Από την Ουκρανία ως την Συρία, τα drones ανασχηματίζουν την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν.
Στις 14 Απριλίου, οι ουκρανικές δυνάμεις κατέπληξαν τον κόσμο όταν βύθισαν το Moskva, το βαριά οπλισμένο καταδρομικό που ήταν η ναυαρχίδα του στόλου της Μόσχας στη Μαύρη Θάλασσα. Όπως σημειώθηκε ευρέως στον διεθνή Τύπο, οι Ουκρανοί πέτυχαν να χτυπήσουν το πλοίο με τους εγχώριους πυραύλους Neptune, παρά την σημαντική άμυνα του πλοίου. Αυτά που παρατηρήθηκαν κάπως λιγότερο, ωστόσο, ήταν τα ξένης κατασκευής drones που επέτρεψαν αυτή την αξιοσημείωτη επίθεση: σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους, το χτύπημα συντονίστηκε από ένα ζεύγος τουρκικών μη επανδρωμένων drones Bayraktar TB2, τα οποία κατάφεραν να αποφύγουν τα ραντάρ του πλοίου και τα οποία παρείχαν ακριβείς πληροφορίες στόχευσης στους πυραύλους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα τουρκικά drones αποδείχθηκαν καθοριστικά για την αντίσταση της Ουκρανίας στην εισβολή της Μόσχας. Από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής επίθεσης, τα χαμηλού κόστους, αλλά φονικά, μη επανδρωμένα όπλα TB2 έχουν αποδειχθεί ξανά και ξανά κρίσιμα για την εξάλειψη των ρωσικών αρμάτων μάχης και το ξαφνικό σταμάτημα της ρωσικής προέλασης. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Τον Ιανουάριο, καθώς η Ρωσία συγκέντρωνε τεράστιο αριθμό στρατευμάτων στα ουκρανικά σύνορα, το Κίεβο προχώρησε αθόρυβα σε ένα όργιο στρατιωτικών δαπανών με την Τουρκία, αγοράζοντας 16 drones Bayraktar TB2, μαζί με άλλα τουρκικά οπλικά συστήματα, αντί συνολικά σχεδόν 60 εκατομμυρίων δολαρίων —30 φορές περισσότερα από όσα δαπάνησε για αμυντικό εξοπλισμό από την Τουρκία κατά την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Αυτά ενώθηκαν με τα περίπου άλλα 20 TB2 που η Ουκρανία είχε αγοράσει προηγουμένως από την Τουρκία. Το Bayraktar είναι τόσο σημαντικό για την ουκρανική πολεμική προσπάθεια –το όνομά του σημαίνει «ο σημαιοφόρος» στα τουρκικά– που έχει εμπνεύσει ένα πατριωτικό ουκρανικό τραγούδι το οποίο έχει κάνει τον γύρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Παρά το ενδιαφέρον για τα drones της Ουκρανίας, ωστόσο, έχει δοθεί πολύ λιγότερη προσοχή στην στρατηγική της χώρας που τα προμηθεύει. Παραγόμενο από μια τουρκική εταιρεία με στενούς δεσμούς με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το TB2 είναι κάτι περισσότερο από ένας κρίσιμος εξισορροπιστής στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τα τελευταία χρόνια, τα drones έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο σε πολυάριθμες συγκρούσεις στον Καύκασο, στην Αφρική, και στη Μέση Ανατολή. Με το να προωθεί drones σε σχεδόν δύο ντουζίνες χώρες, κυρίως χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, η Άγκυρα κατάφερε να επεκτείνει την γεωπολιτική της επιρροή, ενώ ταυτόχρονα τοποθετήθηκε για να διαμορφώσει το αποτέλεσμα μεγάλων περιφερειακών αγώνων ισχύος.
