Για τους εξαγωγείς πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, η [ασθένεια] COVID-19 υπήρξε ένα τριπλό πλήγμα. Οι τιμές των καυσίμων έχουν μειωθεί, σε ένα μίγμα με τις αγωνίες για ένα παγκόσμιο σταμάτημα και την επιδημία του θανατηφόρου ιού. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η κρίση είναι η χειρότερη που αντιμετώπισε η Μέση Ανατολή στην σύγχρονη εποχή. Αλλά για τον 34χρονο πρίγκιπα-διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας και de facto κυβερνήτη, Mohammed bin Salman -του οποίου η συγκλονιστική φιλοδοξία και οι αδίστακτες μέθοδοι τον έχουν κάνει παγκοσμίως γνωστό με τα αρχικά του, MBS- η πανδημία ήταν ιδιαίτερα καταστροφική.
Τον Απρίλιο του 2016, ο MBS αποκάλυψε αυτό που ονόμασε «Vision 2030», μια στρατηγική για την διαφοροποίηση της σαουδαραβικής οικονομίας για τα επόμενα 14 χρόνια. Ο MBS δήλωσε ότι μέχρι το 2020 το βασίλειο θα μπορούσε να «ζήσει χωρίς πετρέλαιο». Η σαουδαραβική κυβέρνηση παρουσίασε το σχέδιο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια κατά τους επόμενους μήνες, σηματοδοτώντας το 2020 ως το έτος κατά το οποίο το βασίλειο θα εξάλειφε το έλλειμμα του προϋπολογισμού, θα αύξανε τα μη πετρελαϊκά έσοδα στα 160 δισεκατομμύρια δολάρια, και θα ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει συνολικά 18,75 εκατομμύρια Μουσουλμάνους για τα προσκυνήματα hajj και umrah στη Μέκκα.
Η πανδημία ανέτρεψε αυτά τα σχέδια. Οι νέες μολύνσεις κορωνοϊού στο βασίλειο έχουν αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες και τα επιβεβαιωμένα κρούσματα υπερβαίνουν τώρα τις 280.000 -περισσότερα, μακράν, από όσα έχουν καταγραφεί σε οποιαδήποτε άλλη αραβική χώρα. Το προσκύνημα του χατζ μειώθηκε δραστικά, περιοριζόμενο το πολύ σε 1.000 Μουσουλμάνους που ζουν ήδη στο βασίλειο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα του βασιλείου έχει αυξηθεί και οι σαουδαραβικές επιχειρήσεις έχουν καταποντιστεί. Ο πατέρας του MBS, βασιλιάς Σαλμάν, μόλις βγήκε από το νοσοκομείο στις 30 Ιουλίου, αφότου ανάρρωσε από χειρουργική επέμβαση στην χοληδόχο κύστη. Η επίσημη μεταφορά εξουσίας στον MBS φαίνεται πιο κοντά από ποτέ, αλλά το ηθικό στο βασίλειο είναι χαμηλό.
Σε λειτουργία κρίσης
Ένας φιλόδοξος ηγέτης δεν αφήνει ποτέ μια κρίση να χαθεί, και ο MBS είναι πάνω απ’ όλα φιλόδοξος. Κατά τις πρώτες μέρες της πανδημίας, αύξησε τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) του βασιλείου από 5% σε 15%, και η κυβέρνηση διέθεσε ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε πληρωμές τόνωσης προς σαουδαραβικές επιχειρήσεις που πάλευαν με την οικονομική ύφεση. Ο MBS κατεύθυνε το εθνικό ταμείο του να αγοράσει ευκαιρίες στα παγκόσμια χρηματιστήρια. Έφτασε ακόμα και να αντιπαρατεθεί με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για τις τιμές του πετρελαίου: όταν η Ρωσία αρνήθηκε να σεβαστεί τα όρια παραγωγής που τέθηκαν το 2017, η Σαουδική Αραβία άνοιξε την κάνουλα, οδηγώντας την τιμή του πετρελαίου κάτω, για πολύ σύντομα, σε αρνητικό έδαφος. Ακόμη και με τις τιμές του πετρελαίου πίσω στα περίπου 40 δολάρια ανά βαρέλι, οι Σαουδάραβες έχουν μόνο τα μισά έσοδα που χρειάζονται για να εξισορροπήσουν τους ισολογισμούς της κυβέρνησης.
Ο MBS μπορεί ακόμα να περικόψει τον προϋπολογισμό του, αλλά κάτι τέτοιο θα σημαίνει την εγκατάλειψη, ή τη μεγάλη περιστολή, δύο εκ των προσωπικών του σχεδίων. Όταν ξεκίνησε η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη το 2015, ο MBS, τότε (όπως και τώρα) υπουργός Άμυνας, ήταν το πρόσωπο της επιχείρησης. Αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι ο αγώνας στην Υεμένη θα διαρκούσε χρόνια, κι όχι μήνες, και ο πρίγκιπας-διάδοχος άφησε τους άλλους να πάρουν το προβάδισμα δημοσίως. Τώρα οι μάχες συνεχίζονται, χωρίς καμία λογική πιθανότητα οι Σαουδάραβες να νικήσουν τους Χούθι, τους συμμάχους του Ιράν που ελέγχουν την πρωτεύουσα και το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τμήματος της χώρας. Οι στρατιωτικές δαπάνες του βασιλείου, καθοδηγούμενες τουλάχιστον εν μέρει από την σύγκρουση στην Υεμένη, είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο, κατά κεφαλήν: το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Stockholm International Peace Research Institute ) εκτιμά ότι το 9% του ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας πηγαίνει στον στρατό.
Ο περιορισμός των ζημιών δεν είναι ποτέ εύκολος, όπως έχουν δείξει οι εμπειρίες των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και το Αφγανιστάν. Οι Σαουδάραβες έχουν εκπέμψει πολλά σήματα ότι είναι πρόθυμοι να συνάψουν συμφωνία για την Υεμένη, αλλά αυτά τα ίδια τα σήματα δελεάζουν τους Χούθι και τους Ιρανούς προστάτες τους να βλέπουν στον ορίζοντα μια νίκη, ή κάτι παρόμοιο. Μια ήττα στην Υεμένη θα ήταν πικρό χάπι για να το καταπιεί ο MBS, αλλά μακροπρόθεσμα πολύ λιγότερο τοξικό από την οικονομική κρίση που διακινδυνεύει εγχωρίως. Στο τέλος, οι Χούθι και το Ιράν θα βρουν την Υεμένη τόσο δύσκολο να την διαχειριστούν όσο και οι Σαουδάραβες, και το Ριάντ θα έχει την ευκαιρία να αποκαταστήσει κάποια επιρροή εκεί.
Η Υεμένη δεν είναι το μοναδικό αγαπημένο σχέδιο που μπορεί να αναγκαστεί να εγκαταλείψει ο MBS. Στο πλαίσιο του Vision 2030, σχεδίαζε να χτίσει μια φουτουριστική, ρομποτική πόλη στα αραιοκατοικημένα βορειοδυτικά της χώρας. Ονόμασε αυτή την οραματική μητρόπολη Neom, μια μίξη του προθέματος «νεο-» με την αραβική λέξη που σημαίνει μέλλον, mustaqbal. Το «νέο μέλλον» της χώρας θα ήταν υψηλής τεχνολογίας και όχι πετροχημικό. Ωστόσο, το έργο εκτιμάται ότι θα κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια, με ελάχιστη εγγύηση επιστροφής [του κόστους], και με πολλές από τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργεί να πηγαίνουν σε ρομπότ και όχι σε ανθρώπους. Η Σαουδική Αραβία πειραματίστηκε για πρώτη φορά με την κατασκευή νέων βιομηχανικών πόλεων, βασισμένη στα πετροχημικά, την δεκαετία του 1970. Αυτή η αστική επέκταση ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη. Οι επόμενες προσπάθειες να επαναληφθεί εκείνη η επιτυχία έχασαν τον στόχο, και η Neom θα ήταν η πιο ριψοκίνδυνη προσπάθεια όλων. Το να μπει στο περιθώριο θα εξοικονομούσε τεράστιο κόστος στο βασίλειο, και θα σηματοδοτούσε ακόμη στους Σαουδάραβες ότι ο πρίγκιπας-διάδοχος είναι πρόθυμος να σφίξει την δική του ζώνη καθώς ζητά από τους Σαουδάραβες να σφίξουν την δική τους.
