Οι επόμενοι έξι μήνες θα γίνουν μάρτυρες πολλών ανθρώπινων τραγωδιών. Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας θα αντιμετωπίσουν σκληρές συνθήκες στο πεδίο της μάχης και οι Ουκρανοί άμαχοι θα συνεχίσουν να υπομένουν καθημερινές ρωσικές επιθέσεις. Εν τω μεταξύ, τα υποεξοπλισμένα και κακοδιοικούμενα στρατεύματα της Ρωσίας θα υποστούν χιλιάδες απώλειες, καταστρέφοντας την εναπομείνασα μαχητική ικανότητα της χώρας. Ήδη, ο ρωσικός στρατός έχει υποστεί «αισθητά περισσότερους από 100.000» θανάτους και τραυματισμούς, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, στρατηγό Mark Milley. Και χάρη στην αμέλεια και την απάνθρωπη αδιαφορία του καθεστώτος του προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, χιλιάδες άλλοι θα χαθούν αυτόν τον χειμώνα εξαιτίας της ανάλγητης περιφρόνησης του Κρεμλίνου για την ανθρώπινη ζωή.
Με την βοήθεια των πρόσφατα υπεσχημένων Δυτικών αρμάτων μάχης και άλλων όπλων, οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας θα απελευθερώσουν επίσης περισσότερα εδάφη στα ανατολικά και νότια της χώρας, καθιστώντας δυνατό να φανταστούμε μια ενδεχόμενη ουκρανική εκστρατεία για την ανακατάληψη της Κριμαίας. Η χερσόνησος που προσαρτήθηκε παράνομα από τον Πούτιν το 2014, χρησίμευσε ως ορμητήριο για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Τώρα, η κατάληψη της Κριμαίας επιτρέπει στον ρωσικό στρατό να απειλεί τις ουκρανικές θέσεις από τον νότο και δίνει στον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας μια βάση προώθησης για την διεξαγωγή επιθέσεων μεγάλης εμβέλειας. Αλλά στους πρώτους εννέα μήνες του πολέμου, οι Δυτικοί υποστηρικτές του Κιέβου ήταν απρόθυμοι να υποστηρίξουν οποιαδήποτε στρατιωτική προσπάθεια για την επιστροφή του [συγκεκριμένου] εδάφους στην Ουκρανία, εν μέρει λόγω της ανησυχίας ότι μια τέτοια προσπάθεια θα ξεπερνούσε την κόκκινη γραμμή του Πούτιν και θα προκαλούσε καταστροφικά ρωσικά αντίποινα και εν μέρει επειδή η χερσόνησος φιλοξενεί τώρα έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που ταυτίζονται με την Ρωσία, γεγονός που θα μπορούσε να καταστήσει δυσκολότερη την επανένταξη του εδάφους στην Ουκρανία.
Για μεγάλο μέρος του περασμένου έτους, ενώ η ιδέα της απελευθέρωσης της Κριμαίας παρέμενε ακαδημαϊκή, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ήταν πρόθυμος να βάλει στην άκρη το ζήτημα του βραχυπρόθεσμου καθεστώτος της περιοχής. Οι ουκρανικές δυνάμεις επικεντρώθηκαν στην απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών έξω από την χερσόνησο και το μέλλον της Κριμαίας φαινόταν πιθανό να καθοριστεί μετά το τέλος του πολέμου μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Όμως, καθώς ο πόλεμος έχει προχωρήσει και η Ουκρανία έχει απελευθερώσει μεγάλες εκτάσεις του εδάφους της από τις ρωσικές δυνάμεις κατοχής, η ρητορική του Ζελένσκι γύρω από την Κριμαία έχει αλλάξει. «Η Κριμαία είναι η γη μας, το έδαφός μας», είπε τον περασμένο μήνα σε μια βιντεοσκοπημένη έκκληση στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας. «Δώστε μας τα όπλα σας», προέτρεψε και η Ουκρανία θα ξαναπάρει «αυτό που είναι δικό μας». Και σύμφωνα με τους The New York Times, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αρχίσει να αναθεωρεί την ιδέα ότι η Ουκρανία ίσως να χρειαστεί να απειλήσει την θέση της Ρωσίας στην χερσόνησο για να ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση, ακόμη και με τον κίνδυνο κλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Εάν επρόκειτο να ξεκινήσουν σύντομα σοβαρές διαπραγματεύσεις, ο Ζελένσκι θα μπορούσε να είναι ακόμα ανοιχτός σε μια συμφωνία που θα τερμάτιζε τον πόλεμο και θα ανέβαλε το ζήτημα της Κριμαίας για μεταγενέστερη ημερομηνία. Αλλά εάν οι μάχες διαρκέσουν την άνοιξη και το καλοκαίρι και η Ουκρανία προκαλέσει τεράστιες απώλειες στην Ρωσία ενώ απελευθερώνει σημαντικά εδάφη, θα γίνει όλο και πιο δύσκολο για τον Ζελένσκι να δώσει στον Πούτιν μια σωτήρια έξοδο από τον πόλεμο και να επιτρέψει την συνεχιζόμενη αλλά προσωρινή κατοχή της Κριμαίας από την Ρωσία. Μέχρι το καλοκαίρι, η Ουκρανία είναι πιθανό να αρχίσει να στοχεύει περισσότερες στρατιωτικές υποδομές της Ρωσίας στην Κριμαία, προετοιμάζοντας μια ευρύτερη εκστρατεία για την απελευθέρωση της χερσονήσου. Αντί να περιμένει να διαδραματιστεί αυτό το σενάριο, διακινδυνεύοντας έναν μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο πόλεμο που θα μπορούσε να εμπλέξει το ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δώσει στην Ουκρανία τα όπλα και την βοήθεια που χρειάζεται για να κερδίσει γρήγορα και αποφασιστικά σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη βόρεια της Κριμαίας —και να απειλήσει αξιόπιστα να καταλάβει την χερσόνησο στρατιωτικά.
Κάτι τέτοιο θα εξανάγκαζε τον Πούτιν [να πάει] στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα δημιουργούσε ένα άνοιγμα για διπλωματικές συνομιλίες, ενώ το τελικό καθεστώς της Κριμαίας παραμένει ανοιχτό, προσφέροντας στον Πούτιν μια διέξοδο από την Ουκρανία που δεν εγγυάται τον πολιτικό του θάνατο και επιτρέποντας στην Ουκρανία να αποφύγει μια εξαιρετικά δαπανηρή στρατιωτική εκστρατεία που δεν είναι καθόλου εγγυημένη για την επιτυχία της. Η ενδεχόμενη συμφωνία θα απαιτούσε άμεση μείωση των ρωσικών συμβατικών δυνάμεων στην χερσόνησο και θα περιέγραφε μια πορεία προς ένα δημοψήφισμα που θα επιτρέψει στον λαό της Κριμαίας, συμπεριλαμβανομένων των εκτοπισθέντων μετά την εισβολή του 2014, να καθορίσει το τελικό καθεστώς της περιοχής.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΥΣΚΟΛΟ ΤΡΟΠΟ
Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν ορισμένοι σκεπτικιστές αναλυτές, μια ουκρανική στρατιωτική εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κριμαίας δεν αποκλείεται. Το πρώτο βήμα θα ήταν να καθηλωθούν οι δυνάμεις της Ρωσίας στις περιοχές Χερσώνα και Λουχάνσκ και στο βόρειο τμήμα της Ντονέτσκ. Στην συνέχεια, η Ουκρανία θα απελευθέρωνε την υπόλοιπη επαρχία της Ζαπορίζια και θα προέλαυνε μέσω του νότιου Ντονέτσκ για να φτάσει στην Αζοφική Θάλασσα, αποκόπτοντας την χερσαία γέφυρα της Ρωσίας με την Ουκρανία. Οι ουκρανικές δυνάμεις θα πρέπει επίσης να καταστρέψουν την γέφυρα του στενού του Κερτς, η οποία συνδέει την Ρωσία με την χερσόνησο της Κριμαίας και επιτρέπει στη Μόσχα να ανεφοδιάζει τα στρατεύματά της οδικώς και σιδηροδρομικώς. Μια έκρηξη γκρέμισε μέρος της γέφυρας τον Οκτώβριο του 2022, αλλά ίσως να αποκατασταθεί πλήρως μέχρι το καλοκαίρι.
Χωρίς χερσαία γέφυρα ή οδικές ή σιδηροδρομικές συνδέσεις με την Κριμαία, το Κρεμλίνο θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στον θαλάσσιο ανεφοδιασμό, αλλά τα πορθμεία και οι φορτηγίδες δεν θα κάλυπταν τις υλικοτεχνικές ανάγκες του για τις μάχες στην Κριμαία και τη νότια Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, οι ουκρανικές δυνάμεις θα πραγματοποιούσαν επί εβδομάδες πλήγματα κατά των ρωσικών δυνάμεων και υποδομών για να υποβαθμίσουν την στρατιωτική ικανότητα του εχθρού. Οι στόχοι θα περιελάμβαναν κόμβους εφοδιασμού, αεροπορικές βάσεις, κέντρα διοίκησης και ελέγχου, ναυτικές εγκαταστάσεις, και κόμβους μεταφορών.
