Τα μικτά αποτελέσματα του Μπάιντεν για την δημοκρατική ανανέωση
Από την ημέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι η αποστολή του δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το να σώσει την αμερικανική δημοκρατία. Όπως είπε στο βίντεο για την έναρξη της [προεκλογικής] εκστρατείας του, «Οι βασικές αξίες αυτού του έθνους, η θέση μας στον κόσμο, η ίδια η δημοκρατία μας . . . διακυβεύεται».
Ο Μπάιντεν είχε σκοπό να υπογραμμίσει την απειλή που ο πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, αποτελούσε για τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η ανησυχία του Μπάιντεν για την δημοκρατία χρησίμευσε επίσης ως το φυσικό πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του. Σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο οι αυταρχικοί κέρδιζαν γρήγορα αυτοπεποίθηση και πολλές άλλες μεγάλες δημοκρατίες αντιμετώπιζαν εγχώριους δημαγωγούς, ο Μπάιντεν ανύψωσε τον αγώνα για την διατήρηση των δημοκρατικών αξιών σε κατευθυντήρια αρχή της προεδρίας του.
«Ο θρίαμβος της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού επί του φασισμού και της απολυταρχίας», έγραψε ο Μπάιντεν σε ένα δοκίμιο για το Foreign Affairs ενώ ήταν ακόμη υποψήφιος, «δημιούργησε τον ελεύθερο κόσμο. Αλλά αυτός ο αγώνας δεν καθορίζει μόνο το παρελθόν μας. Θα καθορίσει το μέλλον μας». Η φιλοδοξία της κυβέρνησής του δεν θα ήταν τίποτα λιγότερο από «να επαναφέρει την ενδυνάμωση της δημοκρατίας στην παγκόσμια ατζέντα». Για τον σκοπό αυτό, θα συγκαλούσε γρήγορα «μια παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία ώστε να ανανεώσει το πνεύμα και τον κοινό σκοπό των εθνών του ελεύθερου κόσμου» —μια σύνοδος κορυφής που πραγματοποιείται εικονικά αυτή την εβδομάδα.
Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να εκδοθεί μια οριστική ετυμηγορία σχετικά με το εάν ο Μπάιντεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο για να ανταποκριθεί στις φιλόδοξες υποσχέσεις που έδωσε ως υποψήφιος. Έχει αναλάβει τα καθήκοντά του εδώ και λιγότερο από ένα χρόνο. Πολλοί από τους εντεταλμένους του περιμένουν ακόμη την επικύρωση από το Κογκρέσο. Και η συνεχιζόμενη πανδημία της COVID-19 καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο για μια κυβέρνηση να επιτύχει οτιδήποτε πέρα από την διαχείριση καταστροφών. Όμως, καθώς η προεδρία του Μπάιντεν πλησιάζει στην πρώτη επέτειό της, είναι καιρός για μια προκαταρκτική αξιολόγηση —και μάλιστα απογοητευτική επ’ αυτού.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κάνει σχετικά λίγα για να συγκρατήσει τις αυξανόμενες φιλοδοξίες των αυταρχικών καθεστώτων από την Ρωσία έως την Κίνα. Δεν κατάφερε να μειώσει τον κίνδυνο που θέτουν οι λαϊκιστές ηγέτες στις δημοκρατικές χώρες, από την Ουγγαρία μέχρι την Ινδία. Και απέχει πάρα πολύ από το να βοηθήσει στην αποκατάσταση της παγκόσμιας εμπιστοσύνης στην ιδέα της δημοκρατίας.
Οι λόγοι αυτής της αποτυχίας έχουν τις ρίζες τους σε αντικειμενικές συνθήκες στις οποίες ο Μπάιντεν έχει ελάχιστο έλεγχο. Ο πρόεδρος και οι ανώτεροι αξιωματούχοι του δεν μπορούν να κάνουν πολλά για την εξασθενημένη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, την παγκόσμια αναθέρμανση της απολυταρχίας, την ανάγκη επιδίωξης ανταγωνιστικών στόχων εξωτερικής πολιτικής που επίσης έχουν πραγματική σημασία, τα ψέματα του Ντόναλντ Τραμπ για τις εκλογές, ή την συνεχιζόμενη λαβή του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αλλά η κυβέρνηση αντιμετωπίζει, παρ’ όλα αυτά, έναν απολογισμό. Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, έγινε εμφανές ότι το «business as usual» θα κάνει ελάχιστα πράγματα για να την βοηθήσει [την κυβέρνηση] να τηρήσει τις υποσχέσεις της για την δημοκρατία. Από εδώ και πέρα, πρέπει είτε να αφοσιωθεί σε μια πιο φιλόδοξη στρατηγική -είτε να σταματήσει να προσποιείται.
ΣΚΛΗΡΑ ΛΟΓΙΑ, ΛΙΓEΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Ως πρόεδρος, ο Τραμπ εξέφρασε επανειλημμένα θαυμασμό για δικτάτορες, από τον Αιγύπτιο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι μέχρι τον Ρώσο Βλαντιμίρ Πούτιν. Αν και η κυβέρνησή του έλαβε ορισμένα σκληρά μέτρα για να χαλιναγωγήσει δικτατορίες που θεωρούσε σοβαρούς ανταγωνιστές, όπως η Κίνα, ο συνολικός αντίκτυπος της θητείας του ήταν να ενθαρρύνει τους αυταρχικούς. Αν οι δικτάτορες ήταν κυρίως σε θέση άμυνας την δεκαετία του 1990, τώρα απολαμβάνουν μια εκπληκτική αναζωπύρωση. Όπως έγραψα στις σελίδες του Foreign Affairs την περασμένη άνοιξη, «Η ιστορία των δύο τελευταίων δεκαετιών δεν είναι απλώς μια [ιστορία] δημοκρατικής αδυναμίας˙ είναι επίσης μια [ιστορία] αυταρχικής δύναμης».
Η αλλαγή στην ρητορική που έφερε ο Μπάιντεν σε αυτό το μέτωπο είναι πασιφανής. Δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος ο κόσμος να αναρωτιέται εάν η σημερινή ηγεσία των ΗΠΑ στέκεται στο πλευρό της δημοκρατίας ή της δικτατορίας. Η κυβέρνηση, ενώ συνεχίζει να συνεργάζεται για κοινά συμφέροντα όπως η αντιτρομοκρατία, έχει αποστασιοποιηθεί από αυταρχικούς ηγέτες σε χώρες όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία. Ακόμη και στην αντιμετώπιση της Κίνας, ο Λευκός Οίκος είναι εντυπωσιακά ευθύς. Σε θέματα που κυμαίνονται από το καθεστώς του Χονγκ Κονγκ έως την μεταχείριση των εθνοτικών μειονοτήτων στην χώρα, έχει υπερασπιστεί την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να μασάει τα λόγια του, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Πεκίνου.
Η κυβέρνηση έχει κάνει επίσης ορισμένα σημαντικά βήματα που υπερβαίνουν την ρητορική όταν πρόκειται για σημαντικούς αυταρχικούς ανταγωνιστές. Διατήρησε ορισμένες από τις περιοριστικές εμπορικές πολιτικές που υιοθέτησε η κυβέρνηση Τραμπ και συνήψε ένα σημαντικό τριμερές σύμφωνο ασφαλείας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας. Αλλά συνολικά είναι κάθε άλλο παρά σαφές εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν θα συνοδεύσει τα σκληρά λόγια για τους αυταρχικούς με πράξεις που είναι πραγματικά ικανές να συγκρατήσουν την ισχύ τους. Έχει, για παράδειγμα, εγκαταλείψει αθόρυβα την αντίστασή της στον αμφιλεγόμενο αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος θα δώσει στην Ρωσία μεγαλύτερη μόχλευση στην κεντρική Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί ανήμπορη να αποτρέψει τον Πούτιν από την κλιμάκωση των απειλών εναντίον (όσων απομένουν) της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Ομοίως, η πολιτική του Μπάιντεν για την Κίνα δεν πέτυχε να εμποδίσει τον στρατό της χώρας να πραγματοποιήσει σοβαρές προκλήσεις στο Στενό της Ταϊβάν.
