Πώς οι απελάσεις Αφγανών από το Ισλαμαμπάντ θα μπορούσαν να γυρίσουν μπούμερανγκ και τελικά να βοηθήσουν τους Ταλιμπάν
Το πακιστανικό κράτος είναι γνωστό ότι είναι αδιάφορο στις κυβερνητικές πρακτικές, αλλά τους τελευταίους μήνες έδρασε με εκπληκτικό ζήλο. Τον Οκτώβριο, η υποστηριζόμενη από τον στρατό υπηρεσιακή κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε ότι όλοι οι “παράνομοι ξένοι” -μια ελάχιστα συγκαλυμμένη αναφορά στα εκατομμύρια των Αφγανών προσφύγων που διαμένουν στο Πακιστάν- θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα έως την 1η Νοεμβρίου, διαφορετικά θα κινδύνευαν να συλληφθούν και να απελαθούν. Θεωρητικά, δεν θα επηρεαστούν όλοι οι Αφγανοί πρόσφυγες, τουλάχιστον προς το παρόν: ένα εκατομμύριο Αφγανοί έχουν ανανεώσιμες άδειες που τους επιτρέπουν να παραμείνουν στη χώρα, ενώ περίπου 800.000 έχουν τις λεγόμενες κάρτες Αφγανών πολιτών που τους παρέχουν το προσωρινό δικαίωμα παραμονής, αλλά όχι την πλήρη προστασία που δικαιούνται οι πρόσφυγες βάσει του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, εκτιμάται ότι 1,7 εκατομμύρια Αφγανοί στερούνται τα έγγραφα που απαιτούνται ακόμη και για την προσωρινή διαμονή. Η ομάδα αυτή, στην οποία περιλαμβάνονται πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι που εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν μετά την ανακατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021, βρίσκεται τώρα στο στόχαστρο των πακιστανικών αρχών.
Μετά την παρέλευση της προθεσμίας του Νοεμβρίου, οι τοπικές αρχές και η αστυνομία προχώρησαν στη λήψη δραστικών μέτρων σε πρωτοφανή κλίμακα σε ολόκληρη τη χώρα. Έχουν προπηλακίσει, κρατήσει παράνομα και κακοποιήσει Αφγανούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαθέτουν νόμιμα έγγραφα και έχουν κατασχέσει και καταστρέψει περιουσίες. Αυτή η ανελέητη εκστρατεία έχει αναγκάσει χιλιάδες Αφγανούς πρόσφυγες να περάσουν στην παρανομία. Κυνηγημένοι και φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, περίπου 450.000 Αφγανοί έχουν ήδη επιστρέψει στο Αφγανιστάν και στην αβέβαιη μοίρα που τους περιμένει στη χώρα από την οποία ήθελαν να ξεφύγουν.
Αυτή η καταστολή έχει πολύ λίγη σχέση με την παράνομη μετανάστευση ή τις πιέσεις που συνεπάγεται η φιλοξενία μεγάλου αριθμού προσφύγων. Αντίθετα, αντικατοπτρίζει μια αυξανόμενη διαμάχη μεταξύ του Ισλαμαμπάντ και του καθεστώτος στην Καμπούλ. Από το 2021, το Πακιστάν έχει υποστεί ένα κύμα επιθέσεων από τους Τεχρίκ-ε-Ταλιμπάν, γνωστούς και ως Πακιστανούς Ταλιμπάν ή TTP. Αυτή η ισλαμιστική οργάνωση μαχητών, η οποία διαφέρει από τους Αφγανούς Ταλιμπάν αλλά συνδέεται με αυτούς, πλήττει εδώ και πάνω από 15 χρόνια πακιστανικούς στόχους, χρησιμοποιώντας ασφαλή καταφύγια εντός του Αφγανιστάν, ιδίως από το 2021. Το Πακιστάν έχει προσπαθήσει μάταια να πείσει τους Αφγανούς Ταλιμπάν, πρώην συμμάχους του, να χαλιναγωγήσουν την TTP. Αλλά οι Ταλιμπάν δεν έχουν συνεργαστεί πλήρως, θέλοντας το Πακιστάν να διαπραγματευτεί με την TTP και να λάβει υπόψη του τα αιτήματα της οργάνωσης.
