H Γερμανία και η Ιαπωνία αλλάζουν – και το ίδιο κάνει η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων
Η μεταπολεμική διεθνής τάξη πραγμάτων περιγράφεται συχνά ως προϊόν της αμερικανικής ισχύος. Μαζί με τους συμμάχους τους, οι νικήτριες Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν τη θέλησή τους στον υπόλοιπο κόσμο, δημιουργώντας θεσμούς και κανόνες που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους και διασφάλιζαν την πρωτοκαθεδρία τους. Αλλά σε έναν συχνά υποτιμημένο βαθμό, ετούτη η τάξη είναι επίσης προϊόν της τεχνητής αδυναμίας της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Για τρία τέταρτα του αιώνα, από το 1945 και μετά, αμφότερες οι χώρες απέφυγαν συνειδητά το στάτους της υπερδύναμης και ακολούθησαν ειρηνιστικές προσεγγίσεις στην εξωτερική πολιτική. Στο επίκεντρο της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, με άλλα λόγια, βρίσκεται το πρωτόγνωρο στάτους της τρίτης και της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Μολονότι ετούτη η τάξη πραγμάτων έχει καταλήξει να φαίνεται φυσική σε πολλούς στην Δύση, βασίζεται σε μια αναμφισβήτητα αφύσικη συνθήκη: τον καταναγκαστικό κατευνασμό δύο χωρών που —λόγω της γεωγραφίας, της δημογραφίας και της ιστορίας— είχαν γίνει όπως αναμενόταν περιφερειακοί ηγεμόνες στην προπολεμική σύγχρονη εποχή.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία —και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας — απειλεί να ανατρέψει αυτό το status quo και μαζί του την Pax Americana, η οποία έχει διατηρηθεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως απάντηση στην επιθετικότητα της Μόσχας, η Γερμανία έχει αναπροσανατολίσει θεμελιωδώς την εξωτερική της πολιτική, δεσμευόμενη να αυξήσει ριζικά τις αμυντικές δαπάνες της και ακολουθώντας μια φιλοπόλεμη γραμμή στην Ουκρανία. Και η Ιαπωνία, ούσα επιφυλακτική όσον αφορά την αναζήτηση της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία, φαίνεται πιο κοντά από ποτέ σε έναν παρόμοιο μετασχηματισμό.
Βραχυπρόθεσμα, αυτές οι μετατοπίσεις ίσως επισπεύσουν μια εδραίωση ή ακόμα και μια αναβίωση της Δύσης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αυξήσει την εξάρτηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει οδηγήσει σε επίπεδα συνεργασίας που δεν είχαν παρατηρηθεί από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά. Αλλά εάν η Γερμανία παραμείνει στη νέα της οδό και η Ιαπωνία εκκινήσει για μια παρόμοια [οδό], θα μπορούσε να συμβεί κάτι που θα μοιάζει με το αντίθετο, καθώς αμφότερες οι χώρες θα εξαρτώνται λιγότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα συνδέονται στενότερα με τους γείτονές τους. Μια τέτοια μετατόπιση θα άλλαζε βαθέως όχι μόνο την τάξη ασφαλείας στην Ευρώπη και στην Ασία, αλλά και την δυναμική του Δυτικού κόσμου — ακριβώς τη στιγμή, μάλιστα, που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος περνά από τη μνήμη στην ιστορία. Από τη μια πλευρά, η Pax Americana θα δώσει την θέση της σε πιο συνεργατικές τάξεις περιφερειακής ασφαλείας. Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεφεύρουν τις συμμαχίες τους, αντιμετωπίζοντας τους συμμάχους ως πραγματικούς μετόχους και όχι ως νηπιακού επιπέδου κατώτερους εταίρους. Βραχυπρόθεσμα, η μετάβαση θα μπορούσε να είναι επίπονη και δύσκολη για την Ουάσιγκτον. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτές οι αλλαγές θα είναι υγιείς για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, ακόμη και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΤΟ ZEITENWENDE
Τέσσερις ημέρες αφότου η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία, ο συνήθως επιφυλακτικός Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς εκφώνησε μια επαναστατική ομιλία ανακοινώνοντας ένα zeitenwende —ή «σημείο καμπής», σε κατά προσέγγιση μετάφραση — της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Τόσο βαθιές είναι οι μετατοπίσεις που παρέθεσε, ώστε θα μπορούσαν να αλλάξουν την ίδια την ταυτότητα της χώρας. Το Βερολίνο αποφάσισε να προμηθεύσει όπλα στην Ουκρανία, μετά από δεκαετίες αντίστασης στους εμπόλεμους σε οποιαδήποτε ζώνη σύγκρουσης, να ιδρύσει ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για να αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις του, μετά από χρόνια καθυστερήσεων όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες, και να τερματίσει την ενεργειακή εξάρτηση του από την Ρωσία, ύστερα από χρόνια προσπαθειών να μεταμορφώσει την Ρωσία μέσω των οικονομικών δεσμών. Η ανακοίνωση αυτών των θεμελιωδών αλλαγών έχει πυροδοτήσει μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με το τι θα σημάνει το zeitenwende, όχι μόνο για τις διαφορετικές πτυχές της γερμανικής πολιτικής αλλά και για τον ευρύτερο ρόλο της χώρας στον κόσμο. Κάποιοι αναλυτές το θεωρούν ως ότι η Γερμανία ξυπνά καθυστερημένα [για να αναλάβει] τις ευθύνες της μετά από δεκαετίες γεωπολιτικού παρασιτισμού, αλλά πολλοί άλλοι έχουν επικρίνει τον αργό ρυθμό των αλλαγών και φοβούνται ότι η νέα πολιτική θα είναι κατώτερη των προσδοκιών.
Η συζήτηση για το zeitenwende στη Γερμανία είχε έντονο αντίκτυπο στην Ιαπωνία, όπου οι αξιωματούχοι της άμυνας και της ασφάλειας αποδέχονται [την ιδέα] μιας πιο διεκδικητικής Κίνας. Η αντιμετώπιση μιας ανερχόμενης δύναμης, σε αντίθεση με μια παρακμάζουσα δύναμη όπως η Ρωσία, βάζει την Ιαπωνία σε μια πιο περίπλοκη κατάσταση από αυτή στην οποία βρίσκεται η Γερμανία – και μακροπρόθεσμα σε μια αναμφισβήτητα πιο επισφαλή κατάσταση. Το 2005, η Ιαπωνία και η Κίνα είχαν σχεδόν πανομοιότυπους αμυντικούς προϋπολογισμούς. Πλέον, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας είναι πέντε φορές μεγαλύτερος από αυτόν της Ιαπωνίας, και προβλέπεται ότι θα είναι εννέα φορές μεγαλύτερος μέχρι το 2030. (Συγκριτικά, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας ήταν μόνο 18% μεγαλύτερος από αυτόν της Γερμανίας, προτού το Βερολίνο ανακοινώσει το zeitenwende του.)