Ο χαοτικός τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν έχει επίσης υπονομεύσει την μάχη κατά της απολυταρχίας. Μολονότι το Αφγανιστάν δεν ήταν ποτέ μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, και είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε σε ποιο βαθμό η απόσυρση θα υπονομεύσει τα συμφέροντα ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτή ήταν, για τρεις λόγους, μια σημαντική οπισθοδρόμηση για την δημοκρατική ατζέντα του Μπάιντεν. Πρώτον, οι Ταλιμπάν έχουν ήδη εγκαθιδρύσει ένα απροκάλυπτα αυταρχικό καθεστώς και βρίσκονται στην διαδικασία να διαλύσουν την πρόοδο που είχε κάνει το Αφγανιστάν σε βασικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεύτερον, ο τρόπος της απόσυρσης —συμπεριλαμβανομένου του προφανώς εσφαλμένου υπολογισμού των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την ισχύ της αφγανικής κυβέρνησης και των δυνάμεων ασφαλείας της— έχει πληγώσει την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Και τρίτον, μέρος της ρητορικής της κυβέρνησης κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, η οποία ουσιαστικά προσποιήθηκε ότι οι Αμερικανοί δεν όφειλαν τίποτα στους Αφγανούς που είχαν πολεμήσει στο πλευρό τους επί 20 χρόνια, έθεσε ερωτήματα σχετικά με την σταθερότητα των δεσμεύσεων των ΗΠΑ. Ακόμα και καθώς η πτώση της Καμπούλ ξεθωριάζει σιγά σιγά από τα πρωτοσέλιδα, αυτό έχει κλονίσει την διεθνή εμπιστοσύνη στην προθυμία και την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταθούν δίπλα στους στρατηγικούς εταίρους τους σε μια ώρα ανάγκης —όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Ινδία, την Ιαπωνία, και παραπέρα.
Μεταξύ πολλών πολιτικών και υπεύθυνων χάραξης πολιτικής σε χώρες που είναι στενοί σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει τώρα μια αυξανόμενη αίσθηση ανησυχίας για το μέλλον. Το γενικό νόημα φαίνεται να είναι ότι το «καλό πρόσωπο» των Ηνωμένων Πολιτειών επέστρεψε, τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλά πολλοί από τους στενότερους εταίρους τους φαίνεται να αναρωτιούνται: Είναι το καλό πρόσωπο των Ηνωμένων Πολιτειών αρκετά καλό;
ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Ο Τραμπ όχι μόνο εξέφρασε ενθουσιώδεις επαίνους για μερικούς από τους πιο ισχυρούς αυταρχικούς του κόσμου, αλλά φαινόταν επίσης να ελπίζει κατά καιρούς ότι περισσότεροι ξένοι ηγέτες θα ακολουθούσαν τα βήματά τους. Σε όλη την θητεία του, υπονόμευσε βασικά μέρη της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Δύσης, όπως το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε πολλές χώρες, φαινόταν να συμμαχεί με ηγέτες που είχαν πρόθεση να υπονομεύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς των χωρών τους, όπως ο Ναρέντρα Μόντι της Ινδίας ή ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας. Ακόμη και στο εσωτερικό, εφάρμοσε αυτά που πρέσβευε, επιδιώκοντας να πολιτικοποιήσει τους ανεξάρτητους θεσμούς και να αντιδράσει στα παραδοσιακά όρια της δικής του εξουσίας.
