Αν δεν υπάρξει κάποια απρόβλεπτη τροπή των γεγονότων, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 θα είναι μια νέα αναμέτρηση μεταξύ του νυν προέδρου Τζο Μπάιντεν και του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Αν και οι περισσότεροι Αμερικανοί θα ήταν πιο ευτυχείς αν δεν έβαζε υποψηφιότητα κανείς από τους δύο, αυτή δεν είναι η επιλογή που πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν τον Νοέμβριο. Οι εκλογές έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως ένα γεγονός καμπής που θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στην αμερικανική δημοκρατία και την πολιτική της ως προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα -τις πιθανές συνέπειες στο εσωτερικό- η επιλογή είναι σαφής. Ο Τραμπ είναι ένας καταδικασμένος για απάτη, σεξουαλική κακοποίηση και κατά συρροή ανίκανος αρχηγός κατά την προηγούμενη θητεία του ως πρόεδρος. Η δέσμευσή του στις δημοκρατικές αρχές και το κράτος δικαίου είναι ανύπαρκτη και υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις ότι ο ίδιος και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν μια δεύτερη θητεία για να τιμωρήσουν τους πολιτικούς αντιπάλους και να μετακινήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την de facto απολυταρχία. Τα δικαιώματα των γυναικών θα περιοριστούν περαιτέρω, οι προσπάθειες για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής θα εγκαταλειφθούν και οι πλούσιοι Αμερικανοί και οι εταιρείες θα είναι ελεύθεροι να επιδιώκουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Όποια γνώμη και αν έχει κάποιος για τον Μπάιντεν ή τις πολιτικές του, δεν είναι πιθανό να κάνει τίποτα από αυτά τα πράγματα. Αυτός είναι επαρκής λόγος για να ψηφίσει κάποιος με ενθουσιασμό κατά του Τραμπ.
Αλλά αν στραφούμε στην εξωτερική πολιτική, οι διαφορές δεν είναι τόσο έντονες. Αν και πολλοί άνθρωποι φοβούνται τώρα ότι μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι διαφορές θα είναι λιγότερο σημαντικές από ό,τι πιστεύεται. Ο Τραμπ θα είναι ασταθής, ευμετάβλητος, άξεστος και συγκρουσιακός -ιδίως απέναντι στους συμμάχους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ- όπως ακριβώς ήταν και κατά την πρώτη θητεία του. Αλλά από άλλες απόψεις, μια δεύτερη θητεία Τραμπ μπορεί να μην είναι τόσο διαφορετική από αυτό που θα έκανε ο Μπάιντεν σε περίπτωση που κερδίσει άλλα τέσσερα χρόνια στο αξίωμα. Για να το αντιληφθούμε αυτό, αρκεί να εξετάσουμε πώς ο καθένας είναι πιθανό να αντιμετωπίσει τα τρία αναμφισβήτητα πιο σημαντικά θέματα της σημερινής εξωτερικής πολιτικής ατζέντας: Ουκρανία, Κίνα και Μέση Ανατολή.
1. Ουκρανία
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ της Ουκρανίας από την έναρξη του πολέμου, παρά την αντίθεση ορισμένων μελών του GOP και την αυξανόμενη απαισιοδοξία σχετικά με την ικανότητα του Κιέβου να κερδίσει τον πόλεμο ή να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη του. Οι Ουκρανοί και οι δυτικοί υποστηρικτές τους ανησυχούν ότι ο Τραμπ θα αποσύρει την αμερικανική υποστήριξη και θα αφήσει την Ουκρανία εξαρτημένη από την όποια βοήθεια μπορεί να λάβει από την Ευρώπη και στο έλεος του ρωσικού στρατού. Με χαρακτηριστική μεγαλοστομία, ο Τραμπ καυχήθηκε ότι θα μπορούσε να λύσει τον πόλεμο “σε μια μέρα” και στη συνέχεια αμφιταλαντεύτηκε όταν ρωτήθηκε αν θέλει να κερδίσει η Ουκρανία. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η εκλογή του Τραμπ θα έφερνε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ.
Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα: Ο Μπάιντεν είναι πιθανό να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο αν κερδίσει άλλη μια θητεία, ακόμη και αν τον ακολουθήσει με διαφορετικό τρόπο. Η πορεία του πολέμου στράφηκε εναντίον της Ουκρανίας το 2023, και παρόλο που οι υποστηρικτές της συνεχίζουν να επινοούν αισιόδοξα σχέδια για την αντιστροφή της τύχης της και την απελευθέρωση των εδαφών που η Ρωσία κατέκτησε και προσάρτησε παράνομα, οι ελπίδες τους είναι σχεδόν σίγουρα φρούδες, και το υπουργείο Άμυνας πιθανότατα το γνωρίζει. Ο Μπάιντεν και οι συν αυτώ δεν πρόκειται να το παραδεχτούν αυτό πριν από τις εκλογές, διότι θα έθετε υπό αμφισβήτηση τους μέχρι τώρα χειρισμούς τους στον πόλεμο. Αν επιστρέψουν στην εξουσία, ωστόσο, είναι πιθανό να πιέσουν το Κίεβο να υιοθετήσει πιο ρεαλιστικούς στόχους και να προχωρήσει προς μια διευθέτηση.
Πιστεύω ότι ο Μπάιντεν θα το κάνει αυτό με μετρημένο τρόπο και θα προσπαθήσει να βοηθήσει το Κίεβο να πετύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία. Αντίθετα, ο Τραμπ θα επιδείξει πιθανότατα την ίδια διπλωματική ικανότητα που έδειξε στην ερασιτεχνική αδελφοσύνη του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας (δηλαδή καμία) και θα είναι πιο διατεθειμένος να κόψει και να τρέξει. Το γενικότερο θέμα, ωστόσο, είναι ότι και οι δύο κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν τον τερματισμό του πολέμου μετά τον Ιανουάριο του 2025 και η συμφωνία που θα προκύψει είναι πιθανό να είναι πολύ πιο κοντά στους δηλωμένους πολεμικούς στόχους της Ρωσίας από ό,τι του Κιέβου.
2. Κίνα
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ διέκοψε αποφασιστικά τις προηγούμενες πολιτικές οικονομικής δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα και εξαπέλυσε έναν κακοσχεδιασμένο εμπορικό πόλεμο που έβλαψε την αμερικανική οικονομία και είχε ελάχιστα ή καθόλου αποτελέσματα στο διμερές εμπορικό έλλειμμα που υποτίθεται ότι θα διόρθωνε. Ο Μπάιντεν αναδιαμόρφωσε αυτή την προσέγγιση και τη διπλασίασε, επιβάλλοντας ολοένα και πιο αυστηρούς ελέγχους στις εξαγωγές με σκοπό να παρεμποδίσει τις κινεζικές προσπάθειες να κατακτήσουν διάφορους βασικούς τομείς προηγμένης τεχνολογίας. Απορρίπτοντας τον απροκάλυπτο προστατευτισμό, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης υπερασπίστηκαν αυτή την προσέγγιση ως στενά εστιασμένη στις ανησυχίες της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή, μια “μικρή αυλή” με έναν “ψηλό φράχτη”). Ωστόσο, το μέγεθος της αυλής συνεχίζει να αυξάνεται και μια πιο συγκρουσιακή προσέγγιση προς την Κίνα είναι ένα από τα λίγα θέματα που απολαμβάνει ισχυρή διακομματική συναίνεση.
Για τον λόγο αυτό, η αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας δεν πρόκειται να αλλάξει πολύ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του επόμενου Νοεμβρίου. Οι επίσημες δηλώσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν και της προηγούμενης κυβέρνησης Τραμπ χαρακτήριζαν την Κίνα ως έναν από τους κύριους αμφισβητίες της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών, άποψη η οποία είναι, αν μη τι άλλο, ακόμη πιο έντονη σήμερα. Ο Τραμπ μπορεί να υιοθετήσει μια κάπως πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στους Ασιάτες συμμάχους της Αμερικής (τους οποίους έχει επανειλημμένα κατηγορήσει ότι εξαρτώνται υπερβολικά από την αμερικανική προστασία), αλλά δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει αν θέλει σοβαρά να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στο Πεκίνο. Το συμπέρασμα είναι ότι όσον αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ θα είχαν την ίδια παρτιτούρα στη δεύτερη θητεία τους.
3. Η Μέση Ανατολή
Δεδομένου του ναυαγίου της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ θα ήταν πρόθυμοι να αλλάξουν πορεία το 2025. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε ότι οποιοσδήποτε από τους δύο ως πρόεδρος θα συμπεριφερθεί διαφορετικά στο μέλλον απ’ ό,τι στο παρελθόν. Πράγματι, αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό είναι το πόσο παρόμοια έχουν ενεργήσει αυτοί οι δύο πολύ διαφορετικοί πρόεδροι όταν αντιμετώπιζαν αυτή την ασταθή περιοχή.
