Στο τηλεοπτικό διάγγελμά της προς τους πολίτες ενόψει νέου έτους, η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, χωρίς να κρύψει τα συναισθήματά της, πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο, παραδέχθηκε ότι το 2020 ήταν μακράν «το δυσκολότερο από τα 15 χρόνια» που ασκεί την εξουσία, εξαιτίας της «ιστορικής κρίσης» που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορωνοϊού.
Η κ. Μέρκελ προειδοποίησε πως η χώρα έχει ακόμα μπροστά της «μεγάλες δυσκολίες», αλλά συμπλήρωσε πως η έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού των πολιτών κάνει το 2021 χρονιά «ελπίδας».
Η κεντροδεξιά πολιτικός, που χειρίστηκε σειρά σοβαρών κρίσεων στη διάρκεια της μακράς θητείας της στην εξουσία, δεν έκρυψε εξάλλου την οργή της για το κίνημα διαμαρτυρίας που εναντιώνεται στα περιοριστικά μέτρα για την αποτροπή της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού, στο οποίο είναι πολύ ενεργή η γερμανική ακροδεξιά.
«Επιτρέψτε μου να σας πω κάτι προσωπικό: σε εννιά μήνες, θα διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές· και δεν θα είμαι υποψήφια», είπε η 66χρονη πολιτικός. «Απόψε λοιπόν είναι κατά πάσα πιθανότητα η τελευταία φορά που σας απευθύνω διάγγελμα για τη νέα χρονιά».
«Νομίζω πως δεν θα υπερέβαλα αν έλεγα πως ποτέ, τα τελευταία 15 χρόνια, δεν αφήσαμε πίσω μας τόσο βαρύ παλιό χρόνο· και ποτέ, παρ’ όλες τις ανησυχίες, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις, δεν προσμέναμε τον νέο χρόνο με τόση πολλή ελπίδα».
Οι έπαινοι που δεχόταν αρχικά η κυρία Μέρκελ — σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας επί ΓΛΔ και χειρίστηκε την υγειονομική κρίση εξαρχής με γνώμονα τις συστάσεις των επιστημόνων — έχουν μετατραπεί τελευταία σε επικρίσεις, λόγω του σκληρού πλήγματος που υφίσταται η χώρα από το επιλεγόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας, που χρεώνεται προσωπικά ως αποτυχία.
Οι εκλογές στη Γερμανία θα διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο και η κ. Μέρκελ, η συντηρητική παράταξη της οποίας αναμένεται να επικρατήσει, ετοιμάζεται να παραδώσει μέσα στο 2021 τη σκυτάλη σε κάποιον από τους τρεις άνδρες οι οποίοι συμμετέχουν στην κούρσα για να τη διαδεχθούν στην ηγεσία του κόμματός της, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
Παρακάτω πιο επίκαιρη από ποτέ η ανάλυση του Foreign Affairs προ διετίας για το όραμα της Μέρκελ
Ως αρχηγός του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας για δεκαοκτώ χρόνια, και καγκελάριός της για δώδεκα, η Άνγκελα Μέρκελ έκανε περισσότερα για να διαμορφώσει την σύγχρονη Γερμανία από οποιονδήποτε άλλο μεταπολεμικό ηγέτη εκτός από τον Konrad Adenauer, τον Willy Brandt και τον Helmut Kohl. Οπότε, η πρόσφατη ανακοίνωσή της ότι θα παραδώσει τον Δεκέμβριο την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και θα απέχει από την επιδίωξη άλλης μιας θητείας στις ομοσπονδιακές εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν το 2021, σηματοδοτεί την αρχή του τέλους μιας εποχής.
Δεδομένου ότι η Μέρκελ υπήρξε μια βαθιά σταθεροποιητική δύναμη και οι πολιτικοί εξτρεμιστές βρίσκονται σε αναμονή να εκμεταλλευτούν την αναχώρησή της, είναι φυσικό να αναρωτιέται κανείς πώς θα αλλάξει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Η CDU θα τρεκλίσει στα δεξιά, αφού ο υπερήφανος ηγέτης της εγκαταλείψει την σκηνή; Μπορεί το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), το οποίο έχει ήδη καθιερωθεί ως μια σημαντική δύναμη στην γερμανική πολιτική, να χρησιμοποιήσει το κενό ισχύος που αφήνει πίσω της προς όφελός του; Ή μήπως μια αλλαγή του πολιτικού προσωπικού στην πραγματικότητα θα βοηθήσει να ηρεμήσει η οργή που η Μέρκελ έχει εμπνεύσει όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια;
Αυτά είναι όλα σημαντικά ζητήματα που αφορούν το πιθανό μέλλον της χώρας. Αλλά για να κατανοήσουμε την πολιτική δυσκολία στην οποία βρίσκεται η Γερμανία τώρα, και να κάνουμε μια σοβαρή υπόθεση για το πώς μπορεί να αλλάξει την χώρα η αποχώρηση της Μέρκελ, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την κληρονομιά που αφήνει πίσω της.
Η Μέρκελ είναι ταυτόχρονα μια από τους πιο εντυπωσιακούς και μια από τους λιγότερο πιθανούς πολιτικούς για να ηγηθεί της Γερμανίας στη μεταπολεμική της ιστορία. Γεννημένη στο Αμβούργο αλλά μεγαλωμένη στα ανατολικά της χώρας ως κόρη ενός πάστορα, ήταν τριπλά αουτσάϊντερ: Σε ένα κόμμα που κυριαρχείται από δυτικούς, ήταν μια Ossi [ανατολική] που ζούσε κάτω από τον ζυγό του κομμουνιστικού καθεστώτος μέχρι την ηλικία των τριάντα πέντε ετών˙ σε ένα κόμμα που κυριαρχείτο ιστορικά από Καθολικούς, ήταν Προτεστάντις˙ και σε ένα κόμμα που ήταν συντριπτικά αρσενικό και συχνά σοβινιστικό -ο μέντοράς της, Helmut Kohl, συχνά αναφερόταν σε αυτήν ως «το κοριτσάκι μου» στις αρχές της δεκαετίας του 1990- ήταν μια άτεκνη γυναίκα. Συνολικά, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι από τις πρώτες της μέρες στην πολιτική έχει υποτιμηθεί συνεχώς από φίλους και εχθρούς.
Όταν η CDU συγκλονίστηκε από οικονομικά σκάνδαλα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο τότε ηγέτης της, Wolfgang Schäuble, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και πολλοί από τους ανώτερους πολιτικούς του κόμματος ήταν πολύ στιγματισμένοι για να αναλάβουν. Η Μέρκελ είδε ένα άνοιγμα γι’ αυτήν και το εκμεταλλεύτηκε μέσα από έναν χαρακτηριστικό συνδυασμό στυγνότητας και ευθύτητας: Αμόλυντη από το σκάνδαλο, διότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η παλιά φρουρά θα την άφηνε να εμπλακεί στις παράνομες οικονομικές συναλλαγές της, η Μέρκελ κέρδισε την κορυφαία θέση όταν, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της, επέπληξε δημοσίως τον Kohl για τις παρατυπίες του.
Ο τρόπος της ανάρρησης της Μέρκελ στην ηγεσία του κόμματος το 2000 προοιωνίστηκε το στυλ της διακυβέρνησής της μόλις θα γινόταν η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας πέντε χρόνια αργότερα. Είναι μια άριστη τακτικιστής, με έντονη αίσθηση των αδυναμιών των αντιπάλων της. Ασυνήθιστα ολιγόλογη για έναν αρχηγό κυβέρνησης, σπάνια εμπλέκεται σε μια αμφισβητούμενη αντιπαράθεση μέχρις ότου η κοινή γνώμη στραφεί σταθερά προς τη μια κατεύθυνση ή την άλλη -αλλά στην συνέχεια ενεργεί αποφασιστικά (όπως συνέβη και με τον Kohl). Παρόλο που φαίνεται να έχει μια γνήσια και ειλικρινή δέσμευση προς τις αρχές που καθοδήγησαν την πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου -δημοκρατία, κράτος δικαίου, και μια ενστικτώδη πίστη στο ευρωπαϊκό σχέδιο- ένα πράγμα δεν έπαιξε ουσιαστικά κανέναν ρόλο στην πολιτική της ανάδυση: Ένα δικό της αληθινό πολιτικό όραμα.
