Γιατί η κυβέρνηση του Ιράν εξακολουθεί να χρειάζεται την πυρηνική συμφωνία; Διότι μακροπρόθεσμα, η Τεχεράνη έχει να κερδίσει πολλά οικονομικά και γεωπολιτικά, ενώ δίνει λίγα από τακτική άποψη.
Το Ιράν επέμεινε ζωηρά να αποκατασταθεί «η πυρηνική συμφωνία που έφτιαξε» το 2015 και να «εφαρμοστεί λέξη προς λέξη». Στην πράξη, όμως, η Ισλαμική Δημοκρατία έχει δείξει μεγάλη ευελιξία. Ανώτερο μέλος του κοινοβουλίου του Ιράν, παίρνοντας παράδειγμα από τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, πρότεινε ότι οι διαπραγματεύσεις στην Βιέννη θα οδηγήσουν σε «μια νέα και δεσμευτική συμφωνία». Η διπλωματική πόρτα είναι ανοιχτή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν ώστε να επιτύχουν μια πιο ισχυρή συμφωνία που θα αντέξει τις μεταβάσεις διοικήσεων και στις δύο χώρες.
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΕΡΑΝΗΣ
Η πυρηνική συμφωνία του Ιράν ήταν μια συμφωνία ελέγχου όπλων που αποσκοπούσε στον περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών της Τεχεράνης. Οι όροι της μπορεί το 2015 να έδιναν την αίσθηση ότι ήταν περιοριστικοί, αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει, και σήμερα το Ιράν κερδίζει πολύ περισσότερα από όσα θα χάσει ακολουθώντας τους περιορισμούς της συμφωνίας ή ακόμη και συμφωνώντας σε τροποποιήσεις.
Καταρχάς, το Ιράν έχει προωθήσει σημαντικά το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η απόσυρση της Ουάσιγκτον από την συμφωνία απελευθέρωσε το Ιράν για να επιδιώξει υψηλότερα επίπεδα εμπλουτισμού ουρανίου. Η Τεχεράνη παραβίασε το όριο αποθεμάτων ουρανίου χαμηλού εμπλουτισμού τον Ιούλιο του 2019 και σταμάτησε εντελώς την συμμόρφωση για τον εμπλουτισμό τον Ιανουάριο του 2020. Τώρα, η χώρα έχει φτάσει τον εμπλουτισμό στο 63% [1] -ακόμη υπολειπόμενο από το 90% που απαιτείται για την ικανότητα [κατασκευής] όπλων που το Ιράν ισχυρίζεται σταθερά ότι δεν επιδιώκει [2]. Ωστόσο, είναι πολύ πιο πιθανό τώρα από όσο στο παρελθόν ότι το Ιράν μπορεί να επιτύχει ρεαλιστικά πυρηνική πρόοδο -μόλις το όριο εμπλουτισμού της αρχικής συμφωνίας λήξει τον Οκτώβριο του 2030 ή ακόμα και όταν λήξει τελικά το χρονοδιάγραμμα μιας βελτιωμένης συμφωνίας.
Συνεχίζοντας τον εμπλουτισμό, το Ιράν απέδειξε στον εαυτό του και στον κόσμο ότι μπορεί να ξεπεράσει τις επιθέσεις εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεών του και τις δολοφονίες των επιστημόνων του. Μόλις μια αποκατασταθείσα συμφωνία λήξει, ή σε μια διαπραγματευθείσα μεταγενέστερη ημερομηνία, το Ιράν μπορεί να παραμείνει σε ικανότητα προόδου ή να προχωρήσει στην δοκιμή ενός πυρηνικού όπλου -ανάλογα με τις στρατηγικές και γεωπολιτικές ανάγκες του εκείνη την στιγμή. Έτσι, η διεθνής συμφωνία δεν αποτελεί πλέον ένα απόλυτο εμπόδιο στις πυρηνικές αναζητήσεις του Ιράν [3], οι οποίες ξεκίνησαν υπό τον τελευταίο σάχη και συνεχίζονται υπό την Ισλαμική Δημοκρατία. Ούτε η συμφωνία εμποδίζει τις συμβατικές δυνατότητες του Ιράν. Το εμπάργκο συμβατικών όπλων της συμφωνίας έληξε τον Οκτώβριο του 2020 και το εμπάργκο βαλλιστικών πυραύλων λήγει τον Οκτώβριο του 2023. Το Ιράν θα χάσει ελάχιστη συμβατική στρατιωτική ικανότητα επιστρέφοντας στην πλήρη συμμόρφωση για το υπόλοιπο αυτών των χρονοδιαγραμμάτων ή ακόμη και για πιο μακριά στο μέλλον. Η Τεχεράνη πιθανότατα υπολόγισε ότι η επαναφορά των υποχρεώσεών της βάσει της πυρηνικής συμφωνίας θα κόστιζε πολύ λίγα στα στρατιωτικά της προγράμματα.
