Στις 20 Δεκεμβρίου 1999, ο Βλαντιμίρ Πούτιν απευθύνθηκε σε ανώτερους αξιωματούχους της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (Federal Security Service, FSB) της Ρωσίας στα κεντρικά γραφεία του [κτιρίου] Lubyanka κοντά στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Ο πρόσφατα διορισθείς 47χρονος πρωθυπουργός, ο οποίος είχε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη στην FSB, την επισκεπτόταν για να επισημάνει την γιορτή προς τιμήν των ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας. «Η αποστολή της διείσδυσης στο ύψιστο επίπεδο της κυβέρνησης έχει επιτευχθεί», αστειεύτηκε ο Πούτιν.
Οι πρώην συνάδελφοί του γέλασαν. Αλλά το αστείο ήταν σε βάρος της Ρωσίας.
Ο Πούτιν έγινε υπηρεσιακός πρόεδρος λιγότερο από δύο εβδομάδες αργότερα. Από την αρχή της διακυβέρνησής του, έχει εργαστεί για να ενδυναμώσει το κράτος ώστε να αντιμετωπίσει το χάος του μετασοβιετικού καπιταλισμού και του ασταθούς εκδημοκρατισμού. Για να επιτύχει αυτόν τον σκοπό, θεώρησε απαραίτητο να ανυψώσει τις υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας και να τοποθετήσει πρώην αξιωματούχους ασφαλείας ως επικεφαλής κρίσιμων κυβερνητικών οργάνων.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η προσέγγιση του Πούτιν έχει αλλάξει. Όλο και περισσότερο, η γραφειοκρατία εκτοπίζει τις προσωπικότητες υψηλού κύρους που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Και καθώς ο Ρώσος πρόεδρος έχει φτάσει να βασίζεται σε αυτούς τους γραφειοκρατικούς θεσμούς για να προωθήσει την εδραίωση του ελέγχου του, η ισχύς τους έχει αυξηθεί σε σχέση με άλλα όργανα του κράτους. Αλλά δεν ήταν παρά τον Φεβρουάριο, όταν ο Πούτιν έδωσε τις εντολές να αναγνωριστεί πρώτα η ανεξαρτησία των αυτοανακηρυχθεισών δημοκρατιών της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ και στην συνέχεια, λίγες ημέρες αργότερα, να σταλούν ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία, που η πλήρης κατάληψη από τον νέο μηχανισμό ασφαλείας έγινε εμφανής.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι περισσότεροι κλάδοι του ρωσικού κράτους έμοιαζαν αιφνιδιασμένοι από την αποφασιστικότητα του Πούτιν να εισβάλει, και κάποιοι εξέχοντες αξιωματούχοι φάνηκαν ακόμη και να αμφισβητούν, αν και δειλά, την λογική της απόφασης. Όμως, τις εβδομάδες που πέρασαν έκτοτε, τόσο η κυβέρνηση όσο και η κοινωνία έχουν συνταχθεί πίσω από το Κρεμλίνο. Η διαφωνία είναι πλέον έγκλημα, και άτομα που κάποτε κατείχαν την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις -ακόμη και οριοθετημένα- έχουν βρεθεί όμηροι θεσμών, μοναδικός σκοπός των οποίων είναι η ασφάλεια και ο έλεγχος. Αυτό που έχει συμβεί είναι, στην πραγματικότητα, ένα πραξικόπημα της FSB στην FSB: η Ρωσία ήταν ένα κράτος στο οποίο κυριαρχούσαν οι δυνάμεις ασφαλείας, αλλά πλέον μια απρόσωπη γραφειοκρατία ασφαλείας έχει γίνει το κράτος, με τον Πούτιν να κάθεται στην κορυφή.
Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΤΣΕΚΑΔΩΝ
Η σύγχρονη FSB εντοπίζει τις απαρχές της στην Επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, όταν η Πανρωσική Έκτακτη Επιτροπή (All-Russian Extraordinary Commission), γνωστή και ως Τσέκα (Cheka), κυνήγησε τους εχθρούς του νέου σοβιετικού κράτους υπό την βίαιη ηγεσία του Felix Dzerzhinsky. Οι μεταγενέστερες επαναλήψεις της, το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD) και το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (MGB), εξελίχθηκαν υπό την διακυβέρνηση του Σοβιετικού ηγέτη, Ιωσήφ Στάλιν, και σε αυτά ηγήθηκαν, πλέον διαβοήτως, ο Genrikh Yagoda την δεκαετία του 1930 και ο Λαβρέντι Μπέρια τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Η KGB έγινε η κύρια υπηρεσία ασφαλείας της Σοβιετικής Ένωσης το 1954 υπό τον Νικήτα Χρουστσόφ, τον διάδοχο του Στάλιν. Την επόμενη δεκαετία, ο Χρουστσόφ επέκτεινε την εποπτεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στους θεσμούς ελέγχου του σοβιετικού κράτους, περιορίζοντας την επιρροή τους. Αλλά αφότου εκδιώχθηκε ο Χρουστσόφ το 1964, ο Γιούρι Αντρόποφ, ο επί μακρόν επικεφαλής της KGB, ανέκτησε την χαμένη εξουσία του οργανισμού, φέρνοντας την υπηρεσία ασφαλείας στο απόγειο της ισχύος της την δεκαετία του 1970.
Ο Αντρόποφ συνέχισε για να ηγηθεί της Σοβιετικής Ένωσης ως γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1982 έως το 1984. Ήταν αμείλικτος στην επιβολή του ιδεολογικού ελέγχου. Οποιαδήποτε «εκτροπή» —όπως η κρυφή διαφωνία με σοβιετικές πολιτικές— αποτελούσε λόγο για δίωξη. Κάποιοι διαφωνούντες φυλακίστηκαν ή τοποθετήθηκαν σε ψυχιατρικές πτέρυγες για «επανακατάρτιση», ενώ άλλοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν. Ζώντας στη Μόσχα εκείνη την εποχή, θυμάμαι τις επιδρομές της αστυνομίας για να συλλάβει νωχελικούς πολίτες και τους αξιωματικούς της KGB με πολιτική περιβολή -που λειτουργούσαν σαν οργουελιανή «αστυνομία σκέψης»- να περιφέρονται κρυφά στους δρόμους της πόλης, και να θέτουν υπό κράτηση ανθρώπους τους οποίους υποπτεύονταν ότι δεν πήγαν στην εργασία τους ή ότι είχαν υπερβολικό ελεύθερο χρόνο. Ήταν μια ατμόσφαιρα απόλυτου ελέγχου, με την KGB του Αντρόποφ [να είναι] πλήρως επικεφαλής.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Σοβιετικός ηγέτης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, χαλάρωσαν την λαβή των δυνάμεων ασφαλείας. Η περεστρόικα υποτίθεται ότι θα ανανέωνε την Σοβιετική Ένωση -κάποιοι μελετητές ισχυρίζονται ακόμη ότι και ο Αντρόποφ είχε ρόλο στο πρόγραμμα- αλλά κατέληξε να απειλεί την επιβίωση του καθεστώτος. Ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης στράφηκε εναντίον των κυρίων του στην KGB, αποκαλύπτοντας τα εγκλήματα του σταλινισμού και προχωρώντας σε ένα άνοιγμα προς την Δύση. Όταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα έπεσε το 1989 και τα σοβιετικά κράτη-δορυφόροι της ανατολικής Ευρώπης εγκατέλειψαν την σφαίρα επιρροής της Μόσχας, η KGB στράφηκε εναντίον του Γκορμπατσόφ, εξαπολύοντας δύο χρόνια αργότερα ένα αποτυχημένο πραξικόπημα που επιτάχυνε την σοβιετική κατάρρευση.
