Πώς να αποτραπούν τα αυτόνομα όπλα από το να περιπέσουν σε σύγκρουση
Στις 14 Μαρτίου, ένα αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος επιτήρησης βρισκόταν σε αποστολή ρουτίνας στον διεθνή εναέριο χώρο πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα, όταν αναχαιτίστηκε από δύο ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη. Για σχεδόν μισή ώρα, τα αεροσκάφη παρενοχλούσαν το αμερικανικό σύστημα, ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος MQ-9 Reaper, περνώντας από δίπλα του και ρίχνοντας καύσιμα πάνω στα φτερά και τους αισθητήρες του. Ένα από τα αεροσκάφη έκοψε την έλικα του Reaper, καθιστώντας το μη λειτουργικό και αναγκάζοντας τους Αμερικανούς χειριστές του να ρίξουν το μη επανδρωμένο αεροσκάφος στην θάλασσα. Λίγο αργότερα, η Μόσχα απένειμε μετάλλια στους δύο Ρώσους πιλότους που ενεπλάκησαν στο περιστατικό.
Κάθε κίνηση του Reaper -συμπεριλαμβανομένης της αυτοκαταστροφής του μετά την σύγκρουση- επιβλέπονταν και καθοδηγείτο από τις αμερικανικές δυνάμεις από μια αίθουσα ελέγχου χιλιάδες μίλια μακριά. Τι θα γινόταν, όμως, αν το μη επανδρωμένο αεροσκάφος δεν το χειρίζονταν καθόλου άνθρωποι, αλλά ανεξάρτητο, τεχνητά ευφυές λογισμικό; Τι θα γινόταν αν αυτό το λογισμικό είχε αντιληφθεί την ρωσική παρενόχληση ως επίθεση; Δεδομένης της ιλιγγιώδους ταχύτητας της καινοτομίας στην τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) και τις αυτόνομες τεχνολογίες, αυτό το σενάριο θα μπορούσε σύντομα να γίνει πραγματικότητα.
Τα παραδοσιακά στρατιωτικά συστήματα και τεχνολογίες προέρχονται από έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι λαμβάνουν επιτόπου, ή τουλάχιστον σε πραγματικό χρόνο, αποφάσεις ζωής και θανάτου. Τα συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη εξαρτώνται λιγότερο από αυτό το ανθρώπινο στοιχείο˙ τα μελλοντικά αυτόνομα συστήματα ίσως να μην το έχουν καθόλου. Αυτή η προοπτική όχι μόνο εγείρει ακανθώδη ζητήματα λογοδοσίας, αλλά σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχουν καθιερωμένα πρωτόκολλα για τις περιπτώσεις που τα πράγματα πάνε στραβά. Τι θα συνέβαινε αν ένα αμερικανικό αυτόνομο μη επανδρωμένο αεροσκάφος βομβάρδιζε έναν στόχο τον οποίο προοριζόταν μόνο να παρακολουθεί; Πώς θα διαβεβαίωνε η Ουάσινγκτον την άλλη πλευρά ότι το περιστατικό ήταν ακούσιο και δεν θα επαναληφθεί;
Όταν συμβεί το αναπόφευκτο , και ένα μερικώς ή πλήρως αυτόνομο σύστημα εμπλακεί σε ατύχημα, τα κράτη θα χρειαστούν έναν μηχανισμό στον οποίο θα μπορούν να απευθυνθούν -ένα πλαίσιο που θα καθοδηγεί τα εμπλεκόμενα μέρη και θα τους παρέχει πιθανές εξόδους για την αποφυγή ανεπιθύμητων συγκρούσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν ένα μικρό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση όταν δημοσίευσαν τον Φεβρουάριο μια δήλωση που περιέγραφε το όραμά τους για την υπεύθυνη στρατιωτική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence, AI) και των αυτόνομων συστημάτων. Η διακήρυξη περιλάμβανε αρκετές ορθές προτάσεις, μεταξύ των οποίων ότι η AI δεν θα πρέπει ποτέ να επιτρέπεται να καθορίζει την χρήση πυρηνικών όπλων. Αλλά δεν προσέφερε ακριβείς κατευθυντήριες γραμμές για το πώς τα κράτη θα μπορούσαν να ρυθμίσουν την συμπεριφορά των συστημάτων AI, ούτε έθεσε κανέναν δίαυλο [επικοινωνίας] μέσω του οποίου τα κράτη θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν γρήγορα τυχόν παρανοήσεις. Χρειάζεται επειγόντως ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο, με μεγαλύτερη συμμετοχή από άλλες κυβερνήσεις.
