Μπορεί ο Xi να κάνει τους Κινέζους πολίτες να σταματήσουν να αποταμιεύουν και να αρχίσουν να ξοδεύουν;
Στους τρεις μήνες από τότε που η κινεζική κυβέρνηση κατήργησε αιφνιδιαστικά την εκτεταμένη πολιτική της «μηδενικής COVID», η κινεζική οικονομία επανήλθε. Για σχεδόν τρία χρόνια, η πολιτική αυτή προκάλεσε τον όλεθρο στις κινεζικές επιχειρήσεις και τις αλυσίδες εφοδιασμού, ωθώντας την ανάπτυξη στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Η χαοτική επαναλειτουργία της οδήγησε στην συνέχεια σε ένα ιικό κύμα που μόλυνε κατ’ εκτίμηση το 80% του πληθυσμού, αλλά εξασθένησε γρήγορα. Με τα χειρότερα πλέον να έχουν περάσει και τον μεγαλύτερο περιορισμό στην οικονομία να έχει αρθεί, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε στόχο ανάπτυξης 5% για το 2023.
Παρόλο που η ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της Κίνας προκάλεσε ζητωκραυγές από τις παγκόσμιες αγορές, παρά τους αυξανόμενους φόβους για την παγκόσμια ύφεση, η αισιοδοξία αυτή θα πρέπει να μετριαστεί. Η ανάπτυξη της Κίνας είναι απίθανο να σώσει την παγκόσμια οικονομία όπως έκανε μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Πράγματι, ο στόχος ανάπτυξης στο 5% δύσκολα είναι φιλόδοξος. Αντιθέτως, αποκαλύπτει τις ανησυχίες της κινεζικής κυβέρνησης για τις πολλές υποκείμενες αδυναμίες της οικονομίας της. Αυτές κυμαίνονται από τα δημοσιονομικά της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στερείται ολοένα και περισσότερο εσόδων, μέχρι τον προβληματικό τομέα των ακινήτων. Μια ιδιαίτερη ευπάθεια είναι οι εξαγωγές. Η πανδημία ελάχιστα επηρέασε τον εξαγωγικό τομέα της Κίνας -εξάγει σήμερα το 15% των παγκόσμιων αγαθών, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγράψει ποτέ-, αλλά αυτό το φωτεινό σημείο θα μετατραπεί από πλεονέκτημα σε μειονέκτημα κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας ύφεσης που θα μειώσει την εξωτερική ζήτηση για κινεζικά αγαθά.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η εξωτερική ζήτηση˙ είναι η έλλειψη της εγχώριας ζήτησης. Με μια κεντρική κυβέρνηση απρόθυμη να τονώσει την οικονομία, με τις τοπικές κυβερνήσεις να σφίγγουν το ζωνάρι, και με έναν εξαγωγικό τομέα που αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες, ο μόνος μοχλός ανάπτυξης που έχει απομείνει είναι η κατανάλωση. Ωστόσο, η τόνωση της κατανάλωσης μεταξύ των 1,4 δισεκατομμυρίων πολιτών της Κίνας είναι δύσκολη. Είναι γνωστό ότι τα κινεζικά νοικοκυριά κάνουν μεγάλες αποταμιεύσεις -γενικά βάζουν στην άκρη περίπου το ένα τρίτο του εισοδήματός τους, ποσοστό που είναι υπερτριπλάσιο από το αντίστοιχο αμερικανικό. Η απελευθέρωση αυτών των αποταμιεύσεων δεν ήταν εύκολη: η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί την λεγόμενη επανεξισορρόπηση από τις επενδύσεις στην κατανάλωση εδώ και 15 χρόνια. Το πρόγραμμα αυτό, ωστόσο, συχνά εκτροχιάζεται ή υποτάσσεται σε άλλες προτεραιότητες. Όταν η κινεζική οικονομία παραπαίει, η κυβέρνηση καταφεύγει συνήθως στην προώθηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, επειδή αυτό φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά φαίνονται στα τεράστια ποσά που διατίθενται σε νέες κατοικίες και τρένα, καθώς και σε αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια παγκόσμιας κλάσης -όλα αυτά στηρίζουν την κινεζική παραγωγή και τις εξαγωγές.
Η Κίνα αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα, όπως η δημογραφική συρρίκνωση, η οποία μπορεί να εμποδίσει την κατανάλωση. Η αύξηση του πληθυσμού της Κίνας επιβραδύνεται πλέον ταχύτερα από όσο αναμενόταν και συρρικνώθηκε για πρώτη φορά το 2022. Παρόλο που έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε που το Πεκίνο εγκατέλειψε την πολιτική του ενός παιδιού με την ελπίδα να ενισχύσει το ποσοστό γεννήσεων, δεν υπήρξε κανένα baby boom. Δεν υπάρχουν καλές λύσεις για να αντιστραφεί αυτή η τάση, και η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να έχει ξεμείνει από ιδέες. Με αυτές τις προκλήσεις, η αλλαγή πορείας θα είναι δύσκολη. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημαντικά βήματα που μπορεί να κάνει το Πεκίνο για να στηρίξει μια πραγματική ατζέντα «υπέρ της κατανάλωσης». Το αν θα τα καταφέρει δεν θα καθορίσει μόνο το πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί η Κίνα τα επόμενα χρόνια˙ θα έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
ΞΟΔΕΨΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΤΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ
Για κάθε κυβέρνηση, η τόνωση της κατανάλωσης είναι δύσκολη. Για την Κίνα, η πρόκληση είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντική λόγω του μεγέθους της. Θα ήταν απαγορευτικά δαπανηρό να επιδοτείται διαρκώς η κατανάλωση 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, 600 εκατομμύρια από τους οποίους εξακολουθούν να ζουν με περίπου 5 δολάρια την ημέρα. Η βιώσιμη ενίσχυση της κατανάλωσης απαιτεί γενικά δύο πράγματα: την οργάνωση της οικονομίας ώστε να βελτιστοποιηθεί η ανάπτυξή της και την αύξηση του εισοδήματος και της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών. Ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, έχοντας εξασφαλίσει την τρίτη θητεία του, φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο για την οργάνωση της οικονομίας προς την ανάπτυξη από όσο οι προκάτοχοί του. Αντ’ αυτού, την βελτιστοποιεί για την ασφάλεια και την ανθεκτικότητα. Είναι εντυπωσιακό ότι στο πενταετές σχέδιο που κυκλοφόρησε το 2021, ο Xi πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την πάγια πολιτική της Κίνας να θέτει έναν σκληρό αναπτυξιακό στόχο. Επί δεκαετίες, ένας τέτοιος στόχος χρησίμευε ως οργανωτική αρχή για την κινεζική πολιτική οικονομία, καθιερώνοντας ένα σήμα που έδινε κίνητρα σε όλες τις επαρχίες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, ο στόχος του 5% για το 2023 θα πρέπει να γίνει κατανοητός μέσα σε αυτό το πλαίσιο -χρησιμεύει πλέον μόνο ως καθοδήγηση, όχι ως διαταγή.
Αντί να εστιάζει στην ανάπτυξη, η νέα κινεζική ηγεσία αναδιοργανώνει την οικονομία έτσι ώστε οι επαρχίες να συνεργάζονται για την ανάπτυξη κορυφαίων τεχνολογιών και την προστασία των αλυσίδων εφοδιασμού. Εν ολίγοις, ο Xi και η ομάδα του θέλουν να ασκούν την βιομηχανική πολιτική πιο αποτελεσματικά και πιο αποδοτικά. Αυτή η προτεραιότητα καθοδηγείται σαφώς τόσο από τον εντεινόμενο τεχνολογικό ανταγωνισμό της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από την απογοήτευση για την μη επίτευξη της επιθυμητής προόδου στο εσωτερικό της χώρας. Παρόλο που η Κίνα διαθέτει ένα από τα πιο τρομερά και αποτελεσματικά κατασκευαστικά οικοσυστήματα στον κόσμο, το κυνήγι των τεχνολογιών αιχμής απαιτεί ωστόσο μεγάλες δαπάνες, χωρίς καμία εγγύηση για τις αποδόσεις. Πράγματι, ακόμη και μετά από δεκαετίες κυβερνητικών επιδοτήσεων, η βιομηχανία ημιαγωγών της Κίνας εξακολουθεί να βρίσκεται τουλάχιστον μια δεκαετία πίσω από τους κορυφαίους διεθνείς ανταγωνιστές της. Αν και η ένταση των προσπαθειών επί της βιομηχανικής πολιτικής δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την επιτυχία, φαίνεται ότι ο στόχος που έχει μεγαλύτερη σημασία για τον Xi δεν είναι η αύξηση του ΑΕΠ αλλά τα νανόμετρα ενός τσιπ.