Ο μηχανισμός ασφαλείας ταπεινώθηκε —αλλά δεν διαλύθηκε. Ο Μπόρις Γέλτσιν, ο πρώτος πρόεδρος της μετασοβιετικής Ρωσίας, θεωρούσε τον κομμουνισμό, όχι την KGB, ως το μεγαλύτερο κακό. Σκέφτηκε ότι η απλή αλλαγή του ονόματος της KGB σε FSB θα άλλαζε και τον οργανισμό, επιτρέποντάς του να γίνει πιο καλοπροαίρετος και λιγότερο εξουσιαστικός. Αυτό ήταν ευσεβής πόθος. Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας ανάγουν την καταγωγή τους βαθιά στο παρελθόν, στο βάναυσο σώμα σωματοφυλάκων του Ιβάν του Τρομερού, τους oprichniki, τον 16ο αιώνα, και στη Μυστική Καγκελαρία (Secret Chancellery) του Μεγάλου Πέτρου, τον 18ο αιώνα. Η απόπειρα μεταρρύθμισης του Γέλτσιν δεν θα μπορούσε να καταστείλει οριστικά ένα σύστημα με τόσο βαθιές ιστορικές ρίζες όπως δεν μπορούσε και εκείνο του Χρουστσόφ τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα.
Στην πραγματικότητα, οι αξιωματικοί της KGB ήταν σχετικά καλά εφοδιασμένοι για να αντέξουν την κατάρρευση του κομμουνισμού και τη μετάβαση στον καπιταλισμό. Για τις υπηρεσίες ασφαλείας, η έκκληση της σοβιετικής εποχής για μια αταξική κοινωνία προλετάριων ήταν πάντα απλώς ένα σύνθημα˙ η ιδεολογία ήταν εργαλείο ελέγχου του κοινού και ενδυνάμωσης της λαβής του κράτους. Τα πρώην μέλη εφάρμοσαν αυτή την πραγματιστική προσέγγιση καθώς ανήλθαν σε θέσεις της ελίτ στη μετασοβιετική Ρωσία. Όπως έχει εξηγήσει ο Leonid Shebarshin, πρώην υψηλόβαθμος πράκτορας της KGB, ήταν φυσικό ότι όσοι εκπαιδεύτηκαν υπό τον Αντρόποφ για έναν μυστικό πόλεμο εναντίον εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών —του ΝΑΤΟ, της CIA, των αντιφρονούντων, και της πολιτικής αντιπολίτευσης— θα γίνονταν η νέα ρωσική μπουρζουαζία. Μπορούσαν να αντέξουν ακανόνιστες ώρες εργασίας, να επιτύχουν σε εχθρικά περιβάλλοντα, και να χρησιμοποιήσουν τακτικές ανάκρισης και χειραγώγησης όταν τους ζητείτο. Έστυψαν και την τελευταία σταγόνα εργασίας από τους υπαλλήλους και τους υφισταμένους τους.
Ένας από αυτούς, ο Πούτιν, είχε επαινεθεί προσωπικά ως πραγματιστής από Δυτικούς διπλωμάτες, αφότου ανήλθε από την αφάνεια για να γίνει πρόεδρος της Ρωσίας το 2000. Ακόμη και τότε, δεν έκρυψε την πρόθεσή του να εγκαθιδρύσει μια απόλυτη εξουσία τύπου Αντρόποφ, κινούμενος γρήγορα για να περιορίσει την ισχύ των καπιταλιστών βαρόνων που είχαν ακμάσει την δεκαετία του 1990 υπό την φρενήρη προεδρία του Γέλτσιν. Στο μυαλό του Πούτιν, μια ανεξάρτητη ολιγαρχία που είχε υπό τον έλεγχο της τις στρατηγικές βιομηχανίες, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, απειλούσε την σταθερότητα του κράτους. [Ο Πούτιν] εξασφάλισε ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις που σχετίζονται με το εθνικό συμφέρον θα λαμβάνονταν, αντίθετα, από μια χούφτα έμπιστων ανθρώπων —τους αποκαλούμενους siloviki, ή συνεργάτες των κρατικών στρατιωτικών [υπηρεσιών] και των υπηρεσιών ασφαλείας. Αυτά τα άτομα έγιναν ουσιαστικά διαχειριστές ή φύλακες των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονται από το κράτος. Πολλοί κατάγονταν από την γενέτειρα του Πούτιν, το Λένινγκραντ (την σημερινή Αγία Πετρούπολη) και οι περισσότεροι είχαν υπηρετήσει μαζί του στην KGB. Από την εταιρική πλευρά, οι τάξεις τους περιλαμβάνουν τους Igor Sechin (Rosneft), Sergey Chemezov (Rostec), και Alexey Miller (Gazprom), ενώ τα θέματα της προστασίας του κράτους χειρίζονται, μεταξύ άλλων, οι Nikolai Patrushev (γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας), Alexander Bortnikov (διευθυντής της FSB), Sergei Naryshkin (διευθυντής της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών [Foreign Intelligence Service]) και Alexander Bastrykin (επικεφαλής της Ερευνητικής Επιτροπής [Investigative Committee]).
Ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι η ενδυνάμωση των «έκτακτων οργάνων» του κράτους θα απέτρεπε αναταραχές όπως αυτές που οδήγησαν στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Η τοποθέτηση πρώην πρακτόρων της KGB ως επικεφαλής φαινόταν να προσφέρει κάποια οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ετούτη την σταθερότητα, ο Πούτιν ενήργησε το 2020 για να παρατείνει την προεδρία του, προτείνοντας συνταγματικές τροποποιήσεις για να παρακαμφθούν τα όρια της θητείας που θα τον απομάκρυναν από τα καθήκοντα του το 2024.
Από την επικύρωσή τους και μετά, οι συνταγματικές αλλαγές έχουν δώσει στο κράτος ευρύ περιθώριο για να αντιμετωπίσει προβλήματα που εκτείνονται από την COVID-19 έως τις μαζικές διαδηλώσεις στην Λευκορωσία και την επιστροφή του Ρώσου αντιπολιτευόμενου δικηγόρου Αλεξέι Ναβάλνι στη Μόσχα. Όπως συνέβαινε στην εποχή του Αντρόποφ, όλα τα θέματα περνούν πλέον από τα κεντρικά ρυθμιστικά σώματα —ομοσπονδιακούς οργανισμούς που επιβλέπουν τα πάντα, από την φορολογία έως την επιστήμη (η λέξη nadzor, που σημαίνει «εποπτεία», σε πολλά από τα ρωσικά τους ονόματα καθιστά ευκολότερη την αναγνώρισή τους). Οι ποινικές διώξεις είναι μια ολοένα και πιο κοινή τακτική που χρησιμοποιείται εναντίον των Ρώσων πολιτών οι οποίοι διαμαρτύρονται για καταχρήσεις εξουσίας, ζητούν καλύτερες υπηρεσίες ή εκφράζουν την υποστήριξή τους στον Ναβάλνι, ο οποίος καταδικάστηκε και ο ίδιος με βάση ψευδείς κατηγορίες για απάτη και άλλα υποτιθέμενα αδικήματα. Ένας τιμωρητικός μηχανισμός ελέγχου έχει σφίξει την λαβή του, με επικεφαλής τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό, Mikhail Mishustin, έναν πρώην φορολογικό αξιωματούχο, και μια ποικιλία αξιωματούχων μεσαίου επιπέδου εντός της γραφειοκρατίας του καθεστώτος.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ FSB
Η απόφαση του Πούτιν να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ, και ακολούθως να εξαπολύσει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για να «απο-ναζιστικοποιήσει» την Ουκρανία, ακολούθησε ένα παρόμοιο μοτίβο τιμωρίας για την πολιτική απόκλιση: επιδίωξε να τιμωρήσει μια ολόκληρη χώρα για αυτό που έκρινε ως «αντιρωσική» επιλογή της να ευθυγραμμιστεί με την Δύση. Αλλά εντός της Ρωσίας, τα γεγονότα που οδήγησαν και μετά ακολούθησαν την εισβολή σηματοδότησαν επίσης την ολοκλήρωση μιας πολιτικής μετατόπισης που εξελισσόταν εδώ και χρόνια. Αποκάλυψαν την φθίνουσα ισχύ των siloviki που κυριάρχησαν στην πρώιμη εποχή του Πούτιν -και την αντικατάστασή τους από μια απρόσωπη γραφειοκρατία ασφαλείας και ελέγχου.
