Δημοκρατία, αυταρχισμός, και η καθοριστική σύγκρουση της εποχής μας.
Στο πρόσφατο ταξίδι του στην Ευρώπη, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επανέλαβε εμφατικά το καθοριστικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής του. Ο αμερικανο-κινεζικός ανταγωνισμός, είπε, είναι μέρος ενός ευρύτερου «ανταγωνισμού με αυταρχικούς» για το «εάν οι δημοκρατίες μπορούν να ανταγωνιστούν … στον ταχέως μεταβαλλόμενο εικοστό πρώτο αιώνα». Δεν ήταν μια ρητορική επισήμανση. Ο Μπάιντεν υποστήριξε επανειλημμένα ότι ο κόσμος έχει φτάσει σε ένα «σημείο καμπής» που θα καθορίσει εάν αυτός ο αιώνας σηματοδοτεί μια άλλη εποχή δημοκρατικής κυριαρχίας ή μια εποχή αυταρχικής κυριαρχίας. Οι αυριανοί ιστορικοί, ο ίδιος έχει προβλέψει, θα «κάνουν τις διδακτορικές διατριβές τους σχετικά με το ζήτημα του ποιος πέτυχε: ο αυταρχισμός ή η δημοκρατία;».
Ο Μπάιντεν δεν έβλεπε πάντα τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο. Το 2019, χλεύασε την πρόταση ότι η Κίνα ήταν σοβαρός ανταγωνιστής, πόσω μάλλον η ηγετική αιχμή μιας ιδεολογικής πρόκλησης που θα αφήσει εποχή. Αλλά ο ισχυρισμός του ότι η κεντρική σύγκρουση της εποχής μας είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων διακυβέρνησης φαίνεται γνήσιος και έχει βαθιές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική και την γεωπολιτική των ΗΠΑ.
Για την διοίκηση Μπάιντεν, η ιδέα αποτυπώνει αυτό που καθοδηγεί τις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τους κύριους αντιπάλους τους και το τι διακυβεύεται. Συνδέει τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων με την αναζωογόνηση της αμερικανικής δημοκρατίας και την καταπολέμηση των διεθνικών πληγών, όπως η διαφθορά και η COVID-19. Και εστιάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια πραγματικά υψηλή στρατηγική οχύρωσης του δημοκρατικού κόσμου ενάντια στις πιο σοβαρές απειλές που αντιμετώπισε μέσα σε γενιές.
Το ερώτημα είναι εάν η διοίκηση μπορεί τώρα να μετατρέψει αυτό το όραμα σε πραγματικότητα. Ο Μπάιντεν έχει εντοπίσει την καθοριστική στρατηγική πρόκληση του 21ου αιώνα, αλλά τα προβλήματα -τόσο τα εγγενή όσο και τα αυτοδημιούργητα- είναι ήδη αποθαρρυντικά.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ίσως να έχει στρέψει την Ουάσινγκτον στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, αλλά ο Μπάιντεν έθεσε αυτό το ζήτημα σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Μέχρι να εκδηλωθεί η πανδημία, ο Τραμπ έμοιαζε συχνά να βλέπει τον αμερικανο-κινεζικό ανταγωνισμό κυρίως ως μάχη για τους όρους του εμπορίου. Αντίθετα, ο Μπάιντεν θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός αποτελεί μέρος μιας «θεμελιώδους συζήτησης» μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι «ο αυταρχισμός είναι ο καλύτερος δρόμος» και εκείνων που πιστεύουν ότι «η δημοκρατία πρόκειται και πρέπει να επικρατήσει».
Η κοινότητα των δημοκρατικών εθνών αντιμετωπίζει τρεις αλληλένδετες προκλήσεις. Η πρώτη είναι η απειλή από τις αυταρχικές δυνάμεις -την Ρωσία και ιδιαίτερα την Κίνα. Αυτές οι χώρες αμφισβητούν την αμερικανική ισχύ σε όλο τον κόσμο και απειλούν δημοκρατικά έθνη από την Ανατολική Ευρώπη έως το Στενό της Ταϊβάν. Ωστόσο, η πρόκληση που θέτουν είναι τόσο ιδεολογική όσο και γεωπολιτική. Διαφορετικά μοντέλα τάξης εγχωρίως παράγουν διαφορετικά οράματα τάξης στο εξωτερικό: η Ρωσία και η Κίνα θέλουν να αποδυναμώσουν, να κατακερματίσουν και να αντικαταστήσουν το υπάρχον διεθνές σύστημα, επειδή οι θεμελιώδεις φιλελεύθερες αρχές του είναι αντίθετες με τις ανελεύθερες εγχώριες πρακτικές τους. Ο κίνδυνος, λοιπόν, είναι ότι η Μόσχα και το Πεκίνο θα κάνουν τον κόσμο ασφαλή για τον αυταρχισμό με τρόπους που θα τον καθιστούν ανασφαλή για την δημοκρατία.
