Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα ήθελε ο κόσμος να πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλάζουν, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Ο αμερικανικός έρωτας με τον πόλεμο τελείωσε, είπε στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον περασμένο μήνα. Στην πορεία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αντιμετωπίζουν πλέον την στρατιωτική ισχύ ως «απάντηση σε κάθε πρόβλημα που βλέπουμε σε όλο τον κόσμο», είπε. Κεντρικό στοιχείο του μηνύματος του προέδρου ήταν η αναγνώριση ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κατατάξει την βία ως «εργαλείο έσχατης ανάγκης». Αντίθετα, η ασύδοτη χρήση βίας έχει γίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα της αμερικανικής πολιτικής τέχνης, τόσο που φράσεις όπως «ατέλειωτος πόλεμος» και «αέναοι πόλεμοι» έχουν γίνει βασικά στοιχεία του καθημερινού πολιτικού λόγου. Σε αυτή τη νέα εποχή, η παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ παραμένει σημαντική, είπε ο Μπάιντεν, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ηγηθούν «όχι μόνο με το παράδειγμα της ισχύος μας» αλλά «με την ισχύ του παραδείγματός μας».
Υποθέστε ότι ο πρόεδρος εννοεί αυτό που είπε. Υποθέστε περαιτέρω ότι το Πεντάγωνο, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα (μαζί με τους συμμάχους τους στο Κογκρέσο και τα μέσα ενημέρωσης) συμφωνούν με τον αρχηγό. Πώς μπορούν οι απόψεις του να μετατραπούν σε πραγματικότητα; Τι διαφορά μπορεί να κάνουν; Από αυτή την άποψη, η αναφορά του Μπάιντεν στην βία ως «εργαλείο έσχατης ανάγκης» απαντά σε ορισμένα ερωτήματα αλλά αποφεύγει άλλα. Παρέχει ευρεία αλλά όχι ιδιαίτερα χρήσιμη καθοδήγηση ως προς το πότε θα χρησιμοποιηθεί η βία -όχι πολύ σύντομα, αλλά πιθανότατα την ώρα που πρέπει- και καμία απολύτως [καθοδήγηση] σχετικά με το τι μπορεί να δικαιολογήσει την χρήση βίας. Και αποφεύγει εντελώς το πιο κρίσιμο ερώτημα: Στην παρούσα εποχή, σε τι ωφελεί η ένοπλη βία;
Εάν ο Μπάιντεν θέλει να μετατρέψει αυτό το προσωρινό δόγμα σε κάτι συγκεκριμένο, πρέπει να χτίσει τις πολιτικές της διοίκησης και τις επιλογές δαπανών -και όχι μόνο τις ομιλίες του- γύρω από αυτό. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παίζουν με τους ίδιους κανόνες που διέπουν την χρήση βίας, όπως αναμένουν από άλλες χώρες. Θα πρέπει να μειώσουν το στρατιωτικό τους αποτύπωμα σε όλο τον κόσμο και να επανεξετάσουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια που σκοπεύουν να δαπανήσουν για το πυρηνικό τους οπλοστάσιο τα επόμενα αρκετά χρόνια. Αυτά είναι μερικά από τα βήματα που θα μπορούσε να κάνει ο Μπάιντεν αν θέλει πραγματικά να δώσει σήμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πράγματι «επιστρέψει» από την εποχή του «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ. Ωστόσο, δεν θα είναι αρκετή μια απλή επιστροφή στο status quo που προηγήθηκε (και βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για) τον Ντόναλντ Τραμπ.
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΟΝΤΩΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ
Εάν ο πρόεδρος είναι σοβαρός περί του να ηγηθεί δια του παραδείγματος, θα πρέπει να κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμορφωθούν με τους προϋπάρχοντες κανόνες από τους οποίους συνήθως αυτο-απαλλάσσονται, ιδίως στα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Αυτό σημαίνει ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να εγκαταλείψει πλήρως την ιδέα του προληπτικού πολέμου. Στην ομιλία του στο West Point τον Μάιο του 2002, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους δήλωσε ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001] κατέστησαν νεκρές τις αρχές της αποτροπής και της ανάσχεσης της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. «Αν περιμένουμε να υλοποιηθούν πλήρως οι απειλές», προειδοποίησε ο Μπους, «θα έχουμε περιμένει πάρα πολύ».
Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, έθεσε σε εφαρμογή αυτό το λεγόμενο δόγμα Μπους εισβάλλοντας στο Ιράκ, με καταστροφικές συνέπειες. Σε μια μεγάλη δημόσια περίσταση, όπως η επόμενη ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης, ο Μπάιντεν πρέπει να ανακαλέσει ρητά το δόγμα του Μπους, επαναφέροντας κατηγορηματικά την αποτροπή ως τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατιωτικής πολιτικής των ΗΠΑ. Για πάρα πολύ καιρό, διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν σκεφτεί την αμερικανική στρατιωτική ισχύ ως ένα πρόσφορο μέσο για την επίλυση προβλημάτων -την ανατροπή καθεστώτων που θεωρούνταν απαράδεκτα ή τον φόνο φερόμενων ως τρομοκρατών και άλλων ατόμων που η Ουάσιγκτον θεωρούσε απειλητικά. Ο Μπάιντεν πρέπει να απαρνηθεί αυτή την φαντασίωση. Το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα δεν έχουν έλλειψη ξένων αντιπάλων πηγάζει τουλάχιστον εν μέρει -σε καμία περίπτωση εξ ολοκλήρου- από την κατάχρηση στρατιωτικής ισχύος κατά το παρελθόν. Όποιες και αν είναι οι σημερινές δυσκολίες με την Τεχεράνη και την Πιονγκγιάνγκ , οι ένοπλες συγκρούσεις είναι απίθανο να παρέχουν μια αποδοτική λύση.
Κατ’ επέκταση, ο Μπάιντεν θα πρέπει να ανανεώσει την δέσμευση των ΗΠΑ στην Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, που επικυρώθηκε με ψήφους 98 «υπέρ» – 2 «κατά» στην Γερουσία των ΗΠΑ στις 28 Ιουλίου 1945. Το άρθρο 2 της χάρτας απαιτεί από όλα τα μέλη να «απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή χρήση βίας» με οποιονδήποτε τρόπο «ασυμβίβαστο με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Όποτε τους άρεσε να το κάνουν, διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ αγνόησαν αυτήν την προϋπόθεση. Ο Μπάιντεν πρέπει να επιβεβαιώσει ότι το άρθρο 2 ισχύει για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Και δεν πρέπει να σταματήσει εκεί. Το άρθρο 51 της χάρτας προσφέρει μια επιφύλαξη για το άρθρο 2. Αναγνωρίζει «το εγγενές δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας εάν συμβεί ένοπλη επίθεση». Ο Μπάιντεν θα πρέπει να κατοχυρώσει την αυτοάμυνα -όχι την αλλαγή καθεστώτος, την οικοδόμηση έθνους ή την εξάλειψη θεωρούμενων κακοποιών σε μια «λίστα φόνων»- ως το κυρίαρχο σκεπτικό για την χρήση στρατιωτικής βίας από τις ΗΠΑ.
Υπάρχουν πολλές άλλες ευκαιρίες για να επιδείξει καλή πίστη σηματοδοτώντας την προθυμία να τηρήσει τους κανόνες στους οποίους έχουν δεσμευτεί τα περισσότερα μέλη της διεθνούς κοινότητας. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση των όρων της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, που επικυρώθηκε από την Γερουσία των ΗΠΑ το 1949, και η οποία ορίζει την συλλογική τιμωρία ως έγκλημα πολέμου. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, οι οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ που στοχεύουν στην Κούβα και την Βενεζουέλα είναι παράνομες και ανήθικες. Έχουν επίσης αποδειχθεί αναποτελεσματικές και πρέπει να αρθούν. Όπως και με την ίδια την βία, ο εξαναγκασμός με άλλα μέσα θα πρέπει να γίνει η έσχατη λύση.
Ο Μπάιντεν θα πρέπει να επιβεβαιώσει την ανανέωση της συμμόρφωσης των ΗΠΑ με την Σύμβαση Κατά των Βασανιστηρίων (Convention Against Torture), που επικυρώθηκε από την Γερουσία το 1994 αλλά αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001]. Και θα πρέπει να εγκρίνει το Τμήμα 2340Α του Τίτλου 18 του Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο καθιστά ομοσπονδιακό έγκλημα οι δημόσιοι υπάλληλοι να εμπλέκονται σε βασανιστήρια έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το άπαξ δια παντός κλείσιμο του καταστήματος κράτησης στο Γκουαντάναμο της Κούβας, προσφέρει έναν τρόπο να σηματοδοτηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούν πέρα από τα βασανιστήρια. Ο Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να πιέσει την Γερουσία για να κυρώσει πολλές βασικές συνθήκες και διεθνείς συμφωνίες, όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), η Συνολική Συνθήκη περί Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών (1996), η Συνθήκη Απαγόρευσης Ναρκών ή αλλιώς Συνθήκη της Οτάβα (1997), και το Καταστατικό της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (1998). Το ότι μια άσχημα διχασμένη Γερουσία των ΗΠΑ με επικεφαλής κομματικούς όπως ο Mitch McConnell και ο Chuck Schumer είναι απίθανο να ασχοληθεί με αυτά τα θέματα είναι αναμφίβολο. Ωστόσο, εάν ο Μπάιντεν θέλει σοβαρά να ευθυγραμμίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τους υπάρχοντες διεθνείς κανόνες, τουλάχιστον θα καλέσει την Γερουσία να δράσει. Μια χειρονομία είναι καλύτερη από την σιωπηλή συγκατάβαση.