Και εδώ, επίσης, η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο έχει κάνει αξιοσημείωτη διαφορά. Είναι για άλλη μια φορά ξεκάθαρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν πολιτικούς ηγέτες που μοχθούν να κάνουν το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να λειτουργήσουν. Υπό την ηγεσία του υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει γίνει πολύ πιο ενεργό στην κριτική των επιθέσεων κατά του κράτους δικαίου ή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρες όλου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των διολισθαινουσών δημοκρατιών που είναι σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιθυμία της κυβέρνησης Μπάιντεν να εμπλακεί στην «προστασία της δημοκρατίας» δεν αμφισβητείται. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, ωστόσο, είναι εάν έχει αναπτύξει κάποια ουσιαστική στρατηγική για το πώς θα επιτύχει ένα τόσο δύσκολο έργο.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την προστασία της δημοκρατίας έχουν, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί σχετικά αναποτελεσματικές. Η αυταρχική αναζωογόνηση δίνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε πολλούς συμμάχους των Αμερικανών μια πραγματική στρατηγική εναλλακτική στην στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας τους λιγότερο επιδεκτικούς στην πίεση από τον Λευκό Οίκο ή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να συνεργαστούν με ορισμένες από τις χώρες που βιώνουν τις πιο έντονες μορφές δημοκρατικής οπισθοδρόμησης για να υπηρετήσουν τους βασικούς στόχους και τα συμφέροντά τους, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής. (Σε μια προσπάθεια να στηρίξει μια διεθνή συμμαχία ενάντια στην Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν, για παράδειγμα, συνέχισε να πλησιάζει την αυταρχική μονοκομματική κυβέρνηση του Βιετνάμ). Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν καλά ότι πολλοί από τους ξένους εταίρους τους συνεχίζουν να βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με βαθύ σκεπτικισμό στον απόηχο της προεδρίας του Τραμπ, καθιστώντας τους ιδιαίτερα -ίσως υπερβολικά- προσεκτικούς όσον αφορά την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών. Και πιο καθοριστικά, η κυβέρνηση απλά δεν φαίνεται να έχει ένα συνεκτικό σχέδιο για το πώς θα επαναδιαμορφώσει τα κίνητρα των επίδοξων αυταρχικών ηγετών σε χώρες όπως η Πολωνία ή η Ινδία.
Όλα αυτά τα προβλήματα είναι ολοφάνερα στον προγραμματισμό της επικείμενης συνόδου κορυφής για την δημοκρατία. Ο κατάλογος των προσκεκλημένων χωρών, για παράδειγμα, περιλαμβάνει πολλούς από τους ηγέτες που κάνουν τα μάλλα για να υπονομεύσουν την δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Από τον Μόντι στην Ινδία έως τον Ζαΐρ Μπολσονάρου στην Βραζιλία και τον Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, το Who’s Who του διεθνούς λαϊκισμού θα είναι ευπρόσδεκτο στην Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία. Το ίδιο θα είναι και οι ηγέτες ακόμη πιο αυταρχικών χωρών όπως η Αγκόλα και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. (Οι μόνες δύο αξιοσημείωτες χώρες που λείπουν από την λίστα των προσκλήσεων επειδή βιώνουν σημαντική δημοκρατική οπισθοδρόμηση είναι η Τουρκία και η Ουγγαρία).