Αν η ανάπτυξη δεν αποτελεί πλέον την κατακλυσμική προτεραιότητα, τότε μια ατζέντα υπέρ της κατανάλωσης μπορεί ακόμα να εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών και στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Οι ηγέτες της Κίνας γνωρίζουν ότι οι πολίτες της δεν είναι αισιόδοξοι για το οικονομικό τους μέλλον. Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, δείκτης της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών, αυξήθηκε στο 38% του διαθέσιμου εισοδήματος κατά την διάρκεια της πανδημίας, το υψηλότερο επίπεδο από το 2014. Η προτίμηση των κινεζικών νοικοκυριών για αποταμίευση αντί για δαπάνες δεν θα αλλάξει μέχρι να αντιμετωπιστούν οι σαφείς και υπαρκτοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη -συμπεριλαμβανομένης της απομόχλευσης, της εξομάλυνσης της παραγωγικότητας, και του εξασθενημένου τομέα των ακινήτων-, ιδίως σε μια εποχή που η ανεργία των νέων ανέρχεται στο 17%. Για να δοθεί στα νοικοκυριά εμπιστοσύνη στο μέλλον θα απαιτηθούν περισσότερα από απλές ανακοινώσεις και δημόσια μηνύματα. Θα χρειαστούν συγκεκριμένες δράσεις.
Για την άμεση τόνωση της κατανάλωσης, η κινεζική κυβέρνηση θα μπορούσε να προσφέρει καταναλωτικά κουπόνια στα νοικοκυριά. Πρόκειται για κουπόνια που εκδίδονται από την κυβέρνηση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών. Ένα πιλοτικό πρόγραμμα το 2020 αποδείχθηκε επιτυχές, καθώς οδήγησε στην κατανάλωση τριών γιουάν για κάθε ένα γιουάν που διανεμήθηκε μέσω κουπονιών. Επιπλέον, το Πεκίνο θα μπορούσε να αντιστρέψει την πρόσφατη καταστολή των υπηρεσιών εκπαίδευσης και των Big Tech [στμ: των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών]. Εάν η κυβέρνηση έθετε τέλος στους περιορισμούς στους τομείς αυτούς που επέβαλε το 2021, θα δημιουργούσε αμέσως θέσεις εργασίας για τους πρόσφατους αποφοίτους κολεγίων. Πιο σημαντικό από την λήψη αυτών των άμεσων μέτρων, ωστόσο, είναι η ανάγκη οι ηγέτες της Κίνας να επιδείξουν την δέσμευσή τους να δώσουν προτεραιότητα στην κατανάλωση μακροπρόθεσμα. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν το Πεκίνο να ανακοινώσει την πρόθεσή του να αυξήσει το εισόδημα των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ από το σημερινό 62% σε τουλάχιστον 70% έως το 2030 (η αναλογία αυτή είναι 80% στις Ηνωμένες Πολιτείες). Η στόχευση του εισοδήματος θα εξυπηρετούσε έναν παρόμοιο πολιτικό σκοπό με τον στόχο του ΑΕΠ: θα απαιτούσε από την κινεζική κυβέρνηση σε κάθε επίπεδο να υποστηρίξει αυτόν τον στόχο. Επιπλέον, θα συνδυαζόταν ένας συγκεκριμένος στόχος με την ασαφή έννοια που περιγράφει το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) για την επίτευξη μιας «κινεζικής κοινωνίας μετρίως ευημερούσας».
