Θα υπονομεύσει την τουρκική δημοκρατία για να παραμείνει στην εξουσία;
Τους τελευταίους μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται όλο και πιο απελπισμένος. Έχει εντείνει την καταστολή των επικριτών και των πολιτικών αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένου, πιο πρόσφατα, του Metin Gurcan, ιδρυτικού μέλους του αντιπολιτευόμενου Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (Democracy and Progress Party, DEVA), ο οποίος συνελήφθη τον Νοέμβριο με την κατηγορία της κατασκοπείας. [Ο Ερντογάν] έχει απειλήσει να απελάσει διπλωμάτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από ορισμένους από τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Και καθώς η δημοτικότητά του στο εσωτερικό βρίσκεται σε κάθετη πτώση, έχει ξεκινήσει ένα απερίσκεπτο πείραμα μείωσης των επιτοκίων εν μέσω ενός ήδη υψηλού πληθωρισμού, μια πολιτική που έχει ρίξει την χώρα σε οικονομική αναταραχή. Εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει μια ενθαρρυμένη -και όλο και πιο ενωμένη- αντιπολίτευση που για πρώτη φορά αποτελεί άμεση απειλή για την κυριαρχία του.
Η αλλαγή ήταν δραματική. Για μεγάλο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών, αρχικά ως πρωθυπουργός μεταξύ του 2003 και του 2014 και στην συνέχεια ως πρόεδρος από το 2014 και μετά, ο Ερντογάν φαινόταν ανίκητος. Φέρνοντας νέα ευημερία στα μεσαία στρώματα της Τουρκίας, έχει ωθήσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Justice and Development Party, AKP) στη νίκη σε περισσότερες από δώδεκα πανεθνικές εκλογές. Έχει αντεπεξέλθει στους πολέμους στο κατώφλι του και, το 2016, σε μια απόπειρα πραξικοπήματος. Εμφανίζοντας τον εαυτό του ως νέο σουλτάνο, έχει κερδίσει τον σαρωτικό έλεγχο του Δικαστικού Σώματος, των μέσων ενημέρωσης, της αστυνομίας, και άλλων θεσμών του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, παρόλο που έχει καταστείλει ανελέητα τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν έχει χάσει τη μαγεία του. Από την απόπειρα πραξικοπήματος και μετά, η κυβέρνησή του γίνεται όλο και πιο παρανοϊκή, καταδιώκοντας όχι μόνο υπόπτους ως πραξικοπηματίες αλλά και μέλη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, και στην συνέχεια συλλαμβάνοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και αναγκάζοντας περισσότερους από 150.000 ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, και άλλους να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους λόγω υποψιών για δεσμούς τους με το πραξικόπημα ή απλώς επειδή όρθωσαν το ανάστημά τους στον Ερντογάν. Και η αυξανόμενη προθυμία του να παρέμβει στις εκλογές -συμπεριλαμβανομένης μιας αποτυχημένης προσπάθειας να αντιστραφεί το αποτέλεσμα των εκλογών για την δημαρχία της Κωνσταντινούπολης το 2019- έχει χαλυβδώσει την αντιπολίτευση.
Τώρα, με την υποστήριξη σε αυτόν να διαβρώνεται δραστικά, ο ηγέτης της παλαιότερης δημοκρατίας και της μεγαλύτερης οικονομίας μεταξύ της Ιταλίας και της Ινδίας αντιμετωπίζει έναν απολογισμό: σε 18 μήνες, η Τουρκία θα πραγματοποιήσει προεδρικές εκλογές που ο Ερντογάν είναι πολύ απίθανο να κερδίσει. Και λόγω της μακροχρόνιας κληρονομιάς του στην διαφθορά και στην κατάχρηση εξουσίας, θα μπορούσε κάλλιστα να διωχθεί [ποινικά] αν απομακρυνθεί. Φαίνεται ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στα καθήκοντά του, συμπεριλαμβανομένης της υπονόμευσης μιας δίκαιης ψηφοφορίας, της αγνόησης του αποτελέσματος, ή ακόμη και της υποκίνησης μιας εξέγερσης όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου [στμ: 2021, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον]. Η επείγουσα πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα, λοιπόν, είναι πώς να οργανώσει μια μετάβαση της εξουσίας που δεν θα απειλεί τα θεμέλια της ίδιας της τουρκικής δημοκρατίας, δυνητικά στέλνοντας ωστικά κύματα αστάθειας πέρα από τα σύνορα της χώρας, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΞΕΤΡΑΠΗ
Όταν ανήλθε στην εξουσία το 2003, ο Ερντογάν χαιρετίστηκε ως μεταρρυθμιστής που θα οικοδομούσε και θα ενίσχυε τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Στην αρχή, ο ίδιος και το AKP φάνηκε να εκπληρώνουν αυτές τις υποσχέσεις. Βελτίωσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες, όπως η φροντίδα υγείας, και πέτυχε μια δεκαετία χαμηλής ανεργίας και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία έγινε για πρώτη φορά μια, στην πλειοψηφία της, κοινωνία της μεσαίας τάξης. Επέκτεινε επίσης ορισμένες ελευθερίες, προσφέροντας κυρίως κάποια μειονοτικά γλωσσικά δικαιώματα στους Κούρδους της Τουρκίας.
Για κάποιο διάστημα, αυτές οι πολιτικές έκαναν τον Ερντογάν δημοφιλή τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, οικοδόμησε μια βάση υποστηρικτών που τον λάτρευαν, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον συντηρητικοί, αγρότες, εργαζόμενοι, ψηφοφόροι της κατώτερης μεσαίας τάξης που ψήφιζαν αξιόπιστα το ΑΚΡ σε όλες τις εκλογές. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνησή του στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ως μοντέλο μουσουλμανικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, μια χώρα που εξετάστηκε σοβαρά για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, ο Ερντογάν άρχισε να δείχνει πολύ πιο αυταρχικές τάσεις. Το 2008, εξαπέλυσε την αποκαλούμενη υπόθεση Ergenekon, μια σαρωτική και σε μεγάλο βαθμό ατελέσφορη έρευνα για το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας, στην οποία περισσότερα από 140 άτομα κατηγορήθηκαν ότι συνωμότησαν για πραξικόπημα κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, έγινε γρήγορα σαφές ότι ο Ερντογάν —με την βοήθεια του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, του ηγέτη του κινήματος Γκιουλέν και τότε συμμάχου του, του οποίου οι ακόλουθοι στην αστυνομία, στα μέσα ενημέρωσης, και στο Δικαστικό Σώμα βοήθησαν να επινοηθούν στοιχεία που στόχευαν τους δημοκρατικούς αντιπάλους του Ερντογάν— επιχειρούσε να ξεριζώσει τους κοσμικούς που επί μακρόν ήλεγχαν τους κρατικούς θεσμούς.
Στην δεύτερη δεκαετία της θητείας του, ο Ερντογάν κατέφυγε σε πιο σκληρές τακτικές για να διατηρήσει την εξουσία. Το 2013, χρησιμοποίησε βία για να καταστείλει τις διαδηλώσεις του [πάρκου] Γκεζί, στις οποίες εκατομμύρια αντικυβερνητικοί διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και άλλων τουρκικών πόλεων. Μετά τις διαδηλώσεις, η κυβέρνηση έσφιξε τα λουριά στην κοινωνία των πολιτών και ο χώρος για πολιτικό ακτιβισμό στένεψε. Στην συνέχεια, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να καταπιέσει περαιτέρω τις αντιληπτές απειλές κατά της διακυβέρνησής του. Εξαπέλυσε μια σαρωτική εκστρατεία αντιποίνων εναντίον των πρώην συμμάχων του στο κίνημα του Γκιουλέν, εκκαθαρίζοντας χιλιάδες φερόμενους και γνωστούς Γκιουλενιστές από κυβερνητικές θέσεις και ρίχνοντάς τους στην φυλακή. Και [στους Γκιουλενιστές] προστέθηκε αυξανόμενος αριθμός σοσιαλιστών, σοσιαλδημοκρατών, Αλεβιτών (μια φιλελεύθερη μουσουλμανική σέκτα), φιλελεύθερων, αριστεριστών, Τούρκων και Κούρδων εθνικιστών, κεντρώων, ακόμη και κάποιων συντηρητικών που αντιτέθηκαν στον λαϊκισμό του Ερντογάν.
Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν άρχισε να απομακρύνεται από τους μακροχρόνιους δεσμούς της Τουρκίας με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2013, κατηγόρησε τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για το πραξικόπημα του στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι στην Αίγυπτο, ευθυγραμμιζόμενος όλο και περισσότερο με τις πολιτικές ισλαμιστικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Μολονότι βρίσκονταν αρχικά στις αντίθετες πλευρές του συριακού εμφυλίου πολέμου, ο Ερντογάν και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, κατέληξαν επίσης σε σύμπνοια. Αφότου τον προσέγγισε ο Πούτιν στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016, ο Πούτιν συμφώνησε να επιτρέψει στην Τουρκία να καταδιώξει τις Λαϊκές Μονάδες Προστασίας των Κούρδων της Συρίας (Syrian Kurdish People’s Protection Units, YPG), στις οποίες είχαν βασιστεί οι Ηνωμένες Πολιτείες για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) και ο Ερντογάν δεσμεύτηκε να αγοράσει το ρωσικής κατασκευής αντιπυραυλικό αμυντικό σύστημα S-400. Κατά το 2020, ο Ερντογάν αντιμετώπισε σκληρές κυρώσεις από τις ΗΠΑ για την ρωσική αμυντική συμφωνία, και η συμμαχία επτά δεκαετιών μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας εισερχόταν στη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων ετών.
Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ
Για χρόνια, καθώς ο Ερντογάν προωθούσε τον αυταρχικό λαϊκισμό του, μπορούσε να βασίζεται σε μια διχασμένη αντιπολίτευση. Το αμοιβαίο μίσος ανάμεσα στην σχεδόν μισή ντουζίνα φατρίες που τον αμφισβητούσαν τακτικά στις κάλπες, οι οποίες εκτείνονταν από τους Τούρκους εθνικιστές έως τους Κούρδους εθνικιστές και από τους κοσμικούς έως τους πολιτικούς Ισλαμιστές, συνήθως υπερέβαινε την κοινή τους αντίθεση στην εξουσία του ΑΚΡ. Αυτές οι διαιρέσεις σήμαιναν ότι το κόμμα του Ερντογάν μπορούσε να κερδίζει εύκολα τις εκλογές, όπως έκανε συνεχώς τα πρώτα 15 χρόνια της διακυβέρνησής του.
Το 2017, όμως, ο Ερντογάν έκανε ένα μοιραίο λάθος. Πέτυχε να επιβάλλει μια συνταγματική τροποποίηση που αντικατέστησε το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε εκτελεστική προεδρική [δημοκρατία]. Εκτός από την κατάργηση του αξιώματος του πρωθυπουργού, η τροπολογία έδωσε στον Ερντογάν πιο άμεσο έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας και αποδυνάμωσε σημαντικά τις εξουσίες του νομοθετικού σώματος. Ουσιαστικά, ο Ερντογάν έστεψε τον εαυτό του ως τον νέο σουλτάνο της Τουρκίας —γινόμενος ταυτόχρονα επικεφαλής του κράτους, επικεφαλής της κυβέρνησης, επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος, και επικεφαλής της αστυνομίας (η οποία είναι μια εθνική δύναμη στην Τουρκία).
Ωστόσο, παρόλο που έδωσε στον Ερντογάν περισσότερη εξουσία, η συνταγματική μεταρρύθμιση ενίσχυσε ακούσια την αντιπολίτευση. Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό σύστημα, οι εκλογές διεξάγονταν μεταξύ όλων των κομμάτων ταυτόχρονα, δίνοντας στο AKP ένα φυσικό πλεονέκτημα έναντι των πολλαπλών αντιπάλων του. Όμως το νέο προεδρικό σύστημα απαιτεί δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος υποψήφιος της αντιπολίτευσης έχει πλέον την δυνατότητα να ενώσει έναν ευρύ συνασπισμό κατά του Ερντογάν κάτω από ένα λάβαρο.
Το σημερινό μπλοκ της αντιπολίτευσης εξαρτάται από μια συμμαχία μεταξύ δύο βασικών φατριών: του κοσμικού, αριστερίστικου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Republican People’s Party, CHP) και του κεντρώου, τουρκικού εθνικιστικού Καλού Κόμματος (Good Party, IYI). Το φιλοκουρδικό, φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (Peoples’ Democratic Party, HDP) έχει υποστηρίξει άτυπα αυτή την συμμαχία, όπως [την έχουν υποστηρίξει] και ορισμένες άλλες μικρότερες, κεντρώες και δεξιές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματος Ευτυχίας (Felicity Party, SP), ενός πολιτικού ισλαμικού κόμματος που αντιτίθεται στο AKP, μεταξύ άλλων λόγων, για την διαφθορά του. Πολιτικά, αυτά τα κόμματα απέχουν πολύ μεταξύ τους σε πολλά θέματα, αλλά είναι όλο και πιο ενωμένα στην επιθυμία τους να νικήσουν τον Ερντογάν.
Εν τω μεταξύ, η προεδρική βάση του ΑΚΡ παραπαίει. Η υποστήριξη για το κυβερνητικό λαϊκιστικό μπλοκ, που περιλαμβάνει το AKP και το μικρότερο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (Nationalist Action Party, MHP), ένας σύμμαχος του Ερντογάν από το 2018, έχει μειωθεί σε περίπου 30% με 40% στις δημοσκοπήσεις, από 52% στις προεδρικές εκλογές του 2018. Κάποιοι πρώην υποστηρικτές του AKP έχουν συρρεύσει στο MHP και άλλοι έχουν πάει σε πιο πρόσφατα ιδρυθέντα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το DEVA, με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Ali Babacan. Αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν πρέπει τώρα να βασισθεί σε μια μειοψηφία για να καταπιέσει την πλειοψηφία, κάτι που, με το νέο επαναληπτικό σύστημα, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να γίνει.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ
Μαζί με το νέο προεδρικό εκλογικό σύστημα, η μεγαλύτερη ευπάθεια του Ερντογάν είναι η οικονομία. Το 2018, η τουρκική οικονομία βυθίστηκε στην πρώτη της ύφεση από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία και στα χρόνια [που πέρασαν] από τότε, η ύφεση έχει διαβρώσει την υποστήριξη του AKP στις δύο πιο σημαντικές πόλεις της χώρας, την Κωνσταντινούπολη και την πρωτεύουσα του έθνους, την Άγκυρα.
Το 2019, ο Εκρέμ Ιμάμογλου του CHP κέρδισε την αναμέτρηση για την δημαρχία στην Κωνσταντινούπολη, δείχνοντας για πρώτη φορά ότι η αντιπολίτευση θα μπορούσε να νικήσει το AKP στις κάλπες σε μια κούρσα με δύο υποψήφιους. Αλλά οι εκλογές έδειξαν επίσης πόσο μακριά ήταν διατεθειμένος να φθάσει ο Ερντογάν για να προσπαθήσει να διατηρήσει την κυριαρχία του AKP. Όταν ο υποψήφιός του έχασε, ο Ερντογάν ισχυρίσθηκε [ότι έγιναν] παρατυπίες στα εκλογικά συμβούλια που επέβλεπαν την ψηφοφορία και επέβαλε νέες εκλογές. (Το εθνικό εποπτικό όργανο των συμβουλίων καθυστέρησε την τελική επικύρωση του αποτελέσματος για εβδομάδες, περιμένοντας μια ένδειξη από τον πρόεδρο, και στην συνέχεια, αφού [ο Ερντογάν] δήλωσε τον Μάιο ότι ήταν απαραίτητη μια νέα ψηφοφορία, παρενέβη και ζήτησε επαναληπτικές εκλογές τον επόμενο μήνα). Οι ψηφοφόροι, ωστόσο, δεν ξεγελάστηκαν: ενώ στις αρχικές εκλογές ο Ιμάμογλου νίκησε τον υποψήφιο του Ερντογάν με μικρή διαφορά 13.000 ψήφων, ο πολιτικός του CHP κέρδισε τις επαναληπτικές [εκλογές] τρεις μήνες αργότερα με μια τεράστια [διαφορά] 800.000 ψήφων.
Αυτό το αποτέλεσμα -σε συνδυασμό με μια δεύτερη νίκη του CHP από τον Mansur Yavas στην Άγκυρα τον Μάρτιο- κατέστρεψε ουσιαστικά την εικόνα του αήττητου του Ερντογάν. Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, αμφότεροι οι δήμαρχοι του CHP καθώς και η Meral Aksener, ηγέτις του εθνικιστικού κόμματος IYI, θα νικούσαν τον Ερντογάν σε μια προεδρική αναμέτρηση με δύο υποψήφιους. Και οι τρεις αγωνίζονται για την συνολική ηγεσία της αντιπολίτευσης, αλλά σε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Τουρκία έμαθα ότι ο καθένας θα υποστήριζε τον πρωτοπόρο έναντι του Ερντογάν σε έναν δεύτερο γύρο.
