Ριζικές αλλαγές στα κριτήρια επιλογής υποθέσεων για φορολογικό έλεγχο προβλέπει το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), το οποίο δρομολογεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, σύμφωνα με πληροφορίες, οι υποθέσεις των πιο πρόσφατων χρήσεων και φορολογικών ετών θα επιλέγονται κατά προτεραιότητα για έλεγχο και μόνο εφόσον διαπιστώνονται πολύ σημαντικές παραβάσεις στις χρήσεις αυτές ο έλεγχος θα επεκτείνεται και στις προηγούμενες παλαιότερες χρήσεις. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται η βεβαίωση περισσότερων φόρων και προστίμων σε «φρέσκες» υποθέσεις, με συνέπεια την αύξηση των ποσοστών εισπραξιμότητας και εν τέλει των εισπραττόμενων εσόδων από τη διενέργεια των ελέγχων.
Το ύψος των ποσών που θα βεβαιώνονται από τους ελέγχους στις πιο πρόσφατες χρήσεις θα είναι λογικό και πιο εύκολα εισπράξιμο, καθώς από τη χρονική στιγμή που θα έχουν διαπραχθεί οι παραβάσεις μέχρι τη χρονική στιγμή που θα εντοπίζονται θα μεσολαβεί βραχύ χρονικό διάστημα μερικών μηνών, οπότε το ύψος των προσαυξήσεων που θα έχουν συσσωρευτεί θα είναι μικρό.
Αντιθέτως, σήμερα, στους ελέγχους που γίνονται κατά προτεραιότητα σε χρήσεις παλαιές, δηλαδή σε φορολογικά έτη που έληξαν προ 5ετίας ή ακόμη και προ 10ετίας (αν η περίοδος παραγραφής έχει παραταθεί) τυχόν πρόσθετοι φόροι που καταλογίζονται επιβαρύνονται με υπέρογκες επιπλέον χρεώσεις λόγω συσσώρευσης μεγάλου ύψους μηνιαίων προσαυξήσεων, καθώς η χρονική περίοδος των μηνών που μεσολαβεί από τη στιγμή που διαπράχθηκαν οι παραβάσεις μέχρι τη στιγμή που εντοπίστηκαν είναι πολύ μεγάλη.
Συνέπεια δε του φαινομένου αυτού είναι η χαμηλή εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών. Η αλλαγή των κριτηρίων επιλογής υποθέσεων για έλεγχο, που θα έχει ως συνέπεια την προτεραιοποίηση πιο «φρέσκων» υποθέσεων, αναμένεται να διευκολύνει τη διενέργεια και να αυξήσει τον αριθμό των ελέγχων των επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται με έμμεσες τεχνικές.
Αυτούς τους τύπους ελέγχων επιλέγουν οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες (ΚΕΜΕΕΠ, ΕΛΚΕ και ΔΟΥ) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα, ή όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον ΚΦΔ, ή όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση εντός της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 14 του ΚΦΔ μετά από δύο σχετικές προσκλήσεις, ή όταν υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλούμενων οικονομικών μεγεθών, ιδίως των αγορών, των πωλήσεων και των αποθεμάτων, ή όταν δεν επαληθεύεται ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα με αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων ή υπάρχει αδικαιολόγητη μεταβολή αυτού μεταξύ διαδοχικών ετών, ή όταν δηλώνεται ζημία σε τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα φορολογικά έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της.
Τρόπος διενέργειας
Με τις διατάξεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου επέρχονται αλλαγές και σε άλλες παραμέτρους των φορολογικών ελέγχων, όπως η διάρκεια και ο τρόπος διενέργειας ανάλογα με το είδος του ελέγχου.
Συγκεκριμένα:
Ορίζεται η μέγιστη διάρκεια κάθε κατηγορίας φορολογικού ελέγχου, ενώ αποσαφηνίζονται οι έννοιες του μερικού, του πλήρους και του απομακρυσμένου ελέγχου. Πιο πολλοί έλεγχοι πλέον θα διενεργούνται εξ αποστάσεως, από τα γραφεία των ελεγκτών, με την αξιοποίηση δέσμης ψηφιακών εργαλείων που υπάρχουν σήμερα, από τα social media έως την τεχνητή νοημοσύνη.
Οι επιχειρήσεις, οι επιτηδευματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που τηρούν απλογραφικά βιβλία θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση προσκόμισης φορολογικών αρχείων, βιβλίων και στοιχείων προς έλεγχο, καθώς θα εφαρμόζεται πλέον καθολικά η διαβίβαση των στοιχείων αυτών μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας myData.
Η επικοινωνία της Φορολογικής Διοίκησης (ΑΑΔΕ) με τον κάθε ελεγχόμενο φορολογούμενο ως προς την κοινοποίηση πράξεων, λοιπών εγγράφων και αρχείων, θα διενεργείται αποκλειστικά με ψηφιακά, ηλεκτρονικά μέσα.
Για κάθε ελεγχόμενη φορολογική υπόθεση η περίοδος παραγραφής θα εκκινεί από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου.
Τέσσερις σημαντικές αλλαγές
Το φορολογικό νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, θα προβλέπει:
Την αποκλειστικά ψηφιακή επικοινωνία με την ΑΑΔΕ. Εισάγεται καθολικά η ψηφιακή/ ηλεκτρονική επικοινωνία της Φορολογικής Διοίκησης (ΑΑΔΕ) με τον φορολογούμενο ως προς την κοινοποίηση πράξεων, λοιπών εγγράφων και αρχείων, η οποία παρέχει και το πλεονέκτημα της ακριβούς αποτύπωσης των συναλλαγών αυτών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αμφισβητηθούν δικαστικά ο χρόνος, η μορφή και το περιεχόμενο της επικοινωνίας.
Την αλλαγή της ημερομηνίας έναρξης του χρόνου παραγραφής φορολογικών υποθέσεων. Οι χρονικές διάρκειες των περιόδων παραγραφής φορολογικών υποθέσεων δεν αλλάζουν, αλλά μετά την ενεργοποίηση των νέων διατάξεων η κάθε περίοδος παραγραφής θα εκκινεί από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου στον φορολογούμενο κι όχι από την ημερομηνία έκδοσης αυτής.
Την αυτοματοποιημένη υποβολή φορολογικών δηλώσεων, από φέτος, για μισθωτούς και συνταξιούχους που έχουν ως μοναδική πηγή εισοδήματος μισθούς και συντάξεις.
Η χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας θα «ξεκλειδώνει» αυτόματα σε περίπτωση που τακτοποιηθούν (εξοφληθούν ή ρυθμιστούν) οφειλές σε τρίτους, όπως οι δήμοι. Όταν απαιτείται επικοινωνία με άλλους φορείς για τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας (λ.χ. με ΟΤΑ που έχουν βεβαιώσει απαιτήσεις εις βάρος φορολογουμένων), αυτή θα γίνεται αποκλειστικά μέσω διαλειτουργικότητας. Σήμερα σε περίπτωση π.χ. που μια κλήση της δημοτικής αστυνομίας περάσει στην εφορία και πληρωθεί στον δήμο, η ΑΑΔΕ δεν ενημερώνεται άμεσα για την εξόφληση.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr