Μπορεί ο νέος συνασπισμός του Ισραήλ να ξεπεράσει την κληρονομιά του;
Η 13η Ιουνίου 2021 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής στο Ισραήλ. Μετά από 12 χρόνια ως πρωθυπουργός, ο Βενιαμίν Νετανιάχου ψηφίστηκε να μείνει εκτός εξουσίας με την ελάχιστη διαφορά, 60 έναντι 59. Στην θέση του, το κοινοβούλιο επέλεξε μια κυβέρνηση συνασπισμού, με επικεφαλής τον συντηρητικό Naftali Bennett και τον κεντρώο Yair Lapid.
Ακόμη και εξαιρώντας την πρώτη, τριετή θητεία του ως πρωθυπουργός στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Νετανιάχου ήταν ο μακροβιότερος ηγέτης του Ισραήλ και κυριάρχησε τόσο πολύ στην ισραηλινή πολιτική που ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε ποτέ κάποιος να τον αντικαταστήσει. Πράγματι, χρειάστηκαν τέσσερις εκλογές σε δύο χρόνια και η συνεργασία οκτώ κομμάτων της αντιπολίτευσης για να τον απομακρύνουν τελικά από το αξίωμα. Η απαιτούμενη προσπάθεια αποτελεί απόδειξη των απαράμιλλων δεξιοτήτων επιβίωσής του σε ένα πολιτικό σύστημα που απαιτεί ατελείωτους ελιγμούς απλώς για να παραμείνει κάποιος στην θέση του.
Ο Νετανιάχου θα είναι ο πρώτος που ισχυρίζεται ότι έκανε κάτι περισσότερο από το να επιβιώσει, και αυτό είναι αλήθεια. Οι τύπου Reagan πολιτικές του για τις ιδιωτικοποιήσεις, την απορρύθμιση, τις φορολογικές περικοπές, την περιστολή της γραφειοκρατίας, και τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα έκαναν πολλά για να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και να χρηματοδοτήσουν την άνοδο της ισραηλινής ατμομηχανής της υψηλής τεχνολογίας, παρόλο που αύξησαν την ανισότητα. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής του δημιουργήθηκαν ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 50% και οι εξαγωγές διπλασιάστηκαν. Και παρόλο που αντιμετώπισε αρχικά άσχημα την διαχείριση της πανδημίας COVID-19, εξασφάλισε έναν εντυπωσιακό αριθμό εμβολίων και τα διένειμε γρήγορα.
Ο Νετανιάχου αξιοποίησε επίσης τις τεράστιες ικανότητες του Ισραήλ, την στρατιωτική δεινότητά του, και την φήμη του ως «έθνος startup» για έναν εξέχοντα ρόλο για την χώρα του στην παγκόσμια σκηνή. Οι σχέσεις με την Ινδία, την Κίνα, την Ρωσία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική έχουν ανθίσει. Το ίδιο έκανε και η στρατηγική συνεργασία με τα αραβικά κράτη, ειδικά καθώς η απειλή για τους γείτονες του Ισραήλ από το Ιράν και το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) φθίνει και καθώς η πίστη τους για την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών εξασθένησε. Αν και διέρρηξε τις σχέσεις του με την γειτονική Ιορδανία, το επίτευγμα του Νετανιάχου ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Σουδάν, και το Μαρόκο υπό την ομπρέλα των Συμφωνιών του Αβραάμ, που υπογράφηκαν το 2020.
Παρ’ όλα αυτά τα επιτεύγματα, με την πάροδο του χρόνου, ο Νετανιάχου έγινε πιο ναρκισσιστής, αλαζονικός, και παρανοϊκός. Αυτά ήταν τα ελαττώματα που οδήγησαν στην πτώση του και αυτό εξήγησε τις αποτυχίες του στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Παλαιστινίους, αμφότερες τις οποίες αφήνει σε κακή κατάσταση. Τώρα, η νέα κυβέρνηση Bennett-Lapid, με την ισχνότατη πλειοψηφία της, είναι επιφορτισμένη με την αποκατάσταση της ζημιάς.