Αυτοί οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων αφήνουν τον Ερντογάν σε δεινή κατάσταση. Με τον πληθωρισμό να αναμένεται να ξεπεράσει το 20% το 2022, οι προοπτικές μιας οικονομικής μεταστροφής είναι όλο και πιο αμυδρές. Προς το παρόν, η καλύτερη στρατηγική του είναι να προσπαθήσει να βάλει προσκόμματα μεταξύ του IYI και άλλων δεξιών φατριών ενάντια στους αριστερούς εταίρους τους. Αλλά οι ηγέτες της αντιπολίτευσης, έχοντας επίγνωση των νικών τους το 2019, έχουν δεσμευθεί να μείνουν μαζί. Εξαιρουμένης μιας δραματικής τροπής των γεγονότων, όπως ο Ερντογάν να αποκλείσει βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης και να φυλακίσει τους ηγέτες τους ή να αναβάλλει επ’ αόριστον τις εκλογές, το πιο πιθανό αποτέλεσμα για τον Ερντογάν το 2023 είναι, λοιπόν, μια ηχηρή ήττα που αυτός και οι υποστηρικτές του θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ανατρέψουν.
ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Εάν διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση, ο Ερντογάν οδεύει προς μια σύγκρουση με το εκλογικό σώμα, η οποία θα έχει βαθιές επιπτώσεις στο μέλλον της Τουρκίας. Υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η σύγκρουση. Στην πρώτη, ο Ερντογάν χάνει τις εκλογές αλλά ισχυρίζεται αμέσως [ότι έγινε] εκτεταμένη νοθεία. Στην συνέχεια, σε μια επανάληψη της [εκλογής της] Κωνσταντινούπολης το 2019, επιδιώκει να απορριφθεί το αποτέλεσμα, ρίχνοντας την χώρα σε κρίση.
Όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020, μια τέτοια επίθεση στο εθνικό εκλογικό σύστημα δεν θα είχε προηγούμενο. Ωστόσο, φαίνεται εύλογο για τον Ερντογάν, δεδομένης της προηγούμενης προθυμίας του να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Τουρκία, της φύσης του σημερινού στενού κύκλου του, και της αποφασιστικότητάς του να διατηρήσει την εξουσία. Από το 2018 και μετά, ο Ερντογάν έχει γίνει ολοένα και πιο απομονωμένος στην διαδικασία λήψης των αποφάσεών του, με μια ιδιοτελή κλίκα μέσα στο προεδρικό μέγαρο να έχει εκτοπίσει σε μεγάλο βαθμό τους επαγγελματικούς αρμούς της κυβέρνησης και το τεράστιο πολιτικό δίκτυο στο οποίο βασιζόταν κάποτε. Αυτοί είναι οι σύμβουλοι του παλατιού που ώθησαν τον Ερντογάν να απορρίψει τα αποτελέσματα της Κωνσταντινούπολης, και εάν ο Ερντογάν ταπεινωθεί ξανά, θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο σε εθνικό επίπεδο. Ακολουθώντας το «σενάριο» του 2019, ο Ερντογάν θα μπορούσε να διαδώσει ένα ψευδές αφήγημα περί «απάτης και παρανομίας» και στην συνέχεια να ασκήσει πίεση στα δικαστήρια και στις εκλογικές επιτροπές για να υποστηρίξουν και να εγγυηθούν τους ισχυρισμούς του.
Σε εκείνο το σημείο, ο Ερντογάν θα αντιμετώπιζε μια συντριπτική δημόσια κατακραυγή, με εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές της αντιπολίτευσης να γεμίζουν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Τουρκίας. Αλλά θα μπορούσε να αναπτύξει την εθνική αστυνομία -μια σύγχρονη, καλά οπλισμένη δύναμη πάνω από 300.000 [ατόμων] που αναφέρουν απευθείας σε αυτόν- επισπεύδοντας μια καταστολή. Θα έθετε αμέσως εκτός νόμου όλες τις διαδηλώσεις, θα συλλάμβανε βασικούς διοργανωτές των διαμαρτυριών, θα έκλεινε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και πιθανότατα θα κήρυττε απαγόρευση κυκλοφορίας, ακολουθούμενη από μια πιθανή κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αυτή που επέβαλε μετά το πραξικόπημα του 2016. Ομάδες υπέρ του Ερντογάν θα μπορούσαν επίσης να ασκήσουν αυτόκλητη βία κατά των διαδηλωτών με την σιωπηρή υποστήριξη της αστυνομίας. Ήδη, στα χρόνια από τη μετάβαση στο προεδρικό σύστημα, υπήρξε ένα ανησυχητικό κύμα βίας εναντίον ηγετών της αντιπολίτευσης και διαμορφωτών γνώμης, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης στον ηγέτη του CHP, Kemal Kilicdaroglu, από έναν φιλο-ερντογανικό όχλο, τον Απρίλιο του 2019, πριν από την επαναληπτική ψηφοφορία στην Κωνσταντινούπολη. Μια νίκη της αστυνομίας του Ερντογάν θα τερμάτιζε την δημοκρατία στην Τουρκία.