Ως πρόεδρος, ο Τραμπ εγκατέλειψε την πυρηνική συμφωνία που είχε περιορίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, μετέφερε την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και έκλεισε το προξενικό γραφείο των Ηνωμένων Πολιτειών για παλαιστινιακά θέματα στην Ουάσινγκτον. Επίσης, διόρισε έναν φανατικό υποστηρικτή των εποίκων, δικηγόρο, ως πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ. Το ειρηνευτικό του σχέδιο γελοιοποίησε τον μακροχρόνιο στόχο των Ηνωμένων Πολιτειών για λύση δύο κρατών, ενώ υποστήριξε το σχέδιο του ερασιτέχνη διπλωμάτη (και γαμπρού του) Jared Kushner για αραβο-ισραηλινή εξομάλυνση. Οι Συμφωνίες Abraham εγκαθίδρυσαν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και του Μπαχρέιν, του Μαρόκου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Σουδάν (το τελευταίο τώρα έχει εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο) αλλά δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τη δυσχερή θέση των 5 εκατομμυρίων Παλαιστινίων που ζουν υπό τη σκληρή ισραηλινή κυριαρχία στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.
Τι έκανε ο Μπάιντεν όταν κληρονόμησε αυτή την κατάσταση; Την έκανε χειρότερη. Παρά την προεκλογική του δέσμευση να επανέλθει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, δίστασε μέχρι που οι εκλογές στο Ιράν έφεραν σκληροπυρηνικούς στην εξουσία και έκαναν ακόμη πιο δύσκολη την επιστροφή στο Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης. Το αποτέλεσμα ήταν, το Ιράν να είναι τώρα πιο κοντά στη βόμβα από ποτέ. Ο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν αντιμετώπισαν τους Παλαιστίνιους όπως ακριβώς και ο Τραμπ, καθυστερώντας την επαναλειτουργία του προξενείου της Ιερουσαλήμ, αφιερώνοντας ελάχιστες προσπάθειες για την επανεκκίνηση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας και κλείνοντας τα μάτια στις αυξανόμενες πράξεις βίας των Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Όχθη, ενέργειες που ανέχεται, αν δεν υποστηρίζει ανοιχτά, η πιο ακροδεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ.
Αντίθετα, όπως και ο Τραμπ, ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν επικεντρώθηκαν στο να κερδίσουν την εύνοια της Σαουδικής Αραβίας, σε μια πλήρη αντιστροφή της προεκλογικής υπόσχεσης του Μπάιντεν να αντιμετωπίσει τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ως “παρία” για τον ρόλο του στη δολοφονία του εξόριστου δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Υπό την καθοδήγηση του Brett McGurk, του οποίου η παρουσία σε όλες τις κυβερνήσεις Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών τον έχει καταστήσει ίσως τον πιο επιδραστικό αρχιτέκτονα της αμερικανικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν τον τελευταίο χρόνο προσπαθώντας να ολοκληρώσουν μια συμφωνία που έδινε στη Σαουδική Αραβία μια εγγύηση ασφαλείας (και όχι μόνον) με αντάλλαγμα την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Το παλαιστινιακό ζήτημα παραγκωνίστηκε για άλλη μια φορά, και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν καυχήθηκε το περασμένο φθινόπωρο ότι η Μέση Ανατολή ήταν “πιο ήσυχη από ό,τι ήταν εδώ και δεκαετίες”.
Αυτά τα λάθη -που άρχισαν από τον Τραμπ και συνεχίστηκαν από τον Μπάιντεν- προκάλεσαν το πισωγύρισμα που έγινε αισθητό σε όλο τον κόσμο. Αντιμέτωποι με την προοπτική της μόνιμης υποταγής και της αργής εξαφάνισης, στις 7 Οκτωβρίου, μαχητές της Χαμάς ξέφυγαν από την υπαίθρια φυλακή της Γάζας και εξαπέλυσαν μια βίαιη επίθεση σε συνοριακές κοινότητες του Ισραήλ. Η αδικαιολόγητα βάναυση επίθεσή τους εναντίον Ισραηλινών αμάχων ήταν ένα σοβαρό έγκλημα, αλλά η άγρια, δυσανάλογη και αναμφισβήτητα γενοκτονική απάντηση του Ισραήλ είναι μια ακόμη πιο σοβαρή κηλίδα για την εικόνα του Ισραήλ, τη φήμη της Αμερικής και τη συνείδηση του κόσμου.
