Η Marianne B και ο σύντροφός της είχαν ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα στο Παρίσι για επτά χρόνια, όταν αποφάσισαν να αγοράσουν ένα μεγαλύτερο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους. Ανακάλυψαν το τέλειο διαμέρισμα με τιμή εντός του προϋπολογισμού τους. Στη συνέχεια όμως μίλησαν με τράπεζες, και αποφάσισαν να επιστρέψουν στο ενοίκιο. Ο λόγος ήταν το κόστος δανεισμού.
«Αν δανειζόμασταν 800.000 ευρώ θα μας κόστιζε 500.000 ευρώ (σε τόκους) σε σύγκριση με τα 50.000 ευρώ για 500.000 ευρώ που κόστιζε το 2019» λέει η Marianne, η οποία ζήτησε να μην χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το όνομά της. «Απλά δεν είναι λογικό. Θα πρέπει να επιστρέψουμε και πάλι στο ενοίκιο».
Όπως και η οικογένεια της Marianne, πολλοί Ευρωπαίοι ωθούνται και πάλι στο ενοίκιο καθώς τα υψηλά κόστη δανεισμού, οι απαιτήσεις για το εισόδημα και η ανάγκη για μεγάλες προκαταβολές καθιστούν ανέφικτη την αγορά κατοικιών. Αλλά αυτά έρχονται να προστεθούν σε μια ήδη υπερθερμασμένη αγορά.
Τα ενοίκια σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που άρχισαν να τηρούνται αρχεία· οι ενοικιαστές νοιώθουν την πίεση από τα ελληνικά νησιά μέχρι το Τάλιν. Καθώς περισσότεροι αγοραστές της μεσαίας τάξης αναγκάζονται να μείνουν σε ενοικιασμένα σπίτια, αυτή η επιπλέον πίεση στην αγορά έχει αυξήσει τα κόστη για τους ενοικιαστές με χαμηλότερα εισοδήματα σε τοποθεσίες με αυξημένη ζήτηση.
Οι πληθυσμοί αστικοποιούνται μακροπρόθεσμα, μια κρίσιμη υποκείμενη τάση, αλλά η πανδημία Covid-19 δημιούργησε υπερτοπικούς θύλακες ακόρεστης ζήτησης σε συγκεκριμένες πόλεις και γειτονιές. Η Ρεν και η Μασσαλία στη Γαλλία συγκαταλέγονται στους τόπους που παρουσίασαν αλματώδη αύξηση του ενδιαφέροντος από την έναρξη της πανδημίας, καθώς οι ενοικιαστές αναζητούν να ζήσουν πιο κοντά σε χώρους πρασίνου ή δίπλα στη θάλασσα για να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.
«Όλοι κατά τη διάρκεια της πανδημίας συνειδητοποίησαν πολύ καλά ότι το σπίτι δεν σταματά στους τέσσερις τοίχους», δήλωσε η Barnes.
Οι κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσεις να περιορίσουν τα κόστη διαβίωσης των πληθυσμών τους, μετά την αύξηση του κόστους ενέργειας, τροφίμων και άλλων κρίσιμων κοστών τα τελευταία χρόνια, μαζί με το κόστος της στέγασης. Αλλά οι απόπειρες να ελεγχθούν τα στεγαστικά κόστη μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ.
Η Λισαβόνα κατέγραψε μια από τις ταχύτερες αυξήσεις ενοικίων στο εξάμηνο μέχρι τον Ιούνιο, όπως δείχνουν τα δεδομένα της Savills, εν μέρει επειδή οι επικείμενες πολιτικές ελέγχου των ενοικίων οδήγησαν ορισμένους ιδιοκτήτες να αυξήσουν προληπτικά τα ενοίκια. Στο Βερολίνο, ενώ ένα ανώτατο όριο στα ενοίκια ακυρώθηκε δικαστικά πριν από δύο χρόνια, άλλοι έλεγχοι των ενοικίων σε ορισμένα ακίνητα σημαίνουν ότι οι κάτοικοί τους απολαμβάνουν φθηνές τιμές για ευρύχωρα σπίτια, ενώ οι νεοεισερχόμενοι έχουν εκτοπιστεί από πολλά μέρη της πόλης και οι ιδιοκτήτες ασκούν τεράστια εξουσία.