BYE-BYE, ΜΠΙΜΠΙ
Από νωρίς, ο Νετανιάχου ήταν πεπεισμένος ότι ο Τύπος ήταν εχθρός του. Ήταν αποφασισμένος να χειραγωγήσει το [πολιτικό] μήνυμα κερδίζοντας τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, πείθοντας τον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Sheldon Adelson να ιδρύσει μια δωρεάν εφημερίδα για να μεταφέρει το μήνυμά του και χρησιμοποιώντας την θέση του ως Υπουργός Επικοινωνιών για να διαμορφώσει την κάλυψη της τηλεόρασης και του Διαδικτύου. Αυτή η εμμονή τον οδήγησε να καταχραστεί την εξουσία του και είχε ως αποτέλεσμα να παραπεμφθεί, το 2019, με κατηγορίες δωροδοκίας, διαφθοράς και παραβίασης της εμπιστοσύνης. Στην διαδικασία, ο Νετανιάχου κακομεταχειριζόταν τόσο το προσωπικό και τους συμβούλους του, ώστε τρεις από τους κοντινότερους βοηθούς του να καταθέσουν εναντίον του σε αυτή την δίκη.
Παρόμοια συμπεριφορά έστρεψε εναντίον του και τους πολιτικούς του εταίρους. Κατά ειρωνικό τρόπο, αν και ο Νετανιάχου πέτυχε το να χρησιμοποιήσει την λαϊκιστική του ελκυστικότητα για να οδηγήσει την ισραηλινή πολιτεία προς τα δεξιά, η πολιτική του ήταν τόσο διχαστική που κατάφερε να διχάσει την βάση του. Τελικά, τρία δεξιά κόμματα συμμετείχαν στην προσπάθεια να τον ρίξουν. Στις ολοένα και πιο απεγνωσμένες προσπάθειές του να εξασφαλίσει την πλειοψηφία, έφερε νέους παίκτες στο πολιτικό προσκήνιο, νομιμοποιώντας ακροδεξιούς Εβραίους εξτρεμιστές και το Ra’am, ένα αραβικό ισλαμικό κόμμα που είχε προηγουμένως περιθωριοποιήσει μαζί με τα άλλα αραβικά πολιτικά κόμματα. Στην διαδικασία αυτή, ο Νετανιάχου σχεδίασε την δική του πτώση: πρώτα, οι Εβραίοι εξτρεμιστές άσκησαν βέτο σε μια κυβέρνηση στην οποίαν θα συμμετείχαν Άραβες˙ μετά, οι μόλις νομιμοποιημένοι Άραβες Ισλαμιστές εντάχθηκαν στον συνασπισμό εναντίον του. Ήταν μια κλασική ιστορία ύβρης.
Τα ίδια αυτοκαταστροφικά ένστικτα κατέστρεψαν τις σχέσεις του Νετανιάχου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την σημαντικότερη πηγή στήριξης του Ισραήλ, χωρίς την υποστήριξη των οποίων κανένα από τα επιτεύγματά του στην παγκόσμια σκηνή δεν θα ήταν δυνατό. Η διασφάλιση της δικομματικής υποστήριξης [στις ΗΠΑ] ήταν η προσεκτικά καλλιεργημένη προσέγγιση όλων των προηγούμενων Ισραηλινών πρωθυπουργών. Όμως, καθώς η πολιτική των ΗΠΑ έγινε πιο πολωμένη, ο Νετανιάχου επέλεξε σκόπιμα να συμπαραταχθεί με τους Ρεπουμπλικάνους και τους ευαγγελικούς και ορθόδοξους Εβραίους ψηφοφόρους τους. Έκρινε τους φιλελεύθερους Εβραίους, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής εβραϊκής κοινότητας και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του Δημοκρατικού Κόμματος, ως αναξιόπιστους. Έτσι τους εγκατέλειψε.
