Οι «σφιχτές» αγορές εργασίας και τα νέα δεδομένα στην αγορά κατοικίας που δεν επιτρέπουν ταχεία υποχώρηση του τιμάριθμου. Η καθυστερημένη εκκίνηση των κεντρικών τραπεζών και οι φόβοι.
Οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1990, αλλά η πιο σοβαρή έκρηξη πληθωρισμού εδώ και μια γενιά ακόμα δεν έχει τιθασευτεί.
Ενώ πολλοί άργησαν να εντοπίσουν το πόσο μεγάλο πρόβλημα θα αποδεικνύονταν αυτό το κύμα πληθωρισμού, αξιωματούχοι που αντιπροσωπεύουν τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν τώρα αυξήσει τα επιτόκια κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο ο καθένας από τότε που άρχισαν να συσφίγγουν τα κόστη δανεισμού.
Ωστόσο, ούτε ο πρόεδρος της Federal Reserve Τζερόουμ Πάουελ, ούτε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ περιμένουν ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον κοινό τους στόχο του 2% πριν τις αρχές του 2025. Ενώ οι δείκτες τιμών καταναλωτή έχουν πέσει, οι κεντρικοί τραπεζίτες επικαλούνται τον υψηλότερο δομικό πληθωρισμό, τις «σφιχτές» αγορές εργασίας και τις πιέσεις στον τομέα των υπηρεσιών ως απόδειξη πως οι τιμές θα συνεχίσουν να εκτινάσσονται για αρκετό ακόμα καιρό.
Τι εξηγεί, λοιπόν, την επιμονή του πληθωρισμού εν μέσω επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων;
Μεγαλύτερη καθυστέρηση από το σύνηθες
Η νομισματική πολιτική πάντα έρχεται με κάποια καθυστέρηση, καθώς χρειάζεται περίπου 18 μήνες ώστε να περάσει πλήρως στα μοτίβα δαπανών και στις τιμές η επίπτωση μιας και μόνο αύξησης επιτοκίων.
Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής άρχισαν να αυξάνουν τα επιτόκια πριν από λιγότερο από ενάμισυ χρόνο στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και λιγότερο από έναν χρόνο στην ευρωζώνη. Πήγαν υψηλότερα από το ουδέτερο επιτόκιο -περιόρισαν ενεργά την οικονομία- μόλις πριν από λίγους μήνες.
Αλλά ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες και οικονομολόγοι πιστεύουν πως οι καθυστερήσεις μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες -και η επίπτωση της σύσφιξης λιγότερο ισχυρή- αυτή τη φορά.
«Ίσως η νομισματική πολιτική να μην είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν πριν από αρκετές δεκαετίες», δήλωσε ο Νέιθαν Σιτς, επικεφαλής οικονομολόγος της αμερικανικής τράπεζας Citi.
Υποστηρίζουν ότι, παρά την εκτίναξη του κόστους δανεισμού, η ανάπτυξη έχει αποδειχθεί εκπληκτικά ανθεκτική, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής παραγωγής στις περισσότερες οικονομίες. «Οι μεγάλες οικονομίες και η παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της έχουν απορροφήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων εξαιρετικά και εκπληκτικά καλά», δήλωσε ο Σιτς.
Η μακροπρόθεσμη μετατόπιση από τη μεταποίηση προς τις υπηρεσίες, οι οποίες απαιτούν λιγότερο κεφάλαιο, θα μπορούσε επίσης να σημαίνει βραδύτερη μετάδοση μιας αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής. Οι διαρθρωτικές αλλαγές σε σημαντικά τμήματα της οικονομίας -συμπεριλαμβανομένων των αγορών κατοικίας και εργασίας- μεταξύ του παρόντος και της δεκαετίας του 1990 μπορεί να εξηγήσουν γιατί οι αυξήσεις των επιτοκίων είχαν πολύ πιο γρήγορο και έντονο αντίκτυπο τότε.