Η Sarah Coupechoux, επικεφαλής Ευρώπης στο ίδρυμα Abbé Pierre, μια φιλανθρωπική οργάνωση για τη στέγαση, δήλωσε ότι η έλλειψη οικονομικά προσιτών κατοικιών έχει προκαλέσει μια διαδικασία «φυσικής επιλογής» για τους ενοικιαστές που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους Ευρωπαίους.
«Ο κόσμος που είναι λιγότερο οικονομικά εξοπλισμένος δυσκολεύεται πολύ να έχει πρόσβαση σε κατοικίες καλής ποιότητας» λέει. «Αυτό συμπεριλαμβάνει νέους που είναι πιο πιθανό να βρίσκονται σε επισφαλή απασχόληση χωρίς ένα σταθερό εισόδημα, ιδιαίτερα εάν σπουδάζουν».
Τα αυξανόμενα ενοίκια σημαίνουν πως οι οικονομικά προσιτοί χώροι για τους νέους μειώνονται. Οι νέοι ηλικίας 15 έως 29 ετών είναι πιο πιθανό να ζουν σε «υπερπλήρεις κατοικίες», οι οποίες ορίζονται ως κατοικίες που δεν έχουν αρκετά δωμάτια για να φιλοξενήσουν λογικά όλα τα μέλη του νοικοκυριού.
Πρέπει επίσης να ζουν με τους γονείς τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Πολωνία η πανδημία συνέβαλε στο «φαινόμενο μπούμερανγκ» όπου νεαροί ενήλικες επέστρεψαν για να ζήσουν με τους γονείς τους, καθώς δεν μπορούσαν πλέον να αντέχουν οικονομικά να ενοικιάσουν κατοικία ενώ η οικονομία είχε μπει «στον πάγο».
Ο Rodrigo Martinez, επίκουρος καθηγητής ακίνητης περιουσίας στο UCL που ερευνά αυτό το φαινόμενο, προειδοποίησε ότι η παραμονή με τους γονείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπορεί να επηρεάσει μακροπρόθεσμα την κοινωνικοοικονομική πορεία των νέων.
Η παραμονή στη γενέτειρά τους μπορεί να οδηγήσει τους νέους να χάσουν τις κατάλληλες γι’ αυτούς θέσεις εργασίας και να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο μειωμένων οικονομικών ευκαιριών. Οι εθνικές οικονομίες και οι αγορές εργασίας, εν τω μεταξύ, κινδυνεύουν να παραμείνουν στατικές από την έλλειψη γεωγραφικής κινητικότητας, είπε.
«Το να μένεις με τους γονείς σου μερικά χρόνια περισσότερο σημαίνει ότι θα έχεις μια δουλειά με χαμηλότερες αποδοχές, θα είναι δύσκολο να κάνεις οικογένεια, θα είναι λιγότερο πιθανό να είσαι ζευγάρι, να παντρευτείς και να γίνεις γονιός», δήλωσε ο Martinez. «Η επίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερη από το να περνάς απλώς μερικά χρόνια περισσότερο στο σπίτι».
Οι αγορές ενοικίασης σε όλη την Ευρώπη διαμορφώνονται από την ιστορία και τις κυβερνήσεις τους. Η Ρουμανία έχει το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκτητών ακινήτων στην Ευρώπη, κληρονομιά της μετάβασης της χώρας στην οικονομία της αγοράς στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η πτώση του κομμουνισμού ώθησε πολλούς Ρουμάνους να αγοράσουν φθηνά τα διαμερίσματα στα οποία ζούσαν, καθώς η χώρα υπέστη ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων και υποτίμησης του νομίσματος. Ορισμένα άλλα πρώην κομμουνιστικά έθνη, όπως η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Λιθουανία και η Πολωνία, παρουσιάζουν παρόμοιο πρότυπο. Στη δυτική Ευρώπη, τα επίπεδα ιδιοκτησίας κατοικίας τείνουν να είναι πολύ χαμηλότερα.
Ορισμένες χώρες έχουν χρησιμοποιήσει εργαλεία πολιτικής για να ευνοήσουν την ιδιοκατοίκηση· η φορολογική ελάφρυνση για την αποπληρωμή των ενυπόθηκων δανείων, για παράδειγμα, έχει καταστήσει τον δανεισμό ελκυστική επιλογή στις Κάτω Χώρες, δήλωσε ο Cournède του ΟΟΣΑ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου δεν υπάρχουν τέτοια φορολογικά κίνητρα και οι τράπεζες είναι πιο επιφυλακτικές όσον αφορά τη χορήγηση δανείων και την αναστολή των ενυπόθηκων δανείων, πρόσθεσε.
