Ο πόλεμος του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας έχει αποκαλύψει κάποιες άβολες αλήθειες για το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Κατ’ αρχάς, έχει συντρίψει την εικασία στην Γερμανία ότι η Ρωσία θα ήταν ένας αξιόπιστος εταίρος στα ορυκτά καύσιμα. Ο πόλεμος έχει επίσης διαλύσει την αξίωση της Ευρώπης για ηθική ηγεσία στην κλιματική αλλαγή. Στην Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UN Climate Change Conference) στην Γλασκώβη, το φθινόπωρο του 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαίτησε ανεπιτυχώς από την Κίνα και την Ινδία να δεσμευτούν σε ένα χρονοδιάγραμμα για την σταδιακή κατάργηση του άνθρακα. Τώρα αυτή η ζήτηση φαίνεται σχεδόν υποκριτική, διότι χώρες όπως η Γερμανία διατηρούν ανοιχτούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, που επρόκειτο να κλείσουν, για να αντιμετωπίσουν τα σημερινά ενεργειακά δεινά τους. Με αυτόν τον τρόπο, αυτοί οι ηγέτες έχουν επιδείξει ότι ο άνθρακας είναι ακόμη η πρωταρχική πηγή ενέργειας ως έσχατη λύση για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το γεγονός είναι ότι η κατανάλωση ενέργειας της Ευρώπης δεν είναι σωστά ευθυγραμμισμένη με τους πόρους στους οποίους οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ασφαλή πρόσβαση. Αυτό το πρόβλημα έχει υπάρξει μια επίμονη πηγή διαμάχης στην ευρωπαϊκή ιστορία και φαίνεται πιθανό ότι θα διαμορφώσει επίσης το μέλλον της Ευρώπης. Στην συγκέντρωση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum) στο Νταβός το 2020, η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, διακήρυξε ότι «η Ευρώπη σκοπεύει να είναι η πρώτη ήπειρος που θα είναι απαλλαγμένη από το διοξείδιο του άνθρακα». Ακόμα κι αν αυτός είναι ένας εύλογος στόχος, δεν θα απελευθερώσει την Ευρώπη από την εξάρτηση από τους ξένους πόρους.
ΥΓΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Η επιστροφή στον άνθρακα αντανακλά το ιστορικό των αγώνων της Ευρώπης για πηγές ενέργειας. Ο άνθρακας ήταν καθοριστικός για την άνοδο της δυτικοευρωπαϊκής ισχύος. Χωρίς την τροφοδοτούμενη από τον άνθρακα εκβιομηχάνιση, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είχε γίνει ποτέ η οικονομική υπερδύναμη του κόσμου κατά την διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα. Αλλά μόλις το πετρέλαιο αναδύθηκε ως εμπορικά βιώσιμη πηγή ενέργειας στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, η δυτική Ευρώπη αντιμετώπισε ένα αρκετά διαφορετικό μακροπρόθεσμο γεωπολιτικό μέλλον. Κανείς δεν βρήκε πολύ πετρέλαιο στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα, εκτός της Ρουμανίας, όπου οι γεωτρήσεις ξεκίνησαν την δεκαετία του 1850, και της Γαλικίας στην Αυστροουγγαρία, τώρα τμήμα της Ουκρανίας, όπου η παραγωγή επιταχύνθηκε την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα.
