Μία απόφαση – ορόσημο για τη γενετική τροποποίηση ελήφθη σε συνέδριο κορυφαίων γενετιστών στην Ουάσιγκτον, καθώς στην ανακοίνωση που εκδόθηκε αναφέρεται ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι εξαιρετικά πρόωρη οποιαδήποτε συζήτηση για την παρέμβαση στο DNA ανθρώπινων εμβρύων τα οποία πρόκειται να έρθουν στη ζωή.
Όπως αναφέρει η Ναυτεμπορική, τέτοιες παρεμβάσεις θα δήλωναν ανευθυνότητα ακόμη και στην περίπτωση που ο στόχος είναι η θεραπεία κάποιας ασθένειας. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την ανακοίνωση, παραμένουν άγνωστοι οι κίνδυνοι που μπορεί να προκληθούν στο έμβρυο.
Το συνέδριο οργανώθηκε από τις εθνικές ακαδημίες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Κίνας, με σκοπό να διερευνηθούν οι προοπτικές που ανοίγουν νέες και εξαιρετικά ακριβείς τεχνικές για την τροποποίηση του γενετικού υλικού. Μία τέτοια τεχνική, η οποία ονομάζεται Crispr-Cas9, επιτρέπει στους επιστήμονες να παρέμβουν «στοχευμένα» στο γενετικό υλικό, με σκοπό να αφαιρέσουν ή να αντικαταστήσουν ένα ελαττωματικό γονίδιο.
Τουλάχιστον θεωρητικά, η γενετική τροποποίηση θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ώστε ένα ζευγάρι να μην «περάσει» στο παιδί του κάποια κληρονομική ασθένεια. Αν είναι γνωστή η γενετική αιτία της ασθένειας, τότε οι επίδοξοι γονείς θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε εξωσωματική γονιμοποίηση, αντικαθιστώντας στη συνέχεια τα ελαττωματικά γονίδια του εμβρύου.
Μια τέτοια ωστόσο θεραπεία δεν θα επηρέαζε μόνο το έμβρυο, αλλά και τους δικού του απογόνους. Επίσης, αν προέκυπτε κάποια παρενέργεια, δεν είναι δεδομένο πώς θα μπορούσε να αντιστραφεί η διαδικασία.
Πάντως, παρόλο που το συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γενετική τροποποίηση εμβρύων είναι «ανεύθυνη», δεν προχώρησε στο να συστήσει τη νομοθετική απαγόρευσή τους.