Η διπλωματία των drones της Άγκυρας δεν ήταν χωρίς μειονεκτήματα. Στη Μέση Ανατολή, η διευρυνόμενη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας σε χώρες όπως η Λιβύη έχει ωθήσει αντιπάλους, όπως η Ελλάδα και η Αίγυπτος, να σχηματίσουν νέους χαλαρούς συνασπισμούς με στόχο να περιορίσουν την τουρκική ισχύ. Στην Ουκρανία, τα drones απειλούν να υπονομεύσουν τις προσεκτικές εξισορροπητικές ενέργειες της Άγκυρας με την Ρωσία, με την οποία συνεχίζει να διατηρεί σχέσεις. Τα τελευταία χρόνια, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο των ΗΠΑ έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την διάδοση των drones της Τουρκίας. Αναφερόμενος στο ρόλο των μη επανδρωμένων όπλων στην σύγκρουση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020, ο Αμερικανός γερουσιαστής Bob Menendez, Δημοκρατικός από το Νιου Τζέρσεϊ, είπε το περασμένο φθινόπωρο ότι «οι πωλήσεις drones της Τουρκίας είναι επικίνδυνες, αποσταθεροποιητικές, και μια απειλή για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Εντούτοις, μετά από χρόνια μοναχικής μονομερούς δράσης -που έφερε στην Τουρκία έναν αυξανόμενο αριθμό περιφερειακών αντιπάλων και έφθειρε τις συμμαχίες της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη- η τουρκική κυβέρνηση κατάφερε να μοχλεύσει τα Bayraktars και άλλα drones της για να μεταμορφώσει το διεθνές προφίλ της. Στη Μέση Ανατολή, τα drones βοήθησαν την Τουρκία να διεκδικήσει τα δικά της συμφέροντα με σχετικά περιορισμένους διπλωματικούς πόρους. Με την Ουκρανία, η στρατιωτική αρωγή της Άγκυρας έχει δώσει στον Ερντογάν ανανεωμένη βαρύτητα στο ΝΑΤΟ, σε μια εποχή στην οποία η κυβέρνησή του βρίσκεται σε επικίνδυνη θέση στο εσωτερικό και οι σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη βρίσκονται σε κρίση εδώ και αρκετά χρόνια. Εάν η Τουρκία μπορέσει να συνεχίσει να διαχειρίζεται επιτυχώς και να οικοδομεί επάνω στο πρόγραμμα των drones της, ίσως έχει δώσει στον εαυτό της μια κρίσιμη νέα μορφή επιρροής -και έχει επαναπροσδιορίσει τον πόλεμο με drones στην πορεία.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΝΤΑΡ
Το πρόγραμμα των drones της Τουρκίας γεννήθηκε από την απογοήτευση με τους ξένους προμηθευτές. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο κυρίαρχος κατασκευαστής ένοπλων drones, η Τουρκία προσπάθησε να αποκτήσει πρόσβαση στην τεχνολογία των ΗΠΑ για να πολεμήσει το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Τουρκία έχουν υποδείξει ως τρομοκρατική οργάνωση. Στην συνέχεια, το 2005, στράφηκε στο Ισραήλ, αλλά με παρομοίως απογοητευτικά αποτελέσματα. Τα επόμενα χρόνια, η Άγκυρα αποκρούστηκε στις προσπάθειές της να αγοράσει πιο προηγμένα drones των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης μιας ένοπλης εκδοχής του MQ-9 Reaper. Τελικά, αποφάσισε να αναπτύξει τα δικά της.