Αντίθετα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες απόλαυσαν αμφότερες την αφθονία του πετρελαίου. Απρόθυμες να αποδεχτούν ό,τι έπετο γεωπολιτικά από αυτή την γεωλογική πραγματικότητα, οι κύριες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επένδυσαν τις ελπίδες τους στην Μέση Ανατολή. Την δεκαετία του 1890, η Γερμανία υπό τον Κάιζερ Γουλιέλμο φλέρταρε για μια συμμαχία με τους Οθωμανούς με το βλέμμα στην απόκτηση δικαιωμάτων εξερεύνησης στην Μεσοποταμία. Η αρχική προτεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η Περσία, ο νότος της οποίας ήταν βρετανική σφαίρα επιρροής. Το 1908, ανακαλύφθηκε πετρέλαιο στη νότια Περσία από έναν Βρετανό επιχειρηματία ο οποίος είχε εξασφαλίσει μια παραχώρηση για γεωτρήσεις από τον Πέρση σάχη. Σε αυτό το σκηνικό, η Μέση Ανατολή υπήρξε βασική στην γεωπολιτική αναμέτρηση μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, μετά την συμμαχική νίκη σε εκείνη την σύγκρουση, η μετά το 1918 βρετανική και γαλλική αυτοκρατορική παρουσία στη Μέση Ανατολή δεν αντιμετώπισε την μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη ενεργειακή ευαλωτότητα αυτών των χωρών. Σε καμία στιγμή κατά την διάρκεια των ετών του Μεσοπολέμου το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία δεν εξασφάλισαν επαρκή εφοδιασμό από την Μέση Ανατολή για να ξεφύγουν από την ανάγκη εισαγωγής πετρελαίου από το δυτικό ημισφαίριο και —από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930— από την Σοβιετική Ένωση. Όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία ήταν ξανά σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες από τις εισαγωγές πετρελαίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η παρουσία του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας στην Μέση Ανατολή εμβάθυνε επίσης τον πανικό της Γερμανίας όσον αφορά την εξασφάλιση πρόσβασης στο πετρέλαιο κατά την διάρκεια της περιόδου του Μεσοπολέμου. Ο γερμανικός αποκλεισμός από την Μέση Ανατολή και η οξεία εξάρτηση από την παραγωγή των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης στοίχειωσαν το Βερολίνο. Έχοντας στραφεί πρώτα σε μια τεχνολογική λύση – την παραγωγή συνθετικού πετρελαίου από άνθρακα – η Γερμανία, υπό την ηγεσία των Ναζί, έκανε μια καταστροφική προσπάθεια να κατακτήσει την Σοβιετική Ένωση, μια απόφαση που ωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την δίψα της Γερμανίας για ρωσικό πετρέλαιο.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γεωπολιτική του πετρελαίου έγινε ακόμη δυσκολότερη για τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Δεδομένων των ανησυχιών τους για τη μακροπρόθεσμη εγχώρια προσφορά, οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των ΗΠΑ δεν ήθελαν να εισάγει η Δυτική Ευρώπη πετρέλαιο από το δυτικό ημισφαίριο, ενόσω πίεζαν για ένα de facto εμπάργκο στην εισαγωγή σοβιετικής ενέργειας μέσω της Συντονιστικής Επιτροπής για τους Πολυμερείς Ελέγχους των Εξαγωγών (Coordinating Committee for Multilateral Export Controls), η οποία ιδρύθηκε πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό άφησε τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες να εξαρτώνται από τον εφοδιασμό από την Μέση Ανατολή. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε ακόμη να ασκήσει κάποια αυτοκρατορική εξουσία σε αυτήν την πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή, οι αμερικανικές εταιρείες βρίσκονταν σε προνομιακή θέση στην Σαουδική Αραβία, την χώρα όπου βρίσκονταν τα βαθύτερα αποθέματα πετρελαίου. Επικράτησε μια διάχυτη ανησυχία ότι η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν σε μειονεκτική θέση οικονομικά λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησής της από τον εξωτερικό εφοδιασμό, η οποία επιδεινώθηκε από την γνώση ότι η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας επιτάχυνε την κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Η κρίση του Σουέζ το 1956 ενίσχυσε αυτούς τους φόβους: υποχρεώνοντας τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Ισραηλινούς να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους να αποσπάσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ από την Αίγυπτο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, επέδειξε ότι η Ουάσιγκτον μπορούσε και θα έθετε παραμέτρους για το πώς θα μπορούσε να ενεργήσει οποιοδήποτε δυτικοευρωπαϊκό κράτος για να προστατεύσει τα πετρελαϊκά του συμφέροντα.
ΠΑΡΑΚΑΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ
Είναι δύσκολο να υποτιμήσει κάποιος το τι πλήγμα ήταν το Σουέζ για όλες τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτές έκαναν δύο βασικές κινήσεις ως απάντηση: γύρισαν πίσω στην Σοβιετική Ένωση και στράφηκαν προς την πυρηνική ενέργεια. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες έκαστης [κίνησης] διαμορφώνουν τα σημερινά ενεργειακά αδιέξοδα ολόκληρης της ηπείρου.
