Πώς η χώρα έπεσε θύμα της ίδιας της επιτυχίας της. Η προσπάθειες μετασχηματισμού, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Τα πρόσφατα στοιχεία από τη Γερμανία δίνουν μια ζοφερή βραχυπρόθεσμη εικόνα για την οικονομική «ατμομηχανή» της Ευρώπης.
Η οικονομία της εισήλθε σε ύφεση φέτος, και το επενδυτικό κλίμα στη χώρα πρόσφατα έπεσε με τον ταχύτερο ρυθμό από την πανδημία. Ο ΟΟΣΑ αναμένει τώρα πως η ανάπτυξή της θα είναι η χαμηλότερη μεταξύ των μεγάλων οικονομιών το 2023. Η πορεία πέραν του τρέχοντος έτους, ωστόσο, αποτελεί μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας. Οι αντίθετοι γεωπολιτικοί άνεμοι που επικρατούν –από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μέχρι τις αυξανόμενες σινοαμερικανικές εντάσεις- έχουν υπογραμμίσει τα ευάλωτα σημεία στο διεθνές οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας καθώς και τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της.
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς προσπαθεί με φιλοδοξία να επαναπροσανατολίσει την οικονομία –μεταξύ άλλων μέσω μείωσης της εξάρτησης της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια και εξασφάλισης νέων αλυσίδων προμήθειας για τη βιομηχανία. Η κυβέρνηση κινείται γρήγορα. Ο στόχος οι ΑΠΕ να αντιπροσωπεύουν το 80% του ενεργειακού της μείγματος έχουν αυξήσει την ελκυστικότητα της Γερμανίας ως προορισμού για πράσινες επενδύσεις. Δισεκατομμύρια δαπανώνται για την τόνωση του κλάδου των ημιαγωγών της. H οικονομία έχει επίσης δείξει ανθεκτικότητα καθώς έχει διαψεύσει τις δυσοίωνες προβλέψεις για βαθιά ύφεση φέτος. Αλλά το μέγεθος του έργου που βρίσκεται μπροστά, παραμένει τεράστιο.
Η Γερμανία μείωσε γρήγορα την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο. Η ταχεία κατασκευή τερματικών σταθμών LNG έχει βοηθήσει ώστε να ενισχυθεί η ενεργειακή της ασφάλεια. Αλλά η απόφαση για σταδιακή κατάργηση των τελευταίων της πυρηνικών αντιδραστήρων τον Απρίλιο και η βραδεία ανάπτυξη ΑΠΕ σημαίνουν πως η Γερμανία εξακολουθεί να εξαρτάται από εισαγωγές και ορυκτά καύσιμα για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες και παραμένει εκτεθειμένη στις ευμετάβλητες παγκόσμιες τιμές.
Η διαφοροποίηση της οικονομίας αποτελεί επίσης πρόκληση. Η μεταποίηση αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο της παραγωγής της. Η παραγωγή αυτοκινήτων, ο βραβευμένος κλάδος της, μειώνεται από το 2018. Η εξειδίκευση της Γερμανίας στις τεχνολογίες καύσης αμφισβητείται από τη στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα, όπου η Κίνα είναι κυρίαρχος παίκτης. Η απεμπλοκή των δεσμών με την Κίνα -τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της για αγαθά- δεν θα είναι επίσης απλή, καθώς πολλές εταιρείες τη θεωρούν ζωτικής σημασίας αγορά και προμηθευτή ενδιάμεσων προϊόντων.
Ο Σολτς έχει ζητήσει μια νέα «γερμανική ταχύτητα» για την επίτευξη αυτού του μετασχηματισμού. Αλλά θα χρειαστεί πρώτα να άρει αρκετά εμπόδια που από καιρό κρατάνε πίσω τη γερμανική οικονομία. Τα έργα υποδομής ΑΠΕ, όπως τα αιολικά πάρκα, καθυστερούν λόγω χρονοβόρων διαδικασιών σχεδιασμού. Οι μεταρρυθμίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι επιχειρηματικοί ηγέτες διαμαρτύρονται πως η βαριά γραφειοκρατία, τα υψηλά κόστη ενέργειας και η περιορισμένη ψηφιοποίηση επίσης υπονομεύουν τον δυναμισμό· από τότε που ιδρύθηκε η SAP πριν από περισσότερα από 50 χρόνια, δεν έχει προκύψει καμία γερμανική τεχνολογική εταιρεία παγκοσμίου κλάσης.
Ένα άλλο εμπόδιο είναι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Η Γερμανία αναμένεται να έχει έλλειμμα έως 7 εκατ. εργαζομένων μέχρι το 2035, εν μέρει λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Υπάρχει επίσης μια έλλειψη ειδικευμένων εργατών στον κατασκευαστικό κλάδο, στην ηλεκτρολογία και στις επαγγελματικές υπηρεσίες, που είναι σημαντικά για τις οικονομικές φιλοδοξίες της χώρας.
Οι αλλαγές στους κανόνες μετανάστευσης βρίσκονται στα σκαριά. Η μεταρρύθμιση της οικονομίας θα απαιτήσει επίσης περαιτέρω δημόσιες επενδύσεις και κίνητρα, αλλά οι απαιτήσεις για τα οικονομικά θα επιβαρυνθούν από τα γηραιότερα δημογραφικά στοιχεία και τη δέσμευση για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Οι διαμάχες μεταξύ του κυβερνητικού συνασπισμού δεν έχουν επίσης βοηθήσει.
Κατά κάποιο τρόπο, η Γερμανία είναι θύμα της ίδιας της επιτυχίας της. Το οικονομικό της μοντέλο ευδοκίμησε στην εποχή της ταχείας παγκοσμιοποίησης που έλαβε χώρα κατά τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αλλά οι καιροί αλλάζουν και η βάση της ανταγωνιστικότητας και της ανθεκτικότητάς της στο παρελθόν αμφισβητείται. Μακροχρόνιες οικονομικές πληγές γύρω από τη ρύθμιση, την ψηφιοποίηση και την προσφορά εργασίας, οι οποίες φάνταζαν λιγότερο πιεστικές όταν οι καιροί ήταν καλοί, περιορίζουν τώρα την ευελιξία της.
Μόνο με την αντιμετώπιση αυτών των υποκείμενων εμποδίων στην ανάπτυξη μπορεί η Γερμανία να ανανεωθεί και πάλι.
euro2day.gr