Αυτά τα προβλήματα βοηθούν επίσης να εξηγηθεί γιατί η σύνοδος κορυφής στοχεύει τόσο χαμηλά. Μια διήμερη εικονική σύνοδος κορυφής με περισσότερες από 100 συμμετέχουσες χώρες δεν έχει καμία πιθανότητα να αποσπάσει μια πραγματική συναίνεση σχετικά με το πώς θα στηριχθεί η δημοκρατία σε μια εποχή αυταρχικής αναθέρμανσης. Ούτε οι χώρες είναι πιθανό να μετακινηθούν προς δεσμεύσεις που δεν έχουν αναλάβει εκ των προτέρων. Και έτσι ο Μπάιντεν κατά την διάρκεια της ομιλίας του είναι έτοιμος να ανακοινώσει μερικές λογικές πρωτοβουλίες σε θέματα όπως η διαφθορά. Η κυβέρνηση ελπίζει επίσης να αποσπάσει παρόμοιες δεσμεύσεις από άλλους συμμετέχοντες στην σύνοδο κορυφής, δίνοντας κίνητρο στις κυβερνήσεις να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκαλέσουν μια επαναληπτική συνάντηση κάποια στιγμή στο μέλλον. Αλλά δεν φαίνεται πιθανό ότι ο Μπάιντεν θα καθορίσει ένα πραγματικά νέο παράδειγμα για το πώς η διεθνής κοινότητα μπορεί να συνεργαστεί για να διατηρήσει την δημοκρατία. Και όπου οι οικοδεσπότες δεν ηγούνται, οι φιλοξενούμενοι είναι απίθανο να ακολουθήσουν.
Η σύνοδος κορυφής ίσως ακόμη να αποδειχθεί ένα βήμα προς μια πραγματική διεθνή συνεργασία για την προστασία της δημοκρατίας. Αλλά αυτή την στιγμή, φαίνεται πιο πιθανό να έχει την αίσθηση μιας προεκλογικής υπόσχεσης που πρέπει να εκπληρωθεί χωρίς να προκαλέσει αδικαιολόγητη αμηχανία —προτού ξεχαστεί πάραυτα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο τρίτος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να ανταποκριθεί στην υπόσχεσή της για ανανέωση του πνεύματος της δημοκρατίας είναι αυτός στον οποίο ο Μπάιντεν έχει τον μικρότερο έλεγχο —αλλά μπορεί επίσης να είναι και ο πιο σημαντικός. Με το να αποκαλέσει τις εκλογές του 2020 ως μια «μάχη για την ψυχή του έθνους», ο πρόεδρος ήλπιζε ότι μια ξεκάθαρη νίκη επί του Τραμπ θα μπορούσε να ισοδυναμεί με μια οριστική μομφή στο είδος της πολιτικής του. Η προεδρία Τραμπ θα έμοιαζε τότε με μια αλλόκοτη παρέκκλιση και με μια [προεδρία] που πιθανότατα δεν θα επαναλαμβανόταν σύντομα.
Αντίθετα, η νίκη του Μπάιντεν επί του Τραμπ αποδείχθηκε πολύ πιο προσωρινή. Το περιθώριο νίκης του ήταν καθαρό αλλά όχι αρκετά ευρύ για να αποτελέσει οριστική αποκήρυξη του Τραμπισμού. Αντί να εκδιωχθεί από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ φαίνεται να έχει ισχυροποιήσει την λαβή του σε αυτό. Και αντί να αποδέχονται το αποτέλεσμα των δημοκρατικών εκλογών, πολλοί υψηλόβαθμοι Ρεπουμπλικάνοι συμφώνησαν με το ψέμα του αρχηγού τους ότι το αποτέλεσμα ήταν νοθευμένο και τώρα χρησιμοποιούν τον έλεγχό τους σε πολλά νομοθετικά σώματα πολιτειών για να πολιτικοποιήσουν τον τρόπο με τον οποίο πιστοποιούνται τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι εκλογές του 2020 θα μπορούσαν να είναι ένα μνημείο του τρόπου με τον οποίο οι δημοκρατίες μπορούν να μεσολαβήσουν σε βαθιές πολιτικές συγκρούσεις. Αντίθετα, χρησιμεύουν τώρα ως υπενθύμιση για το πόσο εύκολα οι αναίσχυντοι κομματικοί μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στους μακροχρόνιους θεσμούς και ως μια επείγουσα προειδοποίηση για την ακόμη πιο σοβαρή συνταγματική κρίση που μπορεί να περιμένει τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2024.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ συνεχίζουν να βλέπουν την τρέχουσα κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής ως παράδειγμα προς αποφυγή. Εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν τόσο βαθιά διχασμένες όσο είναι τώρα -και ορισμένοι πολιτικοί δρώντες παραμένουν όσο απρόθυμοι είναι τώρα να αναγνωρίσουν τη νομιμοποίηση των πιο βασικών θεσμών τους- κανένας ηγέτης της χώρας, όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι, δεν είναι πιθανό να εμπνεύσει μια αναβίωση της παγκόσμιας πίστης στην δημοκρατία.
