιστεί πάνω από βασικά τμήματα του ρωσικού κλασικού κανόνα, συμπεριλαμβανομένων συγγραφέων όπως ο Αλεξάντερ Πούσκιν, ο Τολστόι, και ο Ντοστογιέφσκι. Ορισμένα πολιτιστικά ιδρύματα προσεγγίζουν πλέον αυτές τις μορφές όχι ως παραδείγματα της συμβολής της Ρωσίας στην Δύση, αλλά ως δείγματα του αιώνιου ιμπεριαλισμού της Ρωσίας ή ως συγγραφείς που έχουν προσδώσει μια πατίνα εκλέπτυνσης στον Πουτινισμό. Το αποτέλεσμα είναι να τους κάνουν λιγότερο Ευρωπαίους, λιγότερο Δυτικούς, και περισσότερο «ξένους».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΟ ΧΑΣΜΑ
Η ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Δύσης έχει αποκτήσει μια αύρα μονιμότητας. Για να επανεξετάσει η Ρωσία του Πούτιν τους δεσμούς της με την Δύση, η Δύση θα πρέπει να αποσύρει την στρατιωτική της υποστήριξη προς την Ουκρανία και να συμφωνήσει σε μια ουδέτερη Ουκρανία ή σε μια διαιρεμένη Ουκρανία στην οποία η Ρωσία θα έχει την κυριαρχία τουλάχιστον στην μισή χώρα.
Αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί. Για να επανεξετάσει η Δύση τους δεσμούς της με την Ρωσία, η Ρωσία θα πρέπει να τερματίσει τον πόλεμο, να συμμετάσχει στις δίκες για εγκλήματα πολέμου των Ρώσων, να παραδώσει τον Πούτιν στην Χάγη, και να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις στην Ουκρανία. Αυτό, επίσης, είναι εξαιρετικά απίθανο. Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό θα συνεχιστεί ο πόλεμος και ανεξάρτητα από το πώς θα τελειώσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αφήσει στην θέση του μια κρίσιμη νέα πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων του 21ου αιώνα. Η Ρωσία θα είναι απούσα από την Δύση και η Δύση απούσα από την Ρωσία, με μια άβυσσο εχθρότητας ανάμεσά τους.