Ποια θα είναι τα κριτήρια και οι κανόνες για τα Βαλκάνια; Αυτό είναι το ερώτημα που πλανάται, όσο ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα συναντά τους συμμάχους του NATO και τους Ευρωπαϊκούς εταίρους στις Βρυξέλλες.
Αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση επέκτεινε ένα εκτελεστικό διάταγμα το οποίο επιλαμβάνεται της διαφθοράς στα Βαλκάνια, όπως επίσης και της παρακώλυσης των συμφωνητικών για την ειρήνη στην περιοχή, των δημοκρατικών διαδικασιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ξεπερνώντας τους νομικισμούς, ο Μπάιντεν δεν χαρίστηκε σχετικά με τους κινδύνους της διαφθοράς, τονίζοντας ότι αυτή «ανοίγει τον δρόμο για τους στρατηγικούς μας αντιπάλους». Ο Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν επιβεβαίωσε την ακλόνητη θέληση της κυβέρνησης να νικήσει σε αυτή τη μάχη.
Η τοποθέτηση αυτή απεικονίζει το βαθύ σχίσμα συγκριτικά με την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία προωθούσε την χωρίς αξίες και χωρίς όρους «οικονομική εξομάλυνση» ως βήμα που θα μετασχηματίσει τα Βαλκάνια. Το εκτελεστικό διάταγμα δίνει στον Μπάιντεν τον καταλύτη για να συγκεντρώσει την υποστήριξη από τους συμμάχους των ΗΠΑ στις συνόδους κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στέλνοντας έτσι ένα ηχηρό μήνυμα της ενότητας στη Δύση, ενόψει και της συνάντησης του Προέδρου με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Γενεύη. Δυστυχώς, η αδράνεια των Βρυξελλών (και μέσα στο ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ) απεικονίζει ένα μεγάλο εμπόδιο: τη συνειδητοποίηση του δίκαιου οράματος που έχει ο Αμερικανός Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών του.
Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ και η ΕΕ ακολουθούν ένα διπλό σύστημα σε ότι αφορά τα κριτήρια και τους κανόνες για τα Βαλκάνια· ένα σύστημα για προνομιούχους, που δε βλέπει τίποτα μεμπτό για τη Σερβία και ένα πιο αυστηρό για τους τις γειτονικές της, υποψήφιες για την ΕΕ, χώρες. Κάτι το οποίο είναι ένα επικίνδυνο παράδοξο: Το πιο αντιδημοκρατικό πολίτευμα της περιοχής, η κυβέρνηση της Σερβίας με ηγέτη τον Πρόεδρο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, χαίρει πλεονεκτικής μεταχείρισης από αξιωματούχους των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αντίθετα με τους δικτάτορες του Ψυχρού Πολέμου που υποστήριζε η Δύση, όπως ο Γιουγκοσλάβος Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο Βούτσιτς είναι ένα καλό χαρτί για τις ΗΠΑ σε σχέση με τους αντιπάλους της στη Ρωσία και την Κίνα. Το Βελιγράδι ασκεί και προωθεί τη μη φιλελεύθερη δημοκρατία προς τον κύριο σύμμαχό του στην ΕΕ, την Ουγγαρία. Η υποψηφιότητα της Σερβίας για την ΕΕ είναι σε μεγάλο βαθμό ένα πρόσχημα. Την ώρα που οι γειτονικές χώρες παλεύουν για το δικαίωμα να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, το Βελιγράδι μέσα σε οκτώ χρόνια υποψηφιότητας κωλυσιεργεί, έχοντας κλείσει μόνο δύο από τα 35 κεφάλαια των διαπραγματεύσεων προσχώρησης. Το περασμένο έτος η Σερβία δεν ασχολήθηκε με κανένα νέο κεφάλαιο.
Η ανισόρροπη αυτή συνθήκη της Σερβίας εκ μέρους της Δύσης απεικονίζει το πιο αξιοπερίεργο και σημαντικό στοιχείο της επέκτασης του εκτελεστικού διατάγματος, αλλά και μια από τις μεγάλες προκλήσεις για τη γενικότερη αποστολή του Μπάιντεν, του να συγκεντρώσει την Ευρωπαϊκή υποστήριξη για τη δημοκρατία. Η Σερβία διαθέτει την πιο πολύπλοκη και εκτεταμένη μορφή διαφθοράς στην περιοχή. Ένας επιφανής ακαδημαϊκός, ο Ντούσαν Πάβλοβιτς το ονομάζει ως «θεσμική αφαίρεση» (institutional extraction). Η λεηλασία της κυβέρνησης Βούτσιτς είναι συστηματική, όχι απλά καιροσκοπική. Όπως εξηγεί ο Πάβλοβιτς, οι πόροι που αφαιρούνται από τον κρατικό μηχανισμό παρέχουν στην κυβέρνηση την εξουσία και τους πόρους για να ελέγχει το εθνικό αφήγημα, να περιθωριοποιεί και να τρομοκρατεί αντιπάλους και ακτιβιστές και να κυβερνά επ’ αόριστον. Οι εκλογές μετατρέπονται σε παρωδία.