Η Ρωσία χρησιμοποιεί κυβερνοεπιθέσεις και παραπληροφόρηση για να εξουδετερώσει τις δημοκρατίες και να στρέψει τους πολίτες τους τον έναν εναντίον του άλλου, την ώρα που οι φιλελεύθερες κοινωνίες έχουν γίνει όλο και περισσότερο φυλετικές και πολωμένες. Η Κίνα χρησιμοποιεί την δύναμή της στην αγορά για να τιμωρήσει την κριτική -δηλαδή, την ελευθερία του λόγου- σε προηγμένες δημοκρατίες από την Ευρώπη έως την Αυστραλία˙ παρέχει στους αυταρχικούς του κόσμου τα εργαλεία και τις τεχνικές καταστολής˙ και ξαναγράφει τους κανόνες των διεθνών οργανισμών για να προστατεύσει και ακόμη και να δώσει προνόμια στον αυταρχισμό. Πιο απειλητικά, το Πεκίνο πραγματοποιεί τεράστιες δαπάνες σε τεχνολογίες, όπως οι τηλεπικοινωνίες 5G και η τεχνητή νοημοσύνη, με σκοπό να διαδώσει την αυταρχική επιρροή της Κίνας και να την προωθήσει πέρα από τους δημοκρατικούς αντιπάλους της. Η ουσία είναι ότι ένας κόσμος υπό την ηγεσία εξουσιοδοτημένων, επιθετικών αυταρχικών θα είναι, όπως προειδοποίησε ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, ένας «άθλιος και επικίνδυνος τόπος» για όσους εκτιμούν την ελευθερία.
Η δεύτερη απειλή προέρχεται από διεθνή προβλήματα που προσδίδουν πρόσθετη βαρύτητα σε έναν ανταγωνισμό συστημάτων. Η [ασθένεια] COVID-19 δεν είναι απλώς μια πανδημία που συμβαίνει μια φορά σ’ έναν αιώνα˙ είναι μια αμφισβήτηση στην ιδέα ότι οι δημοκρατίες μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στους πιο πιεστικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της. Η διασυνοριακή διαφθορά δεν αποτελεί απλώς απειλή για την χρηστή διακυβέρνηση˙ είναι ένα κακό που η Μόσχα, το Πεκίνο και άλλοι αυταρχικοί εκμεταλλεύονται για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους. Το χάσμα μεταξύ του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων και των διεθνών θεμάτων είναι τεχνητό: οι δημοκρατίες δεν θα κερδίσουν τον πρώτο χωρίς να αντιμετωπίσουν τα δεύτερα.
Η τρίτη απειλή είναι η παρακμή της δημοκρατίας εκ των έσω. Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν την εκλογή ενός αναίσχυντα αντιφιλελεύθερου προέδρου και μια βίαιη προσπάθεια ανατροπής δημοκρατικών εκλογών. Σε όλο τον φιλελεύθερο κόσμο, τα αντιδημοκρατικά συναισθήματα και η δυσαρέσκεια με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς έχουν φτάσει σε ύψη που δεν έχουν φανεί ξανά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές οι τάσεις είναι από μόνες τους ανησυχητικές. Αφήνουν επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους πιο ευάλωτους σε αυταρχικές επιθέσεις. Αυτή η κρίση της δημοκρατικής διακυβέρνησης στο εσωτερικό είναι ανάλογη με την κρίση της δημοκρατικής επιρροής στο εξωτερικό.
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΜΠΑΪΝΤΕΝ
Αυτή η τριπλή πρόκληση υποδηλώνει μια τριπλή απάντηση -στοιχεία της οποίας φαίνονται στις πρώτες κινήσεις της διοίκησης Μπάιντεν. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν την συνοχή και την ανθεκτικότητα της δημοκρατικής κοινότητας έναντι των αυταρχικών αντιπάλων της και να καταστήσουν μια τέτοια δημοκρατική αλληλεγγύη πραγματικά παγκόσμια, εφόσον τόσες πολλές πτυχές της απειλής απαιτούν μια παγκόσμια απάντηση. Δεύτερον, πρέπει να οδηγήσει τις δημοκρατίες του κόσμου στην αντιμετώπιση διεθνικών προβλημάτων που κανένα έθνος δεν μπορεί να λύσει μόνο του. Και πρέπει να οικοδομήσει μια «θέση ισχύος» για την παγκόσμια αντιπαλότητα με το να επανεπενδύσουν [οι ΗΠΑ] στην δική τους ανταγωνιστικότητα και με το να αποδείξουν ότι οι δημοκρατίες μπορούν ακόμα να προσφέρουν στους πολίτες τους.
Η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν επικεντρώθηκε στο να τεθεί αυτή η εκτεταμένη έννοια της αμερικανικής στρατηγικής -ριζωμένη στο αναπόφευκτο γεγονός ότι η υπεροχή της δημοκρατίας είναι πιο ασταθής από οποιαδήποτε στιγμή εδώ και πάρα πολύ καιρό- σε λειτουργία. Ενώ πολλές από τις χειρότερες διεθνείς σχέσεις του Τραμπ ήταν με τους πιο στενούς συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μπάιντεν έχει δώσει προτεραιότητα στην επιδιόρθωση αυτών των συμμαχιών ως ασπίδες σε μια παγκόσμια δημοκρατική φάλαγγα. Έχει επιδιώξει να εξομαλύνει τις διπλωματικές και εμπορικές διαφορές με την Ευρώπη για να δημιουργήσει ένα ισχυρότερο ενωμένο μέτωπο εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας και έχει συνεργαστεί με συμμάχους στην Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό για να δείξει ότι μια επίθεση εναντίον της Ταϊβάν θα μπορούσε να κοστίσει ακριβά στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ). Μια αρχική σύνοδος κορυφής της Ομάδας των 7 παρήγαγε κοινή ρητορική για την απειλή της Κίνας και σχέδια για ένα πρόγραμμα υποδομών που θα προωθεί διαφανή, υψηλής ποιότητας έργα στον αναπτυσσόμενο κόσμο -μια δημοκρατική απάντηση στην Πρωτοβουλία Belt and Road του Πεκίνου.
Η διοίκηση έχει επίσης αναπτύξει κόμβους δημοκρατικής συνεργασίας σε βασικές παγκόσμιες προκλήσεις. Υπό τον Biden, το Quad και το G-7 ανακοίνωσαν σχέδια για την διανομή σχεδόν δύο δισεκατομμυρίων εμβολίων COVID-19 σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η κυβέρνηση ετοιμάζει μια πολυμερή ώθηση για την καταπολέμηση της διαφθοράς και τις παράνομες χρηματοοικονομικές ροές που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μεταξύ άλλων αυταρχικών, έχει οπλοποιήσει τόσο επιδέξια. Αν και ο Μπάιντεν είχε μιλήσει νωρίτερα για μια παγκόσμια «σύνοδο κορυφής για τις δημοκρατίες» που θα αναλάβει αυτά και άλλα θέματα, μέχρι στιγμής βασίστηκε σε μικρότερες, υπάρχουσες ομάδες που μπορούν να επιτύχουν απτή πρόοδο τώρα, και ίσως να θέσουν το σκηνικό για μεγαλύτερες προσπάθειες αργότερα.
Ο Μπάιντεν ακολούθησε την ίδια πορεία και στον τεχνολογικό ανταγωνισμό. Προς το παρόν, η κυβέρνηση υποβάθμισε την ιδέα της δημιουργίας ενός D-10, ενός T-12, ή κάποιου άλλου μεγάλου, επίσημου δημοκρατικού συνασπισμού για την αντιμετώπιση των αυταρχικών επιρροών στην τεχνολογία. Αντ’ αυτού, συνεργάζεται με επιλεγμένες χώρες και ομάδες –με τη Νότια Κορέα για ημιαγωγούς και τεχνολογία 5G και 6G, την ΕΕ για την ευθυγράμμιση της τεχνολογίας και της εμπορικής πολιτικής, την Ιαπωνία για την διασφάλιση ενός ανοικτού παγκόσμιου Διαδικτύου, το ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθέσεων και την παραπληροφόρηση- για την οικοδόμηση δημοκρατικής συνεργασίας από τα θεμέλια και πάνω.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση αντέδρασε, συχνά πολυμερώς, ενάντια στις πιο φρικτές μορφές αυταρχικής καταστολής και επιθετικότητας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρόεδρος απείλησε τον Πούτιν με σοβαρές συνέπειες εάν συνεχιστούν οι ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κρίσιμων υποδομών. Η Ουάσινγκτον συμπαρατάχθηκε με την ΕΕ για την επιβολή κυρώσεων στην Λευκορωσία αφού η κυβέρνηση του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο ανάγκασε ένα αεροπλάνο που μετέφερε έναν καταζητούμενο αντιφρονούντα να προσγειωθεί -ένα παράδειγμα της εξωεδαφικής καταστολής που χρησιμοποιούν η Ρωσία, η Κίνα και άλλοι αυταρχικοί για να κυνηγήσουν τους επικριτές τους και να εδραιώσουν την εξουσία τους. Και η ομάδα του Μπάιντεν συνεργάστηκε με τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ για την επιβολή κυρώσεων σε αξιωματούχους του ΚΚΚ που εμπλέκονται στην τρομακτική καταστολή στην [επαρχία] Σινγιάνγκ -προκαλώντας έτσι μια κατάρρευση του «Λύκου Πολεμιστή», διαλύοντας μια επενδυτική συμφωνία την οποία είχε υπογράψει το Πεκίνο με τις Βρυξέλλες λίγους μήνες πριν.
