Όταν η Ελλάδα δέχτηκε την πρώτη από τις πολλές διασώσεις, τον Μάιο του 2010, οι πιστωτές – μεταξύ των οποίων και το ΔΝΤ – υποχρέωσαν την Αθήνα να προχωρήσει σε μείωση των δημοσίων δαπανών με αντάλλαγμα τα χρήματα. Τι διαφορά όμως κάνει μια δεκαετία…
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν διογκωθεί από την πανδημία, με το παγκόσμιο δημόσιο χρέος να φθάνει το 100% του ΑΕΠ φέτος καθώς οι κυβερνήσεις δαπανούν πολλά για να αντιμετωπίσουν την καταστροφή που προκάλεσε ο Covid-19 επισημαίνουν στο κύριο άρθρο τους οι FT.
Το ΔΝΤ είναι ξεκάθαρο. Η συμβουλή του αυτή την εβδομάδα ήταν ότι, όπου είναι δυνατόν, οι κυβερνήσεις πρέπει να συνεχίσουν να ξοδεύουν έως ότου ο ιός επιτέλους αποτελέσει παρελθόν και να αρχίσει η ανάκαμψη. Η ανοχή του ΔΝΤ στο χρέος σηματοδοτεί το τελευταίο καρφί στο φέρετρο για το δόγμα της λιτότητας. Είναι προφανές ότι το ΔΝΤ έχει εδώ και καιρό απομακρυνθεί από τις βασικές του αρχές. Το ίδιο το ΔΝΤ αναγνώρισε ήδη από το 2013 ότι ορισμένα στοιχεία της συνταγής του για την Ελλάδα, που υπέστη συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 25%, ήταν πολύ σκληρά. Πολιτικοί όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, βοήθησαν στο να γύρει η πολιτική ζυγαριά υπέρ της πιο επιθετικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Ωστόσο, μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου αναλάμβαναν οι κεντρικές τράπεζες πολλές από τις οποίες όχι μόνο έχουν μειώσει τα επιτόκια σχεδόν στο μηδέν, αλλά έχουν ξοδέψει τρισεκατομμύρια δολάρια αγοράζοντας κυρίως κρατικό χρέος. Καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δεν διαθέτουν πυρομαχικά, υπάρχει, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, η αποδοχή ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να αναλάβει το μερίδιο που της αντιστοιχεί. Ακόμη και χώρες που φημίζονται ως υπέρμαχοι της λιτότητας, όπως η Γερμανία, ξοδεύουν και μάλιστα πολλά.
Ο δανεισμός ήταν σπάνια τόσο φθηνός. Πολλές χώρες επωφελούνται τώρα από τις αρνητικές αποδόσεις – συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, όπου η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ βρίσκεται σε επίπεδα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετά υψηλά ώστε να δικαιολογούν τις περικοπές των δημοσιονομικών δαπανών τα χρόνια που πέρασαν.
Τα επιτόκια είναι πιθανό να παραμείνουν στα χαμηλότερα επίπεδα για τα επόμενα χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος αναχρηματοδότησης θα παραμείνει χαμηλό ακόμη και αν η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αυξηθεί. Ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ σε ομιλία του στην Αμερικανική Οικονομική Ένωση πέρυσι έθιξε ακριβώς αυτό. Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής, με μερικές εξαιρέσεις, βρίσκονται στο πλευρό τους.
Ο Τζέρεμι Πάουελ, ο οποίος ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ είναι ο πιο ισχυρός κεντρικός τραπεζίτης στον κόσμο, προτρέπει το Κογκρέσο να ξοδέψει περισσότερα για να διατηρήσει την ανάκαμψη. Οι ομόλογοι του στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην ευρωζώνη έχουν κάνει παρόμοιες δηλώσεις κάτι που πριν από δέκα χρόνια ήταν απλά αδιανόητο. Ο θάνατος της λιτότητας δεν πρέπει να ανοίξει το δρόμο για ασυμφωνία. Το ΔΝΤ έχει καταστήσει σαφές ότι οι δαπάνες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προστασία των ασθενέστερων καθώς και των τομέων όπως οι υποδομλες που ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν πρέπει να ενισχύσουν τομείς που θα αναπτυχθούν μετά την πανδημία. Στις χώρες οι δαπάνες θα προσφέρουν λίγο ή πολύ μια τόνωση.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουν να μειώσουν τις έκτακτες δαπάνες μόλις οι οικονομίες επιστρέψουν σε πλήρη ισχύ. Ωστόσο η πανδημία έχει οδηγήσει στη χειρότερη από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατάσταση. Όπως συνέβη μετά το 1945, οι κρατικές επενδύσεις είναι απαραίτητες για την ανοικοδόμηση των οικονομιών και την παροχή θέσεων εργασίας. Το μήνυμα του ΔΝΤ είναι ότι η πρόωρη δημοσιονομική λιτότητα μετά την κρίση θα βλάψει, και δεν θα επουλώσει τις πληγές στην οικονομία. Αυτή η θέση του ΔΝΤ πρέπει να ληφθεί υπόψη από τους πολιτικούς.