Για τις φτωχές χώρες, αυτό που έρχεται θα μπορούσε να είναι χειρότερο
Στο ξεκίνημα της πανδημίας COVID-19, πολλοί φοβούντο ότι η ασθένεια θα έπληττε σκληρότερα τις φτωχότερες χώρες του κόσμου –ότι τα κρούσματα θα κατέκλυζαν τα νοσοκομεία, οι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη θα ξέμεναν από εξοπλισμό και προμήθειες, και ότι ο αριθμός των θανάτων θα ήταν καταστροφικός. Αυτά τα ενδεχόμενα, ευτυχώς, δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Από τα διαθέσιμα δεδομένα, φαίνεται ότι υπάρχουν λιγότεροι κατά κεφαλήν θάνατοι στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος από όσοι στις πλουσιότερες αντίστοιχες χώρες.
Ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες χώρες ενδέχεται να έχουν υποφέρει περισσότερο από την πανδημία οικονομικά και πολιτικά από όσο στον τομέα της δημόσιας υγείας. Μια πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) διαπίστωσε ότι η κοινωνική αναταραχή αυξήθηκε μετά τις πανδημίες SARS, H1N1, MERS, Ebola και Zika, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλά επίπεδα ανισότητας. Η COVID-19 έχει περισσότερες δυνατότητες από όλες τις προηγούμενες ασθένειες συνδυαστικά για να αυξήσει την φτώχεια, να εμβαθύνει τα κοινωνικά ρήγματα και να εντείνει τις συγκρούσεις.
Το πιθανό εύρος και η σοβαρότητα της ύφεσης από την COVID-19 είναι χειρότερα από εκείνα οποιασδήποτε παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο . Τον Οκτώβριο, η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσε ότι το παγκόσμιο ποσοστό φτώχειας θα αυξηθεί για πρώτη φορά μέσα σε πάνω από δύο δεκαετίες: η πανδημία θα μπορούσε να ωθήσει έως και 150 εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας (ορίζεται ως η διαβίωση με 1,90 δολάρια ανά ημέρα) μέχρι το τέλος του 2021, ξεγράφοντας χρόνια προόδου. Μια ανάλυση του Brookings Institution σημείωσε ότι αυτή η αύξηση της φτώχειας θα μπορούσε να συνεχιστεί έως το 2030, ιδίως στις πολιτικά πιο ευάλωτες χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Οι πλούσιες χώρες αντιμετωπίζουν την οικονομική καταιγίδα πολύ καλύτερα από τις φτωχές. Το ΔΝΤ έχει προβλέψει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα ανακάμψει το 2021 καθώς οι εμβολιασμοί και η καλύτερη διάγνωση για COVID-19 βοηθούν στο άνοιγμα πολλών οικονομιών. Αλλά αυτά τα κέρδη δεν θα μοιραστούν ομοιόμορφα. Οι φτωχότερες χώρες βρίσκονται σε κατά πολύ μειονεκτικότερη θέση: οι ρυθμοί ανάπτυξης πριν από την πανδημία ήταν κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο˙ είχαν λίγη δημοσιονομική και νομισματική ευελιξία κατά την διάρκεια της κρίσης˙ οι πληθυσμοί τους φέρουν βαθιά σημάδια από την πείνα, τις ασθένειες και τις σχολικές απουσίες λόγω της COVID-19˙ και έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε εμβόλια . Η επιτόπια έρευνα του International Crisis Group έχει δείξει ότι αυτές οι οικονομικές δυνάμεις θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μελλοντική αστάθεια.
Ο τερματισμός της πανδημίας δεν είναι επομένως μόνο θέμα παροχής ανοσοποιητικών [φαρμάκων] και άλλης ιατρικής βοήθειας. Οι πλούσιες χώρες πρέπει να κοιτάξουν πέρα από τα σύνορά τους και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί θεσμοί πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους εάν θέλουν να αποτρέψουν τη μακριά ουρά της COVID-19 από το να προκαλέσει περαιτέρω διαταραχές.
ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Όπως και η ίδια η πανδημία, η οικονομική κρίση είναι τόσο ευρέως παγκόσμια όσο και εξαιρετικά εντοπισμένη. Το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ασίας, για παράδειγμα, έχει δει σχετικά μέτριες οικονομικές επιπτώσεις. Εκεί, οι καλά οργανωμένες αντιδράσεις στην πανδημία έχουν ενισχύσει τις ελπίδες για γρήγορη ανάκαμψη . Στην Αφρική, σε αντιδιαστολή, ο οικονομικός αντίκτυπος της COVID-19 είναι ήδη σοβαρός : η ήπειρος φιλοξενεί το 70% των φτωχών στον κόσμο -περισσότερα από 400 εκατομμύρια άτομα- που είναι ιδιαίτερα πιθανό να χάσουν θέσεις εργασίας και να πεινάσουν κατά την διάρκεια της πανδημίας. Στην Λατινική Αμερική, που είναι ο τόπος περίπου του ενός τετάρτου των σημερινών θανάτων από COVID-19 στον κόσμο, η πανδημία έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μιας ταχέως αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης. Στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, τα συστήματα υγείας είναι πιεσμένα και μεγάλοι ανεπίσημοι τομείς έχουν δεχτεί πλήγμα, οδηγώντας το συνήθως νηφάλιο ΔΝΤ να προειδοποιήσει για αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή.
Συνολικά, η COVID-19 έσπρωξε πολλούς οικονομικούς μοχλούς στις φτωχές χώρες προς την λάθος κατεύθυνση. Η ύφεση που προκαλείται από την πανδημία έχει διευρύνει τις τάξεις των ανέργων και αύξησε την εξάρτηση από τους αδύναμους κρατικούς θεσμούς. Έχει μειώσει τα φορολογικά έσοδα σε πολλές χώρες, οδηγώντας τις κυβερνήσεις να αναλάβουν νέο χρέος ή να μειώσουν την παροχή δημοσίων υπηρεσιών και κοινωνικών προγραμμάτων. Ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες ανταποκρίθηκαν στην κρίση υποτιμώντας το νόμισμά τους, με αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών μισθών και την αύξηση του κόστους ζωής. Μεμονωμένα, κάθε σοκ καταπονεί το σύστημα. Όλα μαζί, είναι μια συνταγή για αστάθεια.
Για χώρες που αντιμετωπίζουν συγκρούσεις, κλιματικές αλλαγές ή και τα δύο , η πανδημία έχει χτυπήσει σε μια ιδιαίτερα δυσάρεστη στιγμή. Τον Φεβρουάριο του 2020, προτού προλάβουν οι αναλυτές να καταγράψουν ουσιαστικά τον αντίκτυπο της COVID-19, η Παγκόσμια Τράπεζα προέβλεπε ότι τα δύο τρίτα των ακραία φτωχών θα ζούσαν σε εύθραυστες και επηρεασμένες από συγκρούσεις καταστάσεις έως το 2030. Η COVID-19 έχει σκουρύνει την οικονομική εικόνα ακριβώς σε αυτές τις τοποθεσίες.
Για παράδειγμα, σε χώρες που έχουν πληγεί από πόλεμο, η πανδημία δεν ενέπνευσε τα κράτη και τις ένοπλες ομάδες να αποδεχθούν το αίτημα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, για παγκόσμια κατάπαυση του πυρός . Αντίθετα, από το Αφγανιστάν έως την βόρεια Συρία και μέχρι την Υεμένη , οι οικονομικές και υγειονομικές επιπτώσεις της COVID-19 έχουν προσθέσει στο ανθρώπινο κόστος πολέμου. Τον Οκτώβριο του 2020, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agricultural Organization) και το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (World Food Program, WFP) προειδοποίησαν ότι σε τοποθεσίες συγκρούσεων, η πανδημία οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους σε επισιτιστική ανασφάλεια, αυξάνοντας τον κίνδυνο πείνας στη Μπουρκίνα Φάσο, την βορειοανατολική Νιγηρία, το Νότιο Σουδάν, και την Υεμένη. Η πανδημία παρενέβη στη μεταφορά αγαθών σε πολεμικές ζώνες, και σημαντικές εκκλήσεις για χρηματοδότηση παραμένουν ανεκπλήρωτες -για παράδειγμα, το WFP έπρεπε να μειώσει την παράδοση τροφίμων στην Υεμένη από μηνιαία σε μια φορά κάθε δεύτερο μήνα, από τον Απρίλιο του 2020. Τα παιδιά της Υεμένης πεθαίνουν από την πείνα .
Οι πολιτικά εύθραυστες, εξαρτώμενες από το πετρέλαιο οικονομίες έχουν πληγεί κατά την διάρκεια της πανδημίας. Ήδη κλονισμένη από έναν πόλεμο τιμών μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, η παγκόσμια αγορά πετρελαίου έχει καταρρεύσει. Οι πετρελαιοεξαγωγικές χώρες έχουν δει το δημόσιο χρέος τους να διογκώνεται και τους προϋπολογισμούς τους να συρρικνώνονται. Το Ιράκ, ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου, τώρα είναι ιδιαίτερα πιεσμένος με μηνιαίο έλλειμμα μεταξύ 3,5 και 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων και συναλλαγματικά αποθέματα μόλις 53 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον Οκτώβριο του 2020. Τον Νοέμβριο, ο πρωθυπουργός Mustafa al-Kadhimi προειδοποίησε ότι πάλευε να πληρώσει τους μισθούς του δημοσίου. Μέρες αργότερα, διαδηλωτές εργαζόμενοι του δημοσίου συγκρούστηκαν με δυνάμεις ασφαλείας στο βόρειο Ιράκ με θανατηφόρα βία. Στα τέλη Δεκεμβρίου, η κεντρική τράπεζα του Ιράκ υποτίμησε [29] το νόμισμά του κατά το ένα πέμπτο, προκαλώντας περαιτέρω ταραχή. Αναμένονται περισσότερες υποτιμήσεις .
Τρεις από τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στην Αφρική έχουν επίσης βιώσει αυξανόμενες αναταραχές από την έναρξη της πανδημίας. Τον Νοέμβριο, η αστυνομία στην πρωτεύουσα της Αγκόλας, Λουάντα, χρησιμοποίησε κανονικές σφαίρες, δακρυγόνα και σκύλους για να διαλύσει μια ειρηνική διαδήλωση ενάντια στο αυξανόμενο κόστος ζωής και την αναβολή των δημοτικών εκλογών λόγω της πανδημίας. Στη Νιγηρία , η οποία αντιμετωπίζει την χειρότερη οικονομική της ύφεση σε τέσσερις δεκαετίες, ξέσπασαν τεράστιες διαμαρτυρίες κατά της αστυνομικής βίας και της οικονομικής κακοδιαχείρισης και της διαφθοράς, οδηγώντας το ΔΝΤ να προειδοποιήσει ότι η αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας κατά την διάρκεια της πανδημίας τροφοδοτούν την κοινωνική αστάθεια. Η Αλγερία έχει χρησιμοποιήσει τα lockdowns για την COVID-19 ώστε να περιορίσει τις δημόσιες διαμαρτυρίες καθώς οι κοινωνικοοικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να επιδεινώνονται.
Η πανδημία απειλεί να ωθήσει τα ήδη επισφαλή πολιτικά και οικονομικά συστήματα πέρα από τα όριά τους. Πάρτε για παράδειγμα τον Λίβανο. Για περισσότερο από μια δεκαετία , το κράτος του Λιβάνου έχει δαπανήσει περισσότερα από όσα λάμβανε ως έσοδα, ενώ αποτύγχανε να παρέχει βασικές υπηρεσίες, όπως η ηλεκτρική ενέργεια και η αποκομιδή απορριμμάτων. Μια δημοσιονομική και νομισματική κρίση έφτασε στο σημείο καμπής τον Οκτώβριο του 2019, όταν οι διαδηλώσεις ακινητοποίησαν ολόκληρη την χώρα. Έως τον Ιανουάριο του 2020, οι διαδηλώσεις είχαν γίνει βίαιες, με περισσότερους από 150 ανθρώπους να τραυματίζονται σε συγκρούσεις με την αστυνομία.
Στην συνέχεια ήρθε η COVID-19 τον Μάρτιο του 2020 και ένα lockdown τριών μηνών. Η οικονομία του Λιβάνου μπήκε σε περιδίνηση. Μέχρι τον Μάιο, περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού είχε πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας, σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό του προηγούμενου έτους, και μέχρι τον Ιούλιο, ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί πάνω από το 100% (ήταν κάτω από το 20% τον Μάρτιο). Η οικονομική κρίση επιδείνωσε το πολιτικό αδιέξοδο , καθώς οι πολιτικοί επέρριπταν την ευθύνη ο ένας στον άλλο, καθυστερώντας τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε το ΔΝΤ για μια διάσωση. Καθ’ όλη την διάρκεια της αναταραχής, το λιβανικό κράτος έχει υποχωρήσει επικίνδυνα: το έγκλημα έχει αυξηθεί, αλλά οι πραγματικοί μισθοί των δυνάμεων ασφαλείας έχουν μειωθεί και οι ανταγωνιστικές ένοπλες φατρίες έχουν εμπλακεί σε έναν αυξανόμενο αριθμό θανατηφόρων περιστατικών . Όπως είπε ένας αξιωματικός του στρατού στο [τηλεοπτικό δίκτυο] Al Arabiya τον Σεπτέμβριο, «όλος ο Λίβανος είναι οπλισμένος, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά γι’ αυτό».