Ο Νετανιάχου έβαλε τους Ρεπουμπλικάνους εναντίον των Δημοκρατών στην αποτυχημένη προσπάθειά του να αποτρέψει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και στην συνέχεια αγκάλιασε την διχαστική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, σύροντας τον πρόεδρο των ΗΠΑ στις ολοένα και πιο απεγνωσμένες προσπάθειές του να επανεκλεγεί. Αυτό του εξασφάλισε τη μετακίνηση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας στα υψίπεδα του Γκολάν από τις ΗΠΑ, αλλά αυτές οι παρεμβάσεις δεν ήταν αρκετές για να τον βοηθήσουν να πετύχει την πλειοψηφία. Τον Μάιο του 2021, όλα τα αρνητικά που είχε κάνει κυριάρχησαν όταν η προοδευτική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος επέκρινε σκληρά τις προσπάθειες του Ισραήλ να υπερασπίσει τους πολίτες του ενάντια στις πυραυλικές επιθέσεις της Χαμάς και έκανε έκκληση για υπό προϋποθέσεις στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ˙ επίσης, μερικοί από τους ισχυρότερους Δημοκρατικούς υποστηρικτές του Ισραήλ στο Κογκρέσο μίλησαν ανοιχτά [αρνητικά]. Ο Νετανιάχου είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένα ότι ήταν λάθος να βάζει όλα τα αυγά του Ισραήλ στο καλάθι των Ρεπουμπλικανών, αλλά πίστευε ότι γνώριζε καλύτερα την αμερικανική πολιτική.
Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΙΡΗΝΗ
Πουθενά οι καταστροφικές παρορμήσεις του Νετανιάχου δεν ήταν πιο επιζήμιες για το μέλλον του Ισραήλ ως εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος από όσο στη μεταχείριση του Παλαιστινιακού Ζητήματος. Το 1998, κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του ως πρωθυπουργός, προχώρησε απρόθυμα με την διευθέτηση που κατοχυρώθηκε στις συμφωνίες του Όσλο το 1993 -έδαφος για την ειρήνη- και παραχώρησε δύσθυμα το 13% της Δυτικής Όχθης στην παλαιστινιακή κυριαρχία. Όταν αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της πρώτης του κυβέρνησης, ορκίστηκε να μην επαναλάβει αυτήν την πράξη. Με την επιστροφή του στο γραφείο του πρωθυπουργού οκτώ χρόνια αργότερα, στήριξε στα λόγια την λύση των δύο κρατών, αλλά ποτέ δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει την βάση του για να το επιτύχει. Αντ’ αυτού, ακολούθησε μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε» έναντι των Παλαιστινίων, ενισχύοντας την Χαμάς στην Γάζα και αποδυναμώνοντας την Παλαιστινιακή Αρχή στην Δυτική Όχθη. Και ταυτόχρονα, εξασφάλισε ότι οι Εβραίοι έποικοι επέκτειναν το αποτύπωμά τους στην Δυτική Όχθη.
Βοηθούμενος από την καταφυγή των Παλαιστινίων στην βία και την πρόκληση, ο Νετανιάχου χειραγωγούσε το Ισραηλινό κοινό στο να πιστεύει ότι δεν είχαν κανέναν εταίρο από την Παλαιστινιακή πλευρά και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να κάνουν παραχωρήσεις για την προώθηση της ειρήνης. Σε ένδειξη του πόσο επιτυχημένη ήταν αυτή η προσπάθεια, στις τέσσερις τελευταίες προεκλογικές εκστρατείες, τα κόμματα του αριστερού ειρηνευτικού στρατοπέδου δεν τόλμησαν να αναφέρουν το Παλαιστινιακό Ζήτημα.