Στις 21 Φεβρουαρίου, κατά την διάρκεια μιας συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας που μεταδόθηκε σε εθνικό επίπεδο, οι πιο στενοί έμπιστοι του προέδρου φαίνονταν [ότι βρίσκονταν] εντελώς στο σκοτάδι ως προς το τι θα συνεπάγετο η αναγνώριση της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ. Ο Naryshkin, της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών, μπέρδεψε τα λόγια του όταν ο Πούτιν απαίτησε μια επιβεβαίωση υποστήριξης της απόφασης. Στο τέλος αυτού του διαλόγου, ο Narishkyn φαινόταν ότι έτρεμε από φόβο. Ακόμη και ο Patrushev, ένας σκληροπυρηνικός συντηρητικός Τσεκιστής, ήθελε να ενημερώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για τα σχέδια της Ρωσίας να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία -μια πρόταση που έμεινε αναπάντητη.
Για μια απόφαση τόσο σημαντική όσο η εισβολή σε μια γειτονική χώρα, είναι αξιοσημείωτο το πόσα όργανα του κράτους έμειναν ανενημέρωτα. Οι οικονομικοί θεσμοί αιφνιδιάστηκαν -όταν η Elvira Nabiullina, επικεφαλής της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, προσπάθησε να παραιτηθεί στις αρχές Μαρτίου, της ειπώθηκε απλώς να σφίξει το ζωνάρι και να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις. Ούτε ο στρατός φαινόταν ότι γνώριζε ολόκληρο το σχέδιο και δαπάνησε μήνες μετακινώντας δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στα σύνορα χωρίς να γνωρίζει αν θα τους ζητείτο να επιτεθούν.
Η μυστική επιχείρηση του Πούτιν ήταν κρυμμένη ακόμη και από άλλους μυστικούς πράκτορες. Για παράδειγμα, οι ηγέτες του τμήματος της FSB που είναι υπεύθυνο για την παροχή πληροφοριών στο Κρεμλίνο σχετικά με την πολιτική κατάσταση της Ουκρανίας, δεν πίστεψαν πλήρως ότι θα γινόταν εισβολή. Πολλοί αναλυτές είχαν υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι θα ήταν ενάντια στα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας. Επαναπαυόμενοι στην υπόθεση ότι μια μεγάλης κλίμακας επίθεση δεν βρισκόταν στο τραπέζι, οι αξιωματούχοι συνέχισαν να τροφοδοτούν τον Πούτιν με την ιστορία που ήθελε να ακούσει: οι Ουκρανοί ήταν Σλάβοι αδελφοί, έτοιμοι να απελευθερωθούν από τα συνεργαζόμενα με τους Ναζί και ελεγχόμενα από την Δύση ανδρείκελα του Κιέβου. Μια πηγή στο Κρεμλίνο μού είπε ότι πολλοί αξιωματούχοι διαβλέπουν τώρα μια καταστροφή παρόμοια με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν την δεκαετία του 1980, ο οποίος κατέληξε σε μια επαίσχυντη απόσυρση και συνέβαλε στην επιτάχυνση της διάλυσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Αλλά σε μια κυβέρνηση που γίνεται όλο και πιο τεχνοκρατική, ιδρυματοποιημένη, και απρόσωπη, τέτοιες απόψεις δεν είναι πλέον επιτρεπτές.
Καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται στον τρίτο μήνα της και οι αποδείξεις για εγκλήματα πολέμου πληθαίνουν, οι περισσότεροι αξιωματούχοι και πολιτικοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον Πούτιν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι σε μεγάλο βαθμό σιωπηλές. Οι οικονομικές ελίτ, αποκομμένες από την Δύση, έχουν συσπειρωθεί γύρω από την σημαία. Παρόλο που κάποιοι μπορεί να παραπονιούνται ιδιωτικά, πολύ λίγοι δεν διστάζουν να το εκφράσουν δημοσίως. Οι σπάνιες εξαιρέσεις περιλαμβάνουν τον δισεκατομμυριούχο βιομήχανο Oleg Deripaska, ο οποίος έχει κάνει επανειλημμένα έκκληση για ειρήνη˙ τον πρώην συνεργάτη του Πούτιν, Anatoly Chubais, γνωστό για το ότι ηγήθηκε της ιδιωτικοποίησης της Ρωσίας υπό τον Γέλτσιν, και ο οποίος έχει καταφύγει στην Τουρκία˙ τον ολιγάρχη και πρώην ιδιοκτήτη του ποδοσφαιρικού συλλόγου Τσέλσι, Roman Abramovich, ο οποίος προσπάθησε να διευκολύνει μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων˙ και τον επιχειρηματία Oleg Tinkov, ο οποίος υποχρεώθηκε να πουλήσει τις μετοχές της εξαιρετικά επιτυχημένης διαδικτυακής του τράπεζας, Tinkoff, για ψίχουλα, αφότου μίλησε ανοιχτά κατά της «επιχείρησης».
Οι υπόλοιποι από τα 145 εκατομμύρια πολίτες της Ρωσίας -εκτός από εκείνους τους δεκάδες ή ίσως εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό- ομοίως συμμορφώνονται. Έχοντας χάσει την πρόσβαση σε ξένες πτήσεις, επώνυμες μάρκες, και συστήματα πληρωμών, οι περισσότεροι υποχρεώνονται να αποδεχτούν ότι οι ζωές τους είναι δεμένες με το Κρεμλίνο. Σε μια απότομη παρέκκλιση από τις πρώτες ημέρες της ουκρανικής επιχείρησης, όταν το δημόσιο σοκ ήταν αισθητό και οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους εκφράζοντας αντιπολεμικά αισθήματα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου το 80% υποστηρίζουν πλέον τον πόλεμο. Ο πραγματικός αριθμός είναι πιθανώς μικρότερος -όταν το κράτος ασκεί τον απόλυτο έλεγχο, οι άνθρωποι δίνουν τις απαντήσεις που θέλει το καθεστώς. Ωστόσο, οι δικές μου συνομιλίες με συγγενείς και φίλους σε όλη την Ρωσία επιβεβαιώνουν ότι το να μιλά κάποιος εναντίον του πολέμου γίνεται είναι όλο και πιο αντιδημοφιλές. Ένας γνωστός στο θέρετρο Kislovodsk στον Βόρειο Καύκασο, για παράδειγμα, επέμενε ότι ο Πούτιν πρέπει να ολοκληρώσει «την αποστολή της “απο-ναζιστικοποίησης”, να φροντίσει τη Ντονμπάς, και να δείξει στους Αμερικανούς να μην τα βάζουν με την Ρωσία».
Καθώς το σοκ μειώνεται, την θέση του έχει πάρει ο φόβος. Σε μια τηλεοπτική ομιλία στα μέσα Μαρτίου, ο Πούτιν επέμεινε ότι οι Δυτικές χώρες «θα επιχειρήσουν να στοιχηματίσουν στην αποκαλούμενη πέμπτη φάλαγγα, στους εθνικούς προδότες», υπονοώντας ότι όλοι οι αντίπαλοι της «επιχείρησής» του είναι οι αντιπατριώτες εχθροί. Οι κλάδοι ασφαλείας της κυβέρνησης είχαν εξαγγείλει προηγουμένως έναν νέο νόμο: η διάδοση «ψευδών πληροφοριών» ή οποιουδήποτε αφηγήματος έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη εξιστόρηση από το Υπουργείο Άμυνας, είναι αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως και 15 ετών. Ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης μπλοκαρίστηκαν ή διαλύθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της εφημερίδας Novaya Gazeta, του φιλελεύθερου ραδιοσταθμού Ekho Moskvy, και του Dozhd TV, όλα εκ των οποίων επέκριναν τακτικά την κυβέρνηση μέχρι πριν από δύο μήνες. Οι New York Times, το BBC, το CNN, και άλλα ξένα μέσα τα μάζεψαν και έφυγαν από την χώρα. Από τα τέλη Φεβρουαρίου, περισσότεροι από 16.000 άνθρωποι έχουν τεθεί υπό κράτηση, συμπεριλαμβανομένων 400 εφήβων. Άνθρωποι έχουν συλληφθεί επειδή απλώς ήταν κοντά σε μια διαδήλωση. Για έναν Μοσχοβίτη, και μόνο το να εμφανιστεί στην Κόκκινη Πλατεία κρατώντας ένα αντίγραφο του μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει την κράτηση.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα πλήρους καταστολής, ακόμη και πολιτικά πρόσωπα που κάποτε φαίνονταν να προσφέρουν εναλλακτικές ιδέες, τώρα αντηχούν τα αδιάλλακτα λόγια του Πούτιν. Ο πρώην πρόεδρος, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, επέμεινε ότι οι επικρίσεις για την επιχείρηση ισοδυναμούν με προδοσία. Ακόμη και ο Naryshkin, που τον Φεβρουάριο ήταν σκεπτικιστής, έχει βρει τον πολεμικό βηματισμό του και τώρα παπαγαλίζει πιστά την κυβερνητική γραμμή. Οι άνθρωποι δεν μιλούν πλέον με τις δικές τους φωνές˙ η σκιά του πουτινικού τσεκισμού καλύπτει πλέον ολόκληρη την χώρα.
TO ΝΕΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Masha Gessen αποκάλεσε κάποτε τον Πούτιν «ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο». Σήμερα, ωστόσο, το δικό του είναι το μόνο πρόσωπο που κάθεται στην κορυφή μιας ανώνυμης γραφειοκρατίας ασφαλείας η οποία κάνει το θέλημα του. Άλλο ένα πραξικόπημα, είτε στους διαδρόμους του Κρεμλίνου είτε στους δρόμους της Μόσχας, δεν είναι πιθανό. Η μόνη ομάδα που θα μπορούσε πιθανώς να ανατρέψει τον πρόεδρο είναι η FSB, η οποία εξακολουθεί τυπικά να διοικείται από εθνικιστές siloviki που κατανοούν ότι κάποια ευελιξία στην εξωτερική πολιτική είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη στο εσωτερικό. Αλλά τέτοιοι αξιωματούχοι δεν αποτελούν πλέον το μέλλον της FSB. Το ακαθόριστο σώμα των τεχνοκρατών ασφαλείας που είναι τώρα επικεφαλής έχει εμμονή με τον απόλυτο έλεγχο, ανεξάρτητα από τις εθνικές ή τις διεθνείς συνέπειες.
Την τελευταία φορά που το Κρεμλίνο οικοδόμησε ένα τόσο απόλυτα ελεγχόμενο κράτος, υπό την ηγεσία του Αντρόποφ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, διαλύθηκε όταν οι δυνάμεις ασφαλείας χαλάρωσαν την λαβή τους και επέτρεψαν τη μεταρρύθμιση. Ο Πούτιν γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και είναι απίθανο να διακινδυνεύσει το ίδιο αποτέλεσμα. Και ακόμη και χωρίς αυτόν, το σύστημα που οικοδόμησε θα παρέμενε στην θέση του, συντηρούμενο από τη νέα ομάδα ασφαλείας -εκτός αν μια πανωλεθρία τύπου Αφγανιστάν της δεκαετίας του 1980 στην Ουκρανία τα καταστρέψει όλα. Με αυτή την γραφειοκρατία να κρατά σφιχτά την εξουσία, ο τυχοδιωκτισμός της Μόσχας στο εξωτερικό ίσως υποχωρήσει. Αλλά όσο η δομή παραμένει σταθερή, η Ρωσία θα παραμείνει καταπιεσμένη, απομονωμένη, και ανελεύθερη.