Για έμπνευση, τα κράτη θα μπορούσαν να μελετήσουν ένα υποτιμημένο επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου. Στην δεκαετία του 1970, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης κατεύνασαν τις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των [πολεμικών] ναυτικών τους, θέτοντας κανόνες για απρογραμμάτιστες συναντήσεις στην ανοικτή θάλασσα. Οι κυβερνήσεις σήμερα θα πρέπει να ακολουθήσουν μια παρόμοια διαδρομή μέσα στα αχαρτογράφητα νερά του πολέμου που καθοδηγείται από την τεχνητή νοημοσύνη. Θα πρέπει να συμφωνήσουν σε βασικές κατευθυντήριες γραμμές τώρα, μαζί με πρωτόκολλα για τη μεγιστοποίηση της διαφάνειας και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου θανατηφόρων λανθασμένων υπολογισμών και λανθασμένης επικοινωνίας. Χωρίς μια τέτοια θεμελιώδη συμφωνία, τα μελλοντικά μεμονωμένα περιστατικά που αφορούν συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη και αυτόνομα συστήματα θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ξεφύγουν από τον έλεγχο.
ΕΚΤΟΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ
Η απώλεια ενός αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους επιτήρησης πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα τον Μάρτιο ήταν ανησυχητική. Ο αμερικανικός στρατός έχει σαφώς καθορισμένες διαδικασίες για το πώς θα ενεργήσει σε περίπτωση κατάρριψης ενός από τα επανδρωμένα αεροσκάφη του. Αλλά η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι τα τυποποιημένα πρωτόκολλα δεν επεκτείνονται απαραίτητα και στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Σε ένα περιστατικό του 2019, το Ιράν κατέρριψε ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ πάνω από τα Στενά του Ορμούζ, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση στο εσωτερικό του Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου που παραλίγο να οδηγήσει σε αμερικανικά αντίποινα κατά του Ιράν. Οι αμερικανικές δυνάμεις φέρονται να απείχαν δέκα λεπτά από την προσβολή του στόχου τους όταν το πλήγμα ματαιώθηκε, σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Την τελευταία στιγμή, οι ηγέτες στην Ουάσινγκτον είχαν αποφασίσει ότι ένα χτύπημα ήταν δυσανάλογο και επέλεξαν αντ’ αυτού μια κυβερνοεπίθεση κατά των ιρανικών συστημάτων πληροφοριών και πυραύλων.
Το πλεονέκτημα των τηλεχειριζόμενων αεροσκαφών είναι ότι, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο κλιμάκωσης αντί να τον αυξήσουν. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η απώλεια ενός άψυχου μηχανήματος, όσο ακριβό και αν είναι αυτό, είναι ευκολότερο να χωνευτεί από τον θάνατο ενός πληρώματος αεροσκαφών. Αλλά αυτή η θετική πλευρά μπορεί να εξαφανιστεί καθώς οι τεχνολογίες εξελίσσονται.
Πλήρως αυτόνομα στρατιωτικά συστήματα δεν υπάρχουν ακόμη, και η ανάπτυξη συστημάτων με τεχνητή νοημοσύνη στο πεδίο της μάχης παραμένει περιορισμένη. Ωστόσο, οι στρατοί παγκοσμίως επενδύουν σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Μόνο το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει σχεδόν 700 ενεργά έργα τεχνητής νοημοσύνης. Μεταξύ αυτών είναι το πρόγραμμα Scarlet Dragon του αμερικανικού στρατού, το οποίο έχει χρησιμοποιήσει ΑΙ για τον εντοπισμό στόχων σε ασκήσεις με πραγματικά πυρά, και το Task Force 59 του αμερικανικού ναυτικού, το οποίο επιδιώκει την ανάπτυξη οικονομικά αποδοτικών, πλήρως αυτόνομων συστημάτων επιτήρησης. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ ελπίζει να δημιουργήσει μια μέρα σμήνη έξυπνων όπλων ικανών να επικοινωνούν αυτόνομα μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν πληροφορίες για πιθανούς στόχους.