Όταν ήρθε μια εύπιστη ειρηνευτική ομάδα του Trump με επικεφαλής τον γαμπρό του προέδρου, Jared Kushner, ο Νετανιάχου τους έπεισε να αντιγράψουν την αντίληψή του για μια λύση δύο κρατών σε αυτό που ο πρόεδρος ονόμασε «η συμφωνία του αιώνα» και προσπάθησε να το επιβάλλει στους Παλαιστινίους. Το σχέδιο περιελάμβανε αυτό που ο Νετανιάχου χαρακτήρισε «κάτι λιγότερο από κράτος» (“state-minus”) για τους Παλαιστινίους, με μια έμφαση στο «λιγότερο»: οι Παλαιστίνιοι θα στερούνταν εδάφους, κυριαρχίας, γειτονίας και πρωτεύουσας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όλα απαραίτητα για ένα ανεξάρτητο και βιώσιμο κράτος. Αυτή η ταπείνωση επρόκειτο να συνδυαστεί με την προσάρτηση της κοιλάδας του Ιορδάνη και όλων των οικισμών της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ πριν ακόμη ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το ειρηνευτικό σχέδιο του Τραμπ ήταν νεκρό εκ γενετής. Ωστόσο, αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Νετανιάχου. Ο πρωθυπουργός είχε υπολογίσει ότι η απειλή της προσάρτησης θα αναγκάσει τους Παλαιστινίους να αποδεχθούν την προσφορά του Τραμπ. Δεν έγινε έτσι, αλλά κάποιος άλλος χτύπησε την πόρτα του: οι Εμιρατινοί, οι οποίοι προσέφεραν πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με αντάλλαγμα την δέσμευσή του να εγκαταλείψει την προσάρτηση. Ακολούθησε η ομαλοποίηση με τρία ακόμη αραβικά κράτη, επιτρέποντας στον Νετανιάχου να διακηρύξει ότι είχε εξασφαλίσει συμφωνίες «ειρήνη για ειρήνη» χωρίς καμία παραχώρηση στους Παλαιστινίους. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ψευδαίσθηση ότι οι Ισραηλινοί θα μπορούσαν να έχουν ειρήνη με τον αραβικό κόσμο χωρίς ειρήνη με τους Παλαιστινίους -μέχρι που τον Μάιο του 2021 εκτοξεύθηκαν 3.440 ρουκέτες εναντίον τους από την Γάζα και ο περισσότερος κόσμος καταδίκασε την αντίδραση του Ισραήλ ως υπερβολική.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Η κυβέρνηση Bennett-Lapid προσφέρει μια ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Θα είναι ο πρώτος συνασπισμός που εκτείνεται από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, ο οποίος περιλαμβάνει ένα αραβικό ισλαμικό κόμμα και αποκλείει τα ορθόδοξα εβραϊκά κόμματα. Με τις γυναίκες να καταλαμβάνουν εννέα από τους 27 υπουργικούς θώκους, μετακινεί επίσης το Ισραήλ πιο κοντά στην επίτευξη της ισότητας των φύλων στο υπουργικό συμβούλιο. Κατά την συμφωνία με την οποία επιτεύχθηκε ο συνασπισμός, ο Μπένετ θα ηγηθεί για τα πρώτα δύο χρόνια με τον Λαπίντ ως υπουργό Εξωτερικών του. Στην συνέχεια, ο Lapid θα αντικαταστήσει τον Bennett και ο Gideon Saar, ο αρχηγός ενός άλλου δεξιού κόμματος, θα αντικαταστήσει τον Lapid ως υπουργός Εξωτερικών. Ο Μπένετ θα γίνει υπουργός Εσωτερικών.
Τι μπορεί να κάνει αυτή η νέα κυβέρνηση, με την εύθραυστη πλειοψηφία της, για να αποκαταστήσει τις ζημιές της εποχής του Νετανιάχου; Ο Bennett είναι ένας νεαρός, γρήγορος, θεληματικός, φιλόδοξος πολιτικός που έχει δηλώσει ότι όλα τα μέλη του συνασπισμού του θα πρέπει να αφήσουν τις ιδεολογικές τους φιλοδοξίες στην πόρτα του υπουργικού συμβουλίου. Ο Lapid, από την πλευρά του, έχει επιδείξει μια ασυνήθιστη προθυμία να εξαλείψει το εγώ του απέναντι στην υψηλότερη αιτία της απομάκρυνσης του Netanyahu από το αξίωμα, και αξιοθαύμαστη ικανότητα στο να συνδυάσει αυτόν τον συνασπισμό των αντιθέτων. Εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον και έχουν συνεργαστεί καλά σε μια προηγούμενη κυβέρνηση Netanyahu.
Ο στόχος τους είναι πιθανό να είναι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Οι δύο ηγέτες θέλουν να αποδείξουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν στα πράγματα που ενδιαφέρονται οι Ισραηλινοί: οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία˙ βελτιώσεις στην υγειονομική περίθαλψη, τις υποδομές, και την εκπαίδευση˙ και μείωση της φτώχειας (περισσότεροι από ένας στους πέντε Ισραηλινούς εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας). Αυτά είναι ζητήματα καθημερινότητας για τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν όλα τα μέλη του συνασπισμού. Συμφωνούν επίσης να κατευθύνουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους στον παραμελημένο αραβικό τομέα, κάτι που θα βοηθήσει στην ενίσχυση της αραβικής στήριξης προς τον συνασπισμό.
