Η ριψοκίνδυνη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Αφγανιστάν με σκοπό να πιέσει την Καμπούλ και τους Ταλιμπάν να συνάψουν ειρήνη.
Απόδοση από άρθρο της Elise Labott
Η αναμενόμενη ανακοίνωση του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν, για την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν μέχρι τον Σεπτέμβριο, είναι επιτέλους μια παραδοχή για το ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει νίκη των ΗΠΑ πάνω σε αυτά τα κακοτράχαλα εδάφη.
Στην ανακοίνωσή του, ο Μπάιντεν είπε ότι τέσσερις Αμερικανοί πρόεδροι είχαν παλέψει με το Αφγανιστάν και ότι δεν είχε σκοπό να μεταθέσει το πρόβλημα σε κάποιον πέμπτο.
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε σε αυτόν τον κύκλο της επέκτασης και ανάπτυξης της στρατιωτικής μας παρουσίας στο Αφγανιστάν, ελπίζοντας να δημιουργήσουμε τις ιδανικές συνθήκες για την αποχώρησή μας [και] να αναμένουμε κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα», είπε ο Μπάιντεν.
Το νέο χρονοδιάγραμμα του Μπάιντεν για την αποχώρηση θα γίνει μόνο λίγους μήνες νωρίτερα από ότι είχε υπογράψει ο πρώην Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πέρυσι, όταν ήρθε σε, ας την πούμε, συμφωνία ειρήνης με τους Ταλιμπάν. Κάποιοι πονόψυχοι παρατηρητές θα έλεγαν ότι η κίνηση αποχώρησης χωρίς όρους του Μπάιντεν αποτελεί ένα πρώιμο παράδειγμα αυτού που ο πρόεδρος και η ομάδα εθνικής ασφάλειας είχαν υποσχεθεί: εξωτερική πολιτική με ταπεινότητα. Οι επικριτές θα έλεγαν -και το είπαν- πως πρόκειται για μια ταπεινωτική ήττα που αφήνει τις ΗΠΑ λιγότερο ασφαλείς και εγκαταλείπει τον αφγανικό λαό μπροστά σε ένα τρομακτικό μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η ανακοίνωση έθεσε ένα τέλος στην πεποίθηση ότι η μακρόχρονη παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων θα βοηθούσε στο να ηττηθούν οι Ταλιμπάν· θα στήριζε τις αφγανικές δυνάμεις ώστε να γίνουν αυτόνομες· και θα έδινε τη δυνατότητα στην κεντρική κυβέρνηση της Καμπούλ να αποκτήσει επιτέλους τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας. Μετά από 20 χρόνια πολέμου και χιλιάδες απώλειες, δεν έχει γίνει τίποτα από όλα αυτά. Αξιωματούχοι των ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι οι Ταλιμπάν είναι σε στρατιωτικά ισχυρότερη θέση από ποτέ και έχουν αυξήσει σημαντικά τις επιθέσεις τους εδώ και ένα έτος. Επαρχίες που ανήκαν στον αφγανικό στρατό καταλήφθηκαν εκ νέου από τους αντάρτες. Οι ελάχιστες αμερικανικές δυνάμεις που παραμένουν στήριζαν μια καθόλου δημοφιλή αφγανική κυβέρνηση, η οποία έχει χάσει -ή δεν είχε ποτέ κερδίσει- την εμπιστοσύνη του λαού της.
Ο απολογισμός των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν δεν είναι τραγικός. Σε τελευταία ανάλυση οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη χώρα πριν 20 χρόνια για να εκριζώσουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και άλλους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, οι οποίοι σχεδίασαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Σε γενικές γραμμές αυτή η αποστολή ολοκληρώθηκε. Ο Μπιν Λάντεν είναι νεκρός εδώ και 10 χρόνια και, παρόλο που η Αλ Κάιντα ακόμα απλώνει τα χέρια της στο Αφγανιστάν -και συνεργάζεται ακόμα με τους Ταλιμπάν- οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ πιστεύουν πως η ομάδα δεν αποτελεί πλέον απειλή για επίθεση σε αμερικανικά εδάφη.
