Το να παραπονιόμαστε πως οι κεντρικοί τραπεζίτες «στύβουν» τους δανειολήπτες είναι σαν να μουρμουρίζουμε πως τα φάρμακα για την απώλεια βάρους κάνουν το πρόσωπό μας να μοιάζει κάτισχνο.
Το να φαίνεσαι αδύνατος είναι μέρος της διαδικασίας. Αξιωματούχοι στη Federal Reserve, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οπωσδήποτε δεν δείχνουν σημάδια λύπης καθώς προσεγγίζουν το τέλος των κύκλων σύσφιξης. Ακόμα και αν το παράκαναν και καταλήξουν να συντρίψουν την οικονομία, η παράδοση στην κεντρική τραπεζική θέλει οποιοδήποτε πρόβλημα κάποια στιγμή να χάνεται. Είναι μια καθησυχαστική σκέψη –αλλά μια σκέψη που αμφισβητείται όλο και περισσότερο.
Η επικρατούσα άποψη λέει ότι, ενώ οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής μπορούν να ανεβάσουν ή να κατεβάσουν μια οικονομία βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα είναι σχεδόν ανίκανοι. Καθώς οι προσδοκίες προσαρμόζονται, η προσπάθεια να ανεβάσουν την οικονομία με εύκολο χρήμα θα καταλήξει σε δάκρυα και πληθωρισμό. «Δεν μπορεί κανείς να πλουτίσει μόνιμα μια χώρα απλώς μοιράζοντας περισσότερα χαρτονομίσματα», εξήγησε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μπεν Μπρόντμπεντ τον περασμένο Οκτώβριο. Αν θέλετε πραγματικά αποτελέσματα, πρέπει να αλλάξετε πραγματικά πράγματα.
Κατά τις δεκαετίες που πέρασαν, οι οικονομολόγοι έχουν επικρίνει τη βασική υπόθεση. Στη δεκαετία του 2010, η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας τροφοδότησε τις υποψίες ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ήταν αφελείς ως προς τη δύναμή τους. Ο Λούκα Φορνάρο του Barcelona School of Economics και ο Μάρτιν Γουλφ του Πανεπιστημίου του St Gallen διατύπωσαν φέτος τη θεωρία ότι τα υψηλότερα επιτόκια αποθαρρύνουν την καινοτομία και περιορίζουν τη δυνητική ανάπτυξη, αυξάνοντας το κόστος κεφαλαίου και μειώνοντας την αναμενόμενη ζήτηση.
Το να δείξεις ότι κάτι είναι δυνατό σε ένα μοντέλο είναι ευκολότερο από το να το αποδείξεις με δεδομένα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα και αυτά που είναι διαθέσιμα είναι γεμάτα αβεβαιότητα. Οι κεντρικοί τραπεζίτες αλλάζουν τα επιτόκια ως αντίδραση στην μεταβαλλόμενη μακροοικονομία. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι η αδύναμη ανάπτυξη μια δεκαετία αργότερα οφείλεται πραγματικά στη νομισματική πολιτική και όχι σε ό,τι αντιδρούσε;
Δύο πρόσφατες εργασίες έκαναν μια προσπάθεια. Η πρώτη προέρχεται από τρεις οικονομολόγους που ανήκουν στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σαν Φρανσίσκο και μελετά χώρες που ιστορικά είχαν συνδέσει τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Οι οικονομίες αυτές απορροφούν στην πραγματικότητα τα σοκ της νομισματικής πολιτικής από το εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι πιο σίγουρος ότι οποιεσδήποτε μεταγενέστερες αλλαγές είναι ανεξάρτητες από τις εξελίξεις στο εσωτερικό.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι 12 χρόνια μετά από μια αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών περιορίζεται κατά 3%, το απόθεμα κεφαλαίου κατά 4% και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά 5%. Είναι ενδιαφέρον ότι το αποτέλεσμα είναι ασύμμετρο- ενώ το σφιχτό χρήμα βλάπτει, το εύκολο χρήμα δεν φαίνεται να τονώνει την οικονομία μακροπρόθεσμα. Και εκτιμούν ότι άλλες μελέτες που χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους θα είχαν βρει (μικρότερες) μακροπρόθεσμες επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής, αν είχαν ψάξει.
Η γραμμή ότι η νομισματική συρρίκνωση περιορίζει τις επενδύσεις στην έρευνα και έτσι εμποδίζει την ανάπτυξη, υποστηρίζεται από μια άλλη μελέτη του Γιουεράν Μα του Πανεπιστημίου του Σικάγο και του Κασπάρ Ζίμερμαν του Frankfurt School of Finance & Management, το οποίο παρουσιάστηκε στο Jackson Hole. Διαπιστώνουν ότι τρία χρόνια μετά την αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη μειώνονται κατά 1 έως 3%, οι επενδύσεις venture capitals μειώνονται κατά το ένα τέταρτο και οι πατέντες και η καινοτομία περιορίζονται κατά 9%.
Θα μπορούσε κανείς να πει ειρωνικά πως αν υπάρχουν λιγότερα χρήματα για να κυνηγήσουν τις τρέλες των κρυπτομηχανισμών, αυτό δεν είναι κακό. Τα χαμηλά επιτόκια θα μπορούσαν ακόμη και να συγκρατήσουν την ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας τη λανθασμένη διάθεση πόρων σε ανόητες ιδέες. Αλλά οι Μα και Ζίμερμαν διαπιστώνουν ότι οι σημαντικές τεχνολογίες που αναφέρονται συχνά στις ανακοινώσεις κερδών των εταιρειών, όπως το cloud computing και τα ηλεκτρικά οχήματα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην αύξηση των επιτοκίων.
Η αμφισβήτηση παλαιών παραδοχών είναι υγιής και οι οικονομολόγοι πρέπει να την κάνουν συχνά. Καθώς συγκεντρώνονται στοιχεία, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει επίσης να αναρωτιούνται τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πολιτική. Ίσως, για παράδειγμα, θα πρέπει να σκεφτούν δύο φορές να συντρίψουν επιθετικά τον πληθωρισμό, αν αυτό μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Προς το παρόν, η όρεξη να γίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να χτυπηθεί ο πληθωρισμός είναι σχεδόν μηδενική. Ο Ντόναλντ Κον, πρώην αντιπρόεδρος της Fed, σχολίασε στο Jackson Hole ότι η συμβολή της Fed στην καινοτομία ήταν «η επίτευξη της διπλής εντολής». Το να είναι βαρετή και σταθερή δίνει στις εταιρείες τη βεβαιότητα που χρειάζονται για να επενδύσουν. Μόλις αρχίσεις να εξετάζεις τις παρενέργειες, πού σταματάς; Τι θα συμβεί αν η ρύθμιση των επιτοκίων δημιουργήσει μια χρηματοπιστωτική κρίση;
Η νομισματική πολιτική είναι ένα αμβλύ εργαλείο, και όσο περισσότερα πράγματα της ζητείται να κάνει, τόσο χειρότερα θα αποδίδει σε κάθε ένα από αυτά. Προς το παρόν, αν η αύξηση των επιτοκίων εκτροχιάσει τις επενδύσεις και την καινοτομία, το χάος θα αφεθεί σε άλλους να το συμμαζέψουν.