Με φόντο την καμένη γη των Αφιδνών, ο Στέλιος Κλαπάκης, εθελοντής δασοπυροσβέστης που πάλεψε με τον θάνατο στις φωτιές του Αυγούστου, ανοίγει την καρδιά του στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής. Στα καμένα χέρια του φοράει ειδικά γάντια για εγκαυματίες και δυσκολεύεται να πιάσει τον καφέ, αλλά πιο πολύ δυσκολεύεται να πιάσει το νήμα από την αρχή και να διηγηθεί τη συγκλονιστική ιστορία του. Το μεσημέρι της Πέμπτης 5 Αυγούστου του 2021 το αυτοκίνητο που οδηγούσε και στο οποίο επέβαιναν δύο συνάδελφοί του εθελοντές λαμπάδιασε στην περιοχή της Δροσοπηγής κι εκείνος πάλεψε «σαν θηρίο στο κλουβί» να βγει από τη φωτιά πατώντας με μανία το γκάζι και προστατεύοντας το κεφάλι του με το αριστερό χέρι.
«Είπα στον εαυτό μου: “Γιατί παλεύεις; Αφού δεν πρόκειται να τα καταφέρεις”… Και ο εαυτός μου μου απάντησε: “Προχώρα!”», λέει ο Στέλιος Κλαπάκης φέρνοντας πάλι στον νου του τις ώρες που άλλαξαν τη ζωή του. «Από την πρώτη ημέρα συμμετείχα στην κατάσβεση της φωτιάς, ως εθελοντής της Πολιτικής Προστασίας στην ομάδα των Αφιδνών, και είχαμε κάνει πολύ καλή δουλειά στο βουνό. Οταν ξέσπασε η δεύτερη φωτιά, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Αφού είδαμε πια ότι δεν μαζεύεται, οπισθοχωρήσαμε από το Κατσιμίδι προς την Ιπποκράτειο Πολιτεία, ενώ η φωτιά ερχόταν προς τις Αφίδνες. Με το αυτοκίνητό μου, που ήταν εθελοντικό και πίσω στην καρότσα είχε αντλία, περάσαμε μέσα από τα μετόπισθεν της φωτιάς εκεί όπου ήταν ήδη καμένα, αλλά, όταν φτάσαμε στη Δροσοπηγή, ένα άλλο μέτωπο εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας και μας έκλεισε. Τότε, επειδή γνωρίζω την περιοχή, σκέφτηκα ότι σε κοντινή απόσταση, περίπου 300 μέτρων, βρισκόταν μια οικοδομή στα μπετά και σκέφτηκα ότι η μόνη σωτηρία ήταν να φτάσουμε εκεί και να μπούμε στο υπόγειο».
Μάχη με τη φωτιά
Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν βγαλμένες από ταινία τρόμου και κάθε δευτερόλεπτο που κυλούσε, το πλήρωμα του εθελοντικού αυτοκινήτου βρισκόταν ακόμα πιο κοντά στον θάνατο. «Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου είχε πάρει φωτιά κι εγώ πατούσα γκάζι κι έλεγα: “Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, να φτάσουμε στην οικοδομή πριν σβήσει η μηχανή”. Για κάποια μέτρα περνούσαμε μέσα από ένα τούνελ φωτιάς, δεν υπήρχε μαύρο ή γκρι, μόνο πορτοκαλί και κόκκινο. Τριάντα μέτρα πριν από την οικοδομή το αυτοκίνητο, που πια φλεγόταν, έσβησε. Τους φώναξα: “Γρήγορα στην οικοδομή!” και τρέξαμε στο υπόγειο. Μετά την πρώτη ανάσα βγήκα πάλι επάνω και τηλεφώνησα στον επικεφαλής της ομάδας των Αφιδνών. Δεν είχα χρόνο, παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Του είπα: “Εχουμε καεί στο τάδε σημείο”. Και έκλεισα… Δεν ήξερα καν αν με είχε ακούσει. Ξαναπήγα στο υπόγειο και περιμέναμε. Είχαμε σοβαρά εγκαύματα. Εγώ, παρότι φορούσα αντιπυρική στολή, είχα σηκώσει τα μανίκια και, έτσι, κάηκαν τα χέρια μου, ειδικά το αριστερό, που το είχα συνέχεια στο πρόσωπο για ασπίδα, αφού με το δεξί οδηγούσα. Επίσης, είχα καεί στην αριστερή πλάτη.
Είκοσι λεπτά μετά το τηλεφώνημα ήρθε στην οικοδομή ο διοικητής της Πυροσβεστικής με το υπηρεσιακό του τζιπ και μας μετέφερε στα διόδια των Αφιδνών, όπου μας περίμενε ασθενοφόρο. Μπήκαμε όλοι μέσα και αρχικά μας είπαν ότι πάμε στο Θριάσιο, αλλά στα φανάρια της Κηφισιάς μάς ενημέρωσαν ότι άνοιξε μονάδα εγκαυμάτων στο ΚΑΤ και ότι μεταφερόμαστε εκεί. Ισως, στο Θριάσιο να ήταν καλύτερα, γιατί υπάρχει μονάδα με μεγάλη εμπειρία. Στο νοσοκομείο έμεινα 50 ημέρες και βγήκα άρον άρον, γιατί ο ένας εθελοντής, ο Δημήτρης, 53 ετών, πέθανε από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Μου έδωσαν εξιτήριο την επόμενη ημέρα, παρότι δεν είχα αναρρώσει».
«Ευχόμουν να έχω καεί…»
Ο χρόνος στο νοσοκομείο κυλούσε βασανιστικά με απανωτά χειρουργεία και αφόρητους πόνους, καθώς οι γιατροί χρειάστηκε να πάρουν δέρμα από τα πόδια του για να επιχειρήσουν αποκατάσταση στα καμένα χέρια. «Κάηκαν οι τένοντες στα χέρια μου και έγιναν πέντε χειρουργεία. Οι μέρες στο ΚΑΤ ήταν εφιαλτικές και πολλές φορές σκεφτόμουν: “Δεν μπορούσε να έχει σβήσει το αυτοκίνητο ένα λεπτό νωρίτερα; Να έχω καεί, να μην τα ζω αυτά…”. Ο Δημήτρης νοσηλευόταν στον διπλανό θάλαμο. Δεν σηκωνόμασταν να ιδωθούμε, αλλά ανταλλάσσαμε καλημέρες με τους νοσηλευτές. Τάιζε ο νοσηλευτής εμένα και μετά πήγαινε δίπλα να ταΐσει κι εκείνον. “Εχεις την καλημέρα του”, μου έλεγε. Μια νύχτα είδα γιατρούς και νοσηλευτές να τρέχουν στον διάδρομο και κατάλαβα ότι κάτι του έχει συμβεί. Το πρωί, τον μετέφεραν στην Εντατική και λίγο αργότερα έχασε τη μάχη», λέει συγκινημένος.
Oσο για τον τρίτο εθελοντή που βρισκόταν μαζί τους στο αυτοκίνητο, τον 55χρονο Πέτρο, ακόμα παλεύει με συνεχείς λοιμώξεις και υποτροπές. «Τον Πέτρο πρόσφατα τον μετέφεραν ξανά στην Εντατική, καθώς προσβλήθηκε από ένα ακόμα μικρόβιο. Αυτό γίνεται από την αρχή, μπαινοβγαίνει στη ΜΕΘ και είναι δύσκολη η κατάστασή του», επισημαίνει για τον συνάδελφό του που παραμένει στο ΚΑΤ πάνω από πέντε μήνες. Ο κ. Κλαπάκης εισήχθη στο νοσοκομείο με καλύτερα επίπεδα οξυγόνου από τους δύο φίλους του που είχαν και εισπνευστικά εγκαύματα.