Το σοβιετικό πετρέλαιο προσέφερε την ευκαιρία να διαφοροποιηθεί ο εφοδιασμός, την ίδια στιγμή που το φυσικό αέριο γινόταν η τρίτη κρίσιμη πηγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Πουθενά αυτή η αλλαγή δεν έγινε πιο σημαντική από όσο στην Δυτική Γερμανία. Μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας, τρεις βορειοευρωπαϊκές χώρες —η Ολλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο— απολάμβαναν την προοπτική μιας σημαντικής εγχώριας προμήθειας φυσικού αερίου. Η Δυτική Γερμανία δεν την απολάμβανε. Για να αντισταθμίσει, ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ δεσμεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 να αγοράσει σοβιετικό αέριο που θα μεταφερόταν στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας χαλύβδινους σωλήνες γερμανικής κατασκευής. Μια νέα σχέση Δυτικής Γερμανίας – Σοβιετικής Ένωσης γεννήθηκε.
Αυτό το ενεργειακό εμπόριο συνεχίστηκε πέρα από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η γεωπολιτική κατάσταση μετά το 1991 φάνηκε να προσφέρει μια ευκαιρία για να ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Σε μια κατά τα φαινόμενα καπιταλιστική Ρωσία, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας θα μπορούσαν να επιδιώξουν συνεργασίες για την παραγωγή. Κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα, μετά την πανωλεθρία του πολέμου στο Ιράκ, η εξάρτηση από την Ρωσία έγινε πιο ελκυστική από την βαθύτερη εξάρτηση από την Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αγωγοί που παρέδιδαν ρωσικό αέριο διέτρεχαν τα ανεξάρτητα κράτη στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, με πιο σημαίνον την Ουκρανία, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε επίσης νέες ενεργειακές ευαλωτότητες για την Ευρώπη. Η αξιοπιστία του εφοδιασμού έγινε αντικείμενο των ιδιοτροπιών της Μόσχας. Με την διεύρυνση προς ανατολάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004, η διέλευση μέσω της Ουκρανίας έγινε επίσης πηγή εσωτερικής γεωπολιτικής σύγκρουσης εντός της Ευρώπης. Αυτές οι εντάσεις εξελίχθηκαν σε κρίση για πρώτη φορά μετά την αποκαλούμενη Πορτοκαλί Επανάσταση (Orange Revolution) της Ουκρανίας το 2005, η οποία είδε την άφιξη μιας κυβέρνησης στο Κίεβο που ήταν δεσμευμένη να διεκδικήσει την αυτονομία της Ουκρανίας από την Μόσχα. Ως απάντηση, ο Πούτιν επαναδέσμευσε την Ρωσία στην προσέγγιση που είχε αρχίσει να επινοεί ο προκάτοχός του, Μπόρις Γέλτσιν, η οποία ήταν να κατασκευάσει θαλάσσιους αγωγούς για να παρακάμψει την Ουκρανία. Αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ του να ενεργήσει για να προστατεύσει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και να φροντίσει τις ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε προτεραιότητα στα δικά της συμφέροντα και υποστήριξε τον πρώτο αγωγό Nord Stream κάτω από την Βαλτική Θάλασσα, από την [πόλη] Vyborg της Ρωσίας σε ένα βιομηχανικό λιμάνι κοντά στην [πόλη] Greifswald της Γερμανίας. Μόλις γινόταν λειτουργικός, από το 2011, ο Nord Stream 1 θα στερούσε έσοδα από την Ουκρανία και θα μείωνε το κίνητρο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να στηρίξουν την Ουκρανία στις ενεργειακές διαμάχες με την Ρωσία.