Οι δηλώσεις του Μπάιντεν σχετικά με την «ισχύ του παραδείγματος μας» ακούγονται κενές όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να αρνούνται να υπογράψουν ή να σεβαστούν βασικές πτυχές του διεθνούς δικαίου. Το υπάρχον πρότυπο συμπεριφοράς των ΗΠΑ δεν είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί: η Ουάσινγκτον τείνει να αντιτάσσεται ή να αγνοεί οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία εμποδίζει την ελευθερία της να εξαναγκάζει. Εάν ο Μπάιντεν εννοεί όσα είπε στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αυτό θα πρέπει να αλλάξει.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ
Εάν η ηγεσία δια του παραδείγματος υποδηλώνει κάτι περισσότερο από ένα άχρηστο κομμάτι ρητορικής, ο πρόεδρος θα πρέπει να αναφέρει λεπτομερώς το τι θα σημαίνει στην πράξη. Μπορεί να ξεκινήσει με το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Παρά το επίσημο όνομά του, ο αυτονόητος σκοπός του Υπουργείου Άμυνας δεν είναι η άμυνα: είναι η προβολή ισχύος. Οι ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν πιθανές απειλές σε μακρινά μέρη, όπως στον Περσικό Κόλπο, στην Ανατολική Ασία, και στην Ευρώπη. Όπως τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αποκαλύψει εμφατικά, οι απειλές που θέτουν σε κίνδυνο την άμεση ασφάλεια και ευημερία των Αμερικανών όπου ζουν είναι, τις περισσότερες φορές, μια μεταγενέστερη σκέψη. Για το Πεντάγωνο, αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία ναυσιπλοΐας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας υπερισχύει των πυρκαγιών, των τυφώνων, των πλημμυρών, των πανδημιών, και των διάτρητων συνόρων εδώ στην πατρίδα, για να μην αναφέρουμε την καταστολή περιστασιακών εξεγέρσεων. Αυτά εμπίπτουν στην ευθύνη υπηρεσιών των οποίων οι προϋπολογισμοί και οι πόροι ωχριούν σε σύγκριση με αυτούς που απολαμβάνουν συνήθως οι ένοπλες υπηρεσίες.
Το θέμα εδώ είναι η έννοια της «εθνικής ασφάλειας». Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο όρος συνεπάγεται την αντιμετώπιση των στρατιωτικών απειλών με την στήριξη στην φανερή ή κρυφή στρατιωτική δράση. Ως αποτέλεσμα, το Πεντάγωνο έχει συνηθίσει να παίρνει τη μερίδα του λέοντος των πόρων που προορίζονται για την εθνική ασφάλεια. Στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, αυτή η κατανομή πόρων -το Πεντάγωνο είναι ο μεγάλος νικητής, ενώ άλλοι επιβιώνουν με σχετικά υπολείμματα- δεν είναι καν αμφιλεγόμενη. Ο Μπάιντεν πρέπει να επιμείνει στην αποκατάσταση αυτής της ανισορροπίας, διαθέτοντας περισσότερα χρήματα σε υπηρεσίες όπως το Λιμενικό Σώμα, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, η Δασική Υπηρεσία των ΗΠΑ, και η Αμερικανική Συνοριακή Περιπολία, με τον στρατό, το ναυτικό, και την αεροπορία να υποχρεούνται να τα βγάλουν πέρα με λίγο λιγότερα.
Τοποθετημένο βαθιά στο status quo, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα θα αντιταχθεί σε κάθε μετακίνηση από την τυπική αντίληψη της εθνικής ασφάλειας. Έτσι, εάν ο Μπάιντεν δεσμευτεί να αλλάξει, θα πρέπει να δουλέψει πολύ σκληρά για να το πετύχει. Το αν είναι διατεθειμένος να ξοδέψει το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο για να κυριαρχήσει σ τις δυνάμεις που έχουν δεσμευτεί στις υπάρχουσες ρυθμίσεις, μένει να φανεί. Για παράδειγμα, εάν ο Μπάιντεν αντιτάσσεται στην πρόσφατη ψήφιση στην Βουλή των Αντιπροσώπων που ενέκρινε 768 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέες στρατιωτικές δαπάνες για το 2022 -ο μεγαλύτερος στρατιωτικός προϋπολογισμός σε συνολικά δολάρια που έγινε ποτέ- δεν το έχει ακόμη δηλώσει δημόσια.