«Ηταν εμπρησμός με πολιτικά κίνητρα»
Λιθογράφος στο παρελθόν στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη και αργότερα στην Τυποεκδοτική, έμεινε χωρίς δουλειά στην οικονομική κρίση και αναζήτησε… καταφύγιο στο βουνό. Εκεί, είχε τον στάβλο του με 50 αιγοπρόβατα, 8 χοίρους και 80 κότες, που όλα κάηκαν στη φωτιά, καθώς ο ίδιος επιχειρούσε σε άλλα σημεία της φωτιάς με την ομάδα του και δεν έμεινε πίσω να τα προστατεύσει. Του έμειναν μόνο 50 αγελάδες, που με βαριά καρδιά αποφάσισε πριν από λίγες μέρες να πουλήσει, καθώς ο στάβλος του καταστράφηκε και μετακόμισε σε φιλική εγκατάσταση σε άλλο κτήμα. Εκεί, όμως, δέχθηκε μία ανώνυμη καταγγελία για τα ζώα που τον έβαλε σε περιπέτειες με την Περιφέρεια Αττικής.
Βεβαιότητα
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στα πύρινα μέτωπα, ο 58χρονος εθελοντής ήταν βέβαιος ότι κάποιοι έβαλαν τη φωτιά για συγκεκριμένους λόγους. «Αυτό που έγινε το καλοκαίρι στην Πάρνηθα ήταν εμπρησμός με πολιτικά κίνητρα. Στόχος ήταν να καούν τα πρώην βασιλικά κτήματα στο Τατόι και να πληγεί η εικόνα της κυβέρνησης, γιατί κάποιοι δεν θέλουν αυτή η κυβέρνηση να εμφανίζει έργο. Από την πρώτη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε το έργο στο Τατόι το έλεγα ότι θα το κάψουν και οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Είναι ξεκάθαρο ότι στόχος ήταν το κτήμα και τα υπάρχοντά του. Την πρώτη φωτιά τη σβήσαμε. Πήγαν πεζοπόρα τμήματα, έκαναν μια τεράστια αντιπυρική ζώνη και έψαχναν σπίθα σπίθα. Δεν μπορώ να φανταστώ την αναζωπύρωση. Δεν υπήρξε αναζωπύρωση, υπήρξε νέα φωτιά. Την επόμενη ημέρα είδα ταυτόχρονα πέντε “μανιτάρια” από την κάτω πύλη του κτήματος μέχρι το νεκροταφείο. Ηταν ο δεύτερος εμπρησμός. Κι αυτά που λένε ότι δεν έγινε σωστή δουλειά είναι λάθος. Η Πυροσβεστική έκανε πολύ καλά τη δουλειά της, αλλά οι φλόγες ήταν τεράστιες και το θερμικό φορτίο τέτοιο που ακόμα και το ρωσικό Beriev έριχνε νερό και εξατμιζόταν», λέει ο κ. Κλαπάκης. Οι μυστηριώδεις εκρήξεις, που κάποιοι είδαν στο βουνό, ήταν, λέει, αποτέλεσμα της φωτιάς και όχι η αιτία της. «Από τη θερμότητα έσκαγαν οι μεγάλες μεταλλικές μπάλες που έχουν οι κολόνες της ΔΕΗ για να είναι ορατές από πιλότους ιπτάμενων μέσων», επισημαίνει.
Τέλος, τον ρωτάμε τι θα έλεγε στους εμπρηστές. «Είναι εγκληματίες, δεν μπορείς να μιλάς σε εγκληματίες», μας λέει. Εχει φορέσει ξανά τα γάντια του, που αφήνουν ακάλυπτα μόνο τα νύχια, και φεύγει με ένα μικρό μισοκατεστραμμένο αυτοκίνητο, το οποίο στο πίσω μέρος έχει νάιλον, αντί για τζάμι. Το αγροτικό του, που ήταν ταυτόχρονα «εργαλείο» για τη δουλειά του αλλά και μέσο πυρόσβεσης για την προστασία του δάσους, σχεδόν εξαφανίστηκε από τη φωτιά κι εκείνος μοιάζει σαν να δραπέτευσε από την κόλαση…