Την δεκαετία του 2010, η ενεργειακή θέση της Ευρώπης επιδεινώθηκε ξανά. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπήρχε πολιτική διάθεση στην Δυτική Ευρώπη για να πειραματιστεί με το fracking. Μολονότι η Πολωνία επιδίωξε έργα σχιστολιθικού φυσικού αερίου, οι μεγάλες ελπίδες ότι η αμερικανική ευλογία θα μπορούσε να επαναληφθεί στην βόρεια και στην ανατολική Πολωνία διαλύθηκαν. Κατά συνέπεια, καθώς η εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την ξένη ενέργεια μειώθηκε κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η ευρωπαϊκή εξάρτηση αυξήθηκε. Μολονότι αρκετές κυβερνήσεις της ανατολικής Ευρώπης θεώρησαν την ικανότητα των ΗΠΑ να εξάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο ως σωσίβιο για τον τερματισμό της ενεργειακής υποταγής στην Ρωσία, οι κυβερνήσεις της Μέρκελ δεν είδαν τον λόγο για τον οποίο οι γερμανικές εταιρείες θα έπρεπε να απαρνηθούν το φθηνό φυσικό αέριο του αγωγού που ήταν διαθέσιμο από την Ρωσία. Με την Ευρώπη διαιρεμένη, οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας έγιναν πεδίο μάχης μεταξύ της Gazprom και των αμερικανικών εταιρειών φυσικού αερίου.
Τώρα που ο πόλεμος του Πούτιν έχει αποκαλύψει το βάθος της ευαλωτότητας της Ευρώπης στο φυσικό αέριο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να ξεφύγουν από την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο μόνο με την επανεξέταση προβλημάτων που θυμίζουν τα αδιέξοδα που αντιμετώπισαν κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Μπορούν να αναζητήσουν περισσότερες προμήθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή από την Μέση Ανατολή —συγκεκριμένα από το Κατάρ και, εάν μπορούσαν να πείσουν την Ουάσιγκτον να άρει τις κυρώσεις, από το Ιράν. Εναλλακτικά, μπορούν να εμπλακούν σε μια νέα εκδοχή του παλιού οθωμανικού ζητήματος για να καλλιεργήσουν το φυσικό αέριο που βρίσκεται κάτω από τα κυπριακά και τα ελληνικά ύδατα, αλλά στο οποίο η Τουρκία διεκδικεί δικαιώματα. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πρέπει να κάνουν και τα τρία σε έναν κόσμο στον οποίο η εξάρτηση από την ξένη ενέργεια αποτελεί πλέον και πρόβλημα της Ασίας, που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να ανταγωνιστούν την Κίνα για όλη την προμήθεια φυσικού αερίου.
ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η ιδέα ότι η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να μειώσει ριζικά το ενεργειακό αδιέξοδο της Ευρώπης είναι μια ελκυστική πρόταση από τότε που ο Αϊζενχάουερ [5] άνοιξε μια οδό το 1953 στην ομιλία του «Άτομα για την Ειρήνη» (Atoms for Peace) για την χρήση πυρηνικών αντιδραστήρων ως πηγή θερμότητας. Μολονότι οι συνομιλίες για την εγκαθίδρυση μιας κοινής δυτικοευρωπαϊκής προσέγγισης στην πυρηνική ενέργεια παρέπαιαν πριν από την κρίση του Σουέζ, η αγγλογαλλική ταπείνωση ώθησε τη γαλλική κυβέρνηση να τις ολοκληρώσει θετικά.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (European Atomic Agency Community, EURATOM), μέρος της Συνθήκης της Ρώμης (Treaty of Rome) του 1957, η οποία δημιούργησε τους θεσμούς που απάρτιζαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (European Economic Community) που τελικά έγινε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μολονότι η γαλλική κυβέρνηση συνέλαβε την EURATOM ως μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια για την ενεργειακή αυτονομία της Δυτικής Ευρώπης, ετούτο δεν συνέβη. Αντί η EURATOM να λειτουργήσει ως ένας υπερεθνικός ευρωπαϊκός σύνδεσμος, η πυρηνική ενέργεια αναπτύχθηκε σε εθνική βάση. Αυτά τα εθνικά πυρηνικά έργα συνεπάγονταν επίσης νέες εξαρτήσεις από την Αμερική, με την Γαλλία να εισάγει τεχνολογία των ΗΠΑ και την Δυτική Γερμανία να εισάγει σχεδόν όλο το εμπλουτισμένο ουράνιο της από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το πρόβλημα της εξάρτησης από εξωτερικούς πόρους επιδεινώθηκε περαιτέρω από την ανισορροπία ισχύος στην ατλαντική σχέση. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, σχεδόν όλο το ουράνιο του κόσμου πέραν της Σοβιετικής Ένωσης βρισκόταν στο Κονγκό. Εκείνη η χώρα ήταν αποικία ελεγχόμενη από το Βέλγιο, αλλά χάρη σε μια συμφωνία που συνήφθη από την εξόριστη βελγική κυβέρνηση του καιρού του πολέμου, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες που έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την διανομή του ουρανίου του. Στην συνέχεια, έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν την δική τους ευλογία στην εξόρυξη ουρανίου.
Σύντομα, μια σοβαρή πολιτική απόκλιση υλοποιήθηκε μεταξύ της Γαλλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Μετά τους πρώτους κραδασμούς των τιμών του πετρελαίου το 1973, η Γαλλία αφοσιώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην πυρηνική ενέργεια, ένα εγχείρημα που βοηθήθηκε από το γεγονός ότι είχε ήδη αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε πόρους στην πρώην αποικία της, τον Νίγηρα, όπου ανακαλύφθηκε ουράνιο το 1965. Σήμερα, η πυρηνική ενέργεια συνήθως παρέχει το 75% της ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας και συνιστά μεγαλύτερο ποσοστό της βασικής κατανάλωσης ενέργειας της Γαλλίας από το πετρέλαιο, ένα ενεργειακό μείγμα που είναι απαράμιλλο [σε σύγκριση με] οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μολονότι ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είχε στόχο να αντικαταστήσει κάποια από την ικανότητα πυρηνικής ενέργειας της Γαλλίας με ηλιακή και αιολική ενέργεια κατά την διάρκεια των ετών 2012 έως 2017, ο σημερινός πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έχει γίνει όλο και πιο πολύ υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, υποσχόμενος στις αρχές του 2022 να αναγγείλει την «αναγέννηση της γαλλικής πυρηνικής βιομηχανίας».
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Γερμανία βρισκόταν σε μια διαφορετική ενεργειακή πορεία. Ενώ η κυβέρνηση της Βόννης υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών δεσμεύτηκε επίσης για μια μεγάλη διεύρυνση της πυρηνικής ενέργειας κατά την διάρκεια των κραδασμών των τιμών του πετρελαίου το 1973, η ατομική ενέργεια συνάντησε σημαντική αντίσταση στην βάση της Δυτικής Γερμανίας. Μέσα από την πολιτική δυσαρέσκεια, αναδύθηκε το Γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων (German Green Party). Αντιμέτωποι με περιβαλλοντικά προσανατολισμένο εκλογικό ανταγωνισμό, οι Δυτικογερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έγιναν πιο προσεκτικοί όσον αφορά την εξίσωση της ανάπτυξης με την αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας. Στην συνέχεια, η καταστροφή στο Τσέρνομπιλ ενδυνάμωσε την αντιπυρηνική άποψη. Αφότου οι Πράσινοι μπήκαν στην κυβέρνηση για πρώτη φορά το 1998 σε έναν συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, η Γερμανία αφοσιώθηκε σε μια μετάβαση μακριά από την πυρηνική ενέργεια και τα ορυκτά καύσιμα, προς την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Μολονότι αρχικά η Μέρκελ επιδίωξε να σώσει την πυρηνική ενέργεια, ανέστρεψε την πορεία της μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011, υποσχόμενη να εξαλείψει όλους τους γερμανικούς πυρηνικούς σταθμούς έως το τέλος του 2022.
ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΣ
Πριν από τον πόλεμο, οι προτεραιότητες της Γερμανίας φαίνονταν να είχαν νικήσει στην σύγκρουση σχετικά με το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να φτάσει σε ένα μέλλον ουδέτερο σε εκπομπές άνθρακα. Το 2019, όταν η ΕΕ κινήθηκε για να ξεκινήσει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) – αυτή που η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποκάλεσε «η [αντίστοιχη] στιγμή της Ευρώπης που ο άνθρωπος πατάει στο φεγγάρι» – η αρχική πράσινη ταξινόμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν περιελάμβανε την πυρηνική ενέργεια. Αλλά η περιχαράκωση της τροχιάς της Γερμανίας -της μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας που ιστορικά έχει δυσκολευτεί περισσότερο με την ενέργεια από τότε που ξεκίνησε η εποχή του πετρελαίου- θα μπορούσε μόνο να σημαίνει την αποδοχή μιας άλλης εκδοχής της εξάρτησης από το εξωτερικό. Δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα μέταλλα σπάνιων γαιών που χρειάζεται η ΕΕ για ηλιακή και αιολική ενέργεια εισάγονται από την Κίνα, το Πεκίνο πρέπει να είναι στρατηγικός εταίρος στην παραγωγή ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα για την ΕΕ. Έτσι, η Μέρκελ δαπάνησε σημαντικό γεωπολιτικό κεφάλαιο τον τελευταίο χρόνο της θητείας της, προωθώντας μια επίσημη σύνδεση μεταξύ του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ και του συστήματος της Κίνας.
Υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις σε μια άμεση διευθέτηση των σημερινών δυσκολιών του να αντικαταστήσουν χωρίς πυρηνική ενέργεια την ενέργεια από άνθρακα στον τομέα του ηλεκτρισμού, οι ευρωπαϊκοί κραδασμοί της τιμής του φυσικού αερίου το περασμένο φθινόπωρο και ο πόλεμος της Ρωσίας έχουν ανατρέψει τις ενεργειακές προτεραιότητες αυτών των χωρών. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την έναρξη του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα περιελάμβανε την πυρηνική ενέργεια στα σχέδιά της για την πράσινη ενέργεια. Με τον Πούτιν να επιδεικνύει την διάθεση του να κλείσει την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη και την ασιατική ζήτηση για φυσικό αέριο να αυξάνεται, η μεσοπρόθεσμη επιλογή για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γίνεται το εάν θα κατασκευάσουν νέους μικροπυρηνικούς αντιδραστήρες ή εάν θα συνεχίσουν να καίνε άνθρακα πέρα από την παρούσα έκτακτη ανάγκη. Ακόμη και με τους δικούς τους όρους, ωστόσο, αυτές οι επιλογές δεν αποτελούν πανάκεια. Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, περίπου το 50% των εισαγωγών άνθρακα της Γερμανίας προέρχονταν από την Ρωσία. Εν τω μεταξύ, η γηράσκουσα πυρηνική βιομηχανία της Γαλλίας δυσκολεύεται με προβλήματα διάβρωσης. Την περασμένη άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού, οι μισοί από τους αντιδραστήρες της χώρας ήταν εκτός λειτουργίας. Τον Ιούλιο, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες σήμαιναν ότι η πυρηνική παραγωγή έπρεπε να περιοριστεί διότι δεν υπήρχε επαρκές νερό στους ποταμούς το οποίο ήταν διαθέσιμο για ψύξη.
Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν μόνο δύσκολες επιλογές μπροστά τους. Η ψευδαίσθηση ότι στην άλλη πλευρά της ενεργειακής μετάβασης βρίσκεται ένα νέο γεωπολιτικό μέλλον έχει τελειώσει. Ακόμα κι αν πρέπει να φαίνεται ότι δρα, η Ευρώπη δεν μπορεί στην πράξη να αποκηρύξει όλες τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας διότι η παροχή υγροποιημένου φυσικού αερίου και πετρελαίου είναι περιορισμένη. Εάν η Κίνα μπορεί να είναι εταίρος στις χαμηλές εκπομπές άνθρακα, είναι επίσης ένας αντίπαλος στις εισαγωγές ξένης ενέργειας. Όπως και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι ευρωπαϊκές χώρες θα ψάξουν διέξοδο από τους περιορισμούς των εγχώριων πόρων τους, κυρίως αναζητώντας μέταλλα στην Αφρική. Αυτή την φορά δεν μπορούν να υπάρξουν αυτοκρατορίες, μόνο μια διευθέτηση του χάσματος μεταξύ της κατανάλωσης ενέργειας της Ευρώπης και της γεωγραφικής κατανομής των μέσων που απαιτούνται για να παραχθεί αυτή.