Αλλά η κίνηση για την ακύρωση των αποτελεσμάτων δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Ερντογάν θα μπορούσε να υπονομεύσει τις εκλογές. Μια δεύτερη πιθανότητα είναι ότι αυτός και οι σύμβουλοί του θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να «στήσουν» την ψηφοφορία εκ των προτέρων. Αν το κάνουν, είναι πολύ πιθανό να αποτύχουν. Από αυτή την άποψη, η εμπειρία της Κωνσταντινούπολης το 2019 είναι αποκαλυπτική. Όταν ο Ερντογάν ακύρωσε την πρώτη ψηφοφορία, η αντιπολίτευση διοργάνωσε μια αριστοτεχνική εκστρατεία «προστατεύστε την ψήφο» για τις επαναληπτικές εκλογές, προσελκύοντας περίπου 100.000 εθελοντές για να παρακολουθούν τα εκλογικά τμήματα, να τεκμηριώνουν την καταμέτρηση των ψήφων σε smartphone, ακόμη και να περνούν τη νύχτα κοιμώμενοι κυριολεκτικά πάνω στις κάλπες για να εμποδίσουν τη νοθεία. (Στην Τουρκία, οι πολίτες επιτρέπεται από το νόμο να παρακολουθούν την καταμέτρηση των ψήφων). Οποιαδήποτε προσπάθεια από τον Ερντογάν να παρέμβει στις εκλογές του 2023 θα τεκμηριωθεί, πυροδοτώντας μια άμεση λαϊκή αντίδραση, μεταξύ πολλών από αυτούς που τον ψήφισαν.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα, λοιπόν, θα είναι είτε τεράστιες διαδηλώσεις, στις οποίες η αστυνομία και η αντιπολίτευση πρόκειται, και δυστυχώς, να εμπλακούν για άλλη μια φορά σε μια κούρσα για να πάρουν τον έλεγχο των δρόμων της Τουρκίας, είτε, εάν εντοπιστεί νωρίς η παρέμβαση και προστατευθεί επιτυχώς η ψηφοφορία, μια νίκη για την αντιπολίτευση. Όμως ο Ερντογάν και οι δυνάμεις υπό τον έλεγχό του μπορεί μολαταύτα να αρνηθούν να αποδεχθούν το αποτέλεσμα και θα υπάρχει το δύσκολο ερώτημα πώς θα διασφαλιστεί μια ειρηνική και ομαλή μετάβαση της εξουσίας, εάν αυτός και οι υποστηρικτές του αρνηθούν να αναγνωρίσουν [το αποτέλεσμα], χωρίς να πέσει η Τουρκία σε αστάθεια.
Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΜΝΗΣΤΙΑΣ
Δεδομένης της πιθανότητας αποσταθεροποιητικής παρέμβασης από τον Ερντογάν και τους υποστηρικτές του στις προεδρικές εκλογές, μια καλύτερη στρατηγική για την αντιπολίτευση θα ήταν να επιδιώξει μια μεγάλη συμφωνία μαζί του για να αποχωρήσει οικειοθελώς από τα καθήκοντά του. Πράγματι, η αντιπολίτευση έχει σημαντική μόχλευση σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Διότι εκτός από την απώλεια της εξουσίας, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει την πιθανή προοπτική ποινικής δίωξης για διαφθορά καθώς και για τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων στα χέρια της αστυνομίας και τα βάσανα πολλών άλλων που κακοποιήθηκαν από την κυβέρνησή του. Μέλη της οικογένειάς του έχουν επίσης εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς και θα μπορούσαν να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον τους. Υπάρχει μια πραγματική προοπτική ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να περάσει τα τελευταία του χρόνια κλεισμένος σε τουρκική φυλακή ή στην εξορία, εάν χάσει τις εκλογές. Έτσι, η αντιπολίτευση θα μπορούσε να τον πείσει να παραμερίσει με αντάλλαγμα την επιείκεια για αυτόν και την οικογένειά του, με αποτέλεσμα την ομαλή μετάβαση της εξουσίας.
