Πριν από ένα χρόνο περίπου μια ομάδα κορυφαίων Ελλήνων επιχειρηματιών θέλησε να χρηματοδοτήσει, ιδίοις εξόδοις, μια διεθνή καμπάνια στο εξωτερικό, για να βελτιώσει την εικόνα της Ελλάδας και να μην πάνε χαμένες οι θυσίες των Ελλήνων. Το έργο ανατέθηκε σε έναν έλληνα διαφημιστή της διασποράς και είχε ως αποτέλεσμα την καμπάνια «Give Greece a Chance».
Η καμπάνια συζητήθηκε περισσότερο στην Ελλάδα παρά στο εξωτερικό, όπου επί της ουσίας ενδιαφέρθηκαν μόνον τα λογιστήρια των μεγάλων εφημερίδων του εξωτερικού για να εισπράξουν τα συμφωνηθέντα ποσά των καταχωρήσεων. Οι κορυφαίοι Έλληνες επιχειρηματίες που θέλησαν να βοηθήσουν να μην πάνε χαμένες οι θυσίες των Ελλήνων, έχουν καταλάβει πλέον σήμερα πως σίγουρα πήγαν χαμένα τα δικά τους λεφτά.
Κατά τη γνώμη μου η καμπάνια «πήγε στα βράχια» διότι είχε λάθος μήνυμα. Ήταν μια πιο σοφιστικέ παράφραση του γνωστού «δώστε και σώστε». Δεν οικοδομείς brand πάνω στην απόγνωσή σου και εκλιπαρώντας για μια ευκαιρία. Σκεφτείτε για παράδειγμα να έβγαινε σήμερα η Samsung και να έλεγε «Δώστε στη Samsung μια ευκαιρία». Θα ήταν τραγικό και αστείο μαζί.
Έτσι, μια καλή πρωτοβουλία Ελλήνων που έχουν χρήματα και θέλουν να βοηθήσουν τη χώρα, δεν βρήκε την επαγγελματική υποστήριξη που άξιζε, καθώς αναμείχθηκαν διάφοροι μεσάζοντες του «συστήματος».
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ανάγκη μια καινούργια εικόνα στον υπόλοιπο κόσμο. Έχει ανάγκη από κάτι πολύ περισσότερο μερικών καταχωρήσεων. Έχει ανάγκη από μια οργανωμένη και πολυεπίπεδη στρατηγική nation branding σε βάθος χρόνου.
Θα συνιστούσε πραγματική εθνική ευεργεσία αν η πρώτη απογοήτευση δεν εμποδίσει αυτή την ομάδα κορυφαίων επιχειρηματιών να ξαναδοκιμάσει. Θα μπορούσε να διευρυνθεί, να έχει περισσότερες συμμετοχές, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει μια τέτοια μακρόπνοη στρατηγική. Όμως αυτή τη φορά θα πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στις διάφορες «σειρήνες» του συστήματος που έχουν συνηθίσει να μοιράζουν δουλειές . Το εγχείρημα μπορεί να πετύχει υπό την προϋπόθεση να το «τρέξουν» επαγγελματίες που αποδεδειγμένα ξέρουν και μπορούν να επικοινωνήσουν με το διεθνές περιβάλλον.
Aν έχει η Ελλάδα μια πιθανότητα να «ακουστεί» στον υπόλοιπο κόσμο την έχει μόνο στο βαθμό που καταφέρει να μιλήσει «αντισυμβατικά» και «αντισυστημικά». Να μιλήσει χωρίς να επαιτεί και χωρίς να κλαψουρίζει. Έχοντας επίγνωση της ιστορικής και πάνω απ’ όλα της γεωπολιτικής σημαντικότητάς της. Να μιλήσει για αξίες που μπορούν να στηριχθούν μόνον στην αμοιβαιότητα και όχι σε μονομερείς υποχρεώσεις. Αλλά για να μιλήσει με αυτή την «αντισυμβατικότητα» πρέπει ένα αντισυμβατικό μυαλό να βρει τις σωστές λέξεις, να τις βάλει στη σωστή σειρά, να τις επικοινωνήσει στον σωστό χρόνο και με τα σωστά μέσα.
ΥΓ1: Από προσωπική εμπειρία μπορώ να σας βεβαιώσω πως o υπόλοιπος κόσμος μας ακούει, όταν έχουμε πραγματικά κάτι να πούμε. Μετά την ομιλία μου στο TEDx La Defence στο Παρίσι, ήρθαν πάρα πολλοί άνθρωποι από το κοινό που την παρακολούθησε να με συγχαρούν για μια φράση που είχα πει: “friends don’t negotiate”.
ΥΓ2: Ευρηματική αντισυμβατικότητα σημαίνει να παίρνεις ένα αρνητικό στερεότυπο για τη χώρα σου και να το μετατρέπεις σε πλεονέκτημα. Χαρακτηριστική, από αυτή την άποψη, ήταν η καμπάνια του Πολωνικού Οργανικού Τουρισμού το 2005, η οποία «χτίστηκε» πάνω στον «πολωνό υδραυλικό» και απαντούσε στην τότε δυτικοευρωπαϊκή υστερία απέναντι στη φθηνή εργασία των ανατολικοευρωπαίων.