Προκειμένου να διατηρήσει μια εικόνα ισορροπίας στην περιοχή, η Ιαπωνία έχει επιδιώξει μια στρατηγική τριών αξόνων. Πρώτον, έχει αυξήσει σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες της τα τελευταία χρόνια, από 45,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017 σε 54,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Liberal Democratic Party, LDP) της Ιαπωνίας έχει υποστηρίξει ότι η χώρα θα πρέπει να στοχεύει να δαπανά το 2% του ΑΕΠ της στην άμυνα, κάτι το οποίο θα σήμαινε τον διπλασιασμό του τρέχοντος προϋπολογισμού της. Δεύτερον, η Ιαπωνία έχει επιδιώξει να εμβαθύνει την συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το LDP έχει ξεκινήσει εσωτερικές συζητήσεις για την πυρηνική αποτροπή, συμπεριλαμβανομένου του αμφιλεγόμενου ζητήματος μιας δυνητικής συμφωνίας πυρηνικού διαμοιρασμού με την Ουάσιγκτον, η οποία θα υποχρέωνε το Τόκιο να λάβει μέρος σε διαβουλεύσεις για τα πυρηνικά όπλα και την χρήση τους ως μέρος μιας κοινής δομής λήψης αποφάσεων. Και η Ιαπωνία αναδημιουργεί επίσης τις σχέσεις ασφαλείας της με άλλους εταίρους στην περιοχή, ιδιαίτερα την Αυστραλία, την Ινδία, τις Φιλιππίνες, την Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ. Το Τόκιο ενσωματώνει τώρα αυτές τις αλλαγές σε μια νέα στρατηγική εθνικής ασφαλείας που θα δημοσιευθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Αυτή η αναδυόμενη στρατηγική αντανακλάται στην απάντηση της Ιαπωνίας στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία διαφέρει αισθητά από την απάντησή της στην προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014. Τότε, η Ιαπωνία επιδίωξε να διατηρήσει σταθερές σχέσεις με τη Μόσχα, εν μέρει για να αντισταθμίσει το Πεκίνο και εν μέρει— όπως η Γερμανία— για να προμηθεύεται φθηνή ενέργεια από την Ρωσία. Αυτή την φορά, η Ιαπωνία έχει βρεθεί στα πρόθυρα της αναστολής της διμερούς σχέσης της με την Ρωσία, έχει συμπράξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ευρωπαϊκές χώρες στην επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας και έχει παράσχει οικονομική καθώς και μη φονική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Το έχει πράξει, εν μέρει για να ενδυναμώσει τους δεσμούς της με την Ουάσιγκτον και εν μέρει διότι φοβάται ότι η Κίνα ίσως έμπαινε στον πειρασμό να αναλάβει μια παρόμοια επίθεση στην Ταϊβάν. Η Ιαπωνία θέλει να επιβάλει υψηλό κόστος στην Ρωσία, ώστε η Κίνα να λάβει το μήνυμα: εισβάλετε στην Ταϊβάν και θα κατατροπωθείτε από τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις.
«ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ»;
Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν πολλές εθνικές συζητήσεις σχετικά με το αν θα γίνουν «κανονικές δυνάμεις» και σταδιακά έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Αμφότερες οι χώρες είναι πλέον πιο ενεργές στρατιωτικά από όσο ήταν εδώ και δεκαετίες, αλλά εξακολουθούν να μην δρουν αναλόγως του οικονομικού μεγέθους τους. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική εποχή, τόσο η Γερμανία όσο και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν αναπόφευκτες απειλές. Αφότου επανενώθηκε η Γερμανία, το 1990, ο Γερμανός καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ, αρέσκετο να λέει ότι η χώρα «περιβαλλόταν μόνο από φίλους και εταίρους». Πλέον, φαίνεται να υπάρχει κοινωνική συναίνεση στην Γερμανία ότι αυτό έχει αλλάξει: ακόμη και πριν από την έναρξη της εισβολής της Μόσχας, περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς ερωτηθέντες σε δημοσκόπηση του Ιανουαρίου 2022 ισχυρίστηκαν ότι η στάση της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελούσε μεγάλη στρατιωτική απειλή για την χώρα τους . Και πολλοί Ιάπωνες φοβούνται ότι ένας πόλεμος για την Ταϊβάν μπορεί να ακολουθήσει. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ιαπωνικού κοινού ανησυχεί ότι ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επηρεάσει το πώς η Κίνα αντιμετωπίζει τις εδαφικές της διαφορές. Και όπως μου είπε ο Narushige Michishita, αντιπρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτικής (National Graduate Institute for Policy Studies) του Τόκιο, «εάν γίνει πόλεμος στο Στενό της Ταϊβάν, η Ιαπωνία θα εμπλέκετο σχεδόν αυτόματα, καθώς η Ιαπωνία φιλοξενεί τις βάσεις των ΗΠΑ και η Κίνα θα τους επιτίθετο».