Αυτό θα απαιτήσει την επαναφορά της σχέσης του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το 60% του ΑΕΠ και το 80% των θέσεων εργασίας και, κατά συνέπεια, είναι απαραίτητος για κάθε φιλοκαταναλωτική ατζέντα. Ένας τρόπος για να δείξει την υποστήριξή του προς τον ιδιωτικό τομέα είναι το Πεκίνο να δηλώσει ότι αντί να επιβάλλει υψηλότερους φόρους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες, θα στοχεύσει στην αναδιανομή από το κράτος προς τα νοικοκυριά ως βασικό μέσο αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών. Επειδή το κινεζικό κράτος είναι ο τελικός ιδιοκτήτης αυτών των επιχειρήσεων, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα κέρδη των επιχειρήσεων για την χρηματοδότηση άλλων προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, αντί να επενδύουν τα κέρδη τους, οι κρατικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να λάβουν εντολή να τα χρησιμοποιούν για την χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών προς τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ή για την στήριξη των διαφαινόμενων υποχρεώσεων των νοικοκυριών σε συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Στην ύπαιθρο, οι Κινέζοι αγρότες θα μπορούσαν να εξουσιοδοτηθούν να πωλούν την γη τους στην τοπική κυβέρνηση σε δίκαιη τιμή αγοράς αντί να την μεταβιβάζουν απλώς δωρεάν. Αυτό θα επέτρεπε στους αγρότες να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις ή να μετακομίσουν στις πόλεις, όπου μπορούν να κερδίσουν υψηλότερους μισθούς. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έδιναν στα νοικοκυριά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις μελλοντικές τους προοπτικές και θα καθησύχαζαν τον ιδιωτικό τομέα ότι η ατζέντα της «κοινής ευημερίας» -η οποία, όπως πολλοί υποψιάζονται, βασίζεται σε μια μαζική αναδιανομή πλούτου από τον ιδιωτικό τομέα- δεν έχει σκοπό να καταπνίξει την ανάπτυξη και τον δυναμισμό του.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ, ΟΧΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Εάν η κινεζική κυβέρνηση μπορέσει να αναπτύξει και να διατηρήσει μια ατζέντα υπέρ της κατανάλωσης, θα μεταμορφώσει την διεθνή φήμη της χώρας. Από τότε που εγκατέλειψε την εμμονή της με την αύξηση του ΑΕΠ, η Κίνα αναζητά τρόπους για να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο διεθνή σκεπτικισμό για την οικονομία της. Μια γνήσια στροφή προς την αύξηση της κατανάλωσης θα μπορούσε να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στο να ξεπεραστεί ο σκεπτικισμός των επενδυτών και να καθησυχαστούν οι παγκόσμιες αγορές. Δεν είναι μόνο αυτό. Η απελευθέρωση της εγχώριας κατανάλωσης είναι επίσης ο ασφαλέστερος δρόμος για να επιτύχει η Κίνα τον στόχο της να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με άξονα την μεγαλύτερη μεσαία τάξη στον κόσμο, μέχρι το 2035. Μια τέτοια στροφή επιφέρει και κλιματικά οφέλη: περισσότερη κατανάλωση σημαίνει λιγότερες επενδύσεις σε εκείνους τους βιομηχανικούς τομείς που παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της Κίνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μια επιτυχημένη στροφή προς την κατανάλωση, λοιπόν, θα διευκολύνει επίσης την δύσκολη μετάβαση της Κίνας στο net zero [στμ: το σημείο όπου οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι ίσες με το ποσό των ίδιων αερίων που αφαιρείται από την ατμόσφαιρα], το οποίο το Πεκίνο έχει δεσμευτεί να επιτύχει έως το 2060.