Ο αμερικανικός στρατός δεν είναι ο μόνος καινοτόμος σε αυτό το μέτωπο. Τον Απρίλιο, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν μια κοινή δοκιμή στην οποία ένα σμήνος εναέριων και επίγειων οχημάτων με δυνατότητα τεχνητής νοημοσύνης συνεργάστηκε για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση στόχων. Η Κίνα επενδύει σε μια σειρά από υποβρύχιους αισθητήρες με δυνατότητες τεχνητής νοημοσύνης, ορισμένοι από τους οποίους φέρονται να χρησιμοποιούνται ήδη στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γίνει μάρτυρας μερικών από τις πρώτες πραγματικές χρήσεις της ΑΙ σε άμεσες συγκρούσεις. Μεταξύ άλλων, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν χρησιμοποιήσει μια διεπαφή [interface] λογισμικού ΑΙ που ενοποιεί εμπορικά δορυφορικά δεδομένα, θερμικές εικόνες πυρών πυροβολικού, και άλλες πληροφορίες. Οι πληροφορίες τοποθετούνται σε ψηφιακούς χάρτες που οι διοικητές στο έδαφος μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να επιλέξουν τους στόχους τους.
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ
Ενθαρρυμένοι από τα οφέλη που ήδη αποκομίζουν από τα συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη, οι στρατοί πιθανότατα θα παραμείνουν στην τρέχουσα πορεία τους και θα σχεδιάσουν μελλοντικά συστήματα με αυξανόμενο βαθμό αυτονομίας. Αυτή η ώθηση προς την αυτονομία με χρήση τεχνητής νοημοσύνης θα ξεκλειδώσει σίγουρα στρατηγικά και τακτικά πλεονεκτήματα, αλλά αυτά θα έρθουν με κάποιο κόστος.
Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ένα αυτόνομο στρατιωτικό σύστημα μπορεί να βρεθούν σε επαφή, στην ουσία, με ένα μαύρο κουτί [στμ: black box, ένα ακατανόητο αντικείμενο]. Όταν έρχονται αντιμέτωποι ή στοχοποιούνται, ίσως να δυσκολεύονται να εκτιμήσουν την πρόθεση του συστήματος και να κατανοήσουν την λήψη των αποφάσεών του. Αυτό είναι εν μέρει ένα χαρακτηριστικό εγγενές στην τεχνολογία, επειδή ο εν λειτουργία αλγόριθμος συχνά δεν θα εξηγήσει ή δεν μπορεί να εξηγήσει την «διαδικασία σκέψης» του με όρους που μπορούν να κατανοήσουν οι άνθρωποι. Οι αντίπαλοι, με την σειρά τους, ίσως να δυσκολεύονται να διακρίνουν την εσκεμμένη επιθετικότητα από την εσφαλμένη συμπεριφορά της ΑΙ, αφήνοντάς τους αβέβαιους για το πώς να αντιδράσουν. Ακόμα χειρότερα, η έρευνα υποδεικνύει ότι η τυχαία χρήση βίας από ένα αυτόνομο οπλικό σύστημα με ΑΙ ίσως να προκαλέσει μια πιο επιθετική αντίδραση από το συμβατικό ανθρώπινο σφάλμα: οι ηγέτες της χώρας-στόχου μπορεί να αισθάνονται οργισμένοι από την απόφαση της άλλης πλευράς να αναθέσει εξαρχής την λήψη θανατηφόρων αποφάσεων σε μια μηχανή, και ίσως να επιλέξουν μια δυναμική αντίδραση για να δείξουν αυτήν την δυσαρέσκεια.
Ορισμένα από τα νέα σενάρια και οι κίνδυνοι ασφαλείας που συνεπάγονται μπορεί να διαφέρουν όχι μόνο από το ανθρώπινο λάθος αλλά και από την συνήθη ομίχλη του πολέμου. Πάρτε ένα πρόσφατο πείραμα σκέψης που διεξήχθη από έναν αξιωματούχο υπεύθυνο για τις δοκιμές τεχνητής νοημοσύνης της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, στο οποίο ένα drone με τεχνητή νοημοσύνη εκπαιδεύεται να εντοπίζει στόχους και να τους καταστρέφει κατόπιν έγκρισης από έναν ανθρώπινο χειριστή. Κάθε εξουδετερωμένος στόχος ισούται με έναν πόντο και η ΑΙ επιδιώκει να μεγιστοποιήσει ένα σκορ βάσει πόντων. Ίσως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξάρτησή του από την ανθρώπινη έγκριση για τα πλήγματα περιορίζει την ικανότητά του να συσσωρεύει πόντους και, ως εκ τούτου, ίσως να αποφασίσει να εξουδετερώσει τον χειριστή. Αν ο προγραμματισμός της ΑΙ έχει τροποποιηθεί ώστε να αφαιρεί πόντους για την δολοφονία του χειριστή, η ΑΙ μπορεί να καταφύγει στην καταστροφή του πύργου επικοινωνίας που αναμεταδίδει τις εντολές του χειριστή. Αυτό που διαφοροποιεί αυτό το σενάριο από το παραδοσιακό ανθρώπινο λάθος ή από έναν στρατιώτη που αποστασιοποιείται είναι ότι οι ενέργειες της ΑΙ δεν είναι ούτε τυχαίες ούτε παραβιάζουν τον προγραμματισμό της. Η συμπεριφορά αυτή, αν και ανεπιθύμητη, είναι ένα χαρακτηριστικό και όχι ένα σφάλμα. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση του «προβλήματος ευθυγράμμισης» (“alignment problem”): είναι δύσκολο να αναπτυχθεί και να προγραμματιστεί η ΑΙ έτσι ώστε οι ενέργειές της να συμπίπτουν ακριβώς με τους ανθρώπινους στόχους και αξίες, και το λάθος μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.
Ένας πρόσθετος κίνδυνος είναι ο ρόλος που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα αυτόνομα συστήματα και τα συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη σε στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και σε παίγνια του δειλού (games of chicken). Η ανθρώπινη απερισκεψία μετριάζεται, μεταξύ άλλων, από το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά αυτό το ένστικτο μπορεί να μην έρθει ίσως στο προσκήνιο όταν τα αυτόνομα συστήματα αναπτύσσονται χωρίς ανθρώπινο χειριστή επί του συστήματος. Σκεφτείτε ένα άλλο σενάριο: ένα ζεύγος πλήρως αυτόνομων αεροσκαφών από αντίπαλες χώρες έρχονται αντιμέτωπα στον ουρανό πάνω από αμφισβητούμενο έδαφος. Και τα δύο συστήματα αντιλαμβάνονται το άλλο ως απειλή και, δεδομένου ότι είναι προγραμματισμένα για επιθετικότητα, επιδίδονται σε κλιμακούμενους ελιγμούς για να διεκδικήσουν την κυριαρχία τους. Σύντομα, το ένα ή και τα δύο συστήματα υφίστανται ζημιές ή καταρρίπτονται χωρίς λόγο και οι αντίπαλες χώρες αντιμετωπίζουν μια κρίση.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε επίσης να αλλάξει τον τομέα του πυρηνικού πολέμου, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Η ταχύτητα της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να επιτρέψει τον εντοπισμό ενός εισερχόμενου πυρηνικού πυραύλου νωρίτερα, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων για να σταθμίσουν τις επιλογές τους. Αλλά όταν και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν ΑΙ, η ίδια ταχύτητα θα μπορούσε να προσθέσει πίεση για να ενεργήσουν γρήγορα (και να σκεφτούν αργότερα), ώστε να αποφύγουν να ξεγελαστούν. Η πυρηνική αποτροπή με την βοήθεια της ΑΙ θα ήταν επίσης δίκοπο μαχαίρι: τα αυτόνομα συστήματα με πυρηνικό οπλισμό ίσως καταστήσουν δυσκολότερο για έναν επιτιθέμενο να εξουδετερώσει όλες τις πυρηνικές άμυνες ενός κράτους με μια κίνηση, μειώνοντας έτσι τα κίνητρα για ένα προληπτικό πρώτο πλήγμα. Από την άλλη πλευρά, η πολυπλοκότητα των συστημάτων με τεχνητή νοημοσύνη ενέχει τον κίνδυνο αλυσιδωτών και δυνητικά καταστροφικών αποτυχιών.
ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η συρροή αυτών των παραγόντων κινδύνου καθιστά τον καθορισμό της σωστής αντίδρασης σε περιστατικά που αφορούν συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη και αυτόνομα συστήματα, μοναδικά πολύπλοκα και εξαρτώμενα από το ευρύτερο περιβάλλον. Δεδομένου του πόσο δύσκολο θα είναι να αντιμετωπιστεί αυτή η πολυπλοκότητα εν τη γενέσει της, τα κράτη πρέπει να κατασκευάσουν εκ των προτέρων διόδους διαφυγής από πιθανές συγκρούσεις. Ευτυχώς, κατά τον τρόπο αυτό, μπορούν να βασιστούν σε σχέδια από το παρελθόν.
Το 2020, περίπου το 90% των αμερικανικών αναγνωριστικών πτήσεων πάνω από την Μαύρη Θάλασσα αναχαιτίστηκαν από ρωσικά αεροσκάφη, σύμφωνα [14] με τον αμερικανικό στρατό. Το ΝΑΤΟ δήλωσε [15] ότι είχε αναχαιτίσει ρωσικά αεροσκάφη σε περισσότερες από 300 περιπτώσεις το ίδιο έτος. Τέτοιες αναχαιτίσεις δεν είναι καινούργιες, αποτελούν μια σύγχρονη εκδοχή της πρακτικής της διπλωματίας των κανονιοφόρων του 19ου αιώνα [16]. Ο όρος προέκυψε για να περιγράψει την τάση των Δυτικών κρατών να χρησιμοποιούν φυσικές επιδείξεις ναυτικών μέσων για την προβολή ισχύος και τον εκφοβισμό άλλων εθνών ώστε να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις τους. Καθώς η τεχνολογία εξελισσόταν, οι κανονιοφόροι έδωσαν την θέση τους στα αεροπλανοφόρα, στην συνέχεια στα βομβαρδιστικά B-52, και αργότερα ακόμη στα αεροσκάφη επιτήρησης E-3 Sentry AWACS και σε άλλες επιβλητικές καινοτομίες. Η χρήση -και η αναχαίτιση- των ολοένα και πιο υψηλής τεχνολογίας συστημάτων με δυνατότητα τεχνητής νοημοσύνης είναι απλώς η τελευταία επανάληψη αυτής της τεχνο-τακτικής.
Όπως υποδηλώνει το όνομα, η διπλωματία των κανονιοφόρων χρησιμοποιείται για την επιδίωξη διπλωματικών και όχι στρατιωτικών στόχων. Όμως, δεδομένων των εργαλείων που χρησιμοποιούνται, ο λάθος υπολογισμός και η κακή επικοινωνία μπορεί να έχουν ολέθριες συνέπειες. Τα κράτη το έχουν κατανοήσει από καιρό αυτό και έχουν βρει, στο παρελθόν, τρόπους να περιορίσουν τον κίνδυνο ακούσιας κλιμάκωσης. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς από αυτούς τους μηχανισμούς προέκυψε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Εκείνη την εποχή, η Σοβιετική Ένωση αντιδρούσε στις ναυτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ σε ύδατα που θεωρούσε δικά της, όπως η Μαύρη Θάλασσα και η Θάλασσα της Ιαπωνίας. Κατέστησε σαφή την θέση της αναχαιτίζοντας επανειλημμένα και με επιθετικό τρόπο αμερικανικά σκάφη, οδηγώντας σε μια σειρά επικίνδυνων οριακών συγκρούσεων. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση είχαν φτάσει να αναγνωρίζουν [17] ότι, όπως έγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο μελετητής, Sean Lynn-Jones, «οι κίνδυνοι της ναυτικής παρενόχλησης υπονομεύουν κάθε δικαιολογία για την συνέχιση της απεριόριστης πρακτικής της». Αυτή η αμοιβαία διαπίστωση οδήγησε, το 1972, στην Συμφωνία για τα Περιστατικά στην Θάλασσα (Incidents at Sea Agreement, INCSEA) μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης.