Ο Λίβανος προσφέρει μια προειδοποιητική ιστορία για άλλες χώρες που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις ταραχές σε μια εποχή που δεν διαθέτουν οικονομική ευελιξία. Στην Λατινική Αμερική, ο αριθμός των θανάτων από COVID-19 υπερβαίνει τους 570.000 και οι οικονομικές συνέπειές της [πανδημίας] απειλούν να αναγκάσουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους να περιπέσουν σε φτώχεια. Η κοινωνική αναταραχή έχει εκδηλωθεί στην Γουατεμάλα , το Περού και αλλού ως απάντηση στην αποτυχία των κυβερνήσεων να προστατεύσουν τις ζωές και τα προς το ζην από την πανδημία. Όπου τα κράτη υπολείπονται, οι ένοπλες εγκληματικές ομάδες προσπαθούν να καλύψουν το κενό: αυτό συνέβη στην Κολομβία [47], το Ελ Σαλβαδόρ, την Γουατεμάλα, την Ονδούρα και το Μεξικό .
Οι οικονομικές επιπτώσεις της COVID-19 περιπλέκουν επίσης τις λεπτές πολιτικές μεταβάσεις. Στο Σουδάν, ο πληθωρισμός έφτασε τα επίπεδα ρεκόρ του 212% τον Σεπτέμβριο και το 230% τον Οκτώβριο, μειώνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και αναγκάζοντας την κυβέρνηση να μπει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης . Οι διαδηλωτές απαίτησαν δράση, κλείνοντας τους δρόμους καίγοντας ελαστικά τον Αύγουστο [52], τον Οκτώβριο και ξανά την προηγούμενη εβδομάδα . Στην Τυνησία, δέκα χρόνια αφότου μια λαϊκή εξέγερση για τις οικονομικές συνθήκες ανέτρεψε το παλιό καθεστώς, ένα κύμα βίαιων διαμαρτυριών για την αυξανόμενη φτώχεια και την ανεργία σάρωσε τουλάχιστον 15 πόλεις αυτόν τον μήνα, με αποτέλεσμα οι Αρχές να απαγορεύσουν περαιτέρω διαδηλώσεις [56]
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ
Η COVID-19 δεν ευθύνεται για την επισφαλή οικονομική ισορροπία σε πολλές χώρες που κινδυνεύουν από σύγκρουση, αλλά σχεδόν σίγουρα αυξάνει την πιθανότητα των συγκρούσεων. Ακριβώς όπως μια κρίση υγείας μπορεί να προκαλέσει οικονομική κατάρρευση, οι οικονομικές κρίσεις μπορούν να προκαλέσουν [57] πολιτική αστάθεια στις κοινωνίες που είναι λιγότερο ικανές να αντέξουν την καταιγίδα. Όμως, αυτό το επικείμενο πρόβλημα έχει προσελκύσει μέχρι τώρα πολύ λίγη προσοχή από τους διεθνείς δωρητές.
Επειδή οι πλούσιες χώρες υπέστησαν επίσης σοκ από την πανδημία, είναι κατανοητό ότι επικεντρώνονται στην δική τους ανάκαμψη. Κατά μέσο όρο, οι προηγμένες οικονομίες έχουν ξοδέψει σχεδόν το 20% [του ετήσιου ΑΕΠ τους για δημοσιονομική τόνωση, δέκα φορές πάνω από το 2% του ετήσιου ΑΕΠ που έχουν ξοδέψει οι χώρες χαμηλού εισοδήματος. Αλλά χωρίς πρόσθετους πόρους και υποστήριξη, οι μετασεισμοί της COVID-19 σε χώρες χαμηλού εισοδήματος θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη πιο σοβαροί. Η πανδημία έχει ωθήσει δεκάδες εκατομμύρια [ανθρώπους] στην φτώχεια, και οι κυβερνήσεις τους ενδέχεται σύντομα να αντιμετωπίσουν τα ολοένα και πιο επείγοντα αιτήματά τους, ακόμη και ενώ αγωνίζονται να καλύψουν τα κενά ασφαλείας προτού το πράξουν οι εγκληματικές και ένοπλες ομάδες.
Οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να προστατεύσουν τους ασθενείς και τους φτωχούς έως ότου φτάσουν τα εμβόλια και σταθεροποιηθούν οι οικονομίες. Οι οικονομολόγοι και οι ειδικοί στην δημόσια υγεία συμφωνούν ότι κάθε χώρα, ανεξάρτητα από τον πλούτο της, πρέπει να αποτρέψει την κατάρρευση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, να μεταβιβάσει μετρητά σε ευάλωτους πολίτες, και να κάνει διαγνωστικά τεστ σε αρκετά άτομα για COVID-19 ώστε να προσδιορίσει πότε και πού είναι δυνατό να ανοίξει εκ νέου. Όλα αυτά είναι ευκολότερο να λέγονται από όσο να γίνονται σε χώρες χαμηλού εισοδήματος με έλλειψη κεφαλαίων, με μεγάλο χρέος, και φοβούμενες για υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς τους. Οι τοπικοί ηγέτες μπορεί να είναι απρόθυμοι να αμφισβητήσουν τις διεθνείς και εγχώριες δυνάμεις που προωθούν την οικονομική λιτότητα. Αλλά αν η λιτότητα έβλαψε τις πλούσιες οικονομίες μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι απίθανο να βοηθήσει τώρα τις φτωχές.
Οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να βλέπουν μακριά και να ενεργήσουν με τόλμη για να χαρίσουν τα χρέη των φτωχών χωρών και να επεκτείνουν την επείγουσα οικονομική βοήθεια. Η διοίκηση του Μπάιντεν θα μπορούσε να ξεκινήσει με το να αντιστρέψει την έκκληση του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Steve Mnuchin , προς την Παγκόσμια Τράπεζα «να μην επιβαρύνει τους μετόχους με πρόωρες εκκλήσεις για νέα χρηματοδότηση». Ο Λευκός Οίκος πρέπει να καταστήσει σαφές ότι μια έκτακτη παγκόσμια κρίση απαιτεί μια έκτακτη απάντηση. Με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, μια τέτοια προσπάθεια δεν απαιτεί νέα χρήματα βοήθειας -οι χορηγοί της Παγκόσμιας Τράπεζας θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να αξιοποιήσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για να επεκτείνουν την δανειοδοτική ικανότητα, και να αναπληρώσουν ταχύτερα τα κεφάλαια για επιχορηγήσεις και δάνεια χαμηλού επιτοκίου προς τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Ομοίως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, θα μπορούσε γρήγορα να εγκρίνει νέα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 650 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο ΔΝΤ, γνωστά ως Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (special drawing rights, SDR) , και να υποστηρίξει την προτεινόμενη νομοθεσία για να επεκτείνει περαιτέρω αυτό το συνολικό ποσό. Με νέους πόρους και σαφή καθοδήγηση πολιτικής για τον μετριασμό των κινδύνων μιας σύγκρουσης, τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την προστασία των ζωών και των μέσων διαβίωσης των πιο ευάλωτων πληθυσμών του κόσμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη βρίσκονται ακόμη εν μέσω ενός χειμερινού κύματος COVID-19 και των δικών τους οικονομικών κρίσεων. Μπορεί να αισθάνονται ότι είναι ασύνετο ή πρόωρο να κατευθύνουν την προσοχή τους πέρα από τα σύνορά τους. Ωστόσο, παρόλο που η διανομή εμβολίων και η οικονομική τόνωση προσφέρουν στις προηγμένες οικονομίες μια πορεία προς την ανάκαμψη, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τις φτωχότερες χώρες, όπου ζουν πληθυσμοί που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο και όπου υπάρχει η πιθανότητα σύγκρουσης και πολέμου. Τα επόμενα χρόνια, πολλές Δυτικές προτεραιότητες -όπως η αλλαγή του κλίματος, η μετανάστευση, η τρομοκρατία και οι μολυσματικές ασθένειες- θα απαιτήσουν συνεργασία με τις χώρες που σήμερα απειλούνται περισσότερο από τη μακριά ουρά της COVID-19. Οι μετασεισμοί που ο κόσμος δεν αντιμετωπίζει σήμερα μπορεί να έχουν αποσταθεροποιητικές συνέπειες για τις επόμενες δεκαετίες.
Πηγή: The Sting in COVID-19’s Tail
https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-01-26/sting-covid-19s-tail