Τι θα κάνει ο Ερντογάν για να παραμείνει στην εξουσία;
Σε μια χρονιά που έφερε ανανεωμένη δύναμη και ενότητα στο ΝΑΤΟ, ίσως καμία χώρα δεν έχει αποδειχτεί πιο μπερδεμένη για την συμμαχία από την Τουρκία. Για άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε νέα αποφασιστικότητα ενάντια σε έναν κοινό εχθρό και άνοιξε το δρόμο για την επέκταση της συμμαχίας. Ωστόσο, η Τουρκία, αν και είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν διατηρεί μόνο εγκάρδιες σχέσεις με την Ρωσία˙ έχει επίσης απειλήσει να μπλοκάρει τις υποψηφιότητες της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Εν τω μεταξύ, η τουρκική κυβέρνηση έχει υπονοήσει ότι ενδέχεται να ξεκινήσει μια νέα χερσαία εισβολή στην βόρεια Συρία για να αντιμετωπίσει τους Σύρους Κούρδους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, που δραστηριοποιούνται σε εκείνη την περιοχή. Και ενώ η Τουρκία επιδιορθώνει τους τεταμένους δεσμούς της με πολλές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, συνέχισε να έχει ψυχρές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει προβεί σε νέες απειλές προς την Ελλάδα. Ίσως πιο απροσδόκητα, μετά από χρόνια προσπαθειών να υπονομεύσει τον Σύρο δικτάτορα, Μπασάρ αλ Άσαντ, η Άγκυρα έχει ξεκινήσει μια προσέγγιση με το καθεστώς στην Δαμασκό, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας.
Αυτές οι κινήσεις, αν και αμφιλεγόμενες στην Δύση, είναι γενικά δημοφιλείς στην Τουρκία. Έχουν επίσης ξεκάθαρο σκοπό. Τον Μάιο, ο μακροχρόνιος λαϊκιστής-αυταρχικός ηγέτης της Τουρκίας, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα αντιμετωπίσει την πιο δύσκολη προσπάθεια επανεκλογής της πολιτικής του καριέρας και η εξωτερική πολιτική έχει γίνει ένας αποτελεσματικός τρόπος για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από πολλαπλές κρίσεις στο εσωτερικό. Μετά από χρόνια οικονομικής κακοδιαχείρισης, ο πληθωρισμός της Τουρκίας κορυφώθηκε στο 85% τον Νοέμβριο του 2022, υποχωρώντας κάπως στο 64% τον Δεκέμβριο. Αυτό είναι μακράν το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, ξεπερνώντας εύκολα την δεύτερη Ουγγαρία με [πληθωρισμό στο] 25%. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας μειώνονται και το έθνος αντιμετωπίζει ένα αυξανόμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Ο τουρκικός πληθυσμός είναι όλο και πιο δυσαρεστημένος από την παρουσία 3,6 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων, τους οποίους η Τουρκία, προς τιμήν της, υποδέχθηκε στην αρχή του συριακού εμφυλίου πολέμου. Υπάρχει επίσης αυξανόμενη κόπωση με την ολοένα και πιο αυταρχική 20ετή διακυβέρνηση του Ερντογάν˙ μια ολόκληρη γενιά δεν γνώρισε άλλον ηγέτη.
Για τον Ερντογάν, τα πάντα κινούνται πλέον για τις εκλογές. Μετά από 20 χρόνια αδιαμφισβήτητης διακυβέρνησης, μια ήττα θα είχε σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο, την οικογένειά του, τους συντρόφους του, και πολλούς άλλους στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) που επωφελήθηκαν προσωπικά από την κυριαρχία του και πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν [ποινική] δίωξη. Μια νίκη της αντιπολίτευσης θα αποτελούσε επίσης μια μορφή αλλαγής καθεστώτος, δεδομένου ότι οι ηγέτες της υποστηρίζουν την αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος της Τουρκίας και τον περιορισμό των προεδρικών εξουσιών. Η αίσθηση ευαλωτότητας του Ερντογάν έχει γίνει τόσο οξυμένη που η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα δικαστήρια για να προσπαθήσει να απαγορεύσει σε έναν ηγετικό δυνητικό υποψήφιο της αντιπολίτευσης, τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, να ακτεβεί στις εκλογές -μια ακραία κίνηση που θα μπορούσε τελικά να γυρίσει σαν μπούμερανγκ.
Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ενδέχεται να χάσουν τις εκλογές, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για τις 14 Μαΐου. Για οποιονδήποτε άλλο ηγέτη, τέτοια επίπεδα αντιδημοφιλίας και οικονομικής δυσφορίας μπορεί να σημαίνουν βέβαιη ήττα. Όμως ο Ερντογάν είναι γνωστός για την επιμονή του και την ικανότητά του να κερδίζει τις εκλογές, και έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Δεδομένου του πόσα διακυβεύονται, είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει σχεδόν κάθε μέσο για να αποφύγει την ήττα. Όπως υποδηλώνουν οι πρόσφατες κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική, έχει επίσης πολλά χαρτιά να παίξει και μπορεί να επιδιώξει να κατασκευάσει μια κρίση —συμπεριλαμβανομένης με την Δύση— για να αλλάξει τις διαθέσεις εγχωρίως. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν για μια τέτοια εξέλιξη για να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανές ζημιές και πρέπει να έχουν μια στρατηγική για να την αντιμετωπίσουν. Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική χώρα για να της επιτραπεί να απομακρυνθεί από την Δυτική επιρροή.
ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟ ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟ
Παραδόξως, σε μια εποχή γεωπολιτικών κραδασμών και συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, είναι το απρόβλεπτο της εσωτερικής πολιτικής που ανησυχεί περισσότερο τον Ερντογάν. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονες, τους συμμάχους, και τους αντιπάλους είναι χρήσιμες για να αντισταθμίσουν τις εσωτερικές ελλείψεις. Πάνω από όλα είναι η καταστροφική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Αν και η αγορά εργασίας είναι σχετικά εύρωστη, το υψηλό ποσοστό πληθωρισμού οφείλεται, εν μέρει, στην επιμονή του Ερντογάν να μειώνει τα επιτόκια αντί να τα αυξάνει. Όπως δήλωσε ανοιχτά ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, Nureddin Nebati, η ζωή με τον πληθωρισμό είναι προτιμότερη από μια ύφεση που θα προκαλείται από τις ορθόδοξες αυξήσεις επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. Αυτό είναι που ονόμασε ο Νεμπάτι ως «το τουρκικό μοντέλο», το οποίο, κατά τον μυθιστορηματικό του τρόπο, ισχυρίζεται ότι όχι μόνο είναι ευρέως επιτυχημένο αλλά και φθονείται από τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι αντικομφορμιστικές πολιτικές της κεντρικής τράπεζας είναι ενδεικτικές του ελέγχου του Ερντογάν επί των κατ’ όνομα ανεξάρτητων θεσμών. Την τελευταία δεκαετία έχει εδραιώσει την εξουσία του υπονομεύοντας ή εξαλείφοντας την ανεξαρτησία σχεδόν όλων των σημαντικών τουρκικών θεσμών: των δημοσίων πανεπιστημίων, της συντριπτικής πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης, του στρατού, των τοπικών κυβερνήσεων —και, το πιο σημαντικό, του δικαστικού σώματος, το οποίο έχει χρησιμοποιήσει ως όπλο κατά των αντιπάλων του. Οι τουρκικές φυλακές είναι γεμάτες με πολιτικούς της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών, όπως ο Οσμάν Καβάλα, και βασικά όποιον αντιπαθεί ο Ερντογάν. Δεν υπάρχει πλέον ούτε καν μια επίφαση κράτους δικαίου.
Ωστόσο, αυτή η πλήρης κυριαρχία του κράτους και της κοινωνίας έχει γίνει επίσης η αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν. Έχοντας θέσει τον εαυτό του στο επίκεντρο των πάντων, ο Ερντογάν έδωσε λόγους στους απλούς Τούρκους να τον κατηγορήσουν για τα δεινά της χώρας, παρά τις προσπάθειές του να κατηγορήσει τους ξένους για τα οικονομικά του προβλήματα, κυρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, έχοντας περικυκλωθεί από δουλικούς υποστηρικτές και όχι από έμπειρους πολιτικούς, είναι όλο και πιο επιρρεπής σε λάθη.