Το 2012, μια τουρκική κρατική επιχείρηση ανέπτυξε ένα πρωτότυπο drone και μέχρι το 2016 ήταν σε θέση να παράσχει αποτελεσματική αναγνώριση. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ήρθε μια άλλη σημαντική πρόοδος, όταν ο Selcuk Bayraktar, ένας εκπαιδευμένος στο [πανεπιστήμιο] MIT μηχανικός και μελλοντικός γαμπρός του Ερντογάν, σχεδίασε το Bayraktar TB2. Το 2012, το TB2 εισήλθε σε μαζική παραγωγή και εντός τριών ετών είχε επιτύχει την ικανότητα να εκτελεί χτυπήματα ακριβείας, καθιστώντας το ένα σημαντικό νέο εργαλείο στο οπλοστάσιο της Τουρκίας. Όπως τα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ MQ-1 Predator και MQ-9 Reaper, το TB2 είναι ένα drone Μεσαίου Υψομέτρου και Μεγάλης Αντοχής (Medium Altitude Long Endurance, MALE). Σε σύγκριση με το τουρκικό αντίστοιχό τους, τα drones των ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητα πιο εξελιγμένα: έχουν δεκαπλάσια εμβέλεια, διπλάσια ταχύτητα, και μπορούν να μεταφέρουν σχεδόν τα διπλάσια όπλα. Αλλά είναι επίσης τρεις φορές ή ακόμη και τέσσερις φορές πιο ακριβά. Μόνο τα πυρομαχικά για ορισμένα προηγμένα Δυτικά drones κοστίζουν περισσότερο από το ολοκληρωμένο, πλήρως οπλισμένο, TB2, το οποίο εκτιμάται ότι κοστίζει μόλις ένα ή 2 εκατομμύρια δολάρια.
Αρχής γενομένης από το 2015, ο τουρκικός στρατός άρχισε να χρησιμοποιεί τα drones του στον μακροχρόνιο αγώνα του εναντίον των Κούρδων ανταρτών του PKK. Τα επόμενα τρία χρόνια, τα νέα drones επέτρεψαν στην Τουρκία να εκδιώξει σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση από το τουρκικό έδαφος και να σκοτώσει μεγάλο αριθμό μελών του PKK, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από την ηγεσία του στο Ιράκ. Αμέσως μετά, η Άγκυρα ξεκίνησε επίσης να χρησιμοποιεί τα drones εναντίον Κούρδων μαχητών στην Συρία, [που ήταν] γνωστοί ως Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (People’s Protection Units, YPG) και σχετίζονταν με το PKK, μια στρατηγική που επέτρεψε στην Τουρκία να εδραιώσει τον έλεγχο των νοτιοανατολικών και νότιων συνόρων της και να επεκτείνει την εμβέλειά της στην βόρεια Συρία και στο [βόρειο] Ιράκ χωρίς να θέσει σε κίνδυνο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις επί του εδάφους. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η Άγκυρα κατάφερνε να αποκτήσει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στη μακροχρόνια σύγκρουση με το PKK.
ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
Τα χαρακτηριστικά που έκαναν το Bayraktar απαραίτητο για τις προτεραιότητες ασφαλείας της ίδιας της τουρκικής κυβέρνησης, σύντομα αποδείχθηκαν εξίσου χρήσιμα σε πολυάριθμες μικρές και μεσαίες δυνάμεις στο εξωτερικό. Με μια σχετικά περιορισμένη επένδυση, μια χώρα μπορούσε να αποκτήσει φονική στρατιωτική τεχνολογία που θα μπορούσε να αλλάξει την δυναμική μιας σύγκρουσης ή να παράσχει ένα αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο εναντίον ανταρτών ή άλλων δυνάμεων. Το 2017, η Τουρκία άρχισε να εξάγει το TB2 και εντός πέντε ετών είχε πουλήσει drones σε σχεδόν δύο ντουζίνες χώρες, συμπεριλαμβανομένων συμμάχων και εταίρων στην Ευρώπη (Αλβανία, Πολωνία, και Ουκρανία)˙ στην Κεντρική και Νότια Ασία (Κιργιστάν, Πακιστάν, και Τουρκμενιστάν)˙ στην Αφρική (Αιθιοπία, Λιβύη, Μαρόκο, Σομαλία, και Τυνησία)˙ στον [Περσικό] Κόλπο (Κατάρ)˙ και στον Καύκασο (Αζερμπαϊτζάν). Μολονότι αυτές οι εξοπλιστικές συμφωνίες ωθήθηκαν από έναν συνδυασμό μερκαντιλισμού και γεωπολιτικής, σχεδόν πάντα περιελάμβαναν χώρες στις οποίες η Τουρκία έχει στρατηγικό συμφέρον.