Επίσης έχει αλλάξει και η απειλή της τρομοκρατίας: Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανησυχεί περισσότερο για απειλές της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, από χώρες όπως Συρία, Υεμένη, Σομαλία και άλλα μέρη της Αφρικής. Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν πως το Αφγανιστάν μπορεί να μείνει ελεύθερο από τρομοκράτες αν αυξηθούν οι κινήσεις των μυστικών υπηρεσιών και αν μετακινηθούν στρατεύματα προς τον Περσικό Κόλπο, όπου και μπορούν να επιτηρούν από πιο κοντά οποιαδήποτε απειλή εμφανιστεί. Εν το μεταξύ, οι αξιωματούχοι του Μπάιντεν υποστηρίζουν πως η διπλωματία και η αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς το Αφγανιστάν μπορεί να αποζημιώσει την παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών.
Αλλά, μετά τη βιαστική απόσυρση του Τραμπ, με αντάλλαγμα ψεύτικες υποσχέσεις περί μη βίας, οι Ταλιμπάν έχουν αποθρασυνθεί και βλέπουν τις ΗΠΑ -και όποιον είναι επικεφαλής- να τρέχουν προς την έξοδο. Οι Ταλιμπάν απειλούν ήδη με «πιο περίπλοκα προβλήματα» για τις δυνάμεις συνασπισμού, αν ξεπεραστεί η προθεσμία της 1ης Μαΐου. Είναι ακόμα πιθανό, όλα αυτά να μην ισχύουν και να κερδίζουν απλώς χρόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο για να αποφύγουν τα αμερικανικά αντίποινα. Επιπλέον, η φαινομενική νίκη τους επί της υπερδύναμης τους έχει δώσει την αυτοπεποίθηση να είναι πιο αδιάλλακτοι σε συζητήσεις με άλλες αφγανικές ομάδες για το μέλλον της χώρας.
Πρόσφατα, οι Ταλιμπάν έκαναν μποϊκοτάζ σε μια προγραμματισμένη συνδιάσκεψη ειρήνης στην Τουρκία, διακινδυνεύοντας όλο το μέλλον των διαδικασιών για ειρήνη στο Αφγανιστάν. Οι ηγέτες τον Ταλιμπάν δεν αναγνώρισαν την κυβέρνηση της Καμπούλ και δεν σκέφτηκαν καν την παύση πυρών μέχρι να ολοκληρωθεί μια συμφωνία ειρήνης, συμφωνία που και πάλι δυσκολεύουν την σύναψή της.
Για τον Μπάιντεν και την ομάδα εθνικής ασφάλειας, η λογική της απόσυρσης τον Σεπτέμβριο φέρνει τα πάνω κάτω. Αντί να παραμείνουν τα στρατεύματα ως μοχλός επιρροής για τις διαπραγματεύσεις με την αφγανική κυβέρνηση, η Ουάσιγκτον στοιχηματίζει πως μια συγκεκριμένη ημερομηνία αποχώρησης θα πιέσει όλες τις μεριές για να οριστικοποιήσουν μια συμφωνία, την ίδια ώρα που αυξάνει η πίεση προς γείτονες χώρες όπως το Πακιστάν για να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στους Ταλιμπάν και να αποφύγουν έναν εμφύλιο πόλεμο.
Η αγανάκτηση των ΗΠΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Αφγανό Πρόεδρο Ασράφ Γκάνι. Οι Αφγανοί τον κατηγορούν για αδύναμη διακυβέρνηση σχετικά με την αναβίωση των Ταλιμπάν. Η απροθυμία του στο να μοιραστεί την εξουσία καταπόντισε τις αρχικές προσπάθειες για να χαραχτεί ένα μέλλον μετά τον πόλεμο. Επίσης απέτυχε να χτίσει τους δεσμούς με την Ουάσιγκτον που θα επέτρεπαν μια μακρόχρονη, σταθεροποιητική παρουσία αμερικανικών δυνάμεων -κάτι που συνέβη στην Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Νότιο Κορέα. Οι Αφγανοί συνειδητοποιούν ότι ο Γκάνι, δεν μπορεί να κάνει ούτε πόλεμο, ούτε ειρήνη.
