Οι πλούσιες χώρες εξακολουθούν να αρνούνται να πληρώσουν το μερίδιό τους
Εν όψει της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα στην Γλασκώβη, η κυβέρνηση Μπάιντεν δημοσίευσε αρκετές αναφορές την περασμένη εβδομάδα σχετικά με τις σοβαρές απειλές για την ασφάλεια που θέτει ένας θερμαινόμενος πλανήτης. Μαζί, οι εκθέσεις περιέγραψαν μια ζοφερή εικόνα των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και του ανταγωνισμού για πόρους και τεχνολογίες. Αλλά τα ευρήματά τους υπογράμμισαν επίσης ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός για την κλιματική αλλαγή: το κόστος της βιώνεται ήδη πολύ πιο σοβαρά στις φτωχές χώρες παρά στις πιο πλούσιες, και αυτή η τάση θα συνεχιστεί. Μια έκθεση υπολόγιζε ότι η κλιματική αλλαγή θα εκτοπίσει έως και 143 εκατομμύρια ανθρώπους στην Λατινική Αμερική, τη Νότια Ασία, και την υποσαχάρια Αφρική μέχρι το 2050. Μια άλλη σημείωσε ότι «οι εντεινόμενες φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής … θα γίνουν πιο έντονα αισθητές στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες εκτιμούμε ότι είναι επίσης οι λιγότερο ικανές να προσαρμοστούν σε τέτοιες αλλαγές».
Καθώς οι παγκόσμιοι ηγέτες συναντώνται στην Γλασκώβη, μεγάλο μέρος της προσοχής θα είναι στραμμένο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά κάθε ουσιαστική και δίκαιη συμφωνία που θα προκύψει από την διάσκεψη πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το χρέος που οφείλουν οι πλούσιες χώρες σε εκείνες που έχουν κάνει ελάχιστα για να προκαλέσουν την κλιματική αλλαγή -μια κρίση από την οποία υποφέρουν πλέον δυσανάλογα. Αυτό το χρέος έχει δεχτεί λόγια επί δεκαετίες, αλλά ελάχιστη ουσιαστική δράση. Αυτό πρέπει να αλλάξει όταν ο κόσμος συγκεντρωθεί για να δεσμευτεί εκ νέου στον αγώνα κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
ΤΟ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Τα ποσοστά των κατά κεφαλήν εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αποκαλύπτουν ένα έντονο χάσμα. Το 2019, ο μέσος Κενυάτης εξέπεμπε 0,4 μετρικούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ο μέσος Αμερικανός, αντίθετα, εκπέμπει 15,5 μετρικούς τόνους. Αυτό ισοδυναμεί με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα περίπου 39 Κενυατών. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι χώρες υψηλού εισοδήματος ευθύνονται για 10,3 μετρικούς τόνους ανά άτομο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αυτός ο αριθμός μειώνεται στους 3,4 μετρικούς τόνους ανά άτομο για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και βυθίζεται μόλις στους 0,2 μετρικούς τόνους για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Όπως εξήγησα σε αυτές τις σελίδες το 2020, τούτη η διαρκής ανισορροπία συμβαίνει μετά από αιώνες κατά τους οποίους πλούσιες χώρες (συγκεντρωμένες κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική) διοχέτευαν αλόγιστα αέρια θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα για να τροφοδοτήσουν την δική τους οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένες εκτιμήσεις έχουν προτείνει ότι αυτές οι χώρες είναι υπεύθυνες για σχεδόν το 70% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες των διαπραγματεύσεων για το κλίμα, οι πλούσιες χώρες έχουν συχνά αναγνωρίσει τον ρόλο τους στην συμβολή στην υπερθέρμανση του πλανήτη καθώς και το κλιματικό χρέος που οφείλουν σε φτωχότερες χώρες. Αλλά οι πλούσιες χώρες συνήθως αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους. Στις συνομιλίες του ΟΗΕ για το κλίμα την δεκαετία του 1990 και την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, οι πλούσιες χώρες αρνήθηκαν να παραδεχτούν την πλήρη κλίμακα του προβλήματος που προκάλεσαν οι εκπομπές τους και αρνήθηκαν να τις μειώσουν. Αν ένιωθαν μεγαλύτερη επείγουσα ανάγκη τότε, το τρέχον κλιματικό επείγον δεν θα ήταν καθόλου τόσο τρομερό.