Ο συνασπισμός των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αποτελείται από δύο μεγαλύτερα και τέσσερα μικροσκοπικά κόμματα, αψήφησε τις προσδοκίες και κατάφερε να παρουσιάσει ένα σχετικά πειθαρχημένο μέτωπο. Θεωρητικά, οι συνδυασμένες δυνάμεις τους -μια νέα εξέλιξη στο συνήθως κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Τουρκίας- θα πρέπει να ελέγχουν αρκετά εκλογικά σώματα για να νικήσουν τον Ερντογάν. Στα τέλη Ιανουαρίου κυκλοφόρησαν το ενιαίο όραμά τους, αλλά δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για έναν προεδρικό υποψήφιο. Ο Kemal Kilicdaroglu, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, θέλει απεγνωσμένα να είναι υποψήφιος. αλλά είναι ο πιο αδύναμος υποψήφιος και πιθανότατα θα έχανε από τον Ερντογάν. Σοβαρός και εργατικός, ο Κιλιτσντάρογλου, υποφέρει τόσο από έλλειψη χαρίσματος όσο και για το ότι δείχνει ξεπερασμένος.
Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο Ερντογάν έχει λάβει μέτρα για να παραγκωνίσει τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, που είναι μέλος του CHP. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, είναι ένας από τους δύο νέους πολιτικούς της αντιπολίτευσης -ο άλλος είναι ο δήμαρχος της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς- που θα μπορούσε να κερδίσει τον Ερντογάν σε γενικές εκλογές. Όμως, τον Δεκέμβριο, ο Imamoglu καταδικάστηκε σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλάκιση με πλαστές κατηγορίες για «προσβολή» του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τις ίδιες τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν στην προσπάθεια να αποτραπεί η δική του άνοδος στην εξουσία. Πριν από δύο δεκαετίες, καταδικάστηκε και ο ίδιος, και δεν μπόρεσε να γίνει πρωθυπουργός όταν το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 2002. Παρά την αντίθεση του τότε προέδρου, το AKP και το CHP συνεργάστηκαν για την αλλαγή του συντάγματος, ανοίγοντας τον δρόμο στον Ερντογάν να γίνει βουλευτής και στην συνέχεια πρωθυπουργός. Η καταδίκη του Imamoglu, εάν επιβεβαιωθεί πρώτα από ένα περιφερειακό δικαστήριο και στην συνέχεια από το Ανώτατο Εφετείο (και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα γίνει), θα τον εμποδίσει από το να ασκήσει αξίωμα και να θέσει υποψηφιότητα εναντίον του Ερντογάν για την προεδρία ή για την σημερινή του θέση δημάρχου το 2024. Ακριβώς για να βεβαιωθεί ότι ο Imamoglu δεν θα καταφέρει να ξεφύγει, το Υπουργείο Εσωτερικών έχει κινήσει δύο άλλες ποινικές υποθέσεις εναντίον του, συμπεριλαμβανομένης μιας με την κατηγορία της υποστήριξης της τρομοκρατίας. Εξαλείφοντας τον Imamoglu, ο Ερντογάν ελπίζει ότι ο Kilicdaroglu που είναι δυνατόν να ηττηθεί, θα αναδειχθεί ως υποψήφιος της αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση δεν έχει εναλλακτική στρατηγική, προτιμώντας να λογομαχεί για το ποιον θα επιλέξει ως υποψήφιο.
Εκτός από την έλλειψη σαφούς αντιπάλου, ο Ερντογάν ξεκινά την προεκλογική περίοδο με δύο άλλα τεράστια πλεονεκτήματα: ελέγχει πλήρως το κράτος και τους πόρους του, τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά βούληση για να υποστηρίξει την επανεκλογή του και κυριαρχεί πλήρως στον δημόσιο χώρο. Προς το παρόν, έχει προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο και εύνοια για αυτοσχέδια μέτρα που εξυπηρετούν κυρίως την αφαίμαξη του εθνικού ταμείου. Έχει ακυρώσει τα χρέη περίπου πέντε εκατομμυρίων Τούρκων δανειοληπτών. Έδωσε οδηγίες στην κεντρική τράπεζα να δώσει φτηνές πιστώσεις σε τομείς όπως οι κατασκευές, που πιστεύει ότι θα τον βοηθήσουν καλύτερα να πετύχει τους στόχους του. Με την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, η κυβέρνηση εισήγαγε ένα πρόγραμμα καταθέσεων που ενθαρρύνει τους αποταμιευτές να αλλάξουν από δολάρια σε λίρες, υποσχόμενη να τους αποζημιώσει για τις συναλλαγματικές τους ζημίες, αυξάνοντας δραματικά την επιβάρυνση του δημόσιου ταμείου. Και ο Ερντογάν χορήγησε πρόσφατα πρόωρη συνταξιοδότηση σε περισσότερους από δύο εκατομμύρια πολίτες.