Εν ολίγοις, η Σερβία αποτελεί το τέλειο παράδειγμα του μεγάλου κινδύνου διαφθοράς, το οποίο τονίζει ο Μπάιντεν· το οποίο «υπονομεύει την εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές διαδικασίες». Ωστόσο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της ΕΕ έχουν όχι μόνο παραβλέψει τη διαφθορά στη Σερβία, αλλά έχουν επίσης επανειλημμένως παινέψει το καθεστώς ως «τον πολιτικό και οικονομικό ηγέτη στην περιοχή», οπτική που προκαλεί αμηχανία για μια αυταρχική πρωτεύουσα, η οποία συνεχίζει να αποσταθεροποιεί τις μικρότερες γειτονικές της χώρες. Αντί να πιέσουν τη χώρα για μεταρρυθμίσεις, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ασκούν πίεση σε ακτιβιστές, για να μειώσουν τα παράπονά τους και να συνεργαστούν με τις αρχές που τους παρενοχλούν. Αξιωματούχοι έχουν ανοιχτά καλέσει την αντιπολίτευση να συμμετάσχει σε ολότελα αθέμιτες εκλογές, κλέβοντας έτσι από τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης το μόνο τους όπλο, την απειλή ενός μποϊκοτάζ. Ο Βούτσιτς μπορεί να πει με ακρίβεια ότι έχει την υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, την ώρα που αναβιώνει και αναβαθμίζει τον εκλογικό απολυταρχισμό του πρώην ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη χώρα του και αναβιώνει και το όραμα μιας αποσταθεροποιημένης Μεγάλης Σερβίας στην περιοχή.
Παράλληλα, οι γειτονικές στη Σερβία χώρες εξετάζονται συχνά και προσεκτικά για τη διαφθορά τους. Η Αλβανία έχει από καιρό χάσει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης για να γίνει μέλος στην ΕΕ λόγω της διαφθοράς και του πισωγυρίσματος των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι ΗΠΑ πρόσφατα επέβαλαν κυρώσεις στον πρώην Πρωθυπουργό της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα, που είναι εδώ και καιρό εκτός εξουσίας.
Μέχρι τώρα οι κυρώσεις των ΗΠΑ είχαν εφαρμοστεί για να επισκιάσουν τους Σέρβους εμπόρους όπλων και περίοπτες προσωπικότητες σε άλλες χώρες, όπως ο αυτονομιστής, Σερβοβόσνιος ηγέτης Μίλοραντ Ντόντικ. Αλλά, με το καθεστώς στο Βελιγράδι να βρίσκεται πάνω από ένα θεσμικά διεφθαρμένο και ρεβιοζιονιστικό σύστημα, το οποίο διαφεύγει οποιασδήποτε σοβαρής κριτικής, οι κυρώσεις δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Πράγματι, τους τελευταίους δύο μήνες, ο Ντόντικ δυναμώνει το κάλεσμά του για τη διάσπαση Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Το νέο εκτελεστικό διάταγμα προαναγγέλλει τη δυνατότητα για μια αλλαγή που χρειάζεται να γίνει. Αλλά τα πρώιμα σημάδια δεν είναι ξεκάθαρα. Ενώ ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αλβανία τουίταρε αμέσως την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, σημειώνοντας την εφαρμογή της στην Αλβανία· ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Σερβία τουίταρε τα συγχαρητήριά του προς τον σταρ του NBA, Νίκολα Γιόκιτς, ο οποίος είναι Σέρβος, για την εκλογή του ως MVP του πρωταθλήματος. Τα αντικρουόμενα τουίτ είναι ενδεικτικά του προβλήματος. Ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν έχουν δώσει ήδη ξεκάθαρες γραμμές προς τους τοπικούς ηγέτες, μόνο και μόνο για να δουν ότι δεν τους τηρούν χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Τον Φεβρουάριο, ο Μπάιντεν έγραψε στον Βούτσιτς, καλώντας τον να κάνει μεταρρυθμίσεις και να αναγνωρίσει το Κόσοβο. Η πρεσβεία των ΗΠΑ αρνήθηκε αμέσως πως αυτή η κίνηση σήμαινε κάποια αλλαγή στην αμερικανική πολιτική. Αξιωματούχοι δήλωσαν πως η αναγνώριση ήταν κάτι το «ιδανικό», αποδεχόμενοι τη νερωμένη θέση της ΕΕ και απορρίπτοντας το πλεονέκτημα του γράμματος του Μπάιντεν. Τον Απρίλιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέρριψε τις αβάσιμες φημολογίες περί αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, για να δουν αργότερα ένα αξιωματούχο των ΗΠΑ να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο σε μια τέτοια προσέγγιση.