Στην σύνοδο κορυφής του 2009 για το κλίμα στην Κοπεγχάγη, οι πλούσιες χώρες δεσμεύτηκαν να μεταβιβάζουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2020 (ένα αρκετά μικρό ποσό δεδομένης της κλίμακας της πρόκλησης) για να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να προετοιμαστούν για την κλιματική αλλαγή και να κάνουν τη μετάβαση σε πιο πράσινες οικονομίες. Αυτή η δέσμευση αντικατόπτριζε εν μέρει την αναγνώριση της βαθιάς αδικίας στην καρδιά της κλιματικής κρίσης. Όμως, οι πλούσιες χώρες δεν κατάφεραν να αποδώσουν τα ποσά που υποσχέθηκαν. Επιπλέον, αγνοούσαν σταθερά τις εκκλήσεις από ομάδες της κοινωνίας των πολιτών για χρηματοδότηση με στόχο την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την προστασία των ευάλωτων κοινοτήτων και ζωών στον παγκόσμιο Νότο. Αντίθετα, οι πλούσιες χώρες προτίμησαν να διοχετεύουν τα λίγα οικονομικά που έχουν συγκεντρώσει στις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών στις φτωχές χώρες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πολύ αργά για τις κοινότητες να προσαρμοστούν στον θερμαινόμενο πλανήτη˙ Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη κατακλύσει τα χωριά τους ή έχει καταστήσει αδύνατη την καλλιέργεια της γεωργικής τους γης. Οι πλούσιες χώρες έχουν αναγνωρίσει την υποχρέωσή τους να αποζημιώσουν τις φτωχότερες για αυτές τις μόνιμες απώλειες και για τις ζημιές που έχουν ήδη υποστεί οι φτωχές χώρες ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η κατανόηση επισημοποιήθηκε το 2013 υπό την αιγίδα ενός υποστηριζόμενου από τον ΟΗΕ φόρουμ και επαναλήφθηκε ξανά στην κλιματική συμφωνία του Παρισιού το 2015. Αλλά οι πλούσιες χώρες δεν αντιστοίχησαν τα θερμά τους λόγια και τις υποσχέσεις τους με δράση και αντί γι’ αυτό εμπόδισαν ενεργά τις προσπάθειες εξασφάλισης αυτού του είδους αποζημιώσεων για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Όχι μόνο αυτές οι αποτυχίες άφησαν τις φτωχότερες χώρες χωρίς υποστήριξη˙ έχουν επίσης απομειώσει την ουσιαστική εμπιστοσύνη που απαιτείται για την επιτυχία μιας πολυμερούς διπλωματικής διαδικασίας.
Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΣΚΩΒΗΣ
Η σύνοδος κορυφής στη Γλασκώβη είναι μια ευκαιρία για τις πλούσιες χώρες να διορθώσουν στα σοβαρά την συμπεριφορά τους και να αρχίσουν να πληρώνουν το κλιματικό χρέος τους. Ο προκάτοχος του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, Ντόναλντ Τραμπ, παρεμπόδισε την διεθνή συνεργασία γύρω από την κλιματική αλλαγή τόσο με ρητορική όσο και με πράξεις. Τώρα, ο Μπάιντεν έχει την ευκαιρία να υιοθετήσει μια διαφορετική, πιο εποικοδομητική προσέγγιση, ηγούμενος άλλων στο να αναλάβουν μεγαλύτερες και πιο τολμηρές δεσμεύσεις. Εάν οι πλούσιες χώρες της Δύσης θέλουν ο υπόλοιπος κόσμος να τις πάρει στα σοβαρά ως παγκόσμιους εταίρους, μπορούν να κάνουν τρία πράγματα στην επικείμενη διάσκεψη για το κλίμα.