Στις προσπάθειές τους να κρατήσουν ενωμένο τον συνασπισμό τους, ο Bennett και ο Lapid θα βοηθηθούν από το γεγονός ότι ο Netanyahu δεν έχει καμία πρόθεση να φύγει ήσυχα και θα βγαίνει στο προσκήνιο καθημερινά υπενθυμίζοντας στους εταίρους του συνασπισμού τους το γιατί έδρασαν μαζί για να τον ξεφορτωθούν. Η άσχημη ομιλία του στην συζήτηση της Κνέσετ πριν από την ψηφοφορία για τη νέα κυβέρνηση -στην οποία υποτίμησε τον Μπένετ, ισχυρίστηκε ότι η Τεχεράνη θα ήταν ευχαριστημένη με τον διορισμό του, και παρουσίασε τον Μπάιντεν ως αντίπαλο- έδωσε σε όλους μια πρόγευση.
ΕΝΑΣ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ
Ωστόσο, μια κυβέρνηση τόσο διαφορετικών εκλογικών σωμάτων θα αμφισβητηθεί από την αρχή. Με τόσο μικρή πλειοψηφία, οποιοδήποτε από τα οκτώ κόμματα του συνασπισμού μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η εξουσία του πρωθυπουργού έχει μειωθεί από το γεγονός ότι μπορεί να απολύσει μόνο μέλη του κόμματός του από το υπουργικό συμβούλιο και μπορεί να ενεργήσει μόνο με την συμφωνία του αναπληρωτή πρωθυπουργού.
Ο Μπένετ βρίσκεται ήδη υπό πολιορκία από δεξιούς επικριτές που ισχυρίζονται ότι έχει προδώσει την υπόθεση με το να συμμαχήσει με κόμματα της αριστεράς (παρόλο που ο Νετανιάχου έκανε το ίδιο πολλές φορές). Αν και ο ίδιος είναι σταθερός, τα μέλη του κόμματός του αρχίζουν να λυγίζουν˙ ένας ψήφισε κατά της κυβέρνησης, ένας άλλος είπε δημοσίως ότι προτίθεται να το πράξει. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει ο Bennett για να παίξει στην δεξιά βάση του χωρίς να χάσει τους αριστερούς εταίρους του συνασπισμού του. Η μόνη οδός γι’ αυτόν είναι να προσπαθήσει να παράγει αποτελέσματα.
Οι εποικισμοί θα παρέχουν μια αρχική δοκιμασία αυτής της πράξης εξισορρόπησης. Κατά τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης του Νετανιάχου, 40 οικογένειες εποίκων ίδρυσαν το Evyatar, ένα παράνομο φυλάκιο σε ιδιωτική παλαιστινιακή γη στην Δυτική Όχθη. Αντί να διατάξει την απομάκρυνσή του, ο Νετανιάχου το άφησε να σταθεί, αφήνοντας αυτή τη νάρκη στον δρόμο της νέας κυβέρνησης. Εάν το υπουργικό συμβούλιο δεν διατάξει γρήγορα την απομάκρυνσή του, οι έποικοι θα το δουν ως σημάδι αδυναμίας και θα χτίσουν περισσότερα φυλάκια. Αλλά αν αφαιρεθεί το φυλάκιο, οι έποικοι θα το θεωρήσουν ως μια περαιτέρω προδοσία από τον Bennett και τα μέλη του κόμματός του.
Παρομοίως, εάν το υπουργικό συμβούλιο επιτρέψει εξώσεις και κατεδαφίσεις στην αραβική Ανατολική Ιερουσαλήμ και αφήσει τους δεξιούς διαδηλωτές να εφορμούν στους αραβικούς τομείς της Παλιάς Πόλης -επιτρέποντας την επανάληψη του σεναρίου που πυροδότησε την εκρηκτική κλιμάκωση τον Μάιο- θα επιφέρει διεθνή καταδίκη και πιθανή ανανέωση των πυραυλικών επιθέσεων της Χαμάς. Αν όμως μπλοκάρει αυτές τις δραστηριότητες, η πίεση στα δεξιά κόμματα του συνασπισμού θα αυξηθεί και η Χαμάς θα διεκδικήσει τη νίκη.
Καμία από αυτές τις πιέσεις δεν είναι πιθανό να προκαλέσει την κατάρρευση του συνασπισμού βραχυπρόθεσμα. Έχοντας συμμετάσχει σε τέσσερις εκλογές τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ούτε τα κόμματα του συνασπισμού ούτε το κοινό ενδιαφέρονται για πέμπτες εκλογές σύντομα. Αλλά θα διασφαλίσουν ότι ο Bennett και ο Lapid θα κάνουν ό, τι μπορούν για να αποφύγουν αμφιλεγόμενα ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει συναίνεση στον συνασπισμό.
Ειδικότερα, οι δύο πρωθυπουργοί είναι απίθανο να καλωσορίσουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων Ισραηλινών-Παλαιστινίων για μια συμφωνία τελικού καθεστώτος. Αυτό δεν είναι πρόβλημα για την διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ιδέα. Αλλά ο Μπάιντεν θα θέλει να δει κάποια ουσιαστικά πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση μιας λύσης δύο κρατών, κάτι στο οποίο ο Μπένετ αντιτίθεται σθεναρά. Στο παρελθόν, ο Bennett πρότεινε μια «αυτονομία με στεροειδή» ως εναλλακτική λύση, στην οποία το Ισραήλ θα ενθάρρυνε βελτιώσεις στην παλαιστινιακή οικονομία, στις υποδομές της Δυτικής Όχθης, και στην δημιουργία βιομηχανικών ζωνών για την ενίσχυση της απασχόλησης των Παλαιστινίων. Προηγούμενοι Αμερικανοί πρόεδροι υιοθέτησαν αυτήν την ιδέα, μόνο για να απογοητευτούν από τα πολλά εμπόδια στην εφαρμογή της. Όμως, η ομάδα του Μπάιντεν δεν θέλει περισσότερο την επιστροφή του Νετανιάχου από όσο ο Μπένετ και ο Λαπίντ, οπότε και οι δύο πλευρές θα έχουν ένα ισχυρό κίνητρο για να δοκιμάσουν εάν οι ιδέες του Μπενέτ μπορούν να αποδώσουν μια πρόοδο.
Αυτό ισχύει για ένα άλλο αμφιλεγόμενο ζήτημα: το Ιράν. Όπως ο Νετανιάχου, η κυβέρνηση Bennett-Lapid αντιτίθεται στα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν να επιστρέψει στην πυρηνική συμφωνία. Ο Bennett το χαρακτήρισε «λάθος» στην ομιλία της ορκωμοσίας του. Αλλά η νέα κυβέρνηση θα θέλει να δείξει ότι μπορεί να ταιριάξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να ανοικοδομήσει την δικομματική συναίνεση της Ουάσιγκτον προς υποστήριξη του Ισραήλ. Αναμφίβολα θα αποφευχθεί η συγκρουσιακή προσέγγιση του Νετανιάχου -εάν όχι για κανέναν άλλο λόγο επειδή απέτυχε να σταματήσει την αρχική πυρηνική συμφωνία και δεν μπορεί να καταφέρει να εμποδίσει την επιστροφή των ΗΠΑ σε αυτήν. Αυτή είναι ίσως η τελική ειρωνεία της εποχής του Νετανιάχου. Ο πρωθυπουργός που καυχιόταν μέχρι το τέλος ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να σταματήσει την πορεία του Ιράν προς την βόμβα έφυγε από την εξουσία με το Ιράν πιο κοντά στις πυρηνικές του φιλοδοξίες από ποτέ άλλοτε.
Στο τέλος, η πολιτική του Νετανιάχου έγινε τόσο διχαστική και η αίσθηση του δικαιώματός του τόσο μεγάλη που το να αντικατασταθεί από μια κυβέρνηση πραγματικής ενότητας οκτώ διαφορετικών κομμάτων τα οποία συνεργάζονται για το κοινό καλό, σίγουρα θα είναι ευπρόσδεκτο σε πολλούς Ισραηλινούς. Μακράν της απλής επιβίωσης, μπορεί μέχρι και να ευδοκιμήσει.
Foreign Affairs