Στην πραγματικότητα, η τρομοκρατική απειλή που αντιμετωπίζει το Πακιστάν είναι μια απειλή που το ίδιο δημιούργησε – αποτέλεσμα της κακώς μελετημένης απόφασής του να υποστηρίξει τους Αφγανούς Ταλιμπάν, ακόμη και όταν οι δικές του δυνάμεις είχαν εμπλακεί σε μάχες με την πακιστανική εκδοχή των Ταλιμπάν. Tο Ισλαμαμπάντ προχωράει στην εκδίωξη Αφγανών για να βαθύνει την ανθρωπιστική κρίση στην άλλη πλευρά των συνόρων και να ασκήσει πίεση στην Καμπούλ. Αλλά αυτή η πολιτική μπορεί τελικά να λειτουργήσει εις βάρος της πακιστανικής κυβέρνησης, πετυχαίνοντας μόνο να προκαλέσει περαιτέρω χάος, ενώ παράλληλα θα μετατρέψει τους ανθρώπους σε πολιτικό ποδοσφαιράκι που θα πετάγεται πέρα από τα σύνορα.
Ψυχρό καλωσόρισμα
Πολλοί Αφγανοί κατέφυγαν στο Πακιστάν (και στο Ιράν) όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη χώρα τους το 1979 και αργότερα, τη δεκαετία του 1990, όταν οι Ταλιμπάν ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία. Το πιο πρόσφατο κύμα εκδηλώθηκε μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία το 2021. Αν και οι Αφγανοί πρόσφυγες ήταν αρχικά ευπρόσδεκτοι στο Πακιστάν, η στάση της κοινής γνώμης απέναντί τους έχει με την πάροδο του χρόνου αλλάξει, ιδίως σε αστικά κέντρα όπως το Καράτσι, η μεγαλύτερη μητρόπολη της χώρας, όπου η συγκέντρωσή τους προκαλεί αδικαιολόγητη οικονομική ανησυχία και φόβους πολιτισμικής επιρροής. Οι τεταμένες διμερείς σχέσεις, η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι Αφγανοί θα πρέπει να είναι αιώνια ευγνώμονες για τη γενναιοδωρία του Πακιστάν και τα στερεότυπα που καθιστούν τους πρόσφυγες απολίτιστους εγκληματίες, “τρομοκράτες”, “λαθρέμπορους” και “εμπόρους ναρκωτικών” πυροδοτούν την καχυποψία, την εχθρότητα και τις διακρίσεις απέναντί τους στην καθημερινή ζωή. Πολλοί από τους Αφγανούς που εκδιώχθηκαν από το Πακιστάν στα τέλη του 2023, δεν είχαν πάει οι ίδιοι ως πρόσφυγες ή μετανάστες. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα που έδωσε στις οικογένειές τους καταφύγιο από το χάος στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Οι πακιστανοί αξιωματούχοι υπερασπίστηκαν τις απελάσεις ως την συνήθη εφαρμογή των νόμων του Πακιστάν, χωρίς να διευκρινίσουν ποιο από τα νομοθετήματα της χώρας απαιτεί την αιφνίδια απέλαση περισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων και μεταναστών. Ανώτερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου δικαιολόγησαν τα μέτρα με αβάσιμους ισχυρισμούς ότι οι Αφγανοί εμπλέκονται στην τρομοκρατία εντός του Πακιστάν. Είναι δεδομένο ότι μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν το 2021, η χώρα είδε μια δραματική αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων από την TTP. Οι επίσημες πακιστανικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αύξηση κατά 60% των επιθέσεων αυτών από τον Αύγουστο του 2021, με αποτέλεσμα πάνω από 2.200 θύματα. Αλλά ελάχιστα στοιχεία συνδέουν τις εν λόγω επιθέσεις με τις προσφυγικές κοινότητες στο εσωτερικό της χώρας.