Και όσο οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για αποχώρηση, το πρώτο φλέγον ερώτημα είναι πόσα από αυτά τα οφέλη τα οποία υπήρξαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από μια ανεπαρκή δημοκρατία μέχρι την πρόοδο στα δικαιώματα των γυναικών) μπορούν να διατηρηθούν και να μην ήταν εντελώς μάταιη η παρέμβαση των Αμερικανών. Οι τάσεις δεν είναι ενθαρρυντικές: υπό την πίεση του Τραμπ ο Αφγανός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Ζαλμάι Καλιλζάντ, δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει από τους Ταλιμπάν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία ή τα δικαιώματα των γυναικών.
Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα είναι πόσο από αυτό το μέλλον θα θυμίζει τη δεκαετία του ’90. Μετά την απόσυρση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989, ακολούθησε ο εμφύλιος πόλεμος. Τελικά οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την πρωτεύουσα το 1996, αφού έγιναν αποτυχημένες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Συμμαχία. Πέντε χρόνια βάρβαρης κυριαρχίας, μέχρι τη στιγμή που η αμερικανική εισβολή ανέτρεψε τους Ταλιμπάν.
Χωρίς καμιά ειρηνευτική συμφωνία -συμφωνία που φαίνεται όλο και πιο απίθανη μετά τη διάλυση των διαπραγματεύσεων στην Τουρκία- και με την αποχώρηση των δυνάμεων των ΗΠΑ (και πιο σίγουρα του ΝΑΤΟ), οι Ταλιμπάν φαίνεται να είναι έτοιμοι να επαναλάβουν τις παλιές τους επιτυχίες και να επιβάλλουν την επιστροφή τους σε θέση εξουσίας.
Οι Ταλιμπάν επιζητούν ένα Ισλαμικό καθεστώς για το μέλλον του Αφγανιστάν. Αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα την επιστροφή στον Μεσαίωνα της δεκαετίας του 1990. Στα σημεία που έχουν τον έλεγχο, επιβάλλουν μια βάρβαρη ερμηνεία του ισλαμικού νόμου στους Αφγανούς, συμπεριλαμβανομένης της συνοπτικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι Ταλιμπάν που μένουν σε απομακρυσμένες επαρχίες θα αντιληφθούν ότι έχουν αλλάξει πολλά σε μεγάλες πόλεις όπως η Καμπούλ. Σήμερα η πρωτεύουσα βρίθει από τεχνολογικά καταρτισμένους νέους που ακούνε μουσική σε καφετέριες, από μια κοινωνία πολιτών που ευημερούν και από γυναίκες που εργάζονται μαζί με άντρες. Είναι απίθανο οι Αφγανοί που μεγάλωσαν αφού εκδιώχθηκαν οι Ταλιμπάν να εγκαταλείψουν αυτή τη χώρα αμαχητί, αν μείνουν αρκετοί από αυτούς όταν φύγουν οι Αμερικανοί. Στην περίπτωση που οι άνθρωποι φοβηθούν πως η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά πράγματα, θα πάρουν ίσως την κατάσταση στα χέρια τους και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει έναν εμφύλιο πόλεμο με ακόμα πιο βαθιές ρίζες.
Ο αντίκτυπος της αμερικανικής απόφασης θα έρθει γρήγορα, ειδικά αν επιστρέψουν στην εξουσία οι Ταλιμπάν. Το Αφγανιστάν ήταν σταθερά η μεγαλύτερη πηγή προσφύγων στην Ευρώπη και θα μπορούσε να ξαναγίνει. Η αφγανική ηρωίνη θα μπορούσε να πλημμυρίσει και πάλι τις παγκόσμιες αγορές. Οι ομάδες των τζιχαντιστών θα λάβουν το μήνυμα πως μπορούν και πάλι να επικρατήσουν. Και τα ανένδοτα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν για απόσυρση μπορεί να πιέσουν ξανά τις σχέσεις τους με τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Εν τέλει, ο Μπάιντεν μπορεί να έδωσε τέλος στην ανάμειξη των ΗΠΑ με το Αφγανιστάν, αν όχι και στον ίδιο τον πόλεμο. Αλλά, η προοπτική του να στείλει και πάλι στρατιώτες, κάτι που θα θυμώσει και τους Ταλιμπάν και τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, τον έκανε να επιλέξει την καθυστέρηση της απόσυρσης των ΗΠΑ, ως μια συνταγή για δέσμευση ανοιχτού τύπου. Ίσως όμως αποδεχθεί μια συνταγή για κάτι πολύ χειρότερο.