Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο άρθρο-γνώμης αναγνώστη μας σχετικά με το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία. Αν θέλετε κι εσείς να δείτε τα άρθρα σας δημοσιευμένα στο RizopoulosPost, επικοινωνείστε μαζί μας στο rizopoulospost@gmail.com
Γράφει ο Άγγελος Μιχ. Μπαγιάτης*
Η ελληνική οικονομία δοκιμάζεται υπερβολικά σκληρά εδώ και χρόνια και τα σημάδια αδιεξόδου και αγανάκτησης από την παρατεταμένη προσαρμογή είναι παραπάνω από εμφανή. Από το 2010 που μπήκαμε στο μηχανισμό στήριξης μέχρι και σήμερα που έχουν μεσολαβήσει τόσες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις, υποχωρήσεις, εκλογικές αναμετρήσεις, διαπραγματεύσεις, κανένας δεν ξέρει εάν επί της ουσίας υπάρχει φως στο τούνελ.
Η σημερινή εικόνα της ελληνικής αγοράς, παρότι είναι πρόσφατη η “θερινή τουριστική ανάσα”, εμφανίζεται άκρως αποδυναμωμένη με υπέρογκες υποχρεώσεις. Τα λουκέτα των επιχειρήσεων, ο αριθμός των ανέργων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όλο και πληθαίνουν.
Και όλα αυτά τη στιγμή που έκθεση μεγάλης αμερικανικής τράπεζας εκτιμά ότι η «δεύτερη αξιολόγηση» θα είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα αργήσει δύο ακόμη χρόνια, ενώ δεν αποκλείεται στο ενδιάμεσο η χώρα να διολισθήσει στη δραχμή.
Οι βασικές πρωτοβουλίες του οικονομικού επιτελείου, κατά κοινή ομολογία, πρέπει να βασιστούν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις και έντονη προσπάθεια ανάκτησης της αξιοπιστίας της χώρας. Ακούμε, λοιπόν, διαρκώς πως η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ την επόμενη πενταετία για να γυρίσει γοργά στην ανάπτυξη, να χτυπήσει την τρομακτική ανεργία και να ανακόψει την έξοδο όλων των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Σε αντίθεση, όμως, με τις προεκλογικές δεσμεύσεις και τις κυβερνητικές εξαγγελίες, σε πρακτικό επίπεδο, η κυβερνητική οικονομική πολιτική απέχει παρασάγγας από τις ωραιοποιημένες δημόσιες τοποθετήσεις μελών της Κυβέρνησης.
Η εμμονή με την εξαντλητική λιτότητα (περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και αύξηση φόρων) πνίγει την οικονομία και τον επιχειρηματικό κόσμο. Παράλληλα, η βαρύτατη και διαρκώς αυξανόμενη φορολογία, η μεταβλητότητα του θεσμικού πλαισίου και ταυτοχρόνως η καθυστέρηση των απαιτούμενων δομικών μεταρρυθμίσεων αναστέλλουν επενδύσεις και παρατείνουν την αστάθεια. Είναι εντυπωσιακό πως τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται, δείχνει να μην αγκαλιάζει κανείς ούτε στην πολιτική ούτε στην κοινωνία και ουσιαστικά μένουν ορφανές, αφού κανείς δεν τις υπερασπίζεται.
Όμως, αυτός ο φαύλος κύκλος έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει φυγή κεφαλαίων, απώλεια του ικανότερου ανθρώπινου δυναμικού και να οδηγεί ολοένα και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις εκτός της χώρας, σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες με πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον και φορολογικό πλαίσιο. Δηλαδή, η συνέχιση αυτού του αδιέξοδου μείγματος πολιτικής με έμφαση στη διαρκή αύξηση των άμεσων και των έμμεσων φόρων -αντί της περιστολής δημοσίων δαπανών και διοικητικής μεταρρύθμισης- κυοφορεί τον κίνδυνο να επιταχυνθεί ο αφελληνισμός ή το κλείσιμο μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Με λίγα λόγια, η υπερφορολόγηση εξουθενώνει την αγορά και στην ουσία οδηγεί σε λιγότερα δημόσια έσοδα, λόγω αδυναμίας καταβολής ακόμη και των ρυθμιζόμενων δόσεων από τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό λοιπόν ότι ακόμα και όσοι είχαν ενταχθεί σε ρυθμίσεις οφειλών αδυνατούν πλέον να αντεπεξέλθουν με αποτέλεσμα να αυξάνονται κατακόρυφα οι υποχρεώσεις τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία όπου τα χρέη κινούνται πλέον ανεξέλεγκτα, αγγίζοντας τα 25 δις. Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ζητήσει από την τρόικα μια ακόμα ρύθμιση, με χαλαρότερους ίσως όρους, αλλά ακόμα κι αν αυτό επιτευχθεί δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εάν θα υπάρξει απόδοση και βελτίωση της κατάστασης στην πράξη.
Επιπρόσθετα, παραπάνω από 200.000 νέοι, ικανοί και παραγωγικοί Έλληνες έχουν φύγει από τη χώρα από την αρχή της κρίσης. Συνολικά πρέπει όχι μόνο να ανακόψουμε αλλά και να αντιστρέψουμε αυτές τις εκροές, έτσι ώστε τόσο οι καταθέσεις και οι επιχειρήσεις όσο και το ανθρώπινο και επιστημονικό προσωπικό να επιστρέψουν στη χώρα μας, ενδυναμώνοντας την οικονομία ενισχύοντας τις προοπτικές ανάπτυξης και παραγωγικότητας.
Ως συμπέρασμα όλων των παραπάνω καταλήγουμε ότι εθνικός μας στόχος θα πρέπει να γίνει η διεύρυνση της «πίτας της εθνικής οικονομίας» με προσέλκυση επενδύσεων, καταθέσεων και ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και αύξηση της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και των ελληνικών εξαγωγών.
*Ο Άγγελος Μιχ. Μπαγιάτης είναι Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης