Μπορεί η επιθυμία υπεράσπισης της δημοκρατίας να δικαιολογήσει την άρνηση εκτέλεσης διαταγών;
Τον Μάρτιο, χιλιάδες έφεδροι του ισραηλινού στρατού προκάλεσαν σοκ στην χώρα, όταν ανακοίνωσαν ότι δεν θα εμφανίζονταν πλέον για εκπαίδευση και δεν θα συμμετείχαν σε επιχειρήσεις, αν ο πρωθυπουργός, Bενιαμίν Νετανιάχου, δεν εγκατέλειπε τα σχέδια για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος της χώρας. Ένα από τα προτεινόμενα μέτρα ουσιαστικά θα φίμωνε την εποπτεία του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ επί της κυβέρνησης και των νόμων που ψηφίζει. Η ζωηρή κριτική των εφέδρων ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην απόφαση του Νετανιάχου να βάλει προσωρινά στον πάγο την αναμόρφωση. Αλλά οι εντάσεις σχετικά με αυτήν δεν έχουν μειωθεί και μια πρωτοβουλία διαμεσολάβησης υπό την ηγεσία του Ισραηλινού προέδρου, Ισαάκ Χέρτζογκ, έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στην επίλυση αυτής της διαφοράς.
Στο Ισραήλ, όπου η στρατιωτική θητεία θεωρείται πολιτικό καθήκον και ιεροτελεστία, η διαφωνία των εφέδρων έχει βαθιά συμβολική σημασία. Έχει επίσης πρακτικές στρατιωτικές συνέπειες, ιδίως επειδή πολλοί από τους εν λόγω εφέδρους ανήκουν στην πολεμική αεροπορία και είναι κεντρικής σημασίας για τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (Israel Defense Forces, IDF) στην Συρία και αλλού κατά μήκος των συνόρων του Ισραήλ. Μέχρι στιγμής, οι έφεδροι συνεχίζουν να προσέρχονται για υπηρεσία. Όσο όμως η μάχη για τη μεταρρύθμιση μαίνεται, η πιθανότητα για μελλοντική διαφωνία παραμένει.
Σύμφωνα με τους συμβατικούς κανόνες των δημοκρατικών σχέσεων μεταξύ πολιτών και στρατού, οι απειλές των εφέδρων να αρνηθούν να υπηρετήσουν θα έπρεπε να καταδικαστούν και θα καταδικάζονταν ευρέως. Αλλά αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη στιγμή στην ιστορία του Ισραήλ. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας πιστεύει ότι η σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση αναθεώρηση αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την ισραηλινή δημοκρατία. Αυτό παρουσιάζει ένα μπερδεμένο δίλημμα για τους εφέδρους. Η διατήρηση μιας υγιούς δημοκρατίας απαιτεί από τους αξιωματικούς του στρατού να απέχουν από την παρέμβαση στην πολιτική. Ταυτόχρονα, το να παρακολουθεί κανείς παθητικά ενώ εκλεγμένοι ηγέτες διαλύουν την δημοκρατία έρχεται σε θεμελιώδη αντίθεση με την δέσμευση ενός αξιωματικού να στηρίζει και να υπερασπίζεται αυτήν την δημοκρατία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αντίδραση των εφέδρων είναι κατανοητή -και ίσως ακόμη και δικαιολογημένη. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτή η διαφωνία εγκυμονεί μακροπρόθεσμους κινδύνους για τις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις του Ισραήλ και ενδεχομένως για την εθνική του ασφάλεια.
Το Ισραήλ είναι ο τόπος όπου αυτό το δίλημμα είναι πιο έντονο αυτήν την στιγμή. Αλλά η ένταση μεταξύ της υποταγής του στρατού στην πολιτική εξουσία και της υποχρέωσής του να υποστηρίζει την δημοκρατία δεν είναι μοναδική στο Ισραήλ: το στρατιωτικό προσωπικό σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζει μια παρόμοια δυσχέρεια κάθε φορά που οι πολιτικοί ηγέτες απειλούν να διαβρώσουν τις δημοκρατικές αξίες και θεσμούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η έκβαση της τρέχουσας αναμέτρησης και ο ρόλος των IDF σε αυτήν, έχει σημασία πολύ πέρα από το Ισραήλ.
ΟΤΑΝ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΑΠΕΡΓΟΥΝ
Η σημασία της διαφωνίας μεταξύ των στρατιωτικών εφεδρειών του Ισραήλ είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί. Οι έφεδροι διαδραματίζουν μοναδικό ρόλο στον στρατό και την κοινωνία της χώρας. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μόνο ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού επιλέγει να καταταγεί, όλοι οι Ισραηλινοί -με εξαίρεση τους Άραβες πολίτες της χώρας και τους περισσότερους υπερορθόδοξους Εβραίους- κατατάσσονται αυτόματα στις IDF σε ηλικία 18 ετών, με τις γυναίκες να υπηρετούν για δύο χρόνια και τους άνδρες για σχεδόν τρία. Όταν ολοκληρώσουν την θητεία τους, εντάσσονται στην εφεδρεία και είναι δυνατόν να κληθούν για εκπαίδευση και, αν χρειαστεί, για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Στην πράξη, μόνο ένα κλάσμα των Ισραηλινών -λίγο πάνω από το 1% του πληθυσμού- συμμετέχει στην τακτική εκπαίδευση και τις αποστολές των εφέδρων. Όσοι όμως το κάνουν, έχουν κεντρική σημασία για την ικανότητα της λειτουργίας των IDF. Ο μόνιμος στρατός του Ισραήλ είναι σχετικά μικρός, οπότε οι έφεδροι είναι απαραίτητοι για την πλήρωση των τάξεων σε περίπτωση πολέμου μεγάλης κλίμακας. Στην πολεμική αεροπορία, ακόμη και περιορισμένες επιχειρήσεις, όπως τα συχνά πλήγματα του Ισραήλ κατά των Ιρανών πληρεξουσίων στην Συρία, βασίζονται σε εφέδρους που προσφέρονται εθελοντικά για ενεργό υπηρεσία. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες ειδικές δυνάμεις και τμήματα του μηχανισμού πληροφοριών. Αυτοί οι πολίτες-στρατιώτες διαθέτουν σεβασμό και κύρος πολύ πέρα από τον στρατό. Η απειλή τους να αρνηθούν την θητεία τους έχει τεράστιο συμβολικό βάρος, για να μην αναφερθούμε στις επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια που έχουν τα μαχητικά αεροσκάφη που μένουν αδρανή ή τα μέλη των ειδικών δυνάμεων που αρνούνται αποστολές.
Οι έφεδροι έχουν ξαναμιλήσει κατά της ισραηλινής κυβέρνησης. Το 2003, δύο δωδεκάδες έφεδροι πιλότοι της πολεμικής αεροπορίας καταδίκασαν δημοσίως το ανθρώπινο κόστος των αεροπορικών επιδρομών των IDF στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Αφότου το Ισραήλ προχώρησε σε πόλεμο κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο το 2006, ορισμένοι έφεδροι επέπληξαν την κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στην σύγκρουση. Αλλά η πρόσφατη αναταραχή δεν έχει προηγούμενο. Οι διαμαρτυρίες του παρελθόντος ήταν σχετικά μικρές˙ αυτήν την φορά, οι διαφωνούντες αριθμούν χιλιάδες και είναι πολύ πιο οργανωμένοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επαπειλούμενη απεργία θα μπορούσε να παραλύσει ολόκληρες μονάδες.
ΘΕΜΑ ΑΡΧΗΣ
Όπως είναι φυσικό, το στρατόπεδο του Νετανιάχου έχει ανατριχιάσει από την αντίδραση. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας κατηγόρησε τους εφέδρους ότι οργανώνουν μια στρατιωτική «εξέγερση» κατά της κυβέρνησης και μια δεξιά εφημερίδα δήλωσε ότι η διαφωνία των εφέδρων είναι «πολύ κοντά στον ορισμό του στρατιωτικού πραξικοπήματος». Σε αντιδιαστολή, ο Herzi Halevi, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των IDF και ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος, απέχει από τέτοιες υπερβολές. Ο Halevi έχει συναντηθεί με ομάδες εφέδρων, τους υπενθύμισε την υποχρέωσή τους να υπηρετήσουν, κάλεσε σε ενότητα, και τόνισε την σημασία της αποχής από την πολιτική. Αλλά δεν έχει καταγγείλει άμεσα αυτούς ή τις ενέργειές τους. Γι’ αυτό, οι ειδήμονες που υποστηρίζουν τον Νετανιάχου τον έχουν χαρακτηρίσει «ένα όνειδος».
Σε κανονικούς καιρούς, η κυβέρνηση θα είχε δίκιο να καταδικάσει την αδικαιολόγητη ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις. Ακόμη και στο Ισραήλ, όπου οι στρατιώτες μιλούν τακτικά στον Τύπο, οι ένοπλες δυνάμεις δεν υπαγορεύουν τους νόμους και τις πολιτικές του κράτους. Αυτή η ευθύνη πέφτει στους πολίτες και στους πολιτικούς ηγέτες που εκλέγουν για να τους υπηρετούν. Αλλά οι παρούσες συνθήκες περιπλέκουν αυτήν την εκτίμηση. Το Ισραήλ μπορεί να μην έχει γραπτό σύνταγμα στο οποίο οι έφεδροι να μπορούν να ορκιστούν πίστη, αλλά η απόφασή τους να υπηρετήσουν αντανακλά, παρ’ όλα αυτά, μια βαθιά αίσθηση καθήκοντος απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς του. Η επίθεση του Νετανιάχου στο δικαστικό σώμα αμφισβητεί τις βασικές αρχές αυτής της υπηρεσίας. Κατά την άποψή τους, το να προσπαθεί κάποιος να καταστρέψει την διάκριση των εξουσιών σημαίνει ότι παραβιάζει το κοινωνικό συμβόλαιο βάσει του οποίου συμφώνησαν να υπηρετήσουν.
Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί έφεδροι πιστεύουν ότι η θέση τους υπερβαίνει την κομματική πολιτική και τις πολιτικές διαμάχες. Σε δημόσιες δηλώσεις τους, έχουν υπογραμμίσει την υπηρεσία τους υπό κυβερνήσεις διαφόρων αποχρώσεων και σε στρατιωτικές αποστολές με τις οποίες προσωπικά διαφωνούσαν. Αντί να αντιτίθενται σε μια συγκεκριμένη διαταγή ή κυβερνητική πολιτική, παίρνουν θέση σε μια μάχη για την τύχη της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως αναφέρεται σε ανοιχτή επιστολή εφέδρων των υπηρεσιών πληροφοριών, δεν έχει νόημα να υπηρετεί κανείς «ένα κράτος που άλλαξε μονομερώς τους όρους της βασικής συμφωνίας με τους πολίτες του». Μια άλλη επιστολή, γραμμένη από πληρώματα εφέδρων υποβρυχίων, καλούσε τον Νετανιάχου να «πάρει τα χέρια του από την ισραηλινή δημοκρατία», καθώς «οποιαδήποτε ζημιά προκληθεί σε αυτήν θα είναι καταστροφική και μη αναστρέψιμη».
Ορισμένοι έφεδροι ανησυχούν επίσης ότι η υπονόμευση του δικαστικού ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας θα μπορούσε να αλλοιώσει την διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον στρατιωτικό σχεδιασμό. Αυτό, με την σειρά του, θα μπορούσε να διευκολύνει την κυβέρνηση να τους στείλει σε αποστολές που δεν εξυπηρετούν την εθνική ασφάλεια αλλά την δική της εσωτερική πολιτική ατζέντα και ενδεχομένως να τους εκθέσει σε ποινικές διαδικασίες βάσει του διεθνούς δικαίου. Η απροθυμία της κυβέρνησης να επανεξετάσει την αναθεώρηση [του δικαστικού συστήματος] ή να συμβιβαστεί σε ορισμένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία της έχει εντείνει αυτούς τους φόβους.
H ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ
Δυστυχώς για τον Νετανιάχου, οι επιλογές του για να φιμώσει τους επικριτές του στον στρατό είναι περιορισμένες. Ως πρωθυπουργός, δεν είναι ο αρχιστράτηγος, καθώς ο ισραηλινός νόμος υποτάσσει τον στρατό στον υπουργό Άμυνας και, τελικά, στο υπουργικό συμβούλιο στο σύνολό του. Ο Νετανιάχου μπορεί, φυσικά, να απολύσει τον υπουργό Άμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ -και πράγματι ανακοίνωσε ότι θα το έκανε στα τέλη Μαρτίου, αφού ο Γκάλαντ ζήτησε συμβιβασμό με τους αντιπάλους της δικαστικής αναθεώρησης. Μετά από δημόσια κατακραυγή, ωστόσο, ο Νετανιάχου υπαναχώρησε και ο Γκάλαντ παραμένει στην θέση του. Ο Νετανιάχου θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να αντικαταστήσει τον Halevi με έναν πιο πειθήνιο αρχηγό του γενικού επιτελείου, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν νομικά και πολιτικά επιβαρυμένο και πιθανότατα θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη δημόσια κατακραυγή από την αποτυχημένη αποπομπή του Γκάλαντ.
Πολύ πιο επικίνδυνα είναι τα βήματα που μπορεί να κάνει ο Νετανιάχου χωρίς τέτοια επίσημα μέτρα. Για παράδειγμα, έχει ήδη πιέσει τους στρατιωτικούς ηγέτες να αμφισβητήσουν δημοσίως τη νομιμότητα των εφέδρων και των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων ευρύτερα. Αυτή η γραμμή επίθεσης είναι ορατή στις προσπάθειες σημαινόντων προσωπικοτήτων της ισραηλινής δεξιάς να χαρακτηρίσουν τους έφεδρους πιλότους ως ελιτιστές. Οι ισχυρισμοί τους αντλούν από τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ των πιλότων, οι οποίοι θεωρούνται περισσότερο ανώτερης τάξης και αριστερόστροφοι, και των πληρωμάτων τους του εδάφους, τα οποία τείνουν να προέρχονται από ιστορικά περιθωριοποιημένες ομάδες και κλίνουν προς τα δεξιά. Τέτοιες τακτικές κινδυνεύουν να διχάσουν τις IDF -που επί μακρόν αποτελούσαν ενοποιητική δύναμη και εξισωτή στην ισραηλινή κοινωνία- κατά μήκος κοινωνικών και πολιτικών διαχωριστικών γραμμών, με ορισμένες μονάδες ή τάξεις να τάσσονται με την κυβέρνηση και άλλες εναντίον της. Ευτυχώς, υπάρχουν ελάχιστα σημάδια μιας τέτοιας διάσπασης προς το παρόν, και οι δεσμοί της κοινής υπηρεσίας συνεχίζουν να ισχύουν. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους διαμαρτυρόμενους εφέδρους, η ιεραρχία και οι κατώτεροι αξιωματικοί στις μάχιμες μονάδες περιλαμβάνουν πολλούς θρησκευόμενους Ζιωνιστές και άλλους που συμπαθούν την ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού. Αυτό σημαίνει πρόβλημα για έναν θεσμό που εξαρτάται από την ενότητα στις τάξεις του.
Εκτός από την ενίσχυση των διαιρέσεων στο εσωτερικό του στρατού, η τρέχουσα σύγκρουση θέτει επίσης σε κίνδυνο τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων από τους πολίτες. Στις δημοκρατίες, το στρατιωτικό προσωπικό δεν έχει την δυνατότητα να επιλέγει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η χώρα. Οι εκλεγμένοι ηγέτες λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις και εναπόκειται στον στρατό να συμμορφωθεί και να τις εκτελέσει. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει μια λειτουργούσα φιλελεύθερη δημοκρατία, όχι ένα κούφιο κράτος που δεν λογοδοτεί όλο και περισσότερο στον λαό του. Ωστόσο, αν το Ισραήλ αντέξει την τρέχουσα καταιγίδα, οι ενέργειες των εφέδρων θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ανησυχητικό προηγούμενο. Όπως έχει επισημάνει ο Ισραηλινός κοινωνιολόγος, Yagil Levy, δεξιοί έφεδροι ή εν ενεργεία στρατιωτικοί θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις προσπάθειες μιας μελλοντικής κυβέρνησης να επιστρέψει γη στους Παλαιστίνιους -και να επικαλεστούν τις σημερινές εξελίξεις για να δικαιολογήσουν μια τέτοια παρέμβαση.
Τέλος, η διαμαρτυρία ενδεχομένως βλάπτει την ασφάλεια του ισραηλινού κράτους, δίνοντας σήμα στους αντιπάλους της χώρας ότι ο στρατός και η κοινωνία της είναι διχασμένοι και ευάλωτοι. Τις τελευταίες εβδομάδες, το Ισραήλ έχει βιώσει μια έξαρση των επιθέσεων στο έδαφός του, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων από μαχητές που βρίσκονται στην Γάζα, τον Λίβανο, και την Συρία. Τόσο οι επικριτές όσο και οι υποστηρικτές της κυβέρνησης έχουν εκφράσει την ανησυχία τους ότι η αντίληψη της αδυναμίας του Ισραήλ έχει ενθαρρύνει τους αντιπάλους του να δοκιμάσουν την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας -αν και έχουν διαφορετικές εκδοχές για το ποιος ευθύνεται για την κατάσταση αυτή.
Προς το παρόν, το Ισραήλ παραμένει στο επίκεντρο της διαμάχης. Το πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένας συμβιβασμός σχετικά με την δικαστική μεταρρύθμιση είναι ασαφές και η κυβέρνηση ίσως να αντιμετωπίσει περαιτέρω αντίσταση από τους εφέδρους. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, οι σχέσεις μεταξύ πολιτών και στρατού της χώρας έχουν κλονιστεί σοβαρά.
Η αναταραχή προσφέρει ένα παράθυρο [για να δει κανείς μέσα] στην αστάθεια που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι στρατοί αλλού όταν η δημοκρατία υποχωρεί. Δεν θα πρέπει να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της υπηρεσίας υπό τους πολιτικούς ηγέτες και της προστασίας των φιλελεύθερων δημοκρατικών κανόνων -αλλά αυτό απαιτεί ηγέτες που προσυπογράφουν τις ίδιες αρχές. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μια κυβέρνηση βάζει στο στόχαστρο τους ίδιους τους θεσμούς και τις αξίες της, διαβρώνοντάς τες εκ των έσω. Το στρατιωτικό προσωπικό μπορεί να βρεθεί μπροστά σε μια επιλογή που κανένας από αυτούς δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει: να υποταχθεί στην πολιτική εξουσία ή να διαφυλάξει την ακεραιότητα της δημοκρατίας την οποία οφείλει να υπηρετεί.