Και πώς απάντησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο υπουργός Εξωτερικών των οποίων δήλωσε κάποτε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι “στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών”, σε αυτή τη διπλωματική και ανθρωπιστική καταστροφή; Σπεύδοντας να χορηγήσουν στρατιωτική βοήθεια δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα της οποίας οι βόμβες έχουν ήδη σκοτώσει περισσότερους από 23.000 Παλαιστίνιους στη Γάζα (φέρεται να παρακάμπτουν τη νομοθεσία των ΗΠΑ κατά τη διαδικασία), ασκώντας βέτο στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ζητούσαν κατάπαυση του πυρός και απορρίπτοντας ως “αβάσιμη” την εκτενώς τεκμηριωμένη αίτηση της Νότιας Αφρικής προς το Διεθνές Δικαστήριο που κατηγορεί το Ισραήλ για γενοκτονία. Αμερικανοί αξιωματούχοι φέρονται να έχουν ζητήσει από το Ισραήλ να μετριάσει τις ενέργειές του, αλλά δεν έχουν απειλήσει να περιορίσουν την υποστήριξη της κυβέρνησής τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει αγνοήσει τα αιτήματα των ΗΠΑ.
Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε κάτι διαφορετικό, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει το επόμενο έτος. Τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Μπλίνκεν είναι αυτοανακηρυγμένοι σιωνιστές, και κανένας από τους δύο δεν είναι πιθανό να ασκήσει ουσιαστική πίεση στο Ισραήλ για να αλλάξει πορεία. Ο Τραμπ δεν φάνηκε ποτέ να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για καμία από τις δύο πλευρές, αλλά κατανοεί την ισορροπία της πολιτικής επιρροής στην Αμερική και η αντιμουσουλμανική του προκατάληψη είναι καλά τεκμηριωμένη. Σε μια δεύτερη θητεία του Μπάιντεν μπορεί να γίνει προσπάθεια να αναβιώσει κάποιου είδους ειρηνευτική διαδικασία, αλλά κανείς δεν πρέπει να παραπλανηθεί πιστεύοντας ότι θα πετύχει περισσότερα από όσα πέτυχαν οι προηγούμενες προσπάθειες της Αμερικής. Εξάλλου, ο άνθρωπος που φέρεται να υπονόμευσε τις προσπάθειες του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για την επίτευξη λύσης δύο κρατών δεν είναι πιθανό να την επιτύχει, ακόμη και αν εξασφαλίσει άλλη μια θητεία. Από την πλευρά του, ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να ακολουθήσει το χρήμα, όπως ακριβώς έκανε και ο γαμπρός του. Όπως και με την Ουκρανία και την Κίνα, οι ομοιότητες στην προσέγγιση υπερτερούν των διαφορών στην κοσμοθεωρία και το διπλωματικό στυλ.
Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτές οι εκλογές θα έχουν μηδενική επίδραση στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τραμπ μπορεί να προσπαθήσει να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, αν και μια τέτοια κίνηση θα συναντούσε αναμφίβολα τεράστια αντίσταση από το κατεστημένο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Μπορεί να επικεντρωθεί κυρίως στην εγχώρια ατζέντα του -και στα παρατεταμένα νομικά του προβλήματα- γεγονός που θα μειώσει περαιτέρω το ήδη περιορισμένο ενδιαφέρον του για τις εξωτερικές υποθέσεις και θα τείνει να ενισχύσει το υπάρχον status quo. Ο Τραμπ δεν είχε ταλέντο στην εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του (και προκάλεσε πρωτοφανή ποσοστά εναλλαγής προσωπικού), και αυτή η τάση μπορεί να δυσχεράνει την εφαρμογή της αμερικανικής πολιτικής και να οδηγήσει τις ξένες κυβερνήσεις σε ακόμα μεγαλύτερη αντιστάθμιση.
Θα υπήρχαν λεπτές διαφορές μεταξύ της δεύτερης θητείας Μπάιντεν και της δεύτερης θητείας Τραμπ, αλλά κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει ότι θα υπάρξει ριζική μεταμόρφωση. Συνολικά, οι επερχόμενες εκλογές θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ παρά σε βασικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, τα διακυβεύματα στο εσωτερικό είναι αρκετά μεγάλα και ξεκάθαρα -και αρκετά ανησυχητικά- ώστε κάποιος να μην δυσκολευτεί να αποφασίσει πώς θα ψηφίσει. Επειδή μας αρέσει να ζούμε σε μια δημοκρατία, ελπίζουμε απλώς ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων σε αρκετές βασικές πολιτείες θα έχει την ίδια άποψη το Νοέμβριο.
Πηγή : Foreign Policy