Πρόσφατο δημοσίευμα στους Financial Times υποστήριξε ότι ήρθε η ώρα να ανοίξει η συζήτηση για έναν στοχευμένο φόρο στις εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να αντιμετωπιστούν οι επικείμενες απώλειες θέσεων εργασίας λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων. Μπορεί οι προθέσεις πίσω από μια τέτοια πρόταση να φαίνονται καλοπροαίρετες, ωστόσο ένας φόρος τεχνητής νοημοσύνης σε αυτήν τη χρονική συγκυρία μοιάζει πρόωρη και δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Κατ’ αρχάς οι προβλέψεις για μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας λόγω της τεχνητής νοημοσύνης είναι άκρως κερδοσκοπικές. Είναι αλήθεια ότι ορισμένες μελέτες προβλέπουν μεγάλη μείωση στο ανθρώπινο εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με μελέτη της McKinsey, το 30% των σημερινών ωρών εργασίας στις ΗΠΑ θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί έως το 2030. Το ΔΝΤ σημειώνει ότι περίπου το 40% των εργαζομένων παγκοσμίως εργάζονται σε κλάδους με μεγάλη έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ναι, η τεχνητή νοημοσύνη θα αφανίσει -αναπόφευκτα- ορισμένα επαγγέλματα, θα δημιουργήσει όμως και νέα είδη εργασίας. Η ιστορία δείχνει ότι η τεχνολογία δημιουργεί ισάριθμές ή και περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες εξαφανίζει, απλώς πρόκειται για άλλου είδους εργασίες ή και επαγγέλματα, που συνήθως αμείβονται και καλύτερα. Για παράδειγμα, πιθανόν να προκύψουν νέες θέσεις εργασίας σε εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης στο prompt engineering (τη δημιουργία και βελτιστοποίηση προτροπών για μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης), ενώ και τα ίδια τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης θα απαιτούν επίβλεψη και συντήρηση από τον ανθρώπινο παράγοντα. Η τεχνητή νοημοσύνη θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας, δίνοντας την ευκαιρία στους εργαζόμενους να στοχεύουν σε εργασίες με μεγαλύτερες αμοιβές.
Στο μεταξύ, η πλήρης αυτοματοποίηση -όπου οι άνθρωποι απομακρύνονται εντελώς από τη λήψη αποφάσεων- είναι συνήθως μια πρόκληση και σπάνια οικονομικά αποδοτική. Μέχρι να αντιληφθούμε καλύτερα την έκταση των θέσεων εργασίας που θα χαθούν, ένας ειδικός φόρος τεχνητής νοημοσύνης είναι πρόωρος. Οι αξιωματούχοι που αποφασίζουν για τη φορολογική πολιτική θα πρέπει να περιμένουν, να δουν ποιες είναι οι πραγματικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά εργασίας και έπειτα να απαντήσουν στοχευμένα, με βάση τις συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί.
Η “μετάβαση” σε μια οικονομία τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να είναι απότομη ή σταδιακή. Μια γρήγορη μετάβαση, με την καινοτομία να διαμορφώνει νέες συνθήκες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όντως θα μπορούσε να επιφέρει ζωτικής σημασίας διαταραχές στην αγορά εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, θα χρειαζόταν υποστήριξη για να προσαρμοστούν οι εργαζόμενοι στο νέο περιβάλλον. Από την άλλη, μια αργή, παρατεταμένη μετάβαση θα έδινε χρόνο στους εργαζόμενους να προσαρμοστούν.
Η εκτίμηση για το πότε θα φανεί ο πραγματικός αντίκτυπος από τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη είναι απλώς εικασία. Η πρόοδος σπάνια ακολουθεί γραμμική πορεία. Τα επιτεύγματα συμβαίνουν παράλληλα με ματαιώσεις, καθυστερήσεις και αδιέξοδα. Το να σπεύσουμε να υποστηρίξουμε τους εργαζόμενους προτού ξεκαθαρίσει ποιος επωφελείται και ποιος χάνει από την τεχνολογία θα μπορούσε να αποδειχθεί λάθος, ιδίως αν η τεχνητή νοημοσύνη ενσωματωθεί λιγότερο ομαλά στην επιχειρηματική δραστηριότητα ως μια αργή διαδικασία.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι δεν είναι αβοήθητα θύματα της προόδου. Υπάρχουν άφθονες ευκαιρίες για ανάπτυξη δεξιοτήτων στα μέσα της καριέρας τους, ακόμη και χωρίς κυβερνητικά προγράμματα επανακατάρτισης, τα οποία ούτως ή άλλως σπάνια είναι αποτελεσματικά. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εμπιστεύονται την επινοητικότητα των εργαζομένων στη χάραξη του δικού τους μέλλοντος.
Ο συγγραφέας του άρθρου στους Financial Times υπενθυμίζει τη συμφωνία για έναν παγκόσμιο ελάχιστο συντελεστή φορολόγησης των πολυεθνικών ως πρότυπο για τη θέσπιση του φόρου τεχνητής νοημοσύνης, αλλά η εφαρμογή ενός διεθνούς φορολογικού καθεστώτος για την τεχνητή νοημοσύνη έχει τις δικές της δυσκολίες. Ο φορολογικός και ρυθμιστικός ανταγωνισμός μεταξύ κρατών είναι υγιής. Σε αντίθεση με τον μύθο της ρυθμιστικής “κούρσας προς τα κάτω”, οι φορολογικοί παράδεισοι διαδραματίζουν έναν ευεργετικό ρόλο επιβάλλοντας πειθαρχία στα κράτη με υψηλή φορολόγηση και ενθαρρύνοντας τις μεταρρυθμίσεις όταν οι κυβερνήσεις ξεπερνούν τα όριά τους.
Το 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε τον νόμο, ο οποίος μείωσε τον συντελεστή φορολόγησης των εταιρειών στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε τις περισσότερες από αυτές τις φορολογικές διατάξεις για τις επιχειρήσεις, παρόλο που είχε τη δυνατότητα να τις ανατρέψει. Υπάρχει μεγαλύτερη συναίνεση σε αυτά τα θέματα από ό,τι φαίνεται συνήθως.
Στην πραγματικότητα, το να διαχωρίσουμε ένα τομέα τεχνολογίας και να του επιβάλλουμε τιμωρητική φορολόγηση είναι άδικο και δημιουργεί ένα ανησυχητικό προηγούμενο. Σε πρόσφατο άρθρο μας, εγώ και οι συνεργάτες μου προβλέψαμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να είναι ο επόμενος στόχος φορολόγησης μετά τα κρυπτονομίσματα. Με τις προτάσεις που διατυπώνονται πλέον σε μεγάλα ΜΜΕ, η προειδοποίησή μας φαντάζει προφητική.
Αντί να κάνουν αποδιοπομπαίους τράγους τους καινοτόμους, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να επιδιώξουν πολιτικές που προωθούν ένα ανοικτό και ανταγωνιστικό παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δεν θα πρέπει να τιμωρούν με βάση υποθετικές υποθέσεις, ούτε να περιορίζουν τον φορολογικό ανταγωνισμό μέσω διεθνών συμφωνιών που μοιάζουν με καρτέλ. Η καινοτομία, και όχι ένας καταστροφικός φόρος ΤΝ, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς την κοινή ευημερία.
Αντί να γίνει η καινοτομία ο αποδιοπομπαίος τράγος, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να βρουν πολιτικές που προωθούν ένα ανοικτό και ανταγωνιστικό παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δεν θα πρέπει να “τιμωρούν” με βάση εικασίες, ούτε να περιορίζουν τον φορολογικό ανταγωνισμό μέσω παγκόσμιων συμφωνιών που θυμίζουν καρτέλ. Η καινοτομία, και όχι ένας καταστροφικός φόρος τεχνητής νοημοσύνης, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς την ευημερία.
πηγή: forbesgreece.gr