Για «επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας» έκανε λόγο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, κατά τη διάρκεια τελετής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, όπου αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών.
Μάλιστα, όπως είπε, «το θέμα της αλλαγής του κλίματος, είναι ένα θέμα με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες ασχολούμαστε ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια».
Συγκεκριμένα, όπως σημείωσε, «η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές, συχνά ταυτόχρονες, κρίσεις και προκλήσεις», προσθέτοντας: «Οι κρίσεις και οι προκλήσεις αυτές αφορούν ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακά, κοινωνικά, και όλα, άμεσα ή έμμεσα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και ευρύτερα με τη βιωσιμότητα. Προσεγγίζουμε κρίσιμα σημεία καμπής, τα οποία, αν και όταν ξεπεραστούν, θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές. Ειδικότερα, η φύση βρίσκεται σε πρωτοφανή κίνδυνο, όπως αναγνωρίζεται από την επιστημονική κοινότητα, και τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο σφοδρά. Όλα τα παραπάνω έχουν ως επίπτωση τις αυξανόμενες απώλειες στο κεφάλαιο – ανθρώπινο, φυσικό και οικονομικό, κάτι που βιώνουμε και στην Ελλάδα, και μας οδηγούν στην επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας».
«Δεν αποτελούν πρόβλημα κάποιου μακρινού μέλλοντος»
Αναφερόμενος, ο Γιάννης Στουρνάρας στις μακροοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, είπε ότι «τόσο τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και η πράσινη μετάβαση, έχουν σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις και δεν αποτελούν πρόβλημα κάποιου μακρινού μέλλοντος».
«Για αυτό», συμπλήρωσε, «στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τόσο βραχυχρόνια, όσο και μακροχρόνια τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη τη σωστή αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών και ακολούθως τη χάραξη κατάλληλης νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες».
Μάλιστα, όπως ανέφερε σε αυτό το σημείο, «σε γενικές γραμμές, αναμένουμε αύξηση της μεταβλητότητας των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα στις προβλέψεις μας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και εντέλει στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής».
Μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ από ακραία καιρικά φαινόμενα
Μιλώντας για τις επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα «από τα πιο συχνά και πιο σφοδρά ακραία καιρικά φαινόμενα», είπε ότι αυτές «είναι άμεσες και δυσμενείς», λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η ανάπτυξη πλήττεται βραχυχρόνια, καθώς προκαλούνται ζημιές στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο φυσικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι οικονομικές δραστηριότητες στις πληγείσες περιοχές διακόπτονται ή περιορίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και σημειώνονται στρεβλώσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες».
«Σύμφωνα με μελέτες», συνέχισε, «ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μειώνεται κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από ακραία καιρικά φαινόμενα τη χρονιά που αυτά συμβαίνουν. Ακόμα κι αν σταδιακά η παραγωγή ανακάμπτει, η αυξημένη αβεβαιότητα επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα».
Παράλληλα, τόνισε, ότι «εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται οι χρόνιες επιπτώσεις, επιφέροντας επιπλέον ζημιές στην οικονομία, ενώ θα απαιτούνται ακόμα μεγαλύτερα κεφάλαια για επενδύσεις προσαρμογής».
Πληθωριστικές πιέσεις
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, είπε ότι «πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες και ως εκ τούτου σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με αυξημένη μεταβλητότητα και κινδύνους για τη διαμόρφωση των τιμών, η συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών κοντά στο στόχο μας γίνεται πιο δύσκολη».
Επιπλέον, συνέχισε ο Γιάννης Στουρνάρας, «η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».
Επίσης, σημείωσε κατά την διάρκεια της ομιλίας του ότι «η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω του κινδύνου από φυσικές καταστροφές, αλλά και μέσω του κινδύνου μετάβασης».
«Μια άμεση επίπτωση», όπως ανέφερε, «προέρχεται από τις αποζημιώσεις που καταβάλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μετά από φυσικές καταστροφές».
Μάλιστα, μιλώντας για τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία, είπε ότι «οι αποζημιώσεις εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 350 εκατομμύρια ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος τους αναμένεται να καλυφθεί από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ενώ η απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων που πλήττονται από φυσικές καταστροφές μπορεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, αυξάνοντας τον κίνδυνο ρευστότητας και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών και επηρεάζοντας τους όρους και τις ροές τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά».
Σε αυτό το σημείο, ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «οι δράσεις για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν και μια ευκαιρία εάν αντιμετωπιστούν ως επενδύσεις που θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης, προς μια πιο ανθεκτική και πράσινη οικονομία».
Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι «η χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων αποτελεί ευκαιρία και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αποδοτικότερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων πολιτών».
Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στις δράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση – πάντα βέβαια εντός των ορίων της εντολής μας και προς όφελος των κοινωνιών. Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες».
Όσον αφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος, είπε ότι «η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας» και πρόσθεσε: «Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε μια διεπιστημονική επιτροπή, την επιτροπή μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή».
Ακόμη, ο Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι «προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και τον συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ τις επόμενες ημέρες θα δημοσιοποιήσουμε τα πρώτα – ενδιάμεσα – αποτελέσματα των μελετών που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου Life AdaptivGreece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής».
Επίσης, συμπλήρωσε, «σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών θα παρουσιάσουμε επικαιροποιημένα στοιχεία προβλέψεων για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, ενώ οι πρώτοι τομείς για τους οποίους θα ανακοινώσουμε αποτελέσματα είναι οι τομείς της γεωργίας και των μεταφορών».
Κατά τη διάρκεια της τελετής μίλησαν επίσης, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, καθηγητής Χρήστος Μπούρας, ο Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων, καθηγητής Βασίλης Βουτσινάς, ο πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, καθηγητής Ιωάννης Βενέτης και ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, Αθανάσιος Ταγκαλάκης.
ΠΗΓΗ: εφημερίδα – ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