Ωστόσο, σε πόλεις με υψηλά επίπεδα κοινωνικής στέγασης, τα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος μπορεί να νοιώσουν την πίεση περισσότερο απ’ ότι αυτά με χαμηλά εισοδήματα, λέει η Barnes του UCL. «Αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να σου παραχωρηθεί κοινωνική στέγαση, τότε η οικονομική προσιτότητα δεν είναι τόσο μεγάλο ζήτημα», προσθέτει.
Η ευρωπαϊκή αγορά ενοικίασης αναμένεται να παραμείνει σφιχτή. «Διάφοροι παράγοντες, όπως το αυξανόμενο κόστος κατασκευής, οι προκλήσεις ανάπτυξης και το αυξανόμενο κόστος χρέους (συνεχίζουν να) συμβάλλουν στην περιορισμένη διαθεσιμότητα πρώτης κατηγορίας αποθεμάτων και στην ανοδική πίεση στις τιμές των ενοικίων», σύμφωνα με τη Savills.
Ορισμένοι έχουν οδηγηθεί σε λύσεις που κυμαίνονται από το να μένουν σε βαν μέχρι να αναπτύσσουν τα δικά τους internet plug-ins ώστε να μπορέσουν να βρουν τα επιθυμητά σπίτια. Ωστόσο λίγες λύσεις υπάρχουν· ο συνωστισμός γίνεται χειρότερος και η σπανιότητα οικημάτων κρατά εκατομμύρια νεαρούς στο σπίτι με τους γονείς τους, διαμορφώνοντας τις ζωές τους μέχρι την ηλικία που γίνονται γονείς και ακόμα παραπέρα.
Η εκτίναξη των τιμών στο Λονδίνο οδήγησε την Emily, μια 29χρονη καλλιτέχνιδα, να κοιμάται στον καναπέ της αδελφής της κάθε εβδομάδα από Δευτέρα μέχρι Πέμπτη. Τα Σαββατοκύριακα κοιμάται σε ένα δωμάτιο που είναι ενοικιασμένο σε κάποιον άλλον κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.
«Δεν μπορώ να δικαιολογήσω να πληρώνω πάνω από 1.000 στερλίνες (το μήνα) για ένα δωμάτιο, ιδιαίτερα αν δεν είναι για ένα στεγαστικό» είπε. «Απλά πληρώνεις για να υπάρχεις και ούτε καν πληρώνεις για να μπορείς να απολαμβάνεις πλήρως αυτά που έχει να προσφέρει η πόλη επειδή απλά προσπαθείς να κρατήσεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου».
Ο Paul Tostevin, επικεφαλής του τμήματος παγκόσμιας έρευνας στην εταιρεία real estate Savills λέει πως «τα ενοίκια αυξάνονται σε όλη την Ευρώπη λόγω της περιορισμένης προσφοράς και της ισχυρής ζήτησης από εγχώριους ενοικιαστές, διεθνείς ενοικιαστές που μετακομίζουν λόγο δουλειάς και σπουδών, και επίδοξους αγοραστές που έχουν στραφεί στην αγορά ενοικιαζόμενων εν μέσω των υψηλών επιτοκίων».
Τα αυξανόμενα επιτόκια έχουν προστεθεί στα κόστη που αντιμετωπίζουν αυτοί που προσπαθούν να ανέβουν τη στεγαστική «κλίμακα», καθιστώντας τη μετάβαση αυτή ακόμα πιο δύσκολη.
Ενώ τα μέσα ενοίκια σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν πέσει τα τελευταία χρόνια, το κόστος της στέγασης σε κέντρα εργασίας και σε τουριστικά hotspots συνεχίζει να αγγίζει νέα υψηλά. Αλλά μια έλλειψη κατοικιών αφήνει τις περιοχές αυτές ανίκανες να ικανοποιήσουν τη ζήτηση· στον αντίποδα, αυτό σημαίνει πως αυξάνονται οι άστεγοι.
«Αν πρέπει να δώσω μια μονολεκτική εξήγηση του ζητήματος, αυτή είναι ‘προσφορά’», λέει ο Boris Cournède, εκτελών χρέη επικεφαλής των δημόσιων οικονομικών στον ΟΟΣΑ. Η Yolande Barnes, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Ακινήτων Bartlett του University College του Λονδίνου, δήλωσε: «Αυτές οι πόλεις είναι θύματα της ίδιας τους της επιτυχίας».