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΗΘΗΚΑΝ
Ο Μπάιντεν είχε δίκιο ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο σε όλο τον κόσμο και ότι οι επόμενες δεκαετίες θα αποδειχθούν κρίσιμες για τον καθορισμό των μελλοντικών της προοπτικών. Αλλά γίνεται επίσης σαφές ότι υποτίμησε τα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο ενός καλοπροαίρετου προέδρου ώστε να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό. Ως αποτέλεσμα, έχει σε μεγάλο βαθμό υπερπλειοδοτήσει για την συμβολή που θα μπορούσε να έχει η κυβέρνησή του στην ενίσχυση της δημοκρατίας.
Είναι καιρός η κυβέρνηση να περιορίσει το εύρος των φιλοδοξιών της. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η προστασία της δημοκρατίας είναι και πιο εφικτή και πιο επείγουσα από την προώθηση της δημοκρατίας. Η εστίαση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν πρέπει να είναι στο να φέρουν μακροχρόνιες απολυταρχίες στο δημοκρατικό «μαντρί», αλλά μάλλον στην διασφάλιση ότι οι μακροχρόνιες δημοκρατίες δεν θα οπισθοχωρήσουν και ότι οι απολυταρχίες δεν θα επεκτείνουν την σφαίρα επιρροής τους. Αλλά ακόμη και με αυτό το στενότερο εύρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια πολύ πιο άκαμπτη επιλογή από αυτήν που έχει μέχρι στιγμής αναγνωρίσει ο Μπάιντεν. Αν εννοεί σοβαρά να κάνει κάτι σημαντικό για να βοηθήσει τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο να αντέξουν σε μια εποχή ανερχόμενης απολυταρχίας, πρέπει να προχωρήσει πέρα από το «business as usual».
Μια ουσιαστική ατζέντα για την δημοκρατία θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να καταδείξουν ότι οι λαϊκιστές ηγέτες που επιτίθενται στους ελεύθερους θεσμούς των χωρών τους θα δρέψουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες, όχι μια πρόσκληση στην Σύνοδο Κορυφής του Λευκού Οίκου για την Δημοκρατία. Θα απαιτούσε από την χώρα να δεσμευτεί στην προτεραιοποίηση της συνεργασίας με αληθινές δημοκρατίες, ενώ, φυσικά, θα διατηρεί μια μικρότερη μορφή συνεργασίας με άλλους συμμάχους. Και θα απαιτούσε από τον πρόεδρο να παρουσιάσει ένα όραμα για το πώς οι διεθνείς θεσμοί που υπονομεύονται εκ των έσω από αντιδημοκρατικούς ηγέτες, όπως το ΝΑΤΟ, μπορούν να μεταρρυθμιστούν ή να επανιδρυθούν.
Μια τέτοια φιλόδοξη διαδικασία θα είχε σοβαρά μειονεκτήματα. Και ακόμα κι αν επιχειρηθεί, μπορεί να μην πετύχει. Αλλά το λιγότερο που μπορούν να κάνουν οι ηγέτες των ΗΠΑ είναι να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους, την χώρα, και τον κόσμο. Εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αποφασίσει ότι τα βήματα που απαιτούνται για να κάνει πραγματικά την διαφορά στην διαμάχη μεταξύ «δημοκρατίας και φιλελευθερισμού» και «φασισμού και απολυταρχίας» δεν αξίζουν το κόστος, θα πρέπει να βγει και να το πει.