Εάν η Ουκρανία πετύχαινε σε αυτήν την αρχική φάση της επιχείρησης, θα χρειαζόταν να πραγματοποιήσει χερσαίες και αμφίβιες επιθέσεις για να αποκτήσει ερείσματα στην Κριμαία —μια άλλη ηράκλεια προσπάθεια. Στην συνέχεια θα έπρεπε να συγκεντρώσει δυνάμεις σε πολλαπλές τοποθεσίες στην βόρεια Κριμαία, ώστε να μπορέσει να καταλάβει μεγάλες στρατηγικές εγκαταστάσεις, όπως την βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στην Σεβαστούπολη, την πρωτεύουσα της Κριμαίας, Συμφερούπολη, την παράκτια πόλη Feodosiya, και το λιμάνι του Κερτς. Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους, η Ουκρανία θα πρέπει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στην Χερσώνα και σε εδάφη που καταλήφθηκαν πρόσφατα στην βόρεια Κριμαία, καθιστώντας την ευάλωτη σε ένα ρωσικό τακτικό πυρηνικό χτύπημα. Για αυτόν τον λόγο (και επειδή η απώλεια της Κριμαίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το καθεστώς του Πούτιν), η τελική φάση αυτής της εκστρατείας θα ήταν η πιο επικίνδυνη.
Ακόμη και με μια πλημμύρα Δυτικής υποστήριξης, η Ουκρανία θα δυσκολευόταν να αναλάβει μια τέτοια επιχείρηση. Τα γερμανικά άρματα μάχης Leopard 2, τα βρετανικά άρματα μάχης Challenger 2, και τα αμερικανικά άρματα μάχης M1 Abrams και τα οχήματα μάχης πεζικού M2 Bradley που της υποσχέθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες θα βελτίωναν σίγουρα τις πιθανότητες. Αλλά ο ουκρανικός στρατός θα χρειαζόταν εκατοντάδες από αυτά τα οχήματα καθώς και μια ικανότητα αεροπορικής επίθεσης (είτε δώδεκα καλά οπλισμένα drones μάχης είτε εκατοντάδες μικρότερα μη επανδρωμένα αεροσκάφη μιας χρήσης), χιλιάδες πυραύλους HIMARS και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, και δεκάδες χιλιάδες βλήματα πυροβολικού. Θα χρειαζόταν επίσης μεγαλύτερη επανδρωμένη εναέρια ισχύ και μηχανική, αμφίβια, και υλικοτεχνική ικανότητα για να διεισδύσει σε οχυρωμένες ρωσικές αμυντικές γραμμές, να εκκαθαρίσει εκατοντάδες μίλια από κατεχόμενα εδάφη, και να πραγματοποιήσει αμφίβιες και χερσαίες επιθέσεις για να διασχίσει την Κριμαία και να εκτοπίσει τις ρωσικές δυνάμεις.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Η απροθυμία της Δύσης να υποστηρίξει πλήρως την Ουκρανία και να νικήσει την Ρωσία —που καταδεικνύεται τόσο από την διαρκή αντίσταση της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της να παράσχουν στην Ουκρανία όλα τα οπλικά συστήματα που χρειάζεται, όσο και από τα μακροπρόθεσμα χρονοδιαγράμματα για την υλοποίηση όσων έχουν υποσχεθεί— υπονομεύει την ικανότητα της Ουκρανίας να διεξάγει μια τέτοια επίθεση και πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα ο πόλεμος να επεκταθεί βαθιά μέσα στο 2023. Αυτή είναι μια συνταγή για σταδιακή κλιμάκωση. Η στρατιωτική απώλεια της Κριμαίας θα επέφερε βαρύ πλήγμα στην αξιοπιστία του Πούτιν, οπότε καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, θα μπορούσε να καταφύγει σε μυστικά μέσα για να προειδοποιήσει το ΝΑΤΟ να μην υποστηρίζει την Ουκρανία, να διεξάγει επιθέσεις σε δίκτυα υπολογιστών και υποδομές στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να προκαλέσει βιομηχανικά χημικά ή πυρηνικά ατυχήματα στην Ουκρανία για να δείξει την προθυμία του για κλιμάκωση. Η Δύση έχει δείξει ελάχιστη προθυμία για ρίσκο μέχρι στιγμής, οπότε ο Πούτιν ίσως να πιστεύει ότι μπορεί να μπλοφάρει για να φτάσει σε μια συμφωνία με την Ουκρανία που θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις του.