Αλλά ο Ερντογάν δεν είναι πάντα τόσο γενναιόδωρος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιοχές υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης. Οι δήμοι που ελέγχει το AKP είναι ένας σημαντικός αγωγός για τον Ερντογάν ώστε να χορηγεί προνόμια και να κάνει τους ντόπιους να εξαρτώνται από αυτόν. Αντίθετα, σε μεγάλες πόλεις που δεν ελέγχει το ΑΚΡ, η κεντρική κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την τοπική εξουσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη του Imamoglu, μια πόλη 20 εκατομμυρίων κατοίκων. Την περίοδο 2021–2022, για παράδειγμα, ο Ερντογάν, χωρίς να δώσει καμία εξήγηση, απλώς αποφάσισε να εμποδίσει τον δήμο της Κωνσταντινούπολης να έχει πρόσβαση σε κεφάλαια που είχε εγκρίνει το εθνικό κοινοβούλιο για την αντικατάσταση του προβληματικού στόλου δημόσιων λεωφορείων.
Φυσικά, όπως καθιστά σαφές η δίωξη κατά του Ιμάμογλου, το πιο σημαντικό εργαλείο του Ερντογάν παραμένει το δικαστικό σώμα. Ξεκινώντας το 2013 αλλά επιταχύνοντας μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016, χιλιάδες δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, και μέλη της αντιπολίτευσης που τόλμησαν να πουν οτιδήποτε επικριτικό για την κυβέρνηση έχουν φυλακιστεί. Οι διώξεις είναι αυθαίρετες. οποιοσδήποτε μπορεί να φυλακιστεί επειδή εργάστηκε σε ένα περιοδικό ή για ένα tweet που στάλθηκε πριν από χρόνια και ξαφνικά «αναστήθηκε». Μόνο το 2020, η κυβέρνηση ξεκίνησε 31.000 έρευνες για το αδίκημα της «προσβολής του προέδρου». Από τότε που ο Ερντογάν έγινε πρόεδρος το 2014, έχουν πραγματοποιηθεί 160.000 τέτοιες έρευνες.
Το κράτος έχει στοχοποιήσει πιο απροκάλυπτα ορισμένα πολιτικά κόμματα, ειδικά το φιλοκουρδικό Κόμμα Λαϊκής Δημοκρατίας (HDP). Αυτό το αριστερό κόμμα ήρθε τρίτο στις εκλογές του 2018, κερδίζοντας σχεδόν έξι εκατομμύρια ψήφους που αντιπροσωπεύουν το 11,7% των συνολικών ψήφων. Ενώ απευθύνεται σε προοδευτικούς ψηφοφόρους σε εθνικό επίπεδο, επικεντρώνεται κυρίως στην άρθρωση της γκάμας των ανησυχιών των Κούρδων πολιτών της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, ήταν στο στόχαστρο του Ερντογάν εδώ και χρόνια. Ο χαρισματικός ηγέτης του HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, βρίσκεται στην φυλακή από τον Νοέμβριο του 2016 και σε πολλά από τα κοινοβουλευτικά μέλη του έχει αφαιρεθεί η βουλευτική ασυλία και έχουν φυλακιστεί, συνήθως για «υποστήριξη της τρομοκρατίας», μια ασαφή κατηγορία που ερμηνεύεται ελεύθερα από τις Αρχές. Ομοίως, φέτος τον Ιανουάριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο πάγωσε τα κρατικά κονδύλια του HDP με την ψευδή αιτιολόγηση ότι το κόμμα υποστηρίζει την τρομοκρατία. Το δικαστήριο εξετάζει εάν θα απαγορεύσει το HDP για παρόμοιους λόγους και το δικαστήριο απέρριψε το πρόσφατο αίτημα του κόμματος να αναβάλει την απαγόρευση για μετά τις εκλογές του Μαΐου. Αν και ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης δεν έχει προσκαλέσει το HDP να ενταχθεί στις τάξεις του, οι υποστηρικτές του HDP θα καταψηφίσουν τον Ερντογάν. Η απαγόρευση του HDP θα σπείρει σύγχυση και θα διασφαλίσει ότι λιγότεροι υποστηρικτές του HDP, περίπου το 10% του εκλογικού σώματος, θα πάνε στις κάλπες. Από το 1993, περίπου πέντε φιλοκουρδικά κόμματα έχουν κλείσει.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν οι προσπάθειες του Ερντογάν να ανακόψει την αντιπολίτευση θα πετύχουν αυτή την φορά. Αν και ο συντριπτικός έλεγχος των τουρκικών θεσμών τού επέτρεψε να μεταμορφώσει το πολιτικό τοπίο κατά βούληση, η επιδίωξη της εξουσίας τον έκανε να κάνει σημαντικά λάθη. Για παράδειγμα, το 2019, όταν το ΑΚΡ έχασε τις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης σε μια συγκλονιστική ήττα για τον Ερντογάν, ο πρόεδρος παρενέβη και ανάγκασε μια επανάληψη. Όμως οι ψηφοφόροι τον ταπείνωσαν επανεκλέγοντας τον Ιμάμογλου, τον αρχικό νικητή, με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά.