Επίσης, μάντης μιας πιο μυώδους στάσης ασφαλείας είναι η αλλαγή των γενεών: η γερμανική και η ιαπωνική ενοχή εκλείπει μαζί με τους τελευταίους επιζώντες αυτουργούς και θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έχει υποστηρίξει ο ιστορικός Andreas Wirsching, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την ρήξη της Γερμανίας από το ναζιστικό παρελθόν της (με τρόπους που θεωρεί ανησυχητικούς). Έχοντας πάρει θέση εναντίον της Μόσχας, το Βερολίνο βρίσκεται τελικά «στην σωστή πλευρά της ιστορίας». Και με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, στο Κρεμλίνο, υπάρχει ένας άλλος κακός στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ο οποίος κατηγορείται για γενοκτονία και ότι επιδιώκει έναν πόλεμο εξόντωσης. Εν τω μεταξύ, στην Ιαπωνία, ο φόβος για την ανερχόμενη δύναμη της Κίνας επισκιάζει τη μνήμη των παρελθόντων εγκλημάτων της χώρας, τόσο μεταξύ του ιαπωνικού κοινού όσο και μεταξύ πολλών ασιατικών πρωτευουσών.
Τέλος, η Γερμανία και η Ιαπωνία ίσως να μην αισθάνονται πλέον ότι μπορούν να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 56% των Γερμανών ερωτηθέντων πιστεύουν ότι σε δέκα χρόνια, η Κίνα θα είναι ισχυρότερη δύναμη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 53% είπαν ότι δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους Αμερικανούς αφότου εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρο, το 2016, και το 60% είπαν ότι η Γερμανία δεν μπορεί πάντα να υπολογίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να την υπερασπιστούν και έτσι πρέπει να επενδύσει στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτοί οι φόβοι είναι κοινοί ακόμη και μεταξύ των πιο ατλαντιστικών τμημάτων της ελίτ. Όπως μου είπε ο Wolfgang Ischinger, πρώην Γερμανός πρέσβυς στις Ηνωμένες Πολιτείες, «οι Γερμανοί είναι τυχεροί που έχουν τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, αλλά η Γερμανία πρέπει να έχει ένα σχέδιο Β, σε περίπτωση που υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην αμερικανική πολιτική». Ο ίδιος πιστεύει ότι η Γερμανία θα πρέπει να διερευνήσει την πιθανότητα μιας πυρηνικής εγγύησης από την Γαλλία, κάτι που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Οι αμφιβολίες για την αμερικανική ισχύ και την αξιοπιστία διατυπώνονται λιγότερο ανοιχτά στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του Απριλίου, ωστόσο, σχεδόν τα δύο τρίτα των Ιαπώνων υποστηρίζουν την ενδυνάμωση των αμυντικών ικανοτήτων της Ιαπωνίας και η πλειοψηφία συμφωνεί με την πρόταση του LDP για δαπάνη του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Ο Ken Jimbo, εμπειρογνώμονας σε θέματα ασφάλειας στο Keio University, εξήγησε ότι μετά την αναταραχή των ετών του Τραμπ, πολλοί Ιάπωνες στρατηγιστές πιστεύουν ότι η χώρα πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην δική της άμυνα και «να διαφοροποιηθεί, πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Οι ίδιοι παρακολουθούσαν με ανησυχία, καθώς η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να επέμβει απευθείας στην Ουκρανία, αφότου υπογράμμισε την διαφορά μεταξύ ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ και ενός συμμάχου εκτός ΝΑΤΟ και προειδοποίησε για τους κινδύνους από την αντιμετώπιση μιας πυρηνικής Ρωσίας. «Το ερώτημα», σύμφωνα με τον Jimbo, «είναι πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν ενώπιον των κινεζικών πυρηνικών απειλών».