Πρώτον, οι πλούσιες χώρες πρέπει να συμφωνήσουν να μεταβιβάσουν περισσότερα κεφάλαια σε φτωχότερες, σύμφωνα με τις ευθύνες και τις δυνατότητές τους ως οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου και οι μεγαλύτεροι ιστορικοί ρυπαίνοντες. Ενόψει της συνόδου κορυφής, έχουν ανακοινώσει ένα νέο σχέδιο για την συγκέντρωση του πλήρους ποσού των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2023. Αλλά ακόμη και αυτή η καθυστερημένη ενέργεια αποτελεί αναγνώριση μιας αθετημένης υπόσχεσης. Ναι, η κυβέρνηση Μπάιντεν κατανοεί καλύτερα από τον προκάτοχό της τον επείγοντα χαρακτήρα και την δυνατότητα της εποχής. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διπλασιάσουν την ετήσια συνεισφορά τους για να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και στη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες πλούσιες χώρες θα πρέπει να υιοθετήσουν πιο φιλόδοξους στόχους χρηματοδότησης. Το ποσό των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι μόλις το 13% των δαπανών των Ηνωμένων Πολιτειών μόνο για τον στρατό τους το 2020. Επιπλέον, τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια είναι μια κοινή συνολική κατανομή μεταξύ 23 σημαντικών ιστορικών ρυπαινόντων. Είναι επίσης πολύ λιγότερα από αυτά που χρειάζονται οι φτωχές χώρες για να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και χειρότερες κλιματικές επιπτώσεις.
Το Overseas Development Institute αξιολόγησε πρόσφατα τις συνεισφορές που έγιναν σε αυτόν τον στόχο χρηματοδότησης για το κλίμα από τις 23 πλούσιες χώρες όσον αφορά τα ακαθάριστα εθνικά τους εισοδήματα, τις σωρευτικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, και τους πληθυσμούς τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεισφέρουν επί του παρόντος 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία ο Μπάιντεν σχεδιάζει να διπλασιάσει στα 11,4 δισεκατομμύρια δολάρια —αλλά μόνο μέχρι το 2024. Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να είναι σίγουρος ούτε καν για το αν θα είναι πρόεδρος μετά το 2024. Η ανάλυση του ODI υπολόγισε ότι με βάση τον πληθυσμό, το δίκαιο μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια είναι στην πραγματικότητα 34,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Με βάση το ακαθάριστο εθνικό τους εισόδημα, το σωστό ποσό θα πρέπει να είναι 45 δισεκατομμύρια δολάρια, και όσον αφορά τις σωρευτικές εκπομπές τους, θα πρέπει να πληρώσουν 50,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η αυξημένη χρηματοδότηση είναι μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά η ρητορική του Μπάιντεν για το 2024 είναι κούφια για τις αναπτυσσόμενες χώρες που περίμεναν αυτά τα χρήματα πέρυσι ώστε να αντιμετωπίσουν τις καταιγίδες, τις ξηρασίες, και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας που πλήττουν τον λαό τους τώρα. Ομάδες της κοινωνίας των πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιμείνει ότι απαιτούνται πολύ μεγαλύτερα ποσά -της τάξης των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως την επόμενη δεκαετία- για να αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες «δίκαιο μερίδιο» στην παγκόσμια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Δεύτερον, οι πλούσιες χώρες πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με το τεράστιο πρόβλημα της ρύπανσης. Απαιτείται επειγόντως η αύξηση της κλιματικής χρηματοδότησης για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά μια τέτοια ώθηση θα έχει μικρή διαφορά, εκτός εάν οι πλούσιες χώρες μειώσουν σοβαρά τις εκπομπές τους˙ ισοδυναμεί με το να διορθώνεις μια τρύπα στην στέγη με το ένα χέρι ενώ με το άλλο να βάζεις φωτιά στο σπίτι. Μια χώρα στο μέγεθος της Κίνας, της μεγαλύτερης εκπομπού ρύπων, αναμφίβολα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τον ρόλο της στην κρίση, αλλά εξακολουθεί να έχει κατά κεφαλήν ποσοστό εκπομπών που είναι το μισό από εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών. (Και πάντα, αυτή η διαφορά είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη αν ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνεισφορές στην ατμοσφαιρική ρύπανση). Οι πλούσιες χώρες πρέπει να δεσμευτούν σε νέα επιταχυνόμενα χρονοδιαγράμματα για να εκπληρώσουν τους στόχους μείωσης των εκπομπών από την κλιματική συμφωνία του Παρισιού και, πολύ σημαντικό, να επιδείξουν συγκεκριμένη πολιτική δράση για την επίτευξη αυτών των στόχων, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής κατάργησης του άνθρακα, του τερματισμού των δημόσιων χρηματοδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα, και του αναπροσανατολισμού των κεφαλαίων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ο Μπάιντεν, από την πλευρά του, πρέπει να αναγνωρίσει την καταστροφική πορεία που χαράσσει αυτή την στιγμή η χώρα του. Η προγραμματισμένη επέκταση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες την επόμενη δεκαετία είναι τόσο μεγάλη που ισοδυναμεί με τις επόμενες πέντε μεγαλύτερες επεκτάσεις παραγωγής ορυκτών καυσίμων σε άλλες χώρες συνολικά, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος της Στοκχόλμης. Στους πρώτους έξι μήνες της, η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε νέες άδειες γεώτρησης πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ομοσπονδιακά εδάφη με υψηλότερο μηνιαίο ρυθμό από όσο φάνηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του προκατόχου του προέδρου. Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι η πιο πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή –που περιγράφεται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ως «πένθιμη καμπάνα» για την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων– δεν παρουσιάζει «επαρκή αιτία» για τον περιορισμό της προγραμματισμένης υπεράκτιας εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο του Μεξικού. Η σχεδιαζόμενη επέκταση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ξεκάθαρος και παρών κίνδυνος (clear and present danger) για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτά τα γεγονότα δεν ευθυγραμμίζονται καλά με την δημόσια διπλωματία των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την «κλιματική ηγεσία» ούτε ξεχνιούνται ή αγνοούνται εύκολα από εκείνους που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή.
Τρίτον, οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να τηρήσουν την συμφωνία του Παρισιού και να αποζημιώσουν τις φτωχότερες χώρες για τις μόνιμες απώλειες και ζημίες που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Δεν υπάρχουν μέτρα προσαρμογής που μπορούν να βοηθήσουν μια κοινότητα της οποίας η νησιωτική πατρίδα έχει χαθεί από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας ή της οποίας η γεωργική γη μετατρέπεται σε έρημο λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας. Για αυτές και παρόμοιες επιπτώσεις, οι χώρες συμφώνησαν σε έναν «μηχανισμό απωλειών και ζημιών» που θα αποφάσιζε την κατάλληλη αποζημίωση. Μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί τα τελευταία πέντε χρόνια σε αυτό το μέτωπο. Η προσθήκη λίγης ουσίας στον μηχανισμό στην Γλασκώβη —με την εγγύηση της χρηματοδότησής του, για παράδειγμα— θα ήταν ένα πραγματικό σημάδι ότι οι πλούσιες χώρες παίρνουν στα σοβαρά το χρέος τους για το κλίμα.
Η σύνοδος κορυφής για το κλίμα στην Γλασκώβη είναι μια ευκαιρία για τον Μπάιντεν και άλλους Δυτικούς ηγέτες να αφήσουν πίσω τους μια μακρά ιστορία αδράνειας και να αντιμετωπίσουν τις πλήρεις διαστάσεις της κρίσης. Μπορούν να βοηθήσουν στην σφυρηλάτηση μιας νέας εποχής διεθνούς συνεργασίας, αναγνωρίζοντας την ενοχή τους ως βασικοί μοχλοί της κλιματικής κρίσης και υποστηρίζοντας τις προσπάθειες σε όλο τον κόσμο για απαλλαγή από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Όχι μόνο μια τέτοια δράση θα βοηθήσει στην αποπληρωμή του τεράστιου κλιματικού χρέους του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά θα δημιουργήσει επίσης τις προϋποθέσεις για έναν πιο υγιή και πιο ευημερούντα πλανήτη.