Είναι πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε την λαϊκή αντίδραση στην καταδίκη του Imamoglu και την αναμενόμενη απαγόρευση του HDP. Ενώ περιμένει να λειτουργήσει η διαδικασία προσφυγής, ο Imamoglu περιοδεύει την χώρα και απευθύνεται σε μεγάλα πλήθη. Όταν το τελευταίο φιλοκουρδικό κόμμα τέθηκε εκτός νόμου το 2009 -μια ενέργεια στην οποία εναντιώθηκε ο Ερντογάν- οδήγησε σε σοβαρές αναταραχές. Δεδομένης της αβέβαιης αποτελεσματικότητας τέτοιων τακτικών, ο Ερντογάν μπορεί να επιδιώξει να συγκεντρώσει υποστήριξη με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής.
ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΔΥΣΗ
Για έναν αυταρχικό λαϊκιστή όπως ο Ερντογάν, η εξωτερική πολιτική, πέρα από τις παραδοσιακές λειτουργίες της, χρησιμεύει ως σημαντικό εργαλείο αυτοσυντήρησης και αυτομεγαλείου. Η σημαντική θέση της Τουρκίας μεταξύ της Ρωσίας, της Μέσης Ανατολής, και της Δύσης έχει βοηθήσει να τροφοδοτήσει την ακόρεστη επιθυμία του Ερντογάν για αναγνώριση και ανάστημα. Για παράδειγμα, ο ρόλος της Τουρκίας στην διαμεσολάβηση για τη μερική άρση του αποκλεισμού των ουκρανικών λιμανιών από την Ρωσία και στο να επιτρέψει στις ουκρανικές αποστολές σιτηρών να φτάσουν στις αγορές του αναπτυσσόμενου κόσμου, έχει προκαλέσει αιτήματα από τους συνεργάτες του να του απονεμηθεί το Νόμπελ Ειρήνης.
Με τις επικείμενες εκλογές, ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να πατήσει τα εθνικιστικά κουμπιά της Τουρκίας, παίρνοντας λαϊκές θέσεις που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει η αντιπολίτευση.
Ήδη, η εξακομματική αντιπολίτευση έχει ακολουθήσει τις περισσότερες από τις πρόσφατες δηλώσεις εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, είτε για τις περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Συρία, και τους Κούρδους. Ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμφισβήτησαν την πρόσφατη στροφή του στις σχέσεις του με χώρες της Μέσης Ανατολής όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και το Ισραήλ ή τις άνετες σχέσεις του με την Ρωσία. Για την ενίσχυση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, η Άγκυρα διαπραγματεύτηκε συμφωνίες ανταλλαγής αξίας 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Κίνα, το Κατάρ, τη Νότια Κορέα, και τα ΗΑΕ. Σε αυτό που ο οικονομολόγος Timothy Ash αποκάλεσε «μια άνευ όρων παράδοση», ο Ερντογάν φιλοξένησε τον Σαουδάραβα διάδοχο, τον οποίο είχε κατηγορήσει νωρίτερα ότι διέταξε την δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, με αντάλλαγμα μια κατάθεση 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην τουρκική κεντρική τράπεζα.