Η περικοπή του προϋπολογισμού του Πενταγώνου θα είχε αναγκαστικά σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση και την τοποθέτηση των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Και εδώ, επίσης, είναι μια ευκαιρία για τον Μπάιντεν να αποδείξει ότι ασχολείται σοβαρά με το να κατατάξει την βία ως έσχατη λύση και να δώσει έμφαση στις μη καταναγκαστικές προσεγγίσεις της ηγεσίας. Το κλείσιμο μιας ή περισσότερων από τις έξι διοικητικές περιφερειακές διοικήσεις των ΗΠΑ, οι οποίες επιβλέπουν τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε τεράστιες γεωγραφικές εκτάσεις, προσφέρει ένα καλό μέρος για να ξεκίνημα. Από αυτή την άποψη, η Νότια Διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών (SOUTHCOM), η οποία έχει «ευθύνη» για ολόκληρη τη Νότια Αμερική και την Καραϊβική, θα πρέπει να είναι η πρώτη που θα κλείσει.
Οι γείτονες των Ηνωμένων Πολιτειών στον νότο αντιμετωπίζουν μια ποικιλία προκλήσεων. Οι κυριότερες από αυτές είναι η οικονομική υπανάπτυξη˙ οι εύθραυστοι πολιτικοί θεσμοί˙ τα εσωτερικά προβλήματα που σχετίζονται με την διαφθορά, το έγκλημα και το εμπόριο ναρκωτικών˙ και, κυρίως, η κλιματική αλλαγή. Το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για να ανακουφίσουν αυτά τα προβλήματα είναι αναμφίβολο. Αλλά κανένα από αυτά δεν ωφελείται από στρατιωτικές λύσεις. Εκτός από το να δώσει δουλειά σε έναν στρατηγό τεσσάρων αστέρων ή σε έναν ναύαρχο, η SOUTHCOM είναι το ίδιο σχετική με τις σημερινές ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια, όσο τα ερειπωμένα παράκτια οχυρώματα πυροβολικού που εξακολουθούν να βρίσκονται δίπλα στα μεγάλα λιμάνια των ΗΠΑ.
Σε γενικές γραμμές, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να μειώσει τον αριθμό των υπερπόντιων βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Υπάρχουν σήμερα περίπου 750 σε περισσότερες από 80 χώρες. Πού να ξεκινήσει να κόβει το στρατιωτικό προφίλ των ΗΠΑ στο εξωτερικό; Στην Ευρώπη. Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και περίπου τρεις δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν είναι πλέον απαραίτητο για τις αμερικανικές δυνάμεις να φυλάσσουν ευημερούσες δημοκρατίες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες είναι πλήρως ικανές να αμυνθούν. Εκτός από τη μείωση του αποτυπώματος του αμερικανικού στρατού, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να περιορίσει τις εξαγωγές όπλων αμερικανικής κατασκευής, που το οικονομικό έτος 2020 ανήλθαν σε παγκόσμια ηγετική θέση στα 175 δισεκατομμύρια δολάρια. Η περικοπή της πώλησης προηγμένων όπλων στην Σαουδική Αραβία -αυτή την στιγμή ξεπερνά τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως- προσφέρει μια αρχή.
Ο συνεχής εκσυγχρονισμός των πυρηνικών δυνάμεων των ΗΠΑ προσφέρει επίσης ένα μέρος για να ξεκινήσει μια στροφή μακριά από τον μιλιταρισμό και μια ευκαιρία να ανακατευθυνθούν οι αμυντικές δαπάνες σε πιο επείγουσες προτεραιότητες. Ο πυρηνικός πόλεμος (ή ένα πυρηνικό ατύχημα) παραμένει μια από τις πιο άμεσες απειλές για την ανθρωπότητα. Με ελάχιστη δημόσια συζήτηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται επί του παρόντος στην αντικατάσταση ολόκληρης της υπάρχουσας «στρατηγικής τριάδας», που αποτελείται από βομβαρδιστικά [αεροσκάφη] μεγάλου βεληνεκούς, βαλλιστικούς πυραύλους από υποβρύχια, και χερσαίους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Αυτό το έργο πιθανότατα θα συνεχιστεί μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας και θα κοστίσει τουλάχιστον 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Και όμως, ως υπογράφουσες την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty, NPT), οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευτεί να «συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με καλή πίστη» που θα οδηγήσουν σε «πυρηνικό αφοπλισμό». Εάν ο Μπάιντεν θέλει να αποδείξει ότι είναι σοβαρός στο να δώσει το παράδειγμα, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ βάσει της NPT με κάτι άλλο εκτός από απλώς λόγια. Η ανακαίνιση και όχι η αντικατάσταση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ θα έκανε ακριβώς αυτό.