Ως αποτέλεσμα, η κληρονομιά που εγκαταλείπει η Μέρκελ είναι βαθιά παράδοξη. Κυβέρνησε την χώρα με μεγάλη ηρεμία και ικανότητα, καθοδηγώντας μια κεντρώα πορεία που αντανακλούσε την διάθεση του κοινού για τα πρώτα χρόνια της θητείας της. Η υποτιμημένη δέσμευσή της στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας τής προσέδωσε ευρεία αποδοχή και μάλιστα προσέλκυσε τον φθονερό θαυμασμό πολλών από την αριστερά. Ειδικά όταν αντιμετώπισε την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού με τη μορφή του AfD εγχωρίως και του Donald Trump στο εξωτερικό, έφτασε να φημίζεται ως η ενσάρκωση των φιλελεύθερων αξιών. Κάποιοι μάλιστα το πήγαν τόσο μακριά ώστε να την ανακηρύξουν ως τον νέο ηγέτη του ελεύθερου κόσμου.
Και όμως φοβάμαι ολοένα και περισσότερο ότι η ιστορία θα κρίνει τη Μέρκελ πολύ πιο σκληρά από ό, τι σήμερα φαντάζονται οι περισσότεροι. Ενώ είναι και εντυπωσιακή και αξιοθαύμαστη, απέτυχε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στις τρεις μεγάλες κρίσεις που αντιμετώπισε η Ευρώπη την τελευταία δεκαετία. Η απροθυμία της να μεταρρυθμίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως απάντηση στην κρίση του ευρώ παρέτεινε τον οικονομικό πόνο της νότιας Ευρώπης και άφησε το ενιαίο νόμισμα ευάλωτο σε μελλοντικές οικονομικές κρίσεις. Η αποτυχία της να εξηγήσει στους συμπολίτες της την πορεία της για την προσφυγική κρίση ενίσχυσε μια ξενοφοβική αντίδραση και επέτρεψε σε ένα εξτρεμιστικό κόμμα να πάρει τον έλεγχο του γερμανικού πολιτικού συστήματος για πρώτη φορά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η απροθυμία της να αντιμετωπίσει τους αυταρχικούς λαϊκιστές στην Πολωνία και την Ουγγαρία έχει αποδυναμώσει την δημοκρατία στην κεντρική Ευρώπη, θέτοντας μια υπαρξιακή απειλή για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κρίση του ευρώ που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή πολιτική μετά την οικονομική κρίση του 2008 εξέθεσε ένα βαθύ διαρθρωτικό ελάττωμα στην κατασκευή της ζώνης του ενιαίου νομίσματος: Μακροπρόθεσμα, χρειάζεται μια κοινή φορολογική και οικονομική πολιτική -ιδανικά συμπεριλαμβάνοντας μια ένωση μεταβιβάσεων- να υποστηρίξει ένα σχέδιο όπως το ευρώ. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αντιμετώπισαν μια ανεπιθύμητη επιλογή. Είτε έπρεπε να κάνουν μια μεγάλη και φιλόδοξη ώθηση προς τη μεγαλύτερη ενοποίηση, στην οποία πολλοί από τους πολίτες της ηπείρου θα είχαν παθιασμένα αντιταχθεί˙ είτε κατά κάποιον τρόπο χρειαζόταν να βρουν έναν τρόπο να διαλύσουν το ευρώ ή τουλάχιστον να αποβάλουν τα πιο αδύναμα μέλη του, χωρίς να προκαλέσουν τεράστιο οικονομικό πόνο.