ΚΟΙΝΑ ΒΑΡΗ
Μέχρι στιγμής, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εστιάσει περισσότερο στο πόσο πολύ η Γερμανία και η Ιαπωνία χρειάζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι απαντήσεις αμφότερων των χωρών υποδηλώνουν βραχυπρόθεσμα μια αναβίωση —ακόμα και μια επέκταση— των παραδοσιακών συμμαχιών τους με την Ουάσιγκτον. Το Τόκιο όχι μόνο έχει ταχθεί στο πλευρό της Δύσης και έχει συμπράξει στο καθεστώς των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά το Βερολίνο έχει δεσμευτεί εκ νέου στο ΝΑΤΟ, έχει σηματοδοτήσει ότι σχεδιάζει να αγοράσει αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 και έχει αποφασίσει να κατασκευάσει τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου που θα του επιτρέψουν να αγοράζει αμερικανικό αντί για ρωσικό αέριο. Οι ατλαντιστές της Γερμανίας ελπίζουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα δεσμεύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη και θα επαναδημιουργήσει το μοντέλο του Ψυχρού Πολέμου στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ηγούνται και η Ευρώπη θα συνεισφέρει μόνο όσο είναι απαραίτητο. Αλλά οι μετατοπίσεις των αμυντικών πολιτικών της Γερμανίας και της Ιαπωνίας θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να δημιουργήσουν μια πολύ διαφορετική ρύθμιση, αλλάζοντας την περιφερειακή τάξη στην Ευρώπη και στην Ασία και μεταμορφώνοντας τις συμμαχίες αμφότερων των χωρών με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μεγαλύτερη διεκδικητικότητα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας είναι πιθανό να συμβαδίσει με την περιχαράκωση των ΗΠΑ (και τη συρρίκνωση της σχετικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Ουάσιγκτον) σε μακροπρόθεσμη βάση, μια τάση που είναι απίθανο να αλλάξει με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποχρεωθούν να επικεντρώσουν τους περιορισμένους πόρους τους στις προκλήσεις που θέτει η Κίνα. Αναλυτές όπως ο Robert Kagan έχουν υποστηρίξει ότι η Pax Americana θα μπορούσε να δώσει την θέση της στο παγκόσμιο χάος. Αυτό είναι σίγουρα δυνατό. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει συμβεί σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν περισσότερο εμπλεκόμενες τις τελευταίες δύο δεκαετίες και όπου τώρα υποχωρούν με τον πλέον δραματικό τρόπο. Ο Julien Barnes-Dacey και ο Hugh Lovatt του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (European Council on Foreign Relations) έχουν περιγράψει το πώς υπήρξε μια αρχική απότομη αύξηση στον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας και σε στρατιωτικές συγκρούσεις που προσέλκυσαν εξωτερικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία. Στην συνέχεια, όμως, πολλές από αυτές τις συγκρούσεις επιβραδύνθηκαν, και ξεκίνησαν πιο τοπικά ωθούμενες διαδικασίες αναδιάταξης, με παράδειγμα την διάσκεψη της Βαγδάτης, τον Αύγουστο του 2021, που έφερε τους βασικούς περιφερειακούς δρώντες σε μεταξύ τους διάλογο.
Στην Ευρώπη, η περιχαράκωση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποφέρει μεγαλύτερη κυριαρχία, μόλις οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιήσουν επιτέλους ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα σταματήσει τη μακροπρόθεσμη στροφή της Ουάσιγκτον προς την Ασία. Ένας λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι έχουν αποτύχει να αναπτύξουν μια κοινή εξωτερική πολιτική είναι η μεταξύ τους έλλειψη εμπιστοσύνης. Αλλά η επιθετικότητα της Μόσχας έχει φέρει κοντά τους Ευρωπαίους, πείθοντας χώρες που προηγουμένως ευνοούσαν την δέσμευση με την Ρωσία, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, να ενστερνιστούν μια πολιτική ανάσχεσης. Εάν αυτή η σύγκλιση διατηρηθεί, θα μπορούσε κάποιος να δει μια πραγματική ευρωπαϊκή στρατηγική ευθυγράμμιση, [που θα είναι] τελικά υποστηριζόμενη από μια ευρωπαϊκή βιομηχανία εξοπλισμών και πιθανώς ακόμη και από μια περισσότερο κοινή ευρωπαϊκή πυρηνική αποτρεπτική δύναμη (ή τουλάχιστον από μια προθυμία της Γαλλίας να μοιραστεί την αποτρεπτική της δύναμη). Μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη θα μπορούσε να σφυρηλατήσει ένα κοινό πλαίσιο για να διαχειριστεί τις σχέσεις με άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, μεταξύ άλλων, μέσω της αποτροπής, της επιλεκτικής αποσύνδεσης ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι εντάσεις και κάποιας μορφής διαλόγου για την αποτροπή της κλιμάκωσης. Αντί να συνεχίσει να διευρύνει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη θα μπορούσε να επιλέξει μικρότερες, πιο ευέλικτες πολυμερείς διευθετήσεις που θα περιλαμβάνουν κάποιους από τους πιο σημαντικούς παίκτες, παρομοίως με την Quad στην Ασία. Εν ολίγοις, η ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων ίσως γίνει πιο ασιατική.