Στον απόηχο αυτών των συμφωνιών, τα τουρκικά drones έχουν γείρει την πλάστιγγα σε πολυάριθμες συγκρούσεις. Στην Λιβύη το 2020, επέτρεψαν στην υποστηριζόμενη από την Τουρκία και διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης να νικήσει μια άγρια επίθεση του υποστηριζόμενου από την Ρωσία πολέμαρχου Khalifa Hafter. Με παρόμοιο τρόπο, τα drones βοήθησαν τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν να ανακτήσουν επιτυχώς εδάφη στην αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ που κατείχαν επί δεκαετίες οι αρμενικές δυνάμεις. Στην επαρχία Idlib της Συρίας, επέτρεψαν στις δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης να σταματήσουν μια επίθεση της συριακής κυβέρνησης [που είχε] στόχο να τις οδηγήσει στην Τουρκία. Και στην Αιθιοπία, τα τουρκικά drones που παρασχέθηκαν στην κυβέρνηση της Αντίς Αμπέμπα συνέβαλαν στο να αναστραφεί το ρεύμα στον εμφύλιο πόλεμο με τους Τιγκρεϊνούς αντάρτες. Όπως και στις άλλες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την Αιθιοπία δεν ήταν απλώς εμπορικό: η Άγκυρα θεωρεί τους ενισχυμένους δεσμούς με την Αντίς Αμπέμπα ως έναν τρόπο για να διεκδικήσει την τουρκική επιρροή στο Κέρας της Αφρικής και να αντισταθμίσει την Αίγυπτο, με την οποία έχει ανταγωνιστεί για την περιφερειακή επιρροή.
Η ταχεία ανάδυση της Τουρκίας ως ηγέτιδα προμηθεύτρια drones σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχει δημιουργήσει οφέλη για την τουρκική ισχύ, αλλά έχει δημιουργήσει επίσης και νέες προκλήσεις. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αιθιοπίας, της Σομαλίας, και της Τυνησίας, έχουν αποκτήσει τουρκικά drones χωρίς την πλήρη συνοδεία των τεχνικών συστημάτων για την λειτουργία τους. Αυτές οι χώρες ίσως να μην επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσματα εναντίον ενός καλά εκπαιδευμένου ή αριθμητικά υπέρτερου εχθρού, και μερικές φορές αστοχούν. Κατά την διάρκεια της σύγκρουσης στην [περιοχή] Tigray, η αιθιοπική κυβέρνηση επικρίθηκε δριμύτατα διότι προκάλεσε απώλειες αμάχων και χτύπησε ακόμη και ένα σχολείο με τα τουρκικής κατασκευής drones της. Τέτοια περιστατικά έχουν συμβάλει επίσης στην αντίληψη, την οποία συμμερίζονται ορισμένοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, ότι η Τουρκία έχει γίνει ένας απερίσκεπτος υπεύθυνος για την διάδοση των drones.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα ίσως είναι η επίδραση στα αντίπαλα κράτη. Η επέμβαση της Τουρκίας σε συγκρούσεις όπως αυτή της Λιβύης έχει ταράξει αντιπάλους, όπως η Αίγυπτος, η Γαλλία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τον Μάιο του 2020, καθώς τα τουρκικά drones άλλαζαν την πορεία του εμφυλίου πολέμου στην Λιβύη, η Αίγυπτος σχημάτισε μια άτυπη συμμαχία με την Κύπρο, την Γαλλία, την Ελλάδα, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να αντιταχθούν στην τουρκική δραστηριότητα στην ανατολική Μεσόγειο μέσω της συντονισμένης πολιτικής, διπλωματικής, και ναυτικής παρουσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν πρόσφατα την στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα ως αντιστάθμισμα έναντι της Ρωσίας —αλλά και, σε κάποιο βαθμό, έναντι της Τουρκίας και του αυξανόμενου στρατιωτικού της αποτυπώματος στην περιοχή.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Η τουρκική διπλωματία των drones έχει αποδειχθεί ίσως σημαντικότατη, και δυνητικά πιο επικίνδυνη, στην Ουκρανία. Το Κίεβο άρχισε να αγοράζει TB2 το 2019 και τα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά εναντίον των υποστηριζόμενων από την Ρωσία αυτονομιστών της [περιοχής] Ντονμπάς το 2021. Αλλά με τον πόλεμο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, εναντίον της Ουκρανίας, αυτά τα όπλα απέκτησαν ένα πιο φορτισμένο status: για πρώτη φορά, έχουν χρησιμοποιηθεί απευθείας εναντίον των ίδιων των δυνάμεων της Ρωσίας. Ήδη, έχουν σημειωθεί περισσότερα από 60 επιτυχημένα χτυπήματα από TB2 σε ρωσικά άρματα μάχης, στοιχεία πυροβολικού, οχήματα, ακόμη και τρένα ανεφοδιασμού, και τα περιστατικά που δεν έχουν αναφερθεί είναι πιθανώς σημαντικά περισσότερα. Για τις σχέσεις της Τουρκίας με την Δύση, ο απροσδόκητος ρόλος που έχουν παίξει τα Bayraktar στην ενίσχυση των ικανοτήτων του Κιέβου εναντίον της Μόσχας είχε σημαντικές συνέπειες. Έχει ανυψώσει την θέση της Άγκυρας εντός του ΝΑΤΟ σε επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και χρόνια, και τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη μια αναθέρμανση των σχέσεων με ορισμένες βασικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας.