Μια συστηματική προσπάθεια του Πεκίνου να ενισχύσει την εγχώρια κατανάλωση μπορεί επίσης να συμβάλει στην σταθεροποίηση της αμερικανοκινεζικής οικονομικής σχέσης. Με το να εστιάσει στην βελτίωση του εισοδήματος των νοικοκυριών, η κινεζική κυβέρνηση θα κάνει πολλά για να επαναπροσδιορίσει την ισορροπία μεταξύ του μεγαλύτερου αποταμιευτή στον κόσμο και του μεγαλύτερου καταναλωτή στον κόσμο. Με το να γίνει ένας πιο σημαντικός εισαγωγέας και καταναλωτής ξένων προϊόντων, η Κίνα θα μπορούσε να συμβάλει στην άμβλυνση των μακροχρόνιων πηγών σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το νόμισμα, το εμπόριο, και τις θέσεις εργασίας. Επί του παρόντος, για παράδειγμα, η Κίνα κατηγορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για την έναρξη εμπορικού πολέμου και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορούν την Κίνα ότι χρησιμοποιεί κρατικές επιδοτήσεις και χειραγώγηση του νομίσματος για να υποσκάπτει τις αμερικανικές βιομηχανίες και να κάνει τα προϊόντα της πολύ φτηνά στις αμερικανικές αγορές. Εστιάζοντας στην εγχώρια κατανάλωση, το Πεκίνο θα μπορούσε να μετριάσει την τάση της κάθε πλευράς να κατηγορεί την άλλη για τα οικονομικά της προβλήματα.
Κανένα από αυτά τα βήματα, ωστόσο, δεν είναι εγγυημένο ότι θα φέρει αποτελέσματα. Ακόμα και αν το Πεκίνο δεσμευτεί σε μια ατζέντα υπέρ της κατανάλωσης, θα δυσκολευτεί να εκτελέσει το σχέδιο αυτό ενόψει των εσωτερικών πολιτικών περιορισμών, όπως η αντιμετώπιση συμφερόντων στον κρατικό τομέα. Για παράδειγμα, οι οικονομικές πολιτικές που ωφελούν τα κινεζικά νοικοκυριά θα έρθουν αναγκαστικά εις βάρος μιας ισχυρής εκλογικής ομάδας και ενός δημοσιονομικού εργαλείου του ΚΚΚ: των κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα είναι απρόθυμες να διανείμουν τα κέρδη τους στα νοικοκυριά. Χωρίς να επιστρατεύσει τις κρατικές επιχειρήσεις στην αναδιανομή, το Πεκίνο θα πρέπει είτε να ανεχθεί εντολές του που δεν θα χρηματοδοτούνται είτε να περικόψει τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης για να αποφύγει την αποστράγγιση των δημοσιονομικών του ταμείων. Και αυτή η τελευταία επιλογή θα είναι πολιτικά αντιδημοφιλής και πιθανότατα θα προκαλέσει κοινωνική αστάθεια, όπως έδειξαν οι πρόσφατες διαμαρτυρίες των συνταξιούχων κατά των κυβερνητικών περικοπών στις ιατρικές παροχές τους. Επιπλέον, η διατήρηση της εγχώριας κατανάλωσης θα απαιτήσει έναν ακμάζοντα ιδιωτικό τομέα, ώστε οι εταιρείες και οι επιχειρήσεις να παραμείνουν ο μοχλός της δημιουργίας θέσεων εργασίας και αύξησης του εισοδήματος. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτήσει την αντιστροφή της τάσης συγκεντρωτισμού του Πεκίνου της τελευταίας δεκαετίας, κατά την οποία οι εταιρείες περιορίστηκαν. Η παροχή περισσότερης εξουσίας στον ιδιωτικό τομέα θα δοκιμάσει σοβαρά την διάθεση της κυβέρνησης του Xi για μεγαλύτερο έλεγχο.
Για την Κίνα, η τόνωση της κατανάλωσης ήταν τόσο άπιαστη όσο και η μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης στις Ηνωμένες Πολιτείες: υπήρχε επί μακρόν συναίνεση για την ανάγκη αλλαγής, αλλά ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Η κύρια διαφορά, ωστόσο, είναι ότι η Κίνα εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ και το να βασίζεται στην κατανάλωση είναι το καλύτερο στοίχημα του Πεκίνου για να καλύψει την διαφορά. Είτε της αρέσει είτε όχι, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή. Μπορεί είτε να επιλέξει μια πορεία υπέρ της κατανάλωσης είτε να διακινδυνεύσει να χάσει τον στόχο της να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου την επόμενη δεκαετία.