Το ίδιο, επίσης, θα έκανε και η προλεχθείσα επιλογή μιας πρώτης πυρηνικής επίθεσης, που σημαίνει μια προληπτική επίθεση για την εξάλειψη του οπλοστασίου ενός αντιπάλου. Μια δέσμευση «μη πρώτης χρήσης» δεν θα εμπόδιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες από αντίποινα σε περίπτωση που στοχοποιηθούν από μια πυρηνική επίθεση. Θα σήμαινε, ωστόσο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σοβαρές για την αφαίρεση της Δαμόκλειου σπάθης που οι πυρηνικές δυνάμεις έχουν επικρεμάσει πάνω στην ανθρωπότητα από τις πρώτες μέρες του Ψυχρού Πολέμου.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;
Το καλύτερο πεδίο δοκιμών για να θέσει ο Μπάιντεν την ρητορική του σε εφαρμογή είναι η Κίνα. Εάν η βία είναι πραγματικά η επιλογή της έσχατης λύσης, ο Μπάιντεν θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει την ολοένα και πιο εχθρική σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα από το να γίνει ένας ολοκληρωτικός στρατιωτικός ανταγωνισμός. Το να επιτραπεί η σχέση ΗΠΑ-Κίνας να επικεντρωθεί σε μια κούρσα εξοπλισμών, συγκρίσιμη με εκείνη που καθοδήγησε τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης στην δεκαετία του 1950, θα ήταν το απαύγασμα της απερισκεψίας. Ωστόσο, όπως δείχνει η πρόσφατα ανακοινωθείσα συμφωνία Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για την πώληση πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία, ο Μπάιντεν φαίνεται να κλίνει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Στην ομιλία του στον ΟΗΕ, ο Μπάιντεν είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν επιδιώκουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ή έναν κόσμο χωρισμένο σε άκαμπτα μπλοκ». Όμως, οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά από τα λόγια, και μέχρι στιγμής, ο Μπάιντεν φαίνεται να αποδέχεται έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ως αναπόφευκτο ή ως σαν να καλωσορίζει μια τέτοια προοπτική. Σε κάθε περίπτωση, με την συμφωνία για τα υποβρύχια, η αξιοπιστία του ισχυρισμού του Μπάιντεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν τώρα να ηγηθούν δια του παραδείγματος αρχίζει να φαίνεται μάλλον αδύναμη. Ίσως ο Μπάιντεν επενδύει στην ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος των δεύτερης κατηγορίας συμμάχων των ΗΠΑ για να κάνει την Κίνα πιο συμβιβαστική. Αν είναι έτσι, βάζει ένα πολύ μεγάλο και επικίνδυνο στοίχημα.
Σε αξιοσέβαστους κύκλους, το «Πρώτα η Αμερική» αναλογεί ως ισάξιο της βλασφημίας. Απηχεί την ανευθυνότητα της δεκαετίας του 1930 και την αδεξιότητα του προκατόχου του Μπάιντεν. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το να κρατηθεί η Αμερική πρώτη -διατηρώντας μια θέση παγκόσμιας υπεροχής- έχει καταταχθεί εδώ και πολύ καιρό ως ο πρωταρχικός στόχος του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής, του οποίου ο Μπάιντεν είναι εγγεγραμμένο μέλος. Τα μέλη αυτού του κατεστημένου δέχονται ως δεδομένο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να απολαμβάνουν προνόμια και δικαιώματα που δεν επιτρέπονται σε καμία άλλη χώρα. Ο αμερικανικός λαός συμφωνεί, ταξινομώντας τέτοια προνόμια και δικαιώματα ως οφειλόμενα. Ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες να θεωρήσουν την παρούσα εποχή ως μια πρόσκληση για επανεκτίμηση αυτής της πρότασης. Τουλάχιστον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να εξετάσουν την πιθανότητα ότι η περαιτέρω κατάχρηση της στρατιωτικής ισχύος θα χρησιμεύσει μόνο για να κατασπαταλήσει ό, τι απομένει από το προνομιακό καθεστώς των Ηνωμένων Πολιτειών.
Foreignaffairs.gr