Η συμφωνία INCSEA, όπως έγινε γνωστή, κάλυπτε κάθε αλληλεπίδραση μεταξύ αμερικανικών και σοβιετικών στρατιωτικών σκαφών στην ανοικτή θάλασσα, από τις σκόπιμες αντιπαραθέσεις έως τις απρογραμμάτιστες συναντήσεις. Δημιούργησε πρωτόκολλα ειδοποίησης και διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών που αποσκοπούσαν στη μείωση του κινδύνου ατυχημάτων και ακούσιων συγκρούσεων. Ήδη από το 1983, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ δήλωσε [18] ότι η συμφωνία ήταν επιτυχής, διότι μείωσε τον αριθμό των επιθετικών αλληλεπιδράσεων στην ανοικτή θάλασσα, ακόμη και όταν το αμερικανικό και το σοβιετικό ναυτικό είχαν και τα δύο επεκταθεί σε μέγεθος.
Όπως και άλλα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, η συμφωνία δεν περιόριζε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ή τις δομές των δυνάμεων. Ούτε εξάλειψε ούτε μεταμόρφωσε ριζικά τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης στον ναυτικό τομέα. Έκανε, ωστόσο, τον ανταγωνισμό πιο προβλέψιμο και ασφαλέστερο.
Η επιτυχία της συμφωνίας INCSEA άνοιξε τον δρόμο για παρόμοιους μηχανισμούς στην ανοικτή θάλασσα και πέραν αυτής. Η Σοβιετική Ένωση και, αργότερα, η Ρωσία αναπαρήγαγαν την συμφωνία με 11 μέλη του ΝΑΤΟ [19] και αρκετές χώρες του Ινδο-Ειρηνικού. Πρόσθετες συμφωνίες ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν παρόμοια πρωτόκολλα για συναντήσεις στην ξηρά και στον αέρα. Πιο πρόσφατα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν [20] έναν μη δεσμευτικό Κώδικα για απρογραμμάτιστες συναντήσεις στην θάλασσα, τον οποίο τηρούν πλέον οι ίδιες και σχεδόν 20 άλλα κράτη. Έχουν γίνει ακόμη και συζητήσεις για την επέκταση παρόμοιων μηχανισμών στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο.
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Σίγουρα, μια συμφωνία όπως η INCSEA εφαρμόζεται τεχνικά είτε υπάρχει πλήρωμα επί του σκάφους είτε όχι, αλλά τελικά προϋποθέτει ότι οι ανθρώπινοι χειριστές έχουν τον έλεγχο. Οι μοναδικές προκλήσεις που παρουσιάζουν τα συστήματα με τεχνητή νοημοσύνη και τα αυτόνομα συστήματα απαιτούν πιο προσαρμοσμένες λύσεις. Σκεφτείτε το ως μια συμφωνία INCSEA για την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης: μια Συμφωνία για Αυτόνομα Περιστατικά (Autonomous Incidents Agreement).
Το πρώτο εμπόδιο για οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία είναι η δυσκολία ανάλυσης του νοήματος και της πρόθεσης πίσω από την συμπεριφορά ενός συστήματος με τεχνητή νοημοσύνη. Στην πορεία, ίσως καταστεί δυνατή η παρακολούθηση και η επαλήθευση των εσωτερικών λειτουργιών και του κώδικα αυτών των συστημάτων, γεγονός που θα μπορούσε να προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τον τρόπο λήψης των αποφάσεών τους. Αλλά ως προσωρινό μέτρο, μια Συμφωνία για αυτόνομα περιστατικά θα μπορούσε να ξεκινήσει με την ρύθμιση όχι του κώδικα της ΑΙ αλλά της συμπεριφοράς της ΑΙ -θέτοντας κανόνες και πρότυπα για την αναμενόμενη συμπεριφορά τόσο για την ΑΙ και τα αυτόνομα συστήματα όσο και για τους στρατούς που τα χρησιμοποιούν.