Από την άλλη πλευρά, η κατάργηση των κυρώσεων θα ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό την χώρα οικονομικά και γεωπολιτικά. Η άμεση και έμμεση οικονομική πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει κάνει το Ιράν να εξαρτάται από λίγους εμπορικούς εταίρους. Μέχρι το 2019, η Κίνα είχε κερδίσει ένα [δυνητικά] στραγγαλιστικό 48,3% των εξαγωγών του Ιράν [4] και το 27,5% των εισαγωγών της χώρας [5]. Όσο παραμένουν σε ισχύ οι κυρώσεις στο Ιράν και οι δευτερεύουσες κυρώσεις στους εμπορικούς εταίρους του, η Τεχεράνη παραμένει οικονομικά ευάλωτη και εξαρτάται από τα έθνη που τολμούν να παραβιάζουν την βούληση της Ουάσιγκτον.
Οι Ιρανοί είχαν βιώσει τις αρνητικές συνέπειες αυτής της εξάρτησης στο παρελθόν. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, το Ιράν εξαρτάτο ποικιλοτρόπως από την Ρωσία, την Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, οι ιρανικές βιομηχανίες φοβούνται μια ακόμη απώλεια εγχώριου ελέγχου και έχουν αντιταχθεί στην 25ετή Συνολική Στρατηγική Εταιρική Σχέση [6] που ανακοίνωσαν η Τεχεράνη και το Πεκίνο τον Μάρτιο, παρόλο που συνοδεύεται από 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε κινεζικές επενδύσεις. Οι Ιρανοί έχουν συνειδητοποιήσει ότι η άρση των κυρώσεων, ιδίως των τραπεζικών περιορισμών [7] μέσω της αποκατάστασης της πυρηνικής συμφωνίας είναι σημαντική για την επιβεβαίωση της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας τους.
Ομοίως, κατά την περίοδο της αυξημένης πίεσης από την Ουάσινγκτον, η Τεχεράνη είχε ελάχιστες διεξόδους πέρα από το να ζητήσει διπλωματική και αμυντική προστασία [8] από τις άλλες δύο μεγάλες δυνάμεις. Η Ρωσία, που βρίσκεται κοντά, έχει αναδειχθεί ως ο κύριος εγγυητής ασφάλειας του Ιράν, στρατιωτικός συνεργάτης, και προμηθευτής υλικού. Η Κίνα επέκτεινε επίσης γρήγορα την συνεργασία της σε αυτούς τους τομείς. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα έχουν ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις ικανότητές τους στην πειθώ για να προστατεύσουν το Ιράν από τις αμερικανικές απαιτήσεις. Πιο πρόσφατα, η Μόσχα [9] και το Πεκίνο [10] έχουν αντιταχθεί δημοσίως στην επιμονή της Ουάσιγκτον να δεχθεί το Ιράν βελτιώσεις στην πυρηνική συμφωνία ως μια προϋπόθεση για την επανείσοδο των ΗΠΑ [στην συμφωνία].
Ωστόσο, η ιστορία της αποικιακής εκμετάλλευσης του Ιράν κάνει την πολιτεία του να βλέπει με βαθιά καχυποψία οποιαδήποτε εξάρτηση από τους παγκόσμιους παίκτες στις εθνικές και διεθνείς υποθέσεις. Οι Ιρανοί αξιωματούχοι έχουν καλοί λόγους για να είναι προσεκτικοί. Η Ρωσία φέρεται να έκανε μια μυστική απόπειρα [11] το 2015 να σταματήσει την πυρηνική συμφωνία εκμεταλλευόμενη διαμάχες εντός της ιρανικής άρχουσας τάξης. Και, μέσω της πρόσφατα ανακοινωμένης εταιρικής σχέσης Ιράν-Κίνας, η Κίνα επιδιώκει να αποκτήσει στρατιωτική πρόσβαση και επιτήρηση [12] στα λιμάνια και τα αεροδρόμια του Ιράν. Η αναζωογόνηση της πυρηνικής συμφωνίας θα χαλαρώσει την λαβή αυτών των δύο υπερδυνάμεων στην Τεχεράνη. Τότε, οι φατρίες στο πολιτικό σύστημα του Ιράν θα γίνουν λιγότερο επιδεκτικές σε ξένες πιέσεις και θα λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τους την γεωπολιτική αυτονομία του Ιράν.
ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΗ
Για αυτούς τους λόγους, παρά την φαινομενικά άκαμπτη στάση [13] του Ιρανού προέδρου, Χασάν Ρουχανί, ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως εκείνες που παραβίασαν την συμφωνία, θα άρουν όλες τις κυρώσεις και θα λάβουν πρακτικά μέτρα για να μπορέσουν να επιστρέψουν» σε αυτήν, και ότι «δεν υπάρχει ανάγκη για διαπραγματεύσεις», το Ιράν συμμετέχει σε συνομιλίες στην Βιέννη. Όσον αφορά τις παραβιάσεις των ορίων εμπλουτισμού του Ιράν, ο υπουργός Εξωτερικών, Mohammad Javad Zarif, τόνισε [14] ότι «τα μέτρα μας είναι πλήρως αναστρέψιμα μετά από μια πλήρη συμμόρφωση όλων [των μερών]». Είναι σαφές ότι η Τεχεράνη είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την Ουάσινγκτον για άλλη μια φορά, όπως συνέβη μεταξύ του 2015 και του 2018 βάσει της πυρηνικής συμφωνίας.
Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναζητούν κάτι περισσότερο από μια απλή επιστροφή στο status quo του 2015. Οι ηγέτες του Ιράν ακούνε, ακόμη και όταν παίζουν διπλωματικό σκληρό παιχνίδι. Στην ετήσια ομιλία του προς το έθνος στις 21 Μαρτίου, ο Χαμενεΐ πρότεινε ότι το Ιράν μπορεί να είναι ανοιχτό στην τροποποίηση της συμφωνίας [15] -εφ’ όσον οι αλλαγές είναι «υπέρ του Ιράν», που σημαίνει ότι ωφελούν το έθνος και το καθεστώς του. Ιρανοί αξιωματούχοι παροτρύνουν σχεδόν καθημερινά τις Ηνωμένες Πολιτείες να άρουν τις κυρώσεις και έχουν δηλώσει την προθυμία της χώρας τους να επιστρέψει στην συμμόρφωση ως αντάλλαγμα. Προληπτικά, μέχρι που μετατρέπουν τις νέες παραχωρήσεις ως κέρδη [16]: «Οι συνομιλίες της Βιέννης θα τελειώσουν με τη νίκη του ιρανικού έθνους», δήλωσε ο Ρουχανί.
Κατά συνέπεια, η διπλωματία μπορεί να επιτύχει κάμποσα: όχι μόνο την εκ νέου υλοποίηση της συμφωνίας, αλλά ακόμα και αναβαθμίσεις [17], όπως το σταμάτημα του εμπλουτισμού και [το κλείσιμο] των κενών στην παρακολούθηση, η διαχείριση προηγμένων φυγοκεντρητών, η επέκταση του εμπάργκο βαλλιστικών πυραύλων, και η επέκταση των χρονοδιαγραμμάτων. Τα οικονομικά και γεωπολιτικά κέρδη υπερτερούν των στρατιωτικών παραχωρήσεων, επειδή οι τακτικές πρόοδοι μπορούν να επαναληφθούν στο μέλλον, στο πλαίσιο του ιρανικού υπολογισμού. Αλλά για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταματήσουν να μιλούν μέσω εταίρων και αντιπάλων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία, και να επανέλθουν στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης για να διαπραγματευτούν απευθείας με το Ιράν. Στις συναντήσεις αυτές, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να τονίσουν ότι οι σημαντικές βελτιώσεις στην πυρηνική συμφωνία θα μειώσουν τον κίνδυνο μελλοντικών κυρώσεων. Μέσω σκληρών αλλά δίκαιων διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί πράγματι να επιτύχει τους δηλωμένους στόχους της [18] που είναι όχι μόνο να σφυρηλατήσει μια «πιο μακρά και ισχυρότερη» συμφωνία, αλλά και να ανοίξει τον δρόμο για περαιτέρω εποικοδομητική εμπλοκή.
Πηγή: Foreign Affairs