Καθώς η κρίση επιμηκυνόταν, ολοένα και πιο έντονες φωνές στην Γερμανία και πέραν αυτής πίεζαν προς τη μια ή την άλλη από αυτές τις λύσεις. Πιστή στο συνηθισμένο στυλ της, η Μέρκελ επέλεξε ένα παιχνίδι τακτικής αναμονής. Μη θέλοντας να προβεί σε φιλόδοξες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή να πιέσει τις χρεωμένες χώρες στη νότια Ευρώπη να φύγουν από το ευρώ, απρόθυμα συμφώνησε σε μια σειρά πακέτων διάσωσης που ήταν αρκετά μεγάλα για να αποτρέψουν την επικείμενη καταστροφή.
Βραχυπρόθεσμα, η πορεία της δράσης της ήταν δικαιολογημένη. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία δεν συνετρίβησαν έξω από το ευρώ. Η οικονομική καταστροφή δεν έχει καλύψει ακόμη την ήπειρο. Και όμως, το μακροπρόθεσμο κόστος της στρατηγικής της -ή μάλλον της έλλειψης μιας τέτοιας- ήταν τεράστιο. Μια δεκαετία λιτότητας έχει υποβαθμίσει τεχνητά τις οικονομικές επιδόσεις στη νότια Ευρώπη και έχει αναγκάσει εκατομμύρια νέους Ευρωπαίους να μεταναστεύσουν ή να μείνουν χωρίς δουλειά. Η αίσθηση ότι η Γερμανία έλαβε οικονομικές αποφάσεις για την Ελλάδα και την Ιταλία οδήγησε σε τεράστια δυσαρέσκεια στις χώρες αυτές. Και όπως μας θυμίζει η εξελισσόμενη κρίση για τα διογκούμενα ελλείμματα της Ιταλίας, τίποτα από αυτή την οργή και την ταλαιπωρία δεν βοήθησε να θεραπευθεί η υποκείμενη ασθένεια: Το βασικό κατασκευαστικό ελάττωμα του ευρώ παραμένει σχεδόν το ίδιο επικίνδυνο σήμερα όσο ήταν πριν από δέκα χρόνια.
Αυτή η ίδια έλλειψη σαφούς κατεύθυνσης ήταν εμφανής εν μέσω της προσφυγικής κρίσης που οδήγησε την γερμανική πολιτική το 2015 και έχει αναμφισβήτητα επιπτώσεις από την κεντρική Ευρώπη μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. Η «απόφαση» της Angela Merkel να «ανοίξει τις πόρτες» σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που διέφευγαν από την βία στην Συρία συχνά απεικονίζεται ως μια θαρραλέα στρατηγική που απορρέει από περήφανα ανθρωπιστικές αξίες. Η αλήθεια είναι μάλλον πιο περίπλοκη. Καθώς ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός προσφύγων έφτανε στις ακτές της ηπείρου κατά την διάρκεια του 2015, η Μέρκελ αρνήθηκε αρχικά να σχολιάσει. Κατά την διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού, έγινε στόχος έντονης κριτικής για το ότι έδωσε μια ψυχρή απάντηση σε έναν έφηβο αιτούντα άσυλο που παρακαλούσε να του επιτραπεί να παραμείνει στην Γερμανία, και για το ότι δεν καταδίκασε έγκαιρα μια ξενοφοβική επίθεση. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν σε σιδηροδρομικούς σταθμούς σε όλη την χώρα για να καλωσορίσουν πρόσφυγες που έφταναν στην χώρα. Χωρίς μια σαφή νομική επιλογή για το πώς να κρατήσει τους πρόσφυγες που είχαν ήδη φτάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος έξω από την Γερμανία, η Μέρκελ αποφάσισε να ποιήσει την αντιληπτή ανάγκη, φιλοτιμία: Πεπεισμένη ότι η κοινή γνώμη στρεφόταν αποφασιστικά υπέρ των προσφύγων, δεσμεύθηκε να κρατήσει τις πόρτες της χώρας ανοιχτές σε αυτούς.