Καθώς η Σερβία απέφυγε την προσεκτική εξέταση της διαφθοράς της και της επίθεσης στη σερβική δημολρατία, άλλο ένα παράδοξο εμφανίστηκε. Το Κόσοβο, του οποίου πρωθυπουργός είναι ο ισχυρότερος πολέμιος της διαφθοράς, ο Άλμπιν Κούρτι, δέχεται μεγαλύτερες διεθνείς πιέσεις για τον κατευθυνόμενο από την ΕΕ διάλογο με τη Σερβία. Μεταξύ άλλων, ο Κούρτι δέχεται πιέσεις για να εφαρμόσει ένα είδος αυτονομίας για τους Σέρβους στο Κόσοβο (οι οποίοι ελέγχονται από μια εχθρική κυβέρνηση στο Βελιγράδι) την ίδια ώρα που αυτή η κυβέρνηση αρνείται να αναγνωρίσει την κυριαρχία και τα σύνορά της. Με την αναγνώριση στο τραπέζι, η Κοινότητα Σερβικών Δήμων θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο προς μια δημιουργική συνεργασία μεταξύ σερβικών και αλβανικών δήμων, κάτι σαν αυτό που έγινε στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία. Αντιθέτως, με το νερωμένο κάλεσμα του Μπάιντεν για σερβική αναγνώριση, αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν κάνει ακόμα πιο δύσκολο για την Πρίστινα να πετύχει τις τελικές απαιτήσεις.
Δεν αποτελεί μυστήριο το ποια είναι η πηγή για αυτά τα εξουθενωτικά και επικίνδυνα παράδοξα. Χάρις στις διασπάσεις μέσα στην ΕΕ, η Σερβία έχει πλεονέκτημα έναντι του Κοσόβου (και στις διαπραγματεύσεις) κάνοντας τη Δύση να ικετεύει το Βελιγράδι. Το καθεστώς Βούτσιτς έχει το ελεύθερο για διαφθορά και δημοκρατία, επειδή 5 ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Σλοβακία, Ρουμανία, Ελλάδα, Κύπρος) αρνούνται επίσης να αναγνωρίσουν το Κόσοβο. Ακόμα και αν οι τέσσερις από αυτές (εκτός Κύπρου καθώς δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ) αναγνώριζαν το Κόσοβο, τότε οι δυναμικές θα άλλαζαν, αφού η Σερβία (και οι υποστηρικτές της σε Ρωσία και Κίνα) δε θα μπορούσαν πλέον να μπλοκάρουν την είσοδό του στην Ευρώπη. Το Βελιγράδι θα αντιμετώπιζε επιτέλους την επιλογή που τόσο επιμελώς αποφεύγει: είτε να δεχτεί τις εντολές της Δύσης και να διαπραγματευτεί μια αξιοπρεπή, σταθεροποιητική συνθήκη με το Κόσοβο, είτε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί την υποτονική υποψηφιότητα για την ΕΕ, την ψεύτική της δημοκρατία και την ψεύτική της ισορροπία ανάμεσα στη Δύση και τους αντιπάλους της Δύσης, τη Ρωσία και την Κίνα.
Τυπικά, ο ρόλος που έχουν οι ΗΠΑ είναι να ανασηκώνουν τους εξασθενημένους Ευρωπαίους εταίρους, κάτι που προσπαθεί ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν. Αλλά, τελευταία, η Ουάσιγκτον είναι που έχει βυθιστεί. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι ότι η ΕΕ έχει μια πιο ισχυρή θέση για τις αλλαγές στα σύνορα από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ, που κρατούν το Κόσοβο υπεύθυνο για τον κατακερματισμό της χώρας, και υποστηρίζουν διακριτικά τις σερβικές εδαφικές απαιτήσεις.
Ευτυχώς, κανένας δε γνωρίζει αυτές τις δυναμικές καλύτερα από τον Μπάιντεν, αφού ως γερουσιαστής των ΗΠΑ, ήταν μπροστά σε όλες τις ευρωπαϊκές διασπάσεις στα Βαλκάνια, οι οποίες παρεμπόδιζαν τη δυτική πολιτική και έφεραν την άμεση ανάγκη για αποφασιστικές αμερικανικές παρεμβάσεις. Ως αντιπρόεδρος έχει επισκεφτεί την περιοχή και συνάντησε διάφορους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και ο Βούτσιτς. Το 2016 στο Βελιγράδι, ο Μπάιντεν έδωσε ένα αξιομνημόνευτο μήνυμα στους Σέρβους, εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του για τα θύματα του βομβαρδισμού του ΝΑΤΟ το 1999. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ πάντα πρωτοστατούσαν στο να κρατούν υπόλογους το Κόσοβο, και όχι μόνο τη Σερβία, για εγκλήματα πολέμου. Με άλλα λόγια, ο Μπάιντεν πάντα υποστήριζε μια δίκαιη προς τα Βαλκάνια ηγεσία.
Ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν αντιλαμβάνονται πως ο μόνος τρόπος για να αμβλύνουν την κακή επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή είναι με μια ενωμένη στάση πάνω σε βασικές δημοκρατικές αρχές. Φυσικά οι ασυμφωνίες σε σχέση με το Κόσοβο υπάρχουν. Αλλά, το νέο εκτελεστικό διάταγμα δίνει στον Μπάιντεν τη δυνατότητα να σπρώξει συμμάχους και εταίρους στο να συγχωνεύσουν τις βασικές τους αρχές. Στις συναντήσεις κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ θα ζητήσει από τους εταίρους να συμφωνήσουν μαζί του σε τρία βασικά στοιχεία.
Πρώτον, υπάρχει και μπορεί να υπάρχει μόνο ένας κώδικας κανόνων για τους υποψήφιους στα Βαλκάνια. Μαζί με την επιβεβαίωση της υποστήριξης στη διεύρυνση της ΕΕ, όλες οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να έχουν ίση κυριαρχία και να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη.
Δεύτερον οι σύμμαχοι και οι εταίροι θα πρέπει τουλάχιστον να ασπαστούν τη θέση της Ουάσιγκτον πάνω στη διαφθορά. Αυτό είναι σημαντικό και αντηχεί τις θέσεις του Μπάιντεν περί σύνδεσης της διαφθοράς με την αποδυνάμωση των δημοκρατικών διαδικασιών.
Τρίτον, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα έπρεπε να προσφέρουν στο Κόσοβο τη συμμετοχή για τη Σύμπραξη της Ειρήνης. Αυτό θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα προς τη Σερβία για να συμμετέχει στον διάλογο.
Το Κόσοβο δεν είναι υπεύθυνο ή μπλεγμένο σε καμία από αυτές τις απειλές περί εδαφικής ακεραιότητας. Ούτε έχει παραβιάσει κάποιον διεθνή νόμο. Αλλά η ισχυρή υποστήριξη από τις 5 χώρες που δεν το έχουν αναγνωρίσει θα μείωνε τις εντάσεις μεταξύ των χωρών.
Αυτά τα εύλογα βήματα θα έκλειναν το κενό μεταξύ τις δίκαιες θέσεις του Μπάιντεν στα Βαλκάνια και της απροθυμίας της κυβέρνησής να τα εφαρμόσει. Ο συγκερασμός Ευρώπης και Αμερικής σε αυτές τις βασικές αρχές, θα έστελνε ένα επίσης ηχηρό μήνυμα σε Μόσχα και Πεκίνο, προωθώντας την αποστολή του Μπάιντεν. Εναρμονίζοντας τη δυτική πολιτική με τις δυτικές αξίες, ο Μπάιντεν θα έχει την ευκαιρία να βάλει ένα τέλος σε ένα δράμα τριών δεκαετιών στη Γιουγκοσλαβία και να αποκλείσει τη ρωσική και κινεζική επιρροή.
Ο Edward P. Joseph είναι καθηγητής διαχείρισης κρίσεων στο Johns Hopkins School of Advanced International Studies. Έχει υπηρετήσει για 12 έτη στα Βαλκάνια, με τον αμερικανικό στρατό και στην OSCE Mission στο Κόσοβο.
Απόδοση από άρθρο του Foreign Policy