Μας έχουν ζαλίσει τελευταία από το Μαξίμου και άλλα κυβερνητικά κέντρα για τη σοβαρότητα των κινήσεων που κάνουν διεθνώς, προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Την ίδια στιγμή, ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας καταρρέουν, όχι τόσο λόγω της εσωτερικής οικονομικής κρίσης, όσο επειδή τα 2-3 τελευταία χρόνια, όλα τα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν, αντί να ενισχύσουν την παραγωγή και την εξωστρέφεια, είχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.
Επειδή όμως τα λόγια είναι λόγια, ας δούμε την αλήθεια αποτυπωμένη σε αριθμούς, για ορισμένους κλάδους της μεταποίησης, η οποίοι επιπλέον είναι από τους πλέον εξωστρεφείς.
Στη τσιμεντοβιομηχανία, από τους 16 εκατομμύρια τόνους ετησίως που είναι το παραγωγικό δυναμικό των ελληνικών εργοστασίων, το 2012 ανενεργό ήταν το 60%, έναντι 2,5% το 2005 και 8% το 2008.
Στη χαλυβουργία, από τους 2,5 εκατομμύρια τόνους παραγωγικού δυναμικού, ανενεργό είναι περίπου το 55%, έναντι 13% το 2005 και 11% το 2008.
Στη διέλαση αλουμινίου, από τους 170.000 τόνους παραγωγικού δυναμικού, ανενεργό είναι το 42%, έναντι 11% το 2005 και 10% το 2008.
Συμπληρωματικά σε αυτά να πούμε ότι η μείωση της απασχόλησης στη διέλαση αλουμινίου ξεπέρασε το 40% από το 2005 μέχρι το 2012 και το 32% στη χαλυβουργία.
Οι εξελίξεις αυτές, είναι αποτέλεσμα και της κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης, όπως φαίνεται από τα παρακάτω στοιχεία. Στη τσιμεντοβιομηχανία, η ζήτηση εσωτερικού το 2012 ήταν περίπου 2,8 εκατομμύρια τόνοι, όταν τις χρονιές προ κρίσης, βρισκόταν σταθερά από τους 10 εκατομμύρια τόνους. Στη χαλυβουργία, περιορίστηκε στους 350.000 τόνους το 2012, έναντι 1.800.000-2 εκατομμύρια προ κρίσης, και στη διέλαση αλουμινίου στους 40.000 τόνους, έναντι 90-98.000 τόνων προ κρίσης.
Από τα πράγματα λοιπόν οι βιομηχανίες αναγκάστηκαν να στραφούν στις αγορές εξωτερικού, όπου όμως ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος, καθώς οι ελληνικές βιομηχανίες έχουν να αντιμετωπίσουν ομοειδείς τρίτων χωρών, με πολύ χαμηλό εργατικό, ενεργειακό και περιβαλλοντικό κόστος. Με το που πήγαν όμως να σηκώσουν κεφάλι στις εξαγωγές, οι ελληνικές βιομηχανίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τεράστια αύξηση του κόστους, λόγω της νέας φορολογίας που μπήκες σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, αλλά και την τιμολογιακή πολιτική των μονοπωλίων ΔΕΠΑ και ΔΕΗ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εταιρειών, το κόστος ενέργειας αντιπροσωπεύει πλέον το 30 έως 50% του παραγωγικού κόστους, και είναι αποτέλεσμα:
• Της υψηλότατης φορολόγησης ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου που στο πρώτο αντιστοιχεί στο 5% του τελικού κόστους και στο φυσικό αέριο στο 10%
• Ανυπαρξίας εναλλακτικών προμηθευτών στο φυσικό αέριο, λόγω των μονοπωλίων της ΔΕΠΑ και των ΕΠΑ που λειτουργούν με εξωπραγματικά περιθώρια 15-20% έναντι των τιμών εισαγωγής
• Των τεχνικών και ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο και άλλων προμηθευτών
• Των υπέρμετρων επιβαρύνσεων των τιμολογίων με τέλη ΑΠΕ, Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας, χρήσης δικτύων κλπ.
Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί, Αυστριακοί, Ολλανδοί, Βούλγαροι, Δανοί, Γάλλοι Ισπανοί, για να μην αναφέρουμε Ινδούς, Κινέζους και Τούρκους, απολαμβάνουν τιμές ενέργειας απείρως χαμηλότερες και απαλλαγμένες από την υπέρμετρη φορολογία, οι μεν κοινοτικοί αξιοποιώντας μηχανισμούς επιστροφής φόρου, οι δε άλλοι τις χαμηλές τιμές που ισχύουν στις χώρες τους.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το κόστος φυσικού αερίου στη βιομηχανία για τα 1.000 κυβικά μέτρα, στην Ελλάδα είναι 604 ευρώ (αν όχι το υψηλότερο από τα υψηλότερα στην Ευρώπη), όταν στη Γερμανία είναι 407 ευρώ, στην Ισπανία, 409, στη Βουλγαρία 306 και στις ΗΠΑ…105 ευρώ! Για ποια ανταγωνιστικότητα κάνουν λόγο;
Μετά από όλα αυτά, θα πρέπει να δούμε οι επενδύσεις που θέλουν να κάνουν Καταριανοί, ή Ρώσοι, ή Γερμανοί επενδυτές, είναι πραγματικές επενδύσεις, ή παραχωρήσεις μονοπωλίων με διασφαλίσεις ότι θα παραμείνουν εσαεί μονοπώλια.