Τα στοιχεία μιας τέτοιας συμφωνίας θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά όσο η απαίτηση να παραχωρούν τα αυτόνομα αεροσκάφη και τα αεροσκάφη με τεχνητή νοημοσύνη το δικαίωμα διέλευσης σε μη αυτόνομα αεροσκάφη (όπως απαιτούν ήδη οι κανόνες της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας [21] για τα μη επανδρωμένα εμπορικά drones και τα drones αναψυχής). Η συμφωνία θα μπορούσε επίσης να απαιτεί από τα συστήματα με δυνατότητα τεχνητής νοημοσύνης να παραμένουν σε ορισμένη απόσταση από άλλες οντότητες. Θα μπορούσε να θέσει διατάξεις κοινοποίησης και ειδοποίησης για να διασφαλίσει την διαφάνεια σχετικά με το ποιος αναπτύσσει τι.
Τέτοιες διατάξεις ίσως να φαίνονται προφανείς, αλλά δεν θα ήταν περιττές. Η εκ των προτέρων περιγραφή τους θα έθετε μια βάση για την αναμενόμενη συμπεριφορά. Οποιαδήποτε ενέργεια από ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης εκτός αυτών των παραμέτρων θα αποτελούσε μια ξεκάθαρη παραβίαση. Επιπλέον, αυτές οι παράμετροι θα διευκόλυναν την επισήμανση περιπτώσεων στις οποίες ένα σύστημα με ΑΙ παρεκκλίνει από την αναμενόμενη συμπεριφορά του, ακόμη και αν δεν είναι τεχνικά εφικτό να προσδιοριστεί η ακριβής αιτία εκ των υστέρων.
Ο χρόνος για μια συμφωνία για αυτόνομα περιστατικά είναι ώριμος, δεδομένου ότι η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται σε σημείο καμπής. Από τη μια πλευρά, η τεχνολογία ωριμάζει και γίνεται όλο και πιο κατάλληλη για στρατιωτική χρήση, είτε στο πλαίσιο ασκήσεων πολεμικών παιγνίων είτε σε μάχη, όπως στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά, τα ακριβή περιγράμματα των μελλοντικών στρατιωτικών συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης -και ο βαθμός διαταραχής που θα προκαλέσουν- παραμένουν αβέβαια [22] και, κατ’ επέκταση, κάπως εύπλαστα.
Τα κράτη που είναι πρόθυμα να αναλάβουν την πρωτοβουλία θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα δυναμική για αυστηρότερους κανόνες. Ο ιδιωτικός τομέας φαίνεται πρόθυμος [23] να αυτορυθμίσει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Και σε απάντηση σε αιτήματα των κρατών-μελών, ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (International Civil Aviation Organization, ICAO) εργάζεται πάνω σε ένα πρότυπο ρυθμιστικό πλαίσιο [24] για τα συστήματα αεροσκαφών χωρίς πλήρωμα και έχει ενθαρρύνει τα κράτη να μοιραστούν υφιστάμενους κανονισμούς και βέλτιστες πρακτικές.
Μια Συμφωνία για Αυτόνομα Περιστατικά θα έθετε αυτές τις εκκολαπτόμενες προσπάθειες σε στέρεες βάσεις. Η ανάγκη για σαφέστερους κανόνες, για έναν βασικό μηχανισμό ευθύνης και λογοδοσίας, είναι τόσο μεγάλη όσο και επείγουσα. Το ίδιο και η ανάγκη για ένα πρωτόκολλο χειρισμού των διακρατικών αψιμαχιών που αφορούν σε αυτά τα συστήματα αιχμής. Τα κράτη θα πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται τώρα, καθώς το πραγματικό ερώτημα σχετικά με τέτοια περιστατικά δεν είναι αν θα συμβούν, αλλά το πότε.