Αλλά οι Δυτικοί αξιωματούχοι ανησυχούν λιγότερο από όσο κάποτε για τις ρωσικές πυρηνικές απειλές. Και ενόψει της ρωσικής σταδιακής κλιμάκωσης, η ευρωατλαντική αποφασιστικότητα να στηριχθεί η Ουκρανία θα διατηρηθεί, όπως συνέβη σε όλη την διάρκεια του πολέμου. Αντί να υποχωρήσει, η Δύση θα απαντήσει στην σταδιακή κλιμάκωση του Κρεμλίνου με σταδιακή αύξηση της στρατιωτικής υποστήριξης. Ως αποτέλεσμα, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία θα συνεχίσουν να κινούνται προς την αντιπαράθεση, αυξάνοντας προοδευτικά τον κίνδυνο ένα ατύχημα ή ένας λάθος υπολογισμός να πυροδοτήσει έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας. Αυτή είναι μια συνταγή για ανάφλεξη που κινητοποιεί το ΝΑΤΟ και για μια πιθανή κλιμάκωση από τον συμβατικό στον πυρηνικό πόλεμο.
Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για μια μάχη με το ΝΑΤΟ. Αυτό το έχει καταστήσει σαφές με το να μην κρατά σε εφεδρεία καμία συμβατική στρατιωτική ικανότητα για μια τέτοια αντιπαράθεση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ρώσος ηγέτης δεν είναι διατεθειμένος να παίξει ένα επικίνδυνο παιχνίδι με την Δύση. Και όσο περισσότερο διαρκεί αυτό το παιχνίδι, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να καταλήξει σε τραγωδία.
ΑΞΙΟΠΙΣΤΗ ΑΠΕΙΛΗ, ΠΙΘΑΝΗ ΕΙΡΗΝΗ
Οι Δυτικές δυνάμεις δεν χρειάζεται να ρισκάρουν έναν επικίνδυνο και παρατεταμένο πόλεμο. Μπορούν να βοηθήσουν στην ταχύτερη κατάληξη της σύγκρουσης παρέχοντας τα όπλα, τον εξοπλισμό, και την υλικοτεχνική υποστήριξη που χρειάζεται η Ουκρανία για να εκδιώξει τα ρωσικά στρατεύματα από όλα τα κατεχόμενα εδάφη βόρεια της Κριμαίας και να απειλήσει αξιόπιστα την κατοχή της Μόσχας στην χερσόνησο.
Αυτήν την στιγμή, η Ουκρανία κερδίζει μόνο με μέτρια υποστήριξη από την Δύση. Τα τανκς και το άλλο υλικό που υποσχέθηκαν πρόσφατα οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, και διάφορες άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα δώσουν αναμφίβολα στην Ουκρανία ένα ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Αλλά για να πείσουν τον Πούτιν ότι είναι καλύτερα να αποσυρθεί από την Κριμαία, οι Δυτικές χώρες θα χρειαστεί να κάνουν πολλά περισσότερα. Θα χρειαστεί να καταργήσουν τους τεχνητούς περιορισμούς που έχουν θέσει στην στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο και να προμηθεύσουν τα όπλα μεγάλης εμβέλειας που θα επέτρεπαν στην Ουκρανία να παίξει επίθεση όπως και άμυνα. Και θα χρειαστεί να παραδώσουν εκατοντάδες τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, drones, αεροπλάνα, και άλλα όπλα που χρειάζονται για να απειλήσουν την απελευθέρωση της Κριμαίας.
Αντί να αφήσει την σύγκρουση να σέρνεται στην διάρκεια του χειμώνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να βοηθήσει την Ουκρανία να φέρει τον πόλεμο σε ένα γρήγορο και αποφασιστικό τέλος. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτρέψει τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος της Κριμαίας μέσω διαπραγματεύσεων και όχι μέσω βίας, γλιτώνοντας τόσο την Ουκρανία όσο και την Ρωσία από την τραγωδία ενός ακόμη έτους μαχών. Θα εξασφάλιζε επίσης την ουκρανική δημοκρατία, θα απέτρεπε τις αυταρχικές δυνάμεις να εξετάσουν το ενδεχόμενο στρατιωτικής επίθεσης στο μέλλον, και θα μείωνε τον κίνδυνο μιας πυρηνικής κλιμάκωσης που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια υπαρξιακή σύγκρουση.