Οι τάσεις στον τομέα της κατοικίας παίζουν ρόλο
Οι μεταβολές στην αγορά κατοικίας μπορεί να είναι το κλειδί για να εξηγηθεί γιατί οι αυξήσεις των επιτοκίων αργούν να φανούν.
Σε αρκετές χώρες, το ποσοστό των νοικοκυριών που είτε είναι ιδιοκτήτες του ακινήτου τους ή το ενοικιάζουν έχει αυξηθεί. Τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου είναι πλέον πιο δημοφιλή από τα κυμαινόμενα, όπου τα υψηλότερα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας επηρεάζουν σχεδόν αμέσως την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό των βρετανικών νοικοκυριών που κατέχουν ακίνητο με ενυπόθηκο δάνειο μειώθηκε από 40% τη δεκαετία του 1990 σε λιγότερο από 30%. Εκείνα με υποθήκη κυμαινόμενου επιτοκίου έχουν μειωθεί από 70% το 2011 σε λίγο περισσότερο από 10% φέτος.
Ο Άντριου Μπέιλι, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι τάσεις αυτές σημαίνουν ότι «η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής θα είναι πιο αργή ως αποτέλεσμα».
Οι αγορές εργασίας είναι σφιχτές
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις τάσεις πρόσληψης εξακολουθούν να είναι αισθητές. Οι εκτεταμένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού παραμένουν – ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, ενισχύοντας την αύξηση των μισθών και με τη σειρά του τον πληθωρισμό.
Η Λαγκάρντ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι εταιρείες του τομέα των υπηρεσιών ενδέχεται να προβαίνουν σε «αποθησαυρισμό εργατικού δυναμικού», φοβούμενες ότι δεν θα είναι σε θέση να προσλάβουν προσωπικό σε περίπτωση ενίσχυσης της ανάπτυξης. Ο τομέας θα μπορούσε να είναι «απομονωμένος από τις επιπτώσεις της σύσφιξης της πολιτικής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι στο παρελθόν», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Ο γρίφος των κεντρικών τραπεζιτών
Η αρχική επιμονή των κεντρικών τραπεζιτών ότι ο πληθωρισμός θα αποδειχθεί βραχύβιος οδήγησε σε καθυστερήσεις στην απόρριψη δεκαετιών επιθετικής και εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
Αυτές οι καθυστερήσεις μπορεί να έκαναν τον πληθωρισμό ακόμη πιο δύσκολο να εξουδετερωθεί με υψηλότερα επιτόκια, καθώς οι πιέσεις στις τιμές διευρύνθηκαν από ένα πρόβλημα που αφορούσε έναν μικρό αριθμό προϊόντων που πλήττονταν από τις συμφορήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού σε ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο, που έπληττε σχεδόν όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, που συχνά αποκαλείται η τράπεζα των κεντρικών τραπεζιτών, προειδοποίησε πέρυσι ότι, εάν τα επιτόκια αυξηθούν πολύ λίγο ή εάν η επίδρασή τους καθυστερήσει πολύ, οι χώρες ενδέχεται να διολισθήσουν σε ένα περιβάλλον όπου ο υψηλός πληθωρισμός θα γίνει ο κανόνας.
Ο κίνδυνος είναι ότι η επιστροφή στον πληθωρισμό του 2% μπορεί να απαιτήσει από τους κεντρικούς τραπεζίτες να αυξήσουν το κόστος δανεισμού σε σημείο που να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η κατάρρευση αρκετών μεσαίων δανειστών στις ΗΠΑ και τα προβλήματα της Credit Suisse νωρίτερα φέτος αποδόθηκαν στο υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Εάν εξαφανιστεί και η ανάπτυξη, οι οικονομολόγοι αναμένουν μεγαλύτερη πίεση στους κεντρικούς τραπεζίτες που έχουν αναλάβει να προσπαθήσουν να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Η Τζένιφερ ΜακΚίοουν, επικεφαλής οικονομολόγος σε παγκόσμιο επίπεδο στην Capital Economics, αναμένει τώρα ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα «ωθήσουν τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες σε ύφεση τους επόμενους μήνες».