Αλλά ο πόλεμος των drones στην Ουκρανίας έχει εγείρει επίσης περίπλοκα νέα ερωτήματα για τις προσπάθειες της Τουρκίας να διατηρήσει λειτουργικές σχέσεις με τη Μόσχα. Η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίσει την Ρωσία σε πολυάριθμους τομείς, από τη Μαύρη Θάλασσα έως την Συρία και το Αζερμπαϊτζάν. Από στρατηγικής άποψης, η Άγκυρα θα κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει ότι το Κίεβο δεν θα πέσει υπό την κυριαρχία της Μόσχας. Αυτό συμβαίνει επειδή η επιθετικότητα του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας έχει ενσταλάξει μια αίσθηση ρεαλισμού στην Άγκυρα όσον αφορά την Ρωσία, την ιστορική Νέμεση της Τουρκίας. Περισσότερο από ποτέ, η Άγκυρα εκτιμά τώρα την Ουκρανία και άλλες χώρες της Μαύρης Θάλασσας ως απαραίτητες συμμάχους με τις οποίες μπορεί να οικοδομήσει ένα μπλοκ που θα ισορροπεί έναντι του ρωσικού μεγαθηρίου [που βρίσκεται] στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο, εάν ο Πούτιν επιτύχει να κατακτήσει τμήμα της Ουκρανίας -ή αποτύχει, και κατηγορήσει την Τουρκία για την αποτυχία- θα μπορούσε να ασκήσει σημαντική νέα μόχλευση εναντίον της Τουρκίας. Ο Πούτιν θα μπορούσε να υπονομεύσει τα συμφέροντα της Άγκυρας στην Συρία, για παράδειγμα, πυροδοτώντας μαζικές ροές προσφύγων προς την Τουρκία από την Idlib. Πρόσφατα, τα αντιπροσφυγικά αισθήματα στην Τουρκία έχουν γίνει έντονα, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης της χώρας˙ ο Ερντογάν πιθανώς θα δεχόταν τεράστια πίεση εάν υπήρχε μεγάλη εισροή προσφύγων. Ο Πούτιν θα μπορούσε επίσης να ασκήσει οικονομική πίεση στην Τουρκία περιορίζοντας τις τουρκικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων στην Ρωσία, αποκλείοντας τους Ρώσους τουρίστες από την Τουρκία, ή τερματίζοντας τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Τουρκία. Τέτοιες κινήσεις θα υπονόμευαν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας, και μαζί με ετούτη, τις προοπτικές επανεκλογής του Ερντογάν το 2023.