Σε εντυπωσιακή αντίθεση με την προσέγγισή του στην Ρωσία, την Σαουδική Αραβία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο Ερντογάν τείνει να είναι πολύ πιο μαχητικός και μαχητικός με τους Δυτικούς συμμάχους του. Το να τους αντιστέκεται είναι δημοφιλές εγχωρίως. Ως εκ τούτου, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τους ρίχνει το φταίξιμο, κατηγορώντας τους για όλα τα δεινά του έθνους, από την κατάσταση της οικονομίας μέχρι το πραξικόπημα του 2016 εναντίον του, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι συμμετείχαν οι ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν έχει θέσει τις βάσεις για πιθανές τουρκικές ενέργειες σε πολλά άλλα μέτωπα. Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν διαφωνήσει όλα αυτά τα χρόνια σε ζητήματα όπως τα χωρικά ύδατα, το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, και οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου. Έχει απειλήσει δύο φορές την Ελλάδα πρόσφατα, λέγοντας: «Μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και «η Ελλάδα φοβάται τους πυραύλους μας. Λένε ότι ο πύραυλος TAYFUN θα χτυπήσει την Αθήνα˙ θα γίνει, εκτός κι αν μείνετε ήρεμοι». Επανέλαβε την απειλή του να ξεκινήσει μια χερσαία εισβολή κατά των Κούρδων συμμάχων της Ουάσιγκτον στην Συρία, αν και η τουρκική αεροπορία τους βομβαρδίζει ήδη, με οβίδες να πέφτουν μερικές εκατοντάδες μέτρα από το αμερικανικό προσωπικό που βρίσκεται εκεί. Εν μέσω αυτής της διεκδικητικής ρητορικής για την τουρκική ισχύ, ο Ερντογάν κατέβασε την αντιπολίτευση σε δειλούς μικρούς παίκτες που ζητωκραυγάζουν από το περιθώριο.
Είναι ένας απρόβλεπτος πραγματιστής, όπως έχουν δείξει οι πολιτικές του για την Ουκρανία και την Ρωσία. Ενώ αναζητά εύσημα για την ουκρανική συμφωνία σιτηρών και για την παροχή drones στην Ουκρανία που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης, βοήθησε, ανεξάρτητα από τις αμερικανικές προειδοποιήσεις, τη Μόσχα να αποφύγει τις Δυτικές κυρώσεις και να μετριάσει την ζημιά τους στην ρωσική οικονομία. Ομολογουμένως, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις είναι πολύπλοκες και αλληλένδετες σε πολλά μέτωπα, αλλά αυτές οι κινήσεις για να βοηθήσει τον Πούτιν βοηθούν και τον Ερντογάν επίσης. Τα ρούβλια που εισρέουν στα τουρκικά ταμεία, είτε από το εμπόριο που καταστρατηγεί τις κυρώσεις είτε από Ρώσους τουρίστες, συμβάλλουν τελικά στην στήριξη της λίρας και στην χρηματοδότηση των εισαγωγών ενέργειας από την Ρωσία.
Οι επίσημες προσπάθειες της Σουηδίας και της Φινλανδίας [3] να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ έδωσαν στον Ερντογάν την ευκαιρία να επιδείξει τις δυνάμεις του για να αποσπάσει παραχωρήσεις και από τις δύο χώρες με αντάλλαγμα την τουρκική υποστήριξη και να επιδείξει, για το εγχώριο κοινό, την σκληρή του στάση ενάντια στην Δύση. Τον Ιανουάριο, ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε το κάψιμο του Κορανίου μπροστά από την τουρκική πρεσβεία στην Στοκχόλμη από έναν δεξιό Σουηδό ζηλωτή για να εντείνει την αντίθεσή του στην Σουηδία, απειλώντας ότι δεν θα συναινούσε ποτέ στην ένταξη της Σουηδίας. Τόσο οι Σουηδοί όσο και οι Φινλανδοί είχαν καταλάβει ότι θα περίμενε μετά τις τουρκικές εκλογές προτού πραγματοποιήσει το αίτημά τους. Ωστόσο, οι σκληρές τακτικές του Ερντογάν έχουν ήδη αποτύχει. Η Σουηδία αρνήθηκε να εκδώσει «τους 120 τρομοκράτες» που [εκείνος] ζήτησε, και η Γερουσία των ΗΠΑ έχει καταστήσει σαφές ότι εάν η Τουρκία δεν εγκρίνει την ένταξη αυτών των χωρών, οι πωλήσεις όπλων στην Τουρκία, συγκεκριμένα τα F-16, δεν θα επιτραπούν.