Την ίδια στιγμή, η Ασία είναι πιθανό να γίνει πιο ευρωπαϊκή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν τη μετατόπισή της εστίασης τους στον Ινδο-Ειρηνικό, αλλά το οικονομικό και στρατιωτικό τους βάρος θα συρρικνωθεί συγκριτικά με αυτό της Κίνας. Ως αποτέλεσμα, το Τόκιο και άλλες περιφερειακές δυνάμεις πιθανότατα θα ενδυναμώσουν τους δεσμούς τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα συνεχίσουν να διαφοροποιούνται, πέρα από τις παραδοσιακές τους συμμαχίες με την Ουάσιγκτον. Όπως το έθεσε ο Michishita: «αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να προσκαλέσουμε περισσότερους φίλους στη συμμαχία Ιαπωνίας-ΗΠΑ». Ήδη αναδύεται μια νέα ασιατική τάξη πραγμάτων που περιλαμβάνει δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες και στενότερη συνεργασία μεταξύ δυνάμεων όπως η Αυστραλία, η Ινδία, η Ιαπωνία, οι Φιλιππίνες, η Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ. Ο Jimbo λέει ότι οι ασιατικές χώρες δεν θα σχηματίσουν μια συμμαχία παρόμοια με το ΝΑΤΟ, αλλά μάλλον θα αυξήσουν την συνεργασία σε τομείς όπως οι πληροφορίες, η ασφάλεια των θαλασσών και η επιβολή του νόμου. Στις συναλλαγές και στο εμπόριο, ένα ορισμένο επίπεδο περιφερειακής ολοκλήρωσης έχει ήδη προκύψει χωρίς την συμμετοχή της Ουάσιγκτον, μέσω της Συνολικής και Προοδευτικής Συμφωνίας για την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership) – η οποία διαμορφώθηκε αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες απομακρύνθηκαν από τον προκάτοχό της – και της Περιφερειακής Συνολικής Οικονομικής Συνεργασίας (Regional Comprehensive Economic Partnership).
Όσον αφορά την ασφάλεια, θα μπορούσε να αναδυθεί ένας πιο ισορροπημένος καταμερισμός εργασίας. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αναλάβουν πιο άμεση ευθύνη για την ασφάλεια στην ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Στην Ασία, οι περιφερειακές δυνάμεις θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στις δικές τους ικανότητες να εξισορροπήσουν την κινεζική επιρροή στην περιοχή. Ο Elbridge Colby, ο οποίος υπηρέτησε ως αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Τραμπ, το έθεσε ως εξής σε μια συνέντευξη στο [περιοδικό] Nikkei Asia: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται 5.000 μίλια μακριά από την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, επομένως χρειαζόμαστε από την Ιαπωνία να κάνει περισσότερα». Και καθώς τα θέατρα της Ευρώπης και του Ινδο-Ειρηνικού συνδέονται περισσότερο -ιδιαιτέρως μέσω της σινο-ρωσικής προσέγγισης- είναι πιθανό ακόμη και να αλληλοϋποστηριχθούν οι ευρωπαϊκές και οι ασιατικές δυνάμεις. Η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, για παράδειγμα, ίσως ζητούσαν από τους Ευρωπαίους να ανταποδώσουν την δική τους υποστήριξή για κυρώσεις στην Ρωσία. Το αποτέλεσμα θα ήταν πιο περίπλοκες περιφερειακές τάξεις πραγμάτων, στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά δεν θα έχουν πλέον το γενικό πρόσταγμα.
ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ελπίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα εδραιώσει μια παγκόσμια συμμαχία δημοκρατιών, βάζοντας τόσο την Ρωσία όσο και την Κίνα σε θέση άμυνας. Ως αποτέλεσμα, το Πεκίνο θεωρεί την σύγκρουση ως έναν πόλεμο πληρεξουσίων που στοχεύει εν μέρει στην αποδυνάμωση της Κίνας, πείθοντας τις ασιατικές χώρες για τους παραλληλισμούς μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν. Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος, φυσικά, είναι η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να πείσει τους Ευρωπαίους ότι εάν θέλουν να συνεχίσουν να επωφελούνται από την υποστήριξη των ΗΠΑ, θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Κίνας.
Όμως, καθώς η Γερμανία και η Ιαπωνία γίνονται πιο ισχυρές και πιο ενσωματωμένες στις αντίστοιχες περιφερειακές τάξεις ασφαλείας τους, είναι πιθανό να γίνουν πιο διεκδικητικές στον καθορισμό της δικής τους ατζέντας. Είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στη Μέση Ανατολή, όπου η περιχαράκωση των ΗΠΑ έχει κάνει τις χώρες λιγότερο πρόθυμες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ουάσιγκτον χωρίς να λάβουν κάτι ως αντάλλαγμα. Η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, απέρριψε τα αιτήματα των ΗΠΑ να καταδικάσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση. Αντίθετα, το Ριάντ συνεργάστηκε με τη Μόσχα για να διατηρήσει τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα. Άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έχουν αντισταθεί με παρόμοιο τρόπο στις απαιτήσεις των ΗΠΑ.
Πολλοί Αμερικανοί αναλυτές και αξιωματούχοι φαίνεται να πιστεύουν ότι το ιστορικό χρέος των συμμάχων των ΗΠΑ σημαίνει ότι μπορεί να αναμένεται από αυτούς να συνταχθούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Κίνας σε όλο και περισσότερους τομείς και με ολοένα μεγαλύτερο κόστος. Ο Τραμπ παρείχε την τέλεια απεικόνιση αυτού όταν απείλησε να αποσυρθεί από το ΝΑΤΟ, ενόσω απαιτούσε από τους Ευρωπαίους να απαγορεύσουν τον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα Huawei από τα 5G δίκτυά τους.
Αλλά οι αλλαγές που είναι εν εξελίξει στο Βερολίνο και στο Τόκιο υποδηλώνουν ότι ένα διαφορετικό είδος σχέσης βρίσκεται στον ορίζοντα, μια [σχέση] πιο ισορροπημένη από τις συμμαχίες που οικοδόμησε και διατήρησε η Ουάσιγκτον στη μεταπολεμική εποχή. Καθώς η σχετική σημασία των αμυντικών συνεισφορών των ΗΠΑ μειώνεται και το κόστος της ευθυγράμμισης αυξάνεται, φαίνεται απίθανο ότι η Ουάσιγκτον θα μπορεί να υπολογίζει στην αυτόματη υποστήριξη. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνηθίσουν σε πιο συνεργατικές και ισότιμες σχέσεις, στις οποίες η ευθυγράμμιση θα κερδίζεται. Αρχικά, αυτό θα δημιουργήσει προκλήσεις και πονοκεφάλους, ειδικά καθώς η Ουάσιγκτον θα υποχρεωθεί να χαλιναγωγήσει τα μονοπολικά της ένστικτα. Αλλά εάν η νέα διεθνής τάξη πραγμάτων αποδειχθεί σταθερή και συμβάλει στην προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί φορολογούμενοι ίσως αρχίσουν ξανά να θεωρούν το δίκτυο των συμμαχιών της χώρας ως ατού και όχι ως αγωγό δημοσίων πόρων. Όχι μόνο το βάρος της παροχής ασφαλείας θα μπορούσε να κατανεμηθεί πιο ισότιμα σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να θεσπίσουν πρότυπα και να προωθήσουν τις φιλελεύθερες αξίες που, μολονότι δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικές, θα ήταν σίγουρα περισσότερο αμερικανικές από κινεζικές. Με άλλα λόγια, η Pax Americana θα μπορούσε να δώσει την θέση της όχι στο χάος αλλά σε ένα συνεργατικό μοντέλο κοινής ηγεσίας.