Αντιθέτως, και δυστυχώς γι’ αυτούς, οι Αφγανοί πρόσφυγες βρίσκονται ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις που μάχονται μεταξύ τους. Το Πακιστάν έχει κατηγορήσει το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ότι παρέχει καταφύγιο στην TTP, μια κατηγορία την οποία οι Ταλιμπάν αρνούνται σθεναρά, αν και ψευδώς. Εξοργισμένο από την αδράνεια της Καμπούλ και ανίκανο να ανακόψει τις επιθέσεις της TTP, το Πακιστάν βρήκε ένα πιόνι και έναν αποδιοπομπαίο τράγο για τις δικές του αποτυχίες στους υποτιθέμενους παράνομους Αφγανούς που διαμένουν εντός των συνόρων του. Ως εκ τούτου, τους απελαύνει. “Μετά τη μη συνεργασία της προσωρινής κυβέρνησης του Αφγανιστάν, το Πακιστάν αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και οι πρόσφατες ενέργειες του Πακιστάν δεν είναι ούτε απροσδόκητες ούτε εκπληκτικές”, δήλωσε ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός του Πακιστάν, Anwar ul-Haq Kakar, αναφερόμενος στην εκδίωξη των προσφύγων τον Νοέμβριο. Λίγες ημέρες αργότερα, ο ειδικός αντιπρόσωπος του Πακιστάν στο Αφγανιστάν, Asif Durrani, το προχώρησε περαιτέρω, θέτοντας τελεσίγραφο στην Καμπούλ σε συνέντευξή του: “Επιλέξτε το Πακιστάν ή την TTP”.
Το πακιστανικό κράτος έχει βαθιά ριζωμένη καχυποψία για τις εθνοτικές ομάδες που ζουν στις περιοχές που γειτνιάζουν με το Αφγανιστάν, ιδίως για τους Παστούν. Χωρισμένοι στα δύο από ένα σύνορο της αποικιοκρατικής εποχής, γνωστό ως Γραμμή Ντουράντ, οι Παστούν αποτελούν μια σημαντική μειονότητα στο Πακιστάν (πάνω από το 18% του συνολικού πληθυσμού), αλλά αποτελούν την πλειοψηφία στο Αφγανιστάν και κυβέρνησαν τη χώρα για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της. Αφού το Πακιστάν κέρδισε την ανεξαρτησία του το 1947, το Αφγανιστάν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα σύνορα και αντιτάχθηκε στην είσοδο του Πακιστάν στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή η αμφισβήτηση των συνόρων, σε συνδυασμό με τους φόβους του Ισλαμαμπάντ ότι η Καμπούλ υποστηρίζει εθνικιστικούς σκοπούς των Παστούν στο εσωτερικό του Πακιστάν, έχει υπονομεύσει επί μακρόν την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο χωρών. Κατά ειρωνικό τρόπο, ακόμη και οι Αφγανοί Ταλιμπάν -μια ομάδα που είχε ιστορικά ισχυρούς δεσμούς με το στρατιωτικό κατεστημένο του Πακιστάν- δεν αναγνωρίζουν τα σύνορα. Μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν το 2001, οι χαλαρά διοικούμενες περιοχές στην πακιστανική πλευρά των συνόρων έγιναν ασφαλές καταφύγιο για τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα. Οι εύκολα προσπελάσιμες συνοριακές περιοχές παραμένουν σημείο ανάφλεξης πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα.
Πικρή συγκομιδή
Όταν οι Ταλιμπάν εισέβαλαν στην Καμπούλ το 2021, οι Πακιστανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες γιόρτασαν την επιστροφή στην εξουσία του μακροχρόνιου συμμάχου τους. Μια κυβέρνηση Ταλιμπάν αντιπροσώπευε νίκη για την πολιτική του Πακιστάν να δημιουργήσει “στρατηγικό βάθος” στο Αφγανιστάν, αρνούμενη στον αντίπαλό του, την Ινδία, να αποκτήσει ερείσματα στη χώρα. Αλλά ο πανηγυρισμός στο Ισλαμαμπάντ ήταν βραχύβιος. Ο θρίαμβος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ενέπνευσε και αναζωογόνησε την TTP, μια οργάνωση μαχητών που ιδρύθηκε το 2007 με την υπόσχεση να ανατρέψει το υποτιθέμενο “άπιστο” κράτος του Πακιστάν.
Το 2009 ξεκίνησε μια διαρκή τρομοκρατική εκστρατεία που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς μεταξύ των πολιτών και του προσωπικού ασφαλείας. Πέντε χρόνια αργότερα, μια φρικτή επίθεση σε σχολείο του στρατού στην Πεσαβάρ στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 130 ανθρώπους, κυρίως παιδιά. Εξοργισμένη, η πακιστανική κοινή γνώμη υποστήριξε την αντεπίθεση του στρατού κατά της TTP.Η εκστρατεία αυτή κατάφερε να διαλύσει τη βάση επιχειρήσεων της οργάνωσης στο Πακιστάν και να οδηγήσει πολλούς από τους ηγέτες της ομάδας στο Αφγανιστάν. Αλλά το 2021, οι νικητές Αφγανοί Ταλιμπάν απελευθέρωσαν χιλιάδες μαχητές της TTP, συμπεριλαμβανομένων ανώτερων διοικητών, που είχαν φυλακιστεί από την προηγούμενη αφγανική κυβέρνηση. Από τότε η TTP ανασυντάχθηκε και τώρα διαθέτει ένα στελεχιακό δυναμικό 7.000 έως 10.000 έμπειρων μαχητών.
Η τρομοκρατική απειλή που αντιμετωπίζει το Πακιστάν είναι μια απειλή την οποία το ίδιο δημιούργησε.
Υπό την ηγεσία του Μουφτή Noor Wali Mehsud, η οργάνωση αποφεύγει πλέον γενικά να στοχοποιεί αδιακρίτως αμάχους για να αποφύγει ευρύτερες αντιδράσεις. Έχει επίσης εγκαταλείψει τον μεγαλεπήβολο στόχο της να ανατρέψει το πακιστανικό κράτος και αντ’ αυτού επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός ισλαμικού εμιράτου κατά μήκος των συνόρων με το Αφγανιστάν. Ένα από τα κύρια αιτήματα της TTP είναι να αποκαταστήσει το Πακιστάν το ειδικό αυτόνομο καθεστώς που παρείχε στην περιοχή αυτή μέχρι την απορρόφησή της στην επαρχία Khyber Pakhtunkhwa το 2018. Η κίνηση αυτή θα επέτρεπε στην οργάνωση να εγκαθιδρύσει μια τοπική εκδοχή της σαρίας.
Η αναζωπύρωση της οργάνωσης προκάλεσε σύγχυση στους αξιωματούχους του πακιστανικού στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι την είχαν επί μακρόν απορρίψει ως πληρεξούσιο των εχθρικών γειτόνων (κυρίως του Αφγανιστάν και της Ινδίας) και είχαν προεξοφλήσει τους δεσμούς της με τους Αφγανούς Ταλιμπάν. Αν και οι δύο αυτές ομάδες έχουν ξεχωριστές δομές διοίκησης και οργάνωσης, συνδέονται με την ιδεολογία του Ντεομπάντι, τις κοινές τζιχαντιστικές φιλοδοξίες και την ιστορία. Οι μαχητές της TTP βοήθησαν την εξέγερση των Αφγανών Ταλιμπάν εναντίον των δυνάμεων του συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της πρώην αφγανικής κυβέρνησης. Έχοντας κατά νου αυτούς τους δεσμούς, οι Αφγανοί Ταλιμπάν δεν υποχώρησαν σε συνεχείς πιέσεις από τις πακιστανικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών επιδρομών σε ύποπτα κρησφύγετα της TTP στις επαρχίες Χοστ και Κουνάρ του Αφγανιστάν τον Απρίλιο του 2022, οι οποίες προκάλεσαν τον θάνατο 40 αμάχων και προκάλεσαν την έντονη επίπληξη της Καμπούλ. Από την πλευρά τους, οι Πακιστανοί αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι έχουν μοιραστεί με την Καμπούλ αξιοποιήσιμες πληροφορίες σχετικά με τις βάσεις και τα κρησφύγετα της TTP στο εσωτερικό του Αφγανιστάν και αναμένουν ότι το καθεστώς των Ταλιμπάν θα κινηθεί εναντίον των μαχητών.
Αν και το Πακιστάν έχει λόγους να είναι εξοργισμένο με τους Αφγανούς Ταλιμπάν συμμάχους του, το τρομοκρατικό πρόβλημα της χώρας είναι το άμεσο αποτέλεσμα της απόφασης του στρατού του να κάνει διάκριση μεταξύ των “καλών” Αφγανών Ταλιμπάν και των “κακών” Πακιστανών Ταλιμπάν, παραβλέποντας τις άρρηκτες σχέσεις τους. Η πολιτική αυτή στόχευε να εξασφαλίσει στρατηγικό βάθος στον δυτικό γείτονα του Πακιστάν, αλλά αποδεδειγμένα απέτυχε. Η πρόσβαση της TTP σε ασφαλή καταφύγια στο Αφγανιστάν δένει τα χέρια του στρατού, όπως και η οξεία οικονομική κρίση του Πακιστάν, η έλλειψη της ίδιας δημόσιας υποστήριξης που συνέβαλε στη νομιμοποίηση της επίθεσης του 2014 κατά της TTP και η απουσία της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης που απολάμβανε το Πακιστάν τα χρόνια που ακολούθησαν την αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν.
Μικρό πλεονέκτημα
Η διαμάχη Αφγανιστάν και Πακιστάν -και οι επαναπροωθήσεις που θα προκύψουν- θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Η μαζική επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων θα επιδεινώσει την ήδη άσχημη ανθρωπιστική κατάσταση. Η οικονομία του Αφγανιστάν παραπαίει εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων και μιας σοβαρής πολυετούς ξηρασίας. Το σύστημα υγείας και άλλες βασικές υπηρεσίες έχουν καταρρεύσει και περισσότεροι από τους μισούς Αφγανούς ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας εν μέσω οξείας επισιτιστικής ανασφάλειας. Πολλοί από τους απελαθέντες θα μπορούσαν επίσης να υποστούν σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους από το καθεστώς των Ταλιμπάν, συμπεριλαμβανομένων της αυθαίρετης σύλληψης, της κράτησης και των βασανιστηρίων. Οι γυναίκες και τα κορίτσια του Αφγανιστάν αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο μέλλον, δεδομένου ότι οι Ταλιμπάν έχουν απαγορεύσει την εκπαίδευση των γυναικών πέραν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Αυτή η κατασκευασμένη κρίση έχει αναμφίβολα εκνευρίσει τους Αφγανούς Ταλιμπάν. Η ομάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αποξενωθεί πλήρως από το Πακιστάν, το οποίο παρέχει την κύρια οδό διέλευσης της περίκλειστης χώρας, χρησιμεύει ως η μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών της και έχει λειτουργήσει ως ο κύριος διπλωματικός απεσταλμένος της στον κόσμο. Πιθανώς υπό την πίεση του Πακιστάν, οι Ταλιμπάν φιλοξένησαν αρκετούς γύρους συνομιλιών μεταξύ της πακιστανικής κυβέρνησης και της TTP στην Καμπούλ κατά τη διάρκεια των ετών 2021 και 2022. Οι συνομιλίες αυτές αν και οδήγησαν σε μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, τελικά απέβησαν άκαρπες. Το καθεστώς των Ταλιμπάν έχει επίσης μετεγκαταστήσει ορισμένους μαχητές της TTP μακριά από τα πακιστανικά σύνορα και συνέλαβε εκείνους που συμμετείχαν σε επίθεση εναντίον πακιστανικού συνοριακού φυλακίου το Σεπτέμβριο.