Σε αντίθεση με την ευαλωτότητά του σε εσωτερικά οικονομικά ζητήματα, η εξωτερική πολιτική προσφέρει στον Ερντογάν διάφορους τρόπους για να ενισχύσει την ηγεσία του στο εσωτερικό. Οι επερχόμενες κάλπες δεν είναι συνηθισμένες εκλογές˙ θα αποφασίσουν την θέση του στην ιστορία. Ως εκ τούτου, ο πανάρχαιος πειρασμός να κατασκευαστεί μια κρίση στο εξωτερικό για να αποτραπεί μια ήττα [στο εσωτερικό] θα είναι υψηλός. Θα αποσπούσε την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα και θα έβαζε στο περιθώριο μια άτολμη αντιπολίτευση. Όπως έδειξε ο Ερντογάν το 2017 αγοράζοντας ένα ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικό σύστημα S-400, παρά τις επανειλημμένες αυστηρές προειδοποιήσεις από την Ουάσιγκτον που κατέστησαν σαφείς τις συνέπειες, είναι πρόθυμος να πάρει ρίσκα αν πιστεύει ότι μπορεί να την γλιτώσει. Δεν την γλίτωσε τότε, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις. Αλλά αυτό δεν θα τον εμποδίσει από το να τα δοκιμάσει στο μέλλον, όχι μόνο επειδή τα διακυβεύματα είναι πολύ μεγάλα, αλλά επειδή η Τουρκία στερείται επίσημης θεσμικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Ο Ερντογάν είναι ο μόνος που αποφασίζει.
ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΕΝΟΨΕΙ
Αντιμέτωπες με την προοπτική ενός ολοένα και πιο παρορμητικού Ερντογάν καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το απροσδόκητο από την Τουρκία. Μεταξύ των πιθανών κινήσεών του είναι μια «τυχαία» αν και μικρή σύγκρουση στις περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου με την Ελλάδα˙ μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην βόρεια Συρία˙ ή, πιο δραματικά, αλλαγή του status quo στην τουρκική πλευρά της Κύπρου. Όσον αφορά την Κύπρο, ο Ερντογάν θα μπορούσε να ανοίξει σε επενδυτές το τουριστικό προάστιο των Βαρωσίων, του οποίου η ακίνητη περιουσία ανήκει σε Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους από τον τουρκικό στρατό εισβολής το 1974 —μια κίνηση που απαγορεύεται από ψηφίσματα του ΟΗΕ. Η σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει ήδη υπαινιχθεί αυτό το ενδεχόμενο. Θα μπορούσε επίσης να υποσχεθεί ότι, μόλις επανεκλεγεί, θα οργανώσει ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της τουρκικής πλευράς του νησιού. Το αν θα το κάνει πράγματι δεν έχει σημασία. Η Κύπρος αποτελεί ταμπού της τουρκικής πολιτικής και η αντιπολίτευση δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει το κόλπο του Ερντογάν.
Υπάρχει ένας ακόμη άγνωστος παράγοντας στην εξίσωση: ο Πούτιν. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Ερντογάν έχει ζητήσει την άδεια του Ρώσου ηγέτη για να διεξάγει μεγάλες επιχειρήσεις στην Συρία εναντίον των Κούρδων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών εκεί, και ο Πούτιν αρνήθηκε. Οι υποψίες για ρωσική ανάμειξη στα πρόσφατα περιστατικά καύσης του Κορανίου, όπως είπε ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών, ίσως να σημαίνουν ότι η Μόσχα θα μπορούσε να αποφασίσει να ανακατέψει τα πράγματα δίνοντας στην Τουρκία πράσινο φως για την Συρία.
Οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις έχει την δυνατότητα να προκαλέσει πιο σοβαρές κρίσεις στην συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας, στις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις, και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Όμως, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας είναι περίπλοκες και εκτεταμένες˙οι δύο κυβερνήσεις εμπλέκονται καθημερινά και εκτενώς μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα. Όσο κι αν χρειάζεται η Ουάσιγκτον την Τουρκία, η Άγκυρα εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το να περιμένεις τον Ερντογάν και να μην κάνεις τίποτα δεν αποτελεί στρατηγική. Η Ουάσιγκτον πρέπει να τον δεσμεύσει άμεσα, παρακάμπτοντας συνομιλητές όπως ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος έχει αμελητέα επιρροή. Ο Ερντογάν είναι ριψοκίνδυνος, αλλά θα δυσκολευόταν να αγνοήσει ένα σαφές μήνυμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες το οποίο να περιγράφει τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζε εάν επέλεγε να κατασκευάσει μια αναμέτρηση.