Εγχωρίως, ο Μπάιντεν επιδιώκει επενδύσεις στην επιστημονική Έρευνα και Ανάπτυξη, σε ψηφιακές και φυσικές υποδομές, και σε άλλους τομείς για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αντιμετώπιση της αποξένωσης της εργασίας και της μεσαίας τάξης. Η υπόσχεσή του για μια «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» αποσκοπεί στο να δείξει ότι η παγκόσμια δέσμευση μπορεί να έχει ανταπόδοση για τις εργαζόμενες οικογένειες, και η πίεσή του για έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο, όπως υποστηρίζουν αξιωματούχοι της διοίκησης, θα βοηθήσει τις δημοκρατίες να επενδύσουν περισσότερο στους πολίτες τους. Από την οπτική γωνία του Μπάιντεν, αυτά τα μέτρα αντιπροσωπεύουν προδρόμους για το είδος της εγχώριας αναζωογόνησης και μεταρρύθμισης που κάποτε βοήθησαν τις δημοκρατίες να κερδίσουν έναν άλλο ανταγωνισμό συστημάτων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΟΜΜΑΤΙ
Ωστόσο, καθώς τα περιγράμματα μιας στρατηγικής αρχίζουν να φαίνονται, το ίδιο ισχύει και για τις προκλήσεις και τις ελλείψεις. Προφανώς, το πλαίσιο του Μπάιντεν πηγαίνει καλύτερα σε ορισμένα είδη κοινού από όσο σε άλλα. Η στρατηγική βασίζεται στην ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ελέγξουν καλύτερα την αυταρχική πρόοδο μέσω της βαθύτερης αλληλεγγύης προς τις καθιερωμένες δημοκρατίες. Όμως, ο περιορισμός της ρωσικής και της κινεζικής ισχύος, είτε στρατιωτικά είτε διπλωματικά, θα απαιτήσει επίσης συνεργασία με ατελείς ή εντελώς αυταρχικές κυβερνήσεις σε χώρες από την Πολωνία και την Τουρκία έως το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες. Αυτό δεν χρειάζεται να είναι θανατηφόρο πρόβλημα: η Ουάσιγκτον έκανε τις συμμαχίες με ομοϊδεάτες δημοκρατίες τον πυρήνα της στρατηγικής της για τον Ψυχρό Πόλεμο, ενώ παράλληλα δημιουργούσε παραγωγικές, αν και συναλλακτικές, σχέσεις με οιονεί δημοκρατίες και με ξεκάθαρες τυραννίες. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει μια προσέγγιση που να ταιριάζει σε όλα σχετικά με την οικοδόμηση συνασπισμού -και ότι οι βάσει αρχών στρατηγικές εξακολουθούν να απαιτούν ρεαλιστικούς συμβιβασμούς.