Αλλά οι Αφγανοί Ταλιμπάν δεν είναι πλέον μια αντάρτικη ομάδα που εξαρτάται από τα πακιστανικά ασφαλή καταφύγια και την καλή θέληση του Ισλαμαμπάντ. Για να μειώσουν την οικονομική επιρροή του Ισλαμαμπάντ, οι ηγέτες των Ταλιμπάν προσεγγίζουν το Ιράν για εμπορικές και επενδυτικές ευκαιρίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στο πιο αποδοτικό ιρανικό λιμάνι Chabahar. Έχουν τώρα μεγαλύτερη επιρροή επί των πρώην εταίρων τους και έτσι μπορούν να εναλλάσσονται μεταξύ εξευμενισμού και οργής -ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν την τιμωρία. Η Καμπούλ επιμένει ότι δεν ευθύνεται για τη βία της TTP και έχει κατηγορήσει το Ισλαμαμπάντ ότι προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από τον ανεπαρκή χειρισμό του Πακιστάν όσον αφορά τα δικά του προβλήματα εσωτερικής ασφάλειας. Ο εκτελών χρέη υπουργού Άμυνας των Ταλιμπάν Mohammad Yaqoob Mujahid προειδοποίησε ότι “το Πακιστάν θα πρέπει να ζυγίζει τις συνέπειες όλων όσων κάνει και να σπέρνει όσα μπορεί να θερίσει”.
Το Πακιστάν φαίνεται απίθανο να αντιστρέψει την πολιτική απέλασης εκτός εάν το καθεστώς των Ταλιμπάν μπορεί να ανταποκριθεί αξιόπιστα στα αιτήματά του, κυρίως αρνούμενο το άσυλο στην TTP. Αλλά οι Αφγανοί Ταλιμπάν δεν βιάζονται να αποξενώσουν τους συμπολεμιστές τους για να εξευμενίσουν το Ισλαμαμπάντ. Το Πακιστάν ενέπλεξε αδίστακτα τους Αφγανούς πρόσφυγες σε μια διπλωματική διαμάχη χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τα δεινά ή την ασφάλειά τους. Η πολιτική αυτή μπορεί ακόμη να έχει την ανεπιθύμητη συνέπεια να φέρει πιο κοντά τους δύο συμμάχους των Ταλιμπάν και, ακόμη χειρότερα, να δώσει κίνητρο στους Αφγανούς Ταλιμπάν να ενθαρρύνουν ενεργά τη βία της TTP. Το Πακιστάν μπορεί να περιορίσει ασφυκτικά το διαμετακομιστικό εμπόριο του Αφγανιστάν και να χτυπήσει πέρα από τα σύνορα. Αλλά τέτοιες ενέργειες θα τροφοδοτήσουν μόνο τις εντάσεις και πιθανότατα θα αποτύχουν να πείσουν τους Ταλιμπάν να εγκαταλείψουν πλήρως την TTP. Δεν φαίνεται να υπάρχει ορατή λύση σε μια κρίση που έχει ξεριζώσει τόσους πολλούς πρόσφυγες για άλλη μια φορά.
Πηγή : Foreign Affairs