Μια μεγάλη συμφωνία θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Πολλές ομάδες της αντιπολίτευσης στα αριστερά θα είναι απρόθυμες να υποστηρίξουν μια αμνηστία οποιουδήποτε είδους. Και ο ίδιος ο Ερντογάν μπορεί να μην συμφωνήσει να πάρει το κλαδί ελιάς, ανεξάρτητα από το πόσο ακλόνητοι είναι οι όροι της [συμφωνίας]. Πολλοί από τους υποστηρικτές του είναι αμετανόητοι και αρνούνται κάθε διάλογο με την αντιπολίτευση. Ένα πρόσφατο μιμίδιο που κερδίζει δημοτικότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιλαμβάνει μια φωτογραφία του υπουργού Εσωτερικών του Ερντογάν και de facto αρχηγού της αστυνομίας, Suleyman Soylu, να κρατά ένα πολυβόλο, λέγοντας, «Ελάτε να μας πάρετε στο δικαστήριο!» -υπονοώντας ότι οι ηγέτες του AKP θα απαντήσουν στην εκλογική ήττα με μια ένοπλη εξέγερση, παρόμοια με εκείνη που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Μια εναλλακτική είναι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, παραδοσιακά ο πιο σεβαστός θεσμός της χώρας, να ενεργήσουν ως εγγυήτριες μιας συμφωνίας μεταξύ του Ερντογάν και της αντιπολίτευσης. Δεδομένης της ιστορίας των στρατιωτικών επεμβάσεων στην Τουρκία -συμπεριλαμβανομένου του βάναυσου πραξικοπήματος του 1980- μπορεί να μην φαίνεται καλή ιδέα να προσκληθούν οι στρατηγοί στην πολιτική. Ως βασισμένη στους κληρωτούς δύναμη, ωστόσο, ο τουρκικός στρατός είναι ένας από τους μοναδικούς εναπομείναντες θεσμούς της χώρας στον οποίο συναντώνται Τούρκοι υπέρ και κατά του Ερντογάν, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, που υπηρετούν στο σώμα αξιωματικών. Τα τελευταία χρόνια, η στρατιωτική ηγεσία έχει επίσης υιοθετήσει μια πολιτική ουδετερότητας όσον αφορά την εσωτερική πολιτική της χώρας, καθιστώντας τον [στρατό] έναν από τους λίγους εναπομείναντες αρμούς του κράτους που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό μια μη κομματική ταυτότητα. Ως σύμμαχοι της Τουρκίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν μια ταχεία μετάβαση της εξουσίας και να απειλήσουν με κυρώσεις κατά ατόμων που επιδιώκουν να την υπονομεύσουν. Δεν είναι εγγυημένο ότι μια τέτοια στρατηγική θα λειτουργήσει -ειδικά αν ο στρατός έμπαινε στον πειρασμό να επανεισαχθεί στην πολιτική ηγεσία της χώρας- αλλά μπορεί να είναι η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή για να αποτραπεί μια ευρύτερη και πιο άμεση κατάρρευση της δημοκρατίας της Τουρκίας.
Ως στενός παρατηρητής της καριέρας του Ερντογάν, έχω γίνει ακλόνητος οπαδών των ορίων στην θητεία. Αν είχε φύγει από το προσκήνιο μετά την πρώτη δεκαετία της θητείας του, με ένα ιστορικό ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και ευρείας λαϊκής υποστήριξης, θα θεωρείτο σήμερα ένας από τους πιο επιτυχημένους ηγέτες της Τουρκίας. Αλλά η επιδίωξή του για ανεξέλεγκτη εξουσία τα τελευταία χρόνια οδήγησε αυτόν και την Τουρκία σε μια πολύ πιο επικίνδυνη κατεύθυνση. Και αν δεν εφαρμοστεί τώρα μια αποτελεσματική στρατηγική για να τον αναγκάσει να φύγει από το προσκήνιο, μπορεί κάλλιστα να καταλήξει να τον θυμούνται ως τον Τούρκο ηγέτη που «έκανε τον Τραμπ», ισχυριζόμενος ότι οι εκλογές νοθεύτηκαν και ρίχνοντας την χώρα του και τους πολίτες της στο χάος.