Δημοσίως, η Άγκυρα έχει υποβαθμίσει τον ρόλο της στον εξοπλισμό των Ουκρανών, διαβεβαιώνοντας ότι δεν είναι η τουρκική κυβέρνηση αλλά μια ιδιωτική εταιρεία που προμηθεύει τους Bayraktar. Παρόλο που προμηθεύει drones στο Κίεβο, [η Άγκυρα] επιδίωξε επίσης να τοποθετηθεί ως μεσολαβητής, συμπεριλαμβανομένης της διοργάνωσης μιας συνάντησης στην Αττάλεια, μια πόλη στην τουρκική ριβιέρα, με τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ουκρανίας και της Ρωσίας στις 10 Μαρτίου. Η Τουρκία φοβάται μια ρωσική ήττα ελαφρώς λιγότερο από όσο φοβάται μια ρωσική νίκη, εν μέρει επειδή η Ρωσία είναι ένας χρήσιμος εμπορικός εταίρος και εν μέρει επειδή οι Τούρκοι και οι Ρώσοι έχουν λειτουργικές -αν και ανταγωνιστικές– συνεννοήσεις στον Καύκασο, στην Λιβύη, και στην Συρία που μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο από μια ρωσική ήττα. Εάν ο Πούτιν έχει μια λίστα χωρών που θα τιμωρήσει μετά τον πόλεμο για την υποστήριξη [τους] στην Ουκρανία, η Τουρκία βρίσκεται κοντά στην κορυφή αυτής της λίστας μετά τα κράτη της Βαλτικής, την Πολωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο απώτερος στόχος του Ερντογάν είναι να αποφύγει μια αναμέτρηση με τον Πούτιν, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει οικονομική μόχλευση ή ακόμα και κυβερνοεπιθέσεις για να εκτροχιάσει τις προοπτικές επανεκλογής του Τούρκου προέδρου.
Επιπλέον, ο Ερντογάν θέλει να προσελκύσει στην Τουρκία τους Ρώσους ολιγάρχες στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις, ελπίζοντας ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία και τα μετρητά τους θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην τόνωση της ασθμαίνουσας οικονομίας της Τουρκίας. Η Τουρκία θα μπορούσε επίσης να γίνει μια αγορά ακινήτων για την ανώτερη μεσαία τάξη της Ρωσίας που ανυπομονεί να διαφυλάξει τον πλούτο της. Ως εκ τούτου, η στρατηγική του Ερντογάν στην Ουκρανία είναι να παρέχει σιωπηρή στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο, ακόμη και όταν επιδιώκει να διατηρήσει τα διπλωματικά κανάλια προς τον Πούτιν και τα οικονομικά κέρδη από την Ρωσία. Για τον σκοπό αυτό, ο Ερντογάν έχει αρνηθεί να υποστηρίξει τις κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας και η Τουρκία συνεχίζει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο. Και σε αντίθεση με τις Δυτικές αντίστοιχές της, η Τουρκία έχει διατηρήσει ανοιχτό τον εναέριο χώρο της για ρωσικές πολιτικές πτήσεις. Αυτή η διπρόσωπη στρατηγική μπορεί να είναι απλώς αποδεκτή για τον Πούτιν αυτήν τη στιγμή. Είναι απίθανο ότι ο Ρώσος ηγέτης θα προκαλέσει μια διαμάχη αυτή την στιγμή, ειδικά εάν ο Ερντογάν παράσχει σε αυτόν και στους ολιγάρχες του μια οικονομική σανίδα σωτηρίας. Αλλά εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία παραταθεί και τα TB2 συνεχίσουν να καταστρέφουν σημαντικά ρωσικά στοιχεία όπως το Moskva, η τουρκική απαγόρευση στα ρωσικά πλοία να διασχίζουν τα Τουρκικά Στενά θα μπορούσε να φέρει την Άγκυρα και τη Μόσχα σε πιο άμεση σύγκρουση.
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΠΙΛΟΤΟ;
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία ασκεί αυξανόμενη πίεση στην κυβέρνηση Ερντογάν να γίνει ένα ισχυρό μέρος της Δυτικής συμμαχίας, οι διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μια ιδιαίτερη πρόκληση. Από τη μια πλευρά, ο απρόσμενος ρόλος της τουρκικής στρατιωτικής τεχνολογίας στην ουκρανική αντίσταση έχει κερδίσει νέο σεβασμό για την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ανανεώσει τους δεσμούς τους με την Άγκυρα, συμπεριλαμβανομένου του Ολλανδού πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε, παρά τις πρόσφατες πολιτικές αψιμαχίες μεταξύ της κυβέρνησής του και του Ερντογάν. Ωστόσο, ο Ερντογάν δεν έχει ακόμη αγκαλιαστεί από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με τον οποίο έχει εδώ και καιρό μια ψυχρή σχέση.
Ως αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν ήταν ο κύριος συνομιλητής με την Τουρκία μεταξύ 2013 και 2016, αλλά οι σχέσεις επιδεινώθηκαν όταν ο Ερντογάν κατηγόρησε τον τότε πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, για το πραξικόπημα του 2013 στην Αίγυπτο. (Η Τουρκία ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, η οποία ήρθε στην εξουσία μετά την Αραβική Άνοιξη). Εκείνη την εποχή, ο Ερντογάν ήταν επίσης εξοργισμένος με την υποστήριξη των ΗΠΑ στο σχετιζόμενο με το PKK, YPG το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούσαν ως βασικό για να νικήσουν το Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS). Ο Μπάιντεν είχε υποσχεθεί ότι η υποστήριξη θα ήταν, όπως την περιέγραφε η γλώσσα της πολιτικής των ΗΠΑ, «τακτική, προσωρινή, και συναλλακτική», μόνο για να μεταμορφώσει αυτή την πολιτική σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με επιδότηση αορίστου χρόνου. Ο Μπάιντεν, με την σειρά του, ήταν απογοητευμένος από την διολίσθηση του Ερντογάν όσον αφορά τους δημοκρατικούς κανόνες και την υπονόμευση των θεσμών στην Τουρκία, από την περιφρόνηση των στρατηγικών και πολιτικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, και από τις ολοένα και πιο άμεσες επικρίσεις του στην κυβέρνηση Ομπάμα. Συνεπώς, ο Μπάιντεν δεν έχει συγκινηθεί από την πρόσφατη επίθεση γοητείας του Ερντογάν. Στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στα τέλη Μαρτίου -έναν ολόκληρο μήνα μετά την ρωσική εισβολή- ο Μπάιντεν σνόμπαρε τον Ερντογάν, απορρίπτοντας το αίτημα του Τούρκου προέδρου να συναντηθούν.
Ακόμα κι αν η ανάμειξη της Τουρκίας στην Ουκρανία όντως ευθυγραμμίσει εκ νέου την τουρκική εξωτερική πολιτική εγγύτερα στην Δύση, υπάρχει για τον Ερντογάν ο κίνδυνος ότι ο Μπάιντεν και ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες να ανυπομονούν τόσο να τον ξεφορτωθούν ώστε να αναβάλουν οποιαδήποτε προσέγγιση με την Άγκυρα για μετά τις εκλογές του 2023. Προς το παρόν, η μετοχή του Ερντογάν φαίνεται να έχει ανέβει ως αποτέλεσμα της διπλωματίας των drones του και της κρίσιμης υποστήριξης που έχει δώσει στην Ουκρανία. Αλλά είναι απίθανο να κερδίσει την επανεκλογή του -υποθέτοντας ότι η κούρσα θα είναι ελεύθερη- εκτός και αν η τουρκική οικονομία ανακάμψει και αναπτυχθεί με διψήφια ποσοστά τον επόμενο χρόνο. Ταυτόχρονα, ενώ τα drones έχουν δώσει στην Τουρκία την ικανότητα να υπερβεί τον εαυτό της στην παγκόσμια πολιτική, σε περίπτωση που η οικονομία της βιώσει περαιτέρω κατάρρευση —παρασυρμένη από μια αναμέτρηση με τον Πούτιν ή απλώς επειδή οι αγορές θα αποφύγουν μια χώρα στην οποία το κράτος δικαίου έχει γίνει ανέκδοτο- ο Ερντογάν θα έχει σπαταλήσει τη νεοανακαλυφθείσα επιρροή της Άγκυρας και το δικό του πολιτικό μέλλον.