Ακόμη και με βασικούς δημοκρατικούς συμμάχους, η σύσφιξη των συμμαχιών θα μπορούσε να αποδειχθεί δυσκολότερη από όσο περιμένει η κυβέρνηση. Ο Μπάιντεν μπορεί να αποκομίσει γρήγορα τα οφέλη που προέρχονται από τον τερματισμό των αδελφοκτόνων εμπορικών πολέμων ή την απουσία επαίνων από έναν Ρώσο δικτάτορα. Και ειδικά με την Ευρώπη, υπάρχει σαφές περιθώριο συνεργασίας σε θέματα όπως ο έλεγχος των επενδύσεων. Ωστόσο, η κινητοποίηση ακόμη και στενών δημοκρατικών συμμάχων θα εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς προσβλέπουν σε μια ανάκαμψη μετά την πανδημία που θα τροφοδοτείται από αγορές από την Κίνα˙ υπάρχουν επίμονα διατλαντικά ρήγματα σε θέματα απορρήτου, δεδομένων (data), και άλλων τεχνολογικών ζητημάτων. Το να βγαίνουν κοινές δηλώσεις ανησυχίας σχετικά με την πιθανή κινεζική επιθετικότητα εναντίον της Ταϊβάν ή με τον οικονομικό εξαναγκασμό της Αυστραλίας είναι συγκριτικά εύκολο˙ η δημιουργία συγκεκριμένων πολυμερών απαντήσεων θα είναι πιο δύσκολη. Και οι κινήσεις για την στήριξη του ελεύθερου κόσμου ενάντια σε μια απειλή μπορούν να τον αποδυναμώσουν έναντι μιας άλλης: η κυβέρνηση του Μπάιντεν ήρε την αντίθεσή της στον αγωγό Nord Stream 2 με την ελπίδα να φέρει το Βερολίνο ενάντια στο Πεκίνο, αλλά με αυτόν τον τρόπο, επέτρεψε στη Μόσχα να αυξήσει την μόχλευσή της έναντι των ευάλωτων δημοκρατιών στην Ανατολική Ευρώπη.
Η εστίαση στον ιδεολογικό και τεχνολογικό αγώνα θα μπορούσε επίσης να αποσπάσει την κυβέρνηση από εξίσου πιεστικούς στρατιωτικούς κινδύνους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν, τελικά, να χάσουν τον ανταγωνισμό των συστημάτων με το να αποτύχουν να συγκρατήσουν αυταρχικούς επιτιθέμενους και να υπερασπιστούν τα δημοκρατικά φυλάκια στην Ανατολική Ευρώπη και τον Δυτικό Ειρηνικό. Μια δικομματική επιτροπή για την αμυντική στρατηγική των ΗΠΑ προειδοποίησε το 2018 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς δεν έχουν την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ για να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους γύρω από την ευρασιατική περιφέρεια. Το Πεντάγωνο αντιμετωπίζει ένα κενό ευπάθειας στα στενά της Ταϊβάν. Ωστόσο, η διοίκηση έχει δείξει σχετικά μικρή ανησυχία στο στρατιωτικό μέτωπο: το πρώτο αίτημα για προϋπολογισμό του Πενταγώνου είναι αμετάβλητο (σε πραγματικούς όρους) και βραχυκυκλώνει τα μέτρα για την σκλήρυνση της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ειρηνικό. Οι σημερινές αντιπαλότητες είναι κάτι περισσότερο από την στρατιωτική ισχύ -αλλά οι δημοκρατικές αξίες δεν θα σώσουν τον ελεύθερο κόσμο σε μια ένοπλη μάχη.
Τέλος, η σύνδεση μεταξύ ξένων και εγχώριων συνιστωσών της στρατηγικής δεν είναι τόσο απρόσκοπτη όσο ισχυρίζεται η διοίκηση. Κατά την άποψη του Μπάιντεν, η βελτίωση της οικονομικής τύχης της μεσαίας τάξης είναι η ασφαλιστική δικλείδα έναντι μιας αναβίωσης των Τραμπιστών και ένας τρόπος ενίσχυσης των εγχώριων θεμελίων της αμερικανικής διπλωματίας. Ωστόσο, μεταξύ των πρακτικών αποτελεσμάτων υπήρξε ένα διάταγμα «Αγοράστε Αμερικανικά» που μοιάζει με το «Πρώτα η Αμερική» [αλλά αυτή την φορά] με χαρακτηριστικά Δημοκρατικών και μια απογοητευτική εμπορική πολιτική που, μέχρι στιγμής, έχει αφήσει πολλές χώρες –ιδίως στην Ασία– να αναρωτιούνται αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν πραγματικά. Εάν η στρατηγική του Μπάιντεν δεν υποστηρίζει μια εκτεταμένη, φιλόδοξη έννοια της ευημερίας, δεν θα κάνει πολλά για την συνοχή και την ισχύ του ελεύθερου κόσμου.
Αναγνωρίστε στον Μπάιντεν αυτό: έχει εντοπίσει σωστά την πρωταρχική πρόκληση της εποχής. Τώρα έρχεται το δύσκολο μέρος. Πρέπει να κάνει την στρατηγική του πραγματική, και να την κάνει να λειτουργεί.