Προσωπική Θυσία
Η πετρελαϊκή συντριβή λόγω COVID-19 έχει οπισθοδρομήσει τα σαουδαραβικά σχέδια του Vision 2030 για οικονομικό μετασχηματισμό, αλλά έχει επίσης ανοίξει μια ευκαιρία. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο ξένοι εργαζόμενοι έχουν εγκαταλείψει την χώρα τα τελευταία χρόνια, με περισσότερους να αναμένεται να αποχωρήσουν ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να αντέξουν τους υψηλότερους φόρους και τα βαρύτερα τέλη που συνόδευαν το Vision 2030. Άλλοι είχαν έρθει στην Σαουδική Αραβία ως οδηγοί, δουλειά που εξανεμίστηκε όταν ο MBS επέτρεψε στις γυναίκες της Σαουδικής Αραβίας να οδηγούν. Και ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι έφυγαν λόγω της οικονομικής ύφεσης και των κινδύνων για την υγεία που συνόδευαν την πανδημία. Η απώλεια τόσων πολλών καταναλωτών και εργαζομένων συνέβαλε στην βραχυπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα της Σαουδικής Αραβίας. Αλλά η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την απουσία τους για να αυξήσει τις ευκαιρίες απασχόλησης για τους Σαουδάραβες πιο μακροπρόθεσμα.
Ο περιορισμός των απωλειών της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και σε πανάκριβα σχέδια του Vision 2030 όπως η Neom, θα ήταν ευκολότερος στο πλαίσιο του παλαιού συστήματος λήψης αποφάσεων της Σαουδικής Αραβίας. Μια επιτροπή ανώτερων πριγκίπων, που ήταν οι απόλυτοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων τις δεκαετίες πριν από την ανάρρηση του βασιλιά Salman στην εξουσία το 2015, θα μπορούσε να πείσει ακόμη και έναν ισχυρό πρίγκιπα να περιστείλει την προσωπική του ατζέντα. Αλλά με την λήψη των αποφάσεων τώρα στα χέρια μόνο δύο ανθρώπων, του MBS και του πατέρα του, του βασιλιά, οι προηγούμενοι περιορισμοί δεν λειτουργούν πλέον. Η συγκράτηση, και η προθυμία να επανεξετασθούν πολιτικές στις οποίες έχει επενδύσει συναισθηματικά, θα πρέπει να προέρχονται από τον χαρακτήρα του ίδιου του πρίγκιπα. Δεδομένων των προηγούμενων αποδείξεων περί την κρίση του, όπως η δολοφονία του αντιφρονούντος δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, θα πρέπει να σκάψει βαθιά [μέσα του] για να βρει αυτό το είδος αρετής.
Ο πρίγκιπας θα πρέπει να μελετήσει μια τελευταία, πολύ προσωπική θυσία για την λίστα υποχρεώσεων της COVID-19. Κάτι τέτοιο δεν θα αποφέρει άμεσα οικονομικό όφελος, αλλά μπορεί να τον βοηθήσει να διατηρήσει την σημαντικότερη στρατηγική σχέση της χώρας του -αυτή με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο MBS έχει καλλιεργήσει προσωπικούς δεσμούς με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και τον γαμπρό του προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ. Η εγγύτητα έχει αποδώσει για τον πρίγκιπα, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ υποστήριξε τους ελιγμούς του μέσα στην βασιλική οικογένεια για να εξαναγκάσει σε έξοδο τον προκάτοχό του, τον πρίγκιπα Mohammed bin Nayef, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος των προηγούμενων διοικήσεων των ΗΠΑ˙ και ο Τραμπ αργότερα προστάτευσε τον MBS από συνέπειες εντός των Ηνωμένων Πολιτειών για την δολοφονία του Khashoggi. Αλλά ο δεσμός μεταξύ της οικογένειας Τραμπ και του πρίγκιπα-διαδόχου έφερε την σχέση Σαουδικής Αραβίας-ΗΠΑ μέσα στους κομματικούς πολιτικούς πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Δημοκρατικοί, φιλύποπτοι για τα κίνητρα του Τραμπ και ενθυμούμενοι την εχθρότητα με την οποία ορισμένοι Σαουδάραβες ηγέτες έβλεπαν τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, έχουν γίνει εξαιρετικά επικριτικοί για την σχέση. Σαν ένα μπλοκ, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές αντιτίθενται τώρα στις πωλήσεις όπλων στο Ριάντ και επικρίνουν την σαουδαραβική πολιτική στην Υεμένη.
Η Σαουδική Αραβία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής στο αμερικανικό κοινό, αλλά τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι εργάστηκαν για να διατηρήσουν την σχέση σε ένα επίπεδο ελίτ. Αυτή η αποδοχή από τις διακομματικές ελίτ τώρα κινδυνεύει. Οι Σαουδάραβες πρέπει να σηματοδοτήσουν, με αποτελεσματικό τρόπο, την αποστασιοποίησή τους από την κυβέρνηση Τραμπ εάν θέλουν να είναι σε θέση να οικοδομήσουν γέφυρες προς μια Δημοκρατική διοίκηση το 2021.