Σχεδόν μόλις η Μέρκελ κατάλαβε ποια ήταν η κατεύθυνση προς την οποία κινείτο το πλήθος -και έσπευσε να φωνάξει, «Ακολουθήστε με!»- η διάθεση στην χώρα άλλαξε. Όλο και περισσότεροι Γερμανοί ανησύχησαν ότι, πέραν της προσωρινής εξαίρεσης, η μεγάλη εισροή προσφύγων μπορεί να είναι το νέο φυσιολογικό. Όταν μια μεγάλη ομάδα μεταναστών και προσφύγων κακοποίησε δεκάδες γυναίκες σε μια δημόσια γιορτή για την Πρωτοχρονιά στην Κολωνία, η Willkommenskultur (η κουλτούρα του καλωσορίσματος των προσφύγων) έδωσε την θέση της στον Fremdenangst (φόβος για τους νεοφερμένους).
Με το ρεαλιστικό της στυλ, η Μέρκελ διόρθωσε πορεία. Αν και αρνήθηκε σταθερά να υιοθετήσει ένα ανώτατο όριο στον αριθμό των προσφύγων που θα δεχόταν η χώρα, έκανε μια σειρά συμφωνιών με την Ελλάδα και την Τουρκία, που ουσιαστικά κατέστησαν αδύνατο για τους περισσότερους μετανάστες να φτάσουν στην γερμανική επικράτεια. Η εισροή που γνώρισε η Γερμανία το καλοκαίρι του 2015 δεν επαναλήφθηκε έκτοτε.
Αλλά ακόμα κι αν η Μέρκελ έκανε ησύχως όσα μπορούσε για να σταματήσει την ροή των προσφύγων, αρνήθηκε να αναστρέψει πορεία δημοσίως ή να ξεκινήσει μια ειλικρινή συζήτηση για τις προκλήσεις που έθεσαν οι νεοφερμένοι. Αυτή η επιφυλακτικότητα παρείχε ένα άνοιγμα στην άκρα δεξιά ώστε να τροφοδοτήσει τους φόβους των απλών πολιτών. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Γερμανοί ήταν πραγματικά διχασμένοι για το πώς να χειριστούν την κρίση των προσφύγων. Οι ερωτηθέντες είχαν πραγματική συμπόνια για τους ανθρώπους που έφυγαν από την σφαγή στην Συρία και ήταν υπερήφανοι για την ανθρωπιστική αντίδραση της χώρας τους. Ωστόσο, ανησυχούσαν επίσης ότι μια συνεχιζόμενη εισροή θα αποδειχθεί μη διαχειρίσιμη, και βρήκαν τις ειδήσεις για σοβαρά εγκλήματα ανησυχητικές. Αν η Μέρκελ διαβεβαίωνε τους συμπατριώτες της ότι το καλοκαίρι του 2015 δεν θα επαναλαμβανόταν και μιλούσε ειλικρινά για τις θεσμικές αποτυχίες που επέτρεψαν σε μερικούς εγκληματίες να παραμείνουν ατιμώρητοι, θα μπορούσε να είχε προκαταλάβει την ταχεία άνοδο της ακροδεξιάς. Αντ’ αυτού, η καγκελάριος δεν έδειξε ποτέ το όραμά της για το μέλλον της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας. Οι δεξιοί ταραχοποιοί μπορούσαν να ισχυριστούν ότι επεδίωκε να «αντικαταστήσει» τον πληθυσμό της Γερμανίας, ή ότι οι πολιτικοί της κύριας τάσης δεν ήταν πρόθυμοι να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανησυχίες για τα σεξουαλικά εγκλήματα, χωρίς να χρειάζεται να παλέψουν με ένα πραγματικό αντι-αφήγημα. Ως αποτέλεσμα, ένα ακροδεξιό κόμμα, για πρώτη φορά από το 1945, κατάφερε να εδραιωθεί ως σημαντική δύναμη στην γερμανική πολιτική.
Αλλά μπορεί να είναι η αποτυχία της Μέρκελ να αντιμετωπίσει την εξάπλωση του αυταρχικού λαϊκισμού πέρα από τα γερμανικά σύνορα που τελικά θα φθάσει να καθορίσει την κληρονομιά της. Η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι ιδιαίτερα διαβόητη. Ακόμη και όταν καθίστατο όλο και πιο προφανές ότι ο Βίκτορ Όρμπαν ήταν αποφασισμένος να εδραιώσει την εξουσία του εις βάρος του κράτους δικαίου, η Μέρκελ δεν κατόρθωσε να συντονίσει οποιαδήποτε βασισμένη σε αρχές απάντηση. Δεν κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει την διαδικασία εκδίωξης της Ουγγαρίας ή ακόμη και να σταματήσει τις γενναιόδωρες πληρωμές της προς την χώρα. Ακόμα χειρότερα, επέτρεψε στο Fidesz, το κίνημα του οποίου ηγείται ο Όρμπαν, να παραμείνει στην σημαντική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην οποία ανήκει και το δικό της κόμμα, η CDU.
Μέχρι τώρα ο Orban ουσιαστικά διέλυσε την φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ουγγαρία. Και επειδή έχει σφυρηλατήσει ισχυρές συμμαχίες με άλλες αυταρχικές κυβερνήσεις (για παράδειγμα με την Πολωνία), μπορεί εύκολα να εμποδίσει τους μηχανισμούς που θα επέτρεπαν στην ΕΕ να τον καταστήσει υπόλογο. Με άλλα λόγια, τώρα φαίνεται πολύ πιθανό ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να ανέχεται de facto δικτατορίες στην καρδιά της για το προσεχές μέλλον. Αλλά αυτό υπονομεύει την ίδια την βάση της νομιμοποίησης της ένωσης. Οι Γερμανοί πολίτες έχουν κατανοήσει ιστορικά την υπόθεση μοιράσματος μέρους της κυριαρχίας τους με άλλες δημοκρατίες, όπως η Γαλλία. Αλλά τελικά θα θεωρήσουν απαράδεκτο να πράξουν το ίδιο και με αυταρχικούς ισχυρούς άνδρες στην Βαρσοβία ή την Βουδαπέστη.
Η Άνγκελα Μέρκελ θα ήταν εξαιρετική ηγέτις σε συνηθισμένες εποχές. Η αβάσταχτη ειρωνεία του ιστορικού της είναι ότι συνέβη να πάρει την εξουσία σε μια στιγμή στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας που η χώρα -και ο κόσμος- χρειαζόταν απεγνωσμένα ο καγκελάριος να ακολουθήσει ένα τολμηρό όραμα.
Αυτό καθιστά ακόμη πιο ανησυχητικό το γεγονός ότι η Μέρκελ ουσιαστικά περιθωριοποίησε τα πιο ταλαντούχα και οραματικά μέλη του κόμματός της τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, η φυσική κληρονόμος της, η Annegret Kramp-Karrenbauer, μοιράζεται πολλές από τις αδυναμίες της χωρίς να έχει επωφεληθεί από τα δυνατά της. Και έτσι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει τώρα η Γερμανία δεν είναι, όπως πολλοί σχολιαστές πρότειναν την περασμένη εβδομάδα, μια αλλαγή πορείας. Αντίθετα, είναι ότι η επιλεγείσα διάδοχος θα διαπράξει το ίδιο ακούσιο αμάρτημα για το οποίο θα μνημονεύεται η θητεία της Μέρκελ: Σε μια εποχή που η Γερμανία χρειάζεται απεγνωσμένα να αντιμετωπίσει τις σοβαρές κρίσεις που αγνοεί στα τελευταία δώδεκα χρόνια, είναι πιθανό ότι θα συνεχίσει να προσποιείται ότι η «πολιτική όπως συνήθως» αποτελεί μια στρατηγική